ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ «“Δότε ὑμεῖς φαγεῖν”, αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο φιλανθρωπικὸ καὶ κοσμικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας».
Ὅπως ἐλέχθη, ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τὸ κέντρον τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν ὅτι ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἵδρυσι τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, διὰ τῆς ὁποίας ἀποκτοῦμε κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι ἡ μοναδικὴ τροφὴ τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ νέος λαὸς (ὁ Χριστιανικὸς) διαφέρει ἀπὸ τὸν παλαιὸ (Ἰουδαϊκὸ) στὸ ὅτι ἐκεῖνοι (Ἰουδαῖοι) ἄκουγαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐμεῖς προχωροῦμε στὴν θεωρία τοῦ Λόγου, δηλαδὴ κοινωνοῦμε τοῦ Λόγου.
. Ἔτσι τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἀκολουθία προσευχῶν, ποὺ ἱκανοποιεῖ τὶς θρησκευτικὲς καὶ ψυχολογικές μας ἀνάγκες, ἀλλὰ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς μας. Τὸ Βάπτισμα καθαρίζει τὸ κατ’ εἰκόνα. Ἡ θεία Κοινωνία ἀπεργάζεται τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, τὴν πλήρη ἕνωσι μὲ τὸν Χριστό. Μὲ τὸ ἅγιον Βάπτισμα ὁ Θεὸς γίνεται Πατέρας μας. Μὲ τὴν θεία Κοινωνία γίνεται Νυμφίος μας καὶ Μητέρα μας ποὺ μᾶς «τρέφει μαστοῖς οἰκείοις, ὡς ὑπομάζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος» (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς). Ἔτσι καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ μετάληψι τῶν Τιμίων Δώρων δὲν εἶναι ὑποχρέωσι, ἀλλὰ ἀνάγκη γιὰ τὴν ζωή μας. Δι’ αὐτῆς «καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ» καὶ αἰσθανόμαστε στὴν καρδιά μας τὶς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ.
Θεία Εὐχαριστία καὶ Ἐκκλησία
Ἡ παράγραφος αὐτὴ δὲν εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ἀλλὰ συνέχειά της, ἀφοῦ ἐμεῖς σωζόμαστε καὶ ἁγιαζόμαστε ὄχι ἀτομικά, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικά, δηλ. μποροῦμε νὰ καλέσουμε τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ συμμετάσχουμε στὸν Δεῖπνο τῆς ἀγάπης Του, ἐπειδὴ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κέντρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ σ’ αὐτὴν ἀναφέρονται ὅλες οἱ πράξεις της καὶ τὰ μυστήρια. Τὸ κήρυγμα, ἡ φιλανθρωπικὴ καὶ κοινωνικὴ δρᾶσι κλπ., ὅταν δὲν καταλήγουν στὸ θυσιαστήριο καὶ ὅταν δὲν ξεκινοῦν ἀπὸ αὐτό, εἶναι μάταια καὶ ἀνωφελῆ. Τίποτε στὴν Ἐκκλησία δὲν αὐτονομεῖται. Ἡ αὐτονομία θεωρεῖται ἡ μεγαλύτερη αἵρεσι, διότι εἶναι διάσπασι. Καὶ κάθε τί τὸ διασπαστικὸ ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶναι ἀντιεκκλησιαστικό. Ἀπὸ τὸ μέγα αὐτὸ Μυστήριο λαμβάνει ὑπόστασι ἡ πίστη καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δι’ αὐτοῦ κοινωνεῖ μὲ τὴν κεφαλή της.
. Ἡ θεία Εὐχαριστία διατηρεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι στοὺς ἀρχαίους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, ὅπως στὸν ἅγιο Ἰγνάτιο, συνδέεται στενὰ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ Θυσιαστήριο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο. Ὅπως ἔξω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο δὲν νοεῖται ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ Εὐχαριστία ἔτσι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν νοεῖται Θυσιαστήριο καὶ Ἐπίσκοπος, καθὼς ἐπίσης καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Θυσιαστήριο (θεία Εὐχαριστία) δὲν νοεῖται Ἐκκλησία καὶ Ἐπίσκοπος. Ἀπὸ αὐτὰ φαίνεται ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι ἕνας διοικητικὸς ἄρχοντας, ἀλλὰ ὁ Προεστὼς τῆς Εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Ἔτσι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἀφηρημένη καὶ πνευματική, ἀλλὰ σαρκικὴ (πραγματική, σωματική). Καὶ αὐτὴ ἡ σαρκικὴ ἑνότητα πραγματοποιεῖται στὴν θεία Εὐχαριστία.
. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν νοιώθουμε τὴν ἑνότητα τοῦ κόσμου ἔξω ἀπὸ τὴν θεία Εὐχαριστία. Λέμε πολλὲς φορὲς ὅτι ὁ κόσμος πρέπει νὰ ἐκκλησιοποιηθεῖ. Αὐτὸ θὰ γίνει μόνον ὅταν οἱ διὰ μέσου τῶν αἰώνων Ἀπόστολοι καὶ γενικὰ ἡ Ἐκκλησία θὰ καλοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὴν «τράπεζα» τοῦ Κυριακοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ ὄχι στὴν τράπεζα τῶν διαπραγματεύσεων. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἐφαρμόσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ: «δότε ὑμεῖς φαγεῖν» αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο φιλανθρωπικὸ καὶ κοσμικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, διότι διὰ τοῦ ἁγιαζομένου μικροκόσμου (τοῦ ἀνθρώπου) μεταφέρεται ὁ ἁγιασμὸς σὲ ὅλο τὸν μακρόκοσμο (σὲ ὅλη τὴν φύσι).
. Ἑπομένως ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κόσμου πραγματοποιεῖται στὴν θεία Εὐχαριστία. Ἀπὸ Ὀρθόδοξη πλευρὰ δὲν νοεῖται πνευματικὴ ζωὴ χωρὶς θεία Εὐχαριστία καὶ θεία Κοινωνία. Οὔτε νοεῖται ἀληθινὴ μετοχὴ στὴν θεία Εὐχαριστία, ὅταν εἴμαστε διεσπασμένοι σὲ κομματικὲς παρασυναγωγές. Οὔτε νοοῦνται οἱ «ἰδιωτικὲς» λειτουργίες καὶ ἡ ὁποιαδήποτε διάσπασι τῆς Εὐχαριστιακῆς ἑνότητος, ἔστω γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι τοῦ λαοῦ. Ἂν θέλουμε νὰ ζοῦμε κοινωνικὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε Εὐχαριστιακά. Τότε ἡ ἔρημος τῆς ζωῆς μας γίνεται πνευματικὸς σιτοβολών. Στὴν περιοχὴ τοῦ θανάτου ξεπηγάζει ἡ ζωή.
πηγή : Χριστιανική Βιβλιογραφία
Δέν άφησε ποτέ νά εννοηθεί πώς ο επίσκοπος μπορεί νά είναι αυτοσκοπός. Εξασφαλίζει τήν ενότητα τής εκκλησίας, αλλά ξέρουμε τί σημαίνει ενότης τής εκκλησίας; Σημαίνει ότι υπάρχει μία σωτηρία, αυτή πού προσφέρει ο Κύριος : ο χριστιανός είναι αθλητής εις τό στάδιο τού παρόντος βίου μέ έπαθλον τήν αιώνιον ζωήν (Πολυκ.2,3). Πρώτο στοιχείο τής προσπάθειας αυτής είναι η πίστις στόν Θεό καί στόν Ιησού Χριστό, όπως καί η πίστη στήν αξία τών αποτελεσμάτων τής Θείας οικονομίας. Δεύτερο στάδιο, η ηθική συμμόρφωσις, η ομοήθεια Θεού. Τρίτον η απάρνησις τού κόσμου καί τής παρούσης ζωής. Μερική απάρνηση είναι η απόρριψη τού κοσμικού φρονήματος, πλήρης είναι ο πόθος τού μαρτυρίου, πού είναι τρόπος μιμήσεως τού Χριστού (αυτού τού πόθου συνέχεια είναι ο Ησυχασμός, ο οποίος δέν έχει πλέον θέση στή ζωή τής εκκλησίας καί θά δούμε γιατί). Ο εμώς έρως εσταύρωτε καί ουκ εστιν εν εμοί πύρ φιλόϋλον. Ύδωρ δέ ζών καί λαλούν εν εμοί, δεύρο πρός τόν Πατέρα. Η διά τού θανάτου ελευθέρωσις τού ανθρώπου συνίσταται εις τήν διάλυσιν τού δεσμού μέ τον κόσμον τούτο καί όχι εις τήν απαλλαγήν εκ τού σώματος, η σάρξ είναι ιερά κάι διαποτίζεται από τό πνεύμα.
Τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου
(νῦν Μητρ. Ναυπάκτου)
«Ὀσμὴ Γνώσεως»
Ἐκδόσεις «Τέρτιος»,
Κατερίνη 1985, σελ. 134-137
τοῦ Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου
(νῦν Μητρ. Ναυπάκτου)
«Ὀσμὴ Γνώσεως»
Ἐκδόσεις «Τέρτιος»,
Κατερίνη 1985, σελ. 134-137
«καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν».
(Ματθ. ιδ´ 20)
(Ματθ. ιδ´ 20)
. Ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοσι ἔδωσε στὸ σημερινὸ θαῦμα ἐκκλησιολογικὸ καὶ εὐχαριστιακὸ νόημα, δηλ. τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων εἶναι μία προτύπωσι τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, κατὰ τὴν ὁποία ὁ νεκρὸς ἄνθρωπος λαμβάνει τὴν μοναδικὴ ἐνυπόστατη ζωή, τὸν Χριστὸ καὶ ζωοποιεῖται. Ἑπομένως μᾶς δίδεται σήμερα ἡ εὐκαιρία νὰ διατυπώσουμε μερικὲς σκέψεις γύρω ἀπὸ τὸ ὑπερφυὲς καὶ μέγα αὐτὸ μυστήριο ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς.
Σχέσεις τῶν δύο θαυμάτων
. Ὑπάρχουν πολλὰ σημεῖα ποὺ συνδέουν τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων μὲ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τὸ βασικότερο στοιχεῖο εἶναι ὁ πολλαπλασιασμός. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο ὁ Κύριος μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια ἔθρεψαν ὅλο τὸν λαό. Αὐτὸ γίνεται καὶ μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Προσφέρεται ὁ «ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰωάν. ϛ´ 51), ὁ Ὁποῖος ποτὲ δὲν δαπανᾶται. Ὁ Ἱερεὺς μετὰ τὴν ἐκφώνησι «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις» μελίζοντας τὸν ἄρτο λέγει: «Μελίζεται καὶ διαμερίζεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος…». Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἁγιάσθηκαν καὶ θὰ ἁγιασθοῦν ἀπὸ τὴν οὐράνια αὐτὴ τροφή.
. Ἄλλο στοιχεῖο εἶναι ἡ δωρεὰν μετάληψη. Στὸν λαὸ μὲ τὸ θαῦμα προσφέρεται ἡ τροφὴ χωρὶς νὰ κοπιάση γιὰ νὰ σπείρη τὸν σίτο, νὰ τὸν θερίση καὶ νὰ τὸν κάνη ψωμί. Ὅπως ὁ τότε λαὸς ἔτσι καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ λαμβάνει αὐτὴ τὴν τροφὴ «χωρὶς ἱδρώτων καὶ πόνων» καὶ «χωρὶς ἀμήτου καὶ τῆς ἄλλης ἀκολουθίας», δηλ. ἡ θεία Κοινωνία προσφέρεται σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἐμεῖς ποτὲ δὲν εἴμαστε ἄξιοι αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἀλλὰ πάντα μᾶς καταξιώνει ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἔστω κι ἂν προηγηθῆ ἐκ μέρους μας ἡ μεγαλύτερη προετοιμασία καὶ πάλι ἡ θεία Κοινωνία εἶναι δῶρο.
. Ἐπίσης ἄλλο στοιχεῖο ὁμοιότητος εἶναι ἡ τροφή, δηλ. ὁ λαὸς ἔφαγε τὸν ἄρτο στὴν ἔρημο καὶ ἱκανοποίησε τὸ αἴσθημα τῆς πείνης. Ἀπέφυγε τὸν θάνατο ἀπὸ αὐτήν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν θεία Κοινωνία σὲ ἄλλο φυσικὰ ἐπίπεδο. Κοινωνοῦντες βιώνουμε τὴν Ζωὴ καὶ ἀποφεύγουμε τὸν θάνατο. Ἔτσι μὲ τὴν θεία Κοινωνία ἀναπτύσσεται μέσα μας ἡ πνευματικὴ ζωή. Ἑπομένως εἶναι ἀδύνατη ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας.
. Παρατηρώντας ἀκόμη τὴν σημερινὴ περικοπὴ βλέπουμε ὅτι ἔχει μέσα της πολλὴ εὐχαριστιακὴ ὁρολογία. «Λαβών», «ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε», «καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς…». Ὅλες αὐτὲς οἱ φράσεις μᾶς ὑπενθυμίζουν τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία, ἰδίως τὴν εὐχὴ τῆς ἀναφορᾶς, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κεντρικὸ τμῆμα τῆς θείας Εὐχαριστίας.
. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχει ἐν τούτοις μία βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο θαυμάτων. Ὁ λαὸς ἔφαγε τὴν ὑλικὴ τροφή, ἀλλὰ ἀργότερα ἀπέθανε, ἐνῶ ὅποιος τρώγει τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ πίνει τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἀξίως δὲν πρόκειται νὰ πεθάνη ποτέ. Ἐπίσης «ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς» δηλ. ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ΜΟΝΑΔΙΚΗ τροφή, ποὺ τρέφει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δι’ αὐτῆς διοχετεύεται ἡ Χάρι καὶ στὸ σῶμα.
Θεία Εὐχαριστία καὶ Χριστὸς. Ἄλλο στοιχεῖο εἶναι ἡ δωρεὰν μετάληψη. Στὸν λαὸ μὲ τὸ θαῦμα προσφέρεται ἡ τροφὴ χωρὶς νὰ κοπιάση γιὰ νὰ σπείρη τὸν σίτο, νὰ τὸν θερίση καὶ νὰ τὸν κάνη ψωμί. Ὅπως ὁ τότε λαὸς ἔτσι καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ λαμβάνει αὐτὴ τὴν τροφὴ «χωρὶς ἱδρώτων καὶ πόνων» καὶ «χωρὶς ἀμήτου καὶ τῆς ἄλλης ἀκολουθίας», δηλ. ἡ θεία Κοινωνία προσφέρεται σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἐμεῖς ποτὲ δὲν εἴμαστε ἄξιοι αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἀλλὰ πάντα μᾶς καταξιώνει ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἔστω κι ἂν προηγηθῆ ἐκ μέρους μας ἡ μεγαλύτερη προετοιμασία καὶ πάλι ἡ θεία Κοινωνία εἶναι δῶρο.
. Ἐπίσης ἄλλο στοιχεῖο ὁμοιότητος εἶναι ἡ τροφή, δηλ. ὁ λαὸς ἔφαγε τὸν ἄρτο στὴν ἔρημο καὶ ἱκανοποίησε τὸ αἴσθημα τῆς πείνης. Ἀπέφυγε τὸν θάνατο ἀπὸ αὐτήν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν θεία Κοινωνία σὲ ἄλλο φυσικὰ ἐπίπεδο. Κοινωνοῦντες βιώνουμε τὴν Ζωὴ καὶ ἀποφεύγουμε τὸν θάνατο. Ἔτσι μὲ τὴν θεία Κοινωνία ἀναπτύσσεται μέσα μας ἡ πνευματικὴ ζωή. Ἑπομένως εἶναι ἀδύνατη ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας.
. Παρατηρώντας ἀκόμη τὴν σημερινὴ περικοπὴ βλέπουμε ὅτι ἔχει μέσα της πολλὴ εὐχαριστιακὴ ὁρολογία. «Λαβών», «ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε», «καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς…». Ὅλες αὐτὲς οἱ φράσεις μᾶς ὑπενθυμίζουν τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία, ἰδίως τὴν εὐχὴ τῆς ἀναφορᾶς, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κεντρικὸ τμῆμα τῆς θείας Εὐχαριστίας.
. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχει ἐν τούτοις μία βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο θαυμάτων. Ὁ λαὸς ἔφαγε τὴν ὑλικὴ τροφή, ἀλλὰ ἀργότερα ἀπέθανε, ἐνῶ ὅποιος τρώγει τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ πίνει τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἀξίως δὲν πρόκειται νὰ πεθάνη ποτέ. Ἐπίσης «ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς» δηλ. ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ΜΟΝΑΔΙΚΗ τροφή, ποὺ τρέφει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δι’ αὐτῆς διοχετεύεται ἡ Χάρι καὶ στὸ σῶμα.
Ὅπως ἐλέχθη, ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τὸ κέντρον τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν ὅτι ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἵδρυσι τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, διὰ τῆς ὁποίας ἀποκτοῦμε κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι ἡ μοναδικὴ τροφὴ τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ νέος λαὸς (ὁ Χριστιανικὸς) διαφέρει ἀπὸ τὸν παλαιὸ (Ἰουδαϊκὸ) στὸ ὅτι ἐκεῖνοι (Ἰουδαῖοι) ἄκουγαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐμεῖς προχωροῦμε στὴν θεωρία τοῦ Λόγου, δηλαδὴ κοινωνοῦμε τοῦ Λόγου.
. Ἔτσι τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἀκολουθία προσευχῶν, ποὺ ἱκανοποιεῖ τὶς θρησκευτικὲς καὶ ψυχολογικές μας ἀνάγκες, ἀλλὰ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς μας. Τὸ Βάπτισμα καθαρίζει τὸ κατ’ εἰκόνα. Ἡ θεία Κοινωνία ἀπεργάζεται τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, τὴν πλήρη ἕνωσι μὲ τὸν Χριστό. Μὲ τὸ ἅγιον Βάπτισμα ὁ Θεὸς γίνεται Πατέρας μας. Μὲ τὴν θεία Κοινωνία γίνεται Νυμφίος μας καὶ Μητέρα μας ποὺ μᾶς «τρέφει μαστοῖς οἰκείοις, ὡς ὑπομάζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος» (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς). Ἔτσι καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ μετάληψι τῶν Τιμίων Δώρων δὲν εἶναι ὑποχρέωσι, ἀλλὰ ἀνάγκη γιὰ τὴν ζωή μας. Δι’ αὐτῆς «καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ» καὶ αἰσθανόμαστε στὴν καρδιά μας τὶς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ.
Θεία Εὐχαριστία καὶ Ἐκκλησία
Ἡ παράγραφος αὐτὴ δὲν εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ἀλλὰ συνέχειά της, ἀφοῦ ἐμεῖς σωζόμαστε καὶ ἁγιαζόμαστε ὄχι ἀτομικά, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικά, δηλ. μποροῦμε νὰ καλέσουμε τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ συμμετάσχουμε στὸν Δεῖπνο τῆς ἀγάπης Του, ἐπειδὴ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κέντρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ σ’ αὐτὴν ἀναφέρονται ὅλες οἱ πράξεις της καὶ τὰ μυστήρια. Τὸ κήρυγμα, ἡ φιλανθρωπικὴ καὶ κοινωνικὴ δρᾶσι κλπ., ὅταν δὲν καταλήγουν στὸ θυσιαστήριο καὶ ὅταν δὲν ξεκινοῦν ἀπὸ αὐτό, εἶναι μάταια καὶ ἀνωφελῆ. Τίποτε στὴν Ἐκκλησία δὲν αὐτονομεῖται. Ἡ αὐτονομία θεωρεῖται ἡ μεγαλύτερη αἵρεσι, διότι εἶναι διάσπασι. Καὶ κάθε τί τὸ διασπαστικὸ ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶναι ἀντιεκκλησιαστικό. Ἀπὸ τὸ μέγα αὐτὸ Μυστήριο λαμβάνει ὑπόστασι ἡ πίστη καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δι’ αὐτοῦ κοινωνεῖ μὲ τὴν κεφαλή της.
. Ἡ θεία Εὐχαριστία διατηρεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι στοὺς ἀρχαίους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, ὅπως στὸν ἅγιο Ἰγνάτιο, συνδέεται στενὰ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ Θυσιαστήριο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο. Ὅπως ἔξω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο δὲν νοεῖται ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ Εὐχαριστία ἔτσι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν νοεῖται Θυσιαστήριο καὶ Ἐπίσκοπος, καθὼς ἐπίσης καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Θυσιαστήριο (θεία Εὐχαριστία) δὲν νοεῖται Ἐκκλησία καὶ Ἐπίσκοπος. Ἀπὸ αὐτὰ φαίνεται ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι ἕνας διοικητικὸς ἄρχοντας, ἀλλὰ ὁ Προεστὼς τῆς Εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Ἔτσι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἀφηρημένη καὶ πνευματική, ἀλλὰ σαρκικὴ (πραγματική, σωματική). Καὶ αὐτὴ ἡ σαρκικὴ ἑνότητα πραγματοποιεῖται στὴν θεία Εὐχαριστία.
. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν νοιώθουμε τὴν ἑνότητα τοῦ κόσμου ἔξω ἀπὸ τὴν θεία Εὐχαριστία. Λέμε πολλὲς φορὲς ὅτι ὁ κόσμος πρέπει νὰ ἐκκλησιοποιηθεῖ. Αὐτὸ θὰ γίνει μόνον ὅταν οἱ διὰ μέσου τῶν αἰώνων Ἀπόστολοι καὶ γενικὰ ἡ Ἐκκλησία θὰ καλοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὴν «τράπεζα» τοῦ Κυριακοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ ὄχι στὴν τράπεζα τῶν διαπραγματεύσεων. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἐφαρμόσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ: «δότε ὑμεῖς φαγεῖν» αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο φιλανθρωπικὸ καὶ κοσμικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, διότι διὰ τοῦ ἁγιαζομένου μικροκόσμου (τοῦ ἀνθρώπου) μεταφέρεται ὁ ἁγιασμὸς σὲ ὅλο τὸν μακρόκοσμο (σὲ ὅλη τὴν φύσι).
. Ἑπομένως ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κόσμου πραγματοποιεῖται στὴν θεία Εὐχαριστία. Ἀπὸ Ὀρθόδοξη πλευρὰ δὲν νοεῖται πνευματικὴ ζωὴ χωρὶς θεία Εὐχαριστία καὶ θεία Κοινωνία. Οὔτε νοεῖται ἀληθινὴ μετοχὴ στὴν θεία Εὐχαριστία, ὅταν εἴμαστε διεσπασμένοι σὲ κομματικὲς παρασυναγωγές. Οὔτε νοοῦνται οἱ «ἰδιωτικὲς» λειτουργίες καὶ ἡ ὁποιαδήποτε διάσπασι τῆς Εὐχαριστιακῆς ἑνότητος, ἔστω γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι τοῦ λαοῦ. Ἂν θέλουμε νὰ ζοῦμε κοινωνικὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε Εὐχαριστιακά. Τότε ἡ ἔρημος τῆς ζωῆς μας γίνεται πνευματικὸς σιτοβολών. Στὴν περιοχὴ τοῦ θανάτου ξεπηγάζει ἡ ζωή.
πηγή : Χριστιανική Βιβλιογραφία
ΣΧΟΛΙΟ: Μέ μεγάλη διαύγεια αποτυπωμένη η αιρετική διδασκαλία τού Ζηζιούλα.
Είναι αμαρτία νά χρησιμοποιούμε τόν Ιγνάτιο τόν Θεοφόρο, τόσο μονομερώς, γιά νά υποστηρίξουμε τήν θέση τής ιεραρχίας καί μόνο. Ο Ιγνάτιος κράτησε τήν θεανθρωπότητα τού Κυρίου μέ σφρίγος. Κάτι πού χάνεται σήμερα καί μάλιστα εις βάρος τού ιδίου τού Ιγνάτιου. Είναι ο μόνος αποστολικός πατήρ στόν οποίο απαντά σαφώς η έννοια τής προαιωνίου Τριάδος. Καί συσχετίζοντας μάλιστα τόν πνευματικό βίο μέ τήν Τριάδα γράφει : οι πιστοί είναι οικοδόμοι Θεού Πατρός, αναφερόμενοι στά ύψη διά μηχανής Ιησού Χριστού, ός εστί σταυρός, σχοινίω χρώμενος τώ Πνεύματι τώ Αγίω (Εφεσ.9.1).
Κράτησε τήν πρέπουσα ισορροπία τής χριστιανικής ζωής, δηλώνοντας πώς η εκκλησία συνυπάρχει μέ τόν Χριστό, ως εγκεκραμένη Αυτώ (Σμυρν.8,2). Όταν οι πιστοί τής Ρώμης μεσολαβούσαν γιά τήν απαλλαγή του από τό μαρτύριο τούς έργαψε : ότι θέλει νά καταστεί λόγος Θεού, θυσιαστήριο, αληθής χριστιανός, καθαρός άρτος Χριστού, απελεύθερος.Δέν άφησε ποτέ νά εννοηθεί πώς ο επίσκοπος μπορεί νά είναι αυτοσκοπός. Εξασφαλίζει τήν ενότητα τής εκκλησίας, αλλά ξέρουμε τί σημαίνει ενότης τής εκκλησίας; Σημαίνει ότι υπάρχει μία σωτηρία, αυτή πού προσφέρει ο Κύριος : ο χριστιανός είναι αθλητής εις τό στάδιο τού παρόντος βίου μέ έπαθλον τήν αιώνιον ζωήν (Πολυκ.2,3). Πρώτο στοιχείο τής προσπάθειας αυτής είναι η πίστις στόν Θεό καί στόν Ιησού Χριστό, όπως καί η πίστη στήν αξία τών αποτελεσμάτων τής Θείας οικονομίας. Δεύτερο στάδιο, η ηθική συμμόρφωσις, η ομοήθεια Θεού. Τρίτον η απάρνησις τού κόσμου καί τής παρούσης ζωής. Μερική απάρνηση είναι η απόρριψη τού κοσμικού φρονήματος, πλήρης είναι ο πόθος τού μαρτυρίου, πού είναι τρόπος μιμήσεως τού Χριστού (αυτού τού πόθου συνέχεια είναι ο Ησυχασμός, ο οποίος δέν έχει πλέον θέση στή ζωή τής εκκλησίας καί θά δούμε γιατί). Ο εμώς έρως εσταύρωτε καί ουκ εστιν εν εμοί πύρ φιλόϋλον. Ύδωρ δέ ζών καί λαλούν εν εμοί, δεύρο πρός τόν Πατέρα. Η διά τού θανάτου ελευθέρωσις τού ανθρώπου συνίσταται εις τήν διάλυσιν τού δεσμού μέ τον κόσμον τούτο καί όχι εις τήν απαλλαγήν εκ τού σώματος, η σάρξ είναι ιερά κάι διαποτίζεται από τό πνεύμα.
Ο επίσκοπος λοιπόν κατά τόν Ιγνάτιο κρατά ενωμένη τήν πίστη τών Αποστόλων όπως εξεφράσθη στίς πράξεις, μέ τήν Σωτηρία πού προσφέρει ο Κύριος. Δέν είναι ο επίσκοπος αρχή καί τέλος. Καί η οδός τής Σωτηρίας διεγράφη διά παντός στήν φιλοκαλία, στόν Ησυχασμό. Δέν υπάρχει άλλη Σωτηρία πλήν αυτής. Γιατί όμως απεβλήθη ο Ησυχασμός από τήν σημερινή εκκλησία; Διότι ο κλήρος δέν αγωνίζεται πλέον γιά τή Σωτηρία του. Η χειροτονία δέν είναι μιά κλήση πρός τήν Σωτηρία, όπως τό χάρισμα. Ο κληρικαλισμός έχει επιβάλλει τήν ύβρι ότι ο χειροτονημένος είναι ήδη σωσμένος.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου