Συνέχεια από Τρίτη, 15 Απριλίου 2014
O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη |
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας
452. «Απ’ το ότι συναντούν τα κτιστά πράγματα τη θεία αγαθότητα,
γίνονται όμοια με τον Θεό». Και λέει μετά, έχοντας μεταστραφή στη
διάνοια στο ίδιο κεφάλαιο και αντίθετος στον εαυτό του, ώστε να
διακηρύξη ως κατ’ εξοχήν ελεεινός˙ «καθόσον ομοιώνεται κάτι προς την
πρώτη αγαθότητα, που είναι ο Θεός, στον ίδιον βαθμό κοινωνεί με το αγαθό». Δεν νομίζω πως χρειάζεται κανένας λόγος κι εδώ για ν’ αποδειχθή το
άστατο και ανίδρυτο αυτού του άνδρα και το πώς μιλά ο ίδιος ενάντια στον
εαυτό του, σαν κάποιος που δεν έχει σύνεση˙ γιατί λέει πιο πάνω πως
είναι αιτία του να ομοιωθή κάποιος προς τον Θεό το να συναντήση (τυχείν) τη θεία αγαθότητα, λέει δε πιο κάτω πως είναι η θεία ομοίωση αιτία
της κοινωνίας του αγαθού, το οποίο δεν είναι μόνο ψέμμα, αλλά και
προφανώς ανακόλουθο.
[Σ' αυτή τήν αιτία, πού είναι ψέμμα, στηρίζεται η αναλογία]
453. « Κάθε αγαθότητα της κτιστής ουσίας θα είναι με τη μετοχή (μετέχοντας…) αγαθή, όπως ακριβώς και το είναι της υπάρχει κι αυτό (έστιν ον) με τη μετοχή (μετέχοντας…) ». Λέει εδώ σαφώς πως είναι διαφορετικό η αγαθότητα του Θεού και διαφορετικό το ον του (ότι αυτός υπάρχει…) κι ότι υπάρχουν μετοχές των όντων απ’ τον Θεό (ότι μετέχουν τα όντα στον Θεό;…). Κανείς δεν θα τολμούσε όμως ποτέ να πη πως είναι ουσία του Θεού οι μετοχές αυτές, γιατί κηρύσσεται αμέθεκτη παντελώς η θεία ουσία απ’ τους θεοφόρους και ανέπαφη σε κάθε γενητή (δημιουργημένη… ) φύση˙ το να τις πης δε αυτές κτίσμα, είναι προϊόν μεγάλης ασέβειας˙ γιατί η κτίση δεν μετέχει στην κτίση προς βελτίωση, όπως λένε οι θεοφόροι˙ και λέει κι ο Θωμάς˙ «αυτό που υπάρχει με τέλειο τρόπο στον Θεό συναντάται στα άλλα πράγματα, σύμφωνα με μιάν υπολειπόμενη προς αυτό μετοχή˙ έχει έτσι η κτίση κάτι απ’ τον Θεό (του Θεού) ». Κι ακόμα˙ «παίρνει (λαμβάνει) απ’ τον Θεό η κτίση˙ γι’ αυτό και είναι όμοια προς αυτόν». Αν υπάρχουν λοιπόν θείες μετοχές, που δεν είναι ούτε θεία ουσία ούτε κτιστές και έξω απ’ τον Θεό, αλλ’ είναι απ’ τον Θεό και στον Θεό, είναι φανερό, ότι ψεύδεται, όταν λέη ο Θωμάς, πως «δεν υπάρχει τίποτα στον Θεό εκτός (παρά) απ’ την ουσία του ». Κι αν είναι η θεία ουσία η αγαθότητα του, τη μετοχή της οποίας ονομάζει ο Θωμάς αιτία της ομοιότητας προς τον Θεό, είναι κάθε αγαθό αιτιατό κατά τη μετοχή της θείας ομοιότητας.
454. «Ο Θεός είναι τελειότατος κατά την αγαθότητα. Όθεν ουκ απεικότερον παράτισι λέγεται ταγαθόν, καθόσον τοιούτον μεταδοτικόν είναι (Γι’ αυτό δεν λέγεται πως παρομοιάζεται από κάποιους το αγαθό, παρά καθόσον είναι μεταδοτικό)». Κι αυτός που έχει θυμηθή τη θεία δωρεά και τη μετάδοση και τη θεία αγαθότητα, με την οποίαν ανατρέχουν στη θεία ομοιότητα τα μετέχοντα λογικά και γίνονται εμφανώς θεοί κατά χάριν, ξεχνώντας πάλι, σαν από παρεκτροπή, τη θεία ένωση, που κι αυτός τη θυμήθηκε, την τόσο μεγάλη και υπερφυή δωρεά, προσχωρεί στις ελληνικές γνώμες (δόξες) και κακοδοξίες και λέει˙ «είναι ανάγκη να είναι αυτό το τέλος του νοερού κτίσματος, το να νοή δηλαδή τον Θεό». Κι ακόμα˙ «είναι η νοερή ουσία όπως ακριβώς σε έσχατο τέλος στη θεία γνώση».
455. Η προς τον Θεό γνώση γίνεται και μ’ αυτό που είναι φυσικό στον νου, εμβρόντητε˙ παραλείποντας δε εσύ να πης για τη θεία δωρεά και την υπερφυή ένωση του Θεού, αποκαλείς τέλος του νοερού κτίσματος τη φυσική γνώση και το να νοής τον Θεό, το οποίο κατέχει, όπως λένε οι άγιοι, οπωσδήποτε και η έξω σοφία με τη θεωρία των όντων. Γιατί θεωρείται απ’ το μέγεθος και την καλλονή των κτισμάτων ο γενεσιουργός. Και πάλι˙ « τα αόρατα του Θεού τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης » ( Ρωμ. α΄20 ). Δεν υπάρχει λοιπόν καμμιά σοφία, που δεν γνώρισε απ’ τα όντα τον Θεό με το φυσικό φως του λόγου, όπως λέει κι ο Θωμάς.
[Εδώ ριζώνει όλη η κακοδοξία τού Λουδοβίκου, περί μετοχής, καί η σύγχρονη εκμετάλλευση τών λόγων τών όντων, τού Αγίου Μαξίμου.]
456. Δεν είναι λοιπόν τελείωση της λογικής φύσης το να νοής τον Θεό˙ γιατί θα είναι έτσι τέλειοι όλοι οι σοφοί, κι αυτοί που εργάζονται τις θείες εντολές και δεν είναι σοφοί θα είναι ατελείς. Αλλά δεν θα τό ’λεγε κανείς αυτό από κείνους που υγιαίνουν στον νου, ενθυμούμενος τον Σωτήρα, πώς ευχαριστεί τον Θεό Πατέρα και λέει˙ « ναι, ο Πατήρ, ότι ούτω γέγονεν ευδοκία έμπροσθέν σου, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά νηπίοις» (Ματθ. Ια΄25-26). Κι αν αποκάλυψε, αυτά που απέκρυψε στους σοφούς, στους νήπιους, είναι τέλειοι μεν αυτοί, ατελείς δε οι σοφοί και συνετοί που νοούν τον Θεό απ’ όσα βλέπουν. Αν ήταν τέλος το να νοής τον Θεό, θα ανήκε κατεξοχήν το τέλος αυτό στους σοφούς και συνετούς, απ’ ό,τι στους ιδιώτες˙ και πώς απώλεσε κατά την επαγγελία ο Θεός τη σοφία των σοφών, και αθέτησε τη σύνεση των συνετών ( Ης. Ηθ΄14, Α΄Κορινθ. α’ 19 ); Αν τους απώλεσε και τους αθέτησε λοιπόν, όπως ακριβώς το υποσχέθηκε, δεν είναι άρα το να νοής απλώς τον Θεό τέλος του νοερού κτίσματος. Κι αν τολμήση κανείς να πη πως δεν έφερε εις πέρας την υπόσχεση, θα βλασφημήση τα μέγιστα κατά του Θεού, που επαγγέλλεται και παραβλέπει τις επαγγελίες. Κι αν είναι άτοπο αυτό, ψεύδεται λέγοντας ο Θωμάς, πως «είναι αναγκαίο να είναι αυτό το τέλος του νοερού κτίσματος, το να νοής δηλαδή τον Θεό».
457. «Δεν είναι δυνατόν να υπάρχη τίποτα το μη αιώνιο στον Θεό». Είναι άρα αιώνια όλα όσα υπάρχουν στον Θεό. Πώς λες λοιπόν αλλού, ότι «δεν υπάρχει τίποτα στον Θεό εκτός απ’ την ουσία του»; Αλλ’ είναι προφανές, ότι για να φανής ακόμα πιο καθαρά πως είσαι ανυπόστατος σ’ αυτούς που ακούν τα λόγια σου, έχεις εγκαταλειφθή απ’ τον Θεό και μωρολογείς. Γιατί αν λες πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχη τίποτα το μη αιώνιο στον Θεό, λες πως είναι όλα όσα υπάρχουν στον Θεό αιώνια ˙ κι αν όλα, είναι φανερό, ότι είναι πολλά˙ κι αν υπάρχουν πολλά στον Θεό, πώς δεν υπάρχει πάλι τίποτα σ’ αυτόν; Δεν λες στ’ αλήθεια τίποτα το υγιές!
458. «Ο σκοπός του θείου νόμου είναι αυτός προπάντων, το να ενωθής με τον Θεό». Νά που ομολογεί και χωρίς να το θέλη, από παραφροσύνη, το τέλος του νοερού κτίσματος˙ γιατί αυτό στο οποίο σκοπεύει ο θείος νόμος, αυτό είναι και το να τελειωθή ο άνθρωπος στον Θεό. Αλλά δεν αρέσει στον Θωμά να στέκεται στο ίδιο μέρος, έστω κι αν λέη τα αληθινά, αλλά μεταφέρεται, σαν το καλάμι που το σαλεύει ο άνεμος, από ’δώ κι από ’κεί, και γι’ αυτό λέει˙ «αυτό είναι το εξαιρετικό που ταιριάζει να υπάρχη στον θείο νόμο, το να προσκολλάται η ανθρώπινη διάνοια στον Θεό». Νά που ξέχασε πάλι τον προηγούμενο σκοπό του θείου νόμου και λέει πως είναι εξαιρετικό στον θείο νόμο όχι το να ενωθής με τον Θεό, αλλά το να προσκολληθής. Και υπάρχει μεγάλη ανακολουθία και στις δυό προτάσεις, γιατί είναι άλλο η ένωση του Θεού προς τον άνθρωπο και διαφορετικό η προσκόλληση της ανθρώπινης διάνοιας προς τον Θεό και μεγάλη η αναμεταξύ τους διαφορά. Γιατί το να προσκολληθή η ανθρώπινη διάνοια στον Θεό ανήκει (εστί) σε κάθε καλοθελή χριστιανό, το να ενωθής δε με τον Θεό γίνεται κατά την απόρρητη κρίση του Θεού σε κάποιους λίγους που έχουν εκλεχθή.
459. Και δεν γνωρίζει ο Θωμάς, που δεν έχει πείρα της θείας δωρεάς και είναι αδίδακτος απ’ τους δικούς του ομοφύλους – γιατί δεν υπάρχει κανένας και κατά κανέναν τρόπο μέτοχος απ’ τους Λατίνους στη θεία δωρεά και την άφατη ένωση για τη δεινή τους δυσπιστία - δεν γνωρίζει, με βεβαιότητα και σιγουριά (ιδρυμένως) για να το πη. Γι’ αυτό και λέει τη μια μεν πως είναι κύριος σκοπός του θείου νόμου το να ενωθής με τον Θεό, κατέχοντάς το το αυτό απ’ τους δικούς μας δασκάλους, την άλλη δε πως εξαίρεται στον θείο νόμο το να προσκολληθή η ανθρώπινη διάνοια στον Θεό. Και τόσο πολύ δεν καταλαβαίνει αυτό που λέει, ώστε να λέη πως ανθρώπινο τέλος είναι όχι το να ενωθής με τον Θεό, αλλά το να προσκολληθής σ’ αυτόν κι ότι συνίσταται σ’ αυτό η ανθρώπινη ευδαιμονία. Είναι έτσι αμαθής στα θεία ο Θωμάς, γι’ αυτό και ετεροκλινής (ανώμαλος στη θέση…) και τολμηρός (άφοβος, θρασύς…) στις διακηρύξεις (αποφάσεις) του.
460. Λέει, σαν να έχη την άδεια να μιλά όπως του προστυχαίνει, ο Θωμάς˙ «το ανθρώπινο τέλος είναι το να προσκολλάσαι στον Θεό». Και λέει μετά˙ «αν έχη ταχθή λοιπόν ο άνθρωπος προς κάποιο τέλος, που ξεπερνά (υπερβαίνει) τη φυσική του δύναμη, είναι αναγκαίο να του χορηγείται και κάποια υπερφυής βοήθεια απ’ τον Θεό (θεόθεν), με την οποία και θα τείνη προς το τέλος». Ταύτισε φανερά και το να προσκολλάσαι στον Θεό και την χορηγούμενη απ’ τον Θεό υπεφυή βοήθεια. Και πόσο μεγάλο είναι αυτό το ψέμμα, το έχουμε ήδη ελέγξει.
[Σ'αυτό τό ψέμμα στηρίζεται η σύγχρονη ανθρωπολογία.]
[Σ' αυτή τήν αιτία, πού είναι ψέμμα, στηρίζεται η αναλογία]
453. « Κάθε αγαθότητα της κτιστής ουσίας θα είναι με τη μετοχή (μετέχοντας…) αγαθή, όπως ακριβώς και το είναι της υπάρχει κι αυτό (έστιν ον) με τη μετοχή (μετέχοντας…) ». Λέει εδώ σαφώς πως είναι διαφορετικό η αγαθότητα του Θεού και διαφορετικό το ον του (ότι αυτός υπάρχει…) κι ότι υπάρχουν μετοχές των όντων απ’ τον Θεό (ότι μετέχουν τα όντα στον Θεό;…). Κανείς δεν θα τολμούσε όμως ποτέ να πη πως είναι ουσία του Θεού οι μετοχές αυτές, γιατί κηρύσσεται αμέθεκτη παντελώς η θεία ουσία απ’ τους θεοφόρους και ανέπαφη σε κάθε γενητή (δημιουργημένη… ) φύση˙ το να τις πης δε αυτές κτίσμα, είναι προϊόν μεγάλης ασέβειας˙ γιατί η κτίση δεν μετέχει στην κτίση προς βελτίωση, όπως λένε οι θεοφόροι˙ και λέει κι ο Θωμάς˙ «αυτό που υπάρχει με τέλειο τρόπο στον Θεό συναντάται στα άλλα πράγματα, σύμφωνα με μιάν υπολειπόμενη προς αυτό μετοχή˙ έχει έτσι η κτίση κάτι απ’ τον Θεό (του Θεού) ». Κι ακόμα˙ «παίρνει (λαμβάνει) απ’ τον Θεό η κτίση˙ γι’ αυτό και είναι όμοια προς αυτόν». Αν υπάρχουν λοιπόν θείες μετοχές, που δεν είναι ούτε θεία ουσία ούτε κτιστές και έξω απ’ τον Θεό, αλλ’ είναι απ’ τον Θεό και στον Θεό, είναι φανερό, ότι ψεύδεται, όταν λέη ο Θωμάς, πως «δεν υπάρχει τίποτα στον Θεό εκτός (παρά) απ’ την ουσία του ». Κι αν είναι η θεία ουσία η αγαθότητα του, τη μετοχή της οποίας ονομάζει ο Θωμάς αιτία της ομοιότητας προς τον Θεό, είναι κάθε αγαθό αιτιατό κατά τη μετοχή της θείας ομοιότητας.
454. «Ο Θεός είναι τελειότατος κατά την αγαθότητα. Όθεν ουκ απεικότερον παράτισι λέγεται ταγαθόν, καθόσον τοιούτον μεταδοτικόν είναι (Γι’ αυτό δεν λέγεται πως παρομοιάζεται από κάποιους το αγαθό, παρά καθόσον είναι μεταδοτικό)». Κι αυτός που έχει θυμηθή τη θεία δωρεά και τη μετάδοση και τη θεία αγαθότητα, με την οποίαν ανατρέχουν στη θεία ομοιότητα τα μετέχοντα λογικά και γίνονται εμφανώς θεοί κατά χάριν, ξεχνώντας πάλι, σαν από παρεκτροπή, τη θεία ένωση, που κι αυτός τη θυμήθηκε, την τόσο μεγάλη και υπερφυή δωρεά, προσχωρεί στις ελληνικές γνώμες (δόξες) και κακοδοξίες και λέει˙ «είναι ανάγκη να είναι αυτό το τέλος του νοερού κτίσματος, το να νοή δηλαδή τον Θεό». Κι ακόμα˙ «είναι η νοερή ουσία όπως ακριβώς σε έσχατο τέλος στη θεία γνώση».
455. Η προς τον Θεό γνώση γίνεται και μ’ αυτό που είναι φυσικό στον νου, εμβρόντητε˙ παραλείποντας δε εσύ να πης για τη θεία δωρεά και την υπερφυή ένωση του Θεού, αποκαλείς τέλος του νοερού κτίσματος τη φυσική γνώση και το να νοής τον Θεό, το οποίο κατέχει, όπως λένε οι άγιοι, οπωσδήποτε και η έξω σοφία με τη θεωρία των όντων. Γιατί θεωρείται απ’ το μέγεθος και την καλλονή των κτισμάτων ο γενεσιουργός. Και πάλι˙ « τα αόρατα του Θεού τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης » ( Ρωμ. α΄20 ). Δεν υπάρχει λοιπόν καμμιά σοφία, που δεν γνώρισε απ’ τα όντα τον Θεό με το φυσικό φως του λόγου, όπως λέει κι ο Θωμάς.
[Εδώ ριζώνει όλη η κακοδοξία τού Λουδοβίκου, περί μετοχής, καί η σύγχρονη εκμετάλλευση τών λόγων τών όντων, τού Αγίου Μαξίμου.]
456. Δεν είναι λοιπόν τελείωση της λογικής φύσης το να νοής τον Θεό˙ γιατί θα είναι έτσι τέλειοι όλοι οι σοφοί, κι αυτοί που εργάζονται τις θείες εντολές και δεν είναι σοφοί θα είναι ατελείς. Αλλά δεν θα τό ’λεγε κανείς αυτό από κείνους που υγιαίνουν στον νου, ενθυμούμενος τον Σωτήρα, πώς ευχαριστεί τον Θεό Πατέρα και λέει˙ « ναι, ο Πατήρ, ότι ούτω γέγονεν ευδοκία έμπροσθέν σου, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά νηπίοις» (Ματθ. Ια΄25-26). Κι αν αποκάλυψε, αυτά που απέκρυψε στους σοφούς, στους νήπιους, είναι τέλειοι μεν αυτοί, ατελείς δε οι σοφοί και συνετοί που νοούν τον Θεό απ’ όσα βλέπουν. Αν ήταν τέλος το να νοής τον Θεό, θα ανήκε κατεξοχήν το τέλος αυτό στους σοφούς και συνετούς, απ’ ό,τι στους ιδιώτες˙ και πώς απώλεσε κατά την επαγγελία ο Θεός τη σοφία των σοφών, και αθέτησε τη σύνεση των συνετών ( Ης. Ηθ΄14, Α΄Κορινθ. α’ 19 ); Αν τους απώλεσε και τους αθέτησε λοιπόν, όπως ακριβώς το υποσχέθηκε, δεν είναι άρα το να νοής απλώς τον Θεό τέλος του νοερού κτίσματος. Κι αν τολμήση κανείς να πη πως δεν έφερε εις πέρας την υπόσχεση, θα βλασφημήση τα μέγιστα κατά του Θεού, που επαγγέλλεται και παραβλέπει τις επαγγελίες. Κι αν είναι άτοπο αυτό, ψεύδεται λέγοντας ο Θωμάς, πως «είναι αναγκαίο να είναι αυτό το τέλος του νοερού κτίσματος, το να νοής δηλαδή τον Θεό».
457. «Δεν είναι δυνατόν να υπάρχη τίποτα το μη αιώνιο στον Θεό». Είναι άρα αιώνια όλα όσα υπάρχουν στον Θεό. Πώς λες λοιπόν αλλού, ότι «δεν υπάρχει τίποτα στον Θεό εκτός απ’ την ουσία του»; Αλλ’ είναι προφανές, ότι για να φανής ακόμα πιο καθαρά πως είσαι ανυπόστατος σ’ αυτούς που ακούν τα λόγια σου, έχεις εγκαταλειφθή απ’ τον Θεό και μωρολογείς. Γιατί αν λες πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχη τίποτα το μη αιώνιο στον Θεό, λες πως είναι όλα όσα υπάρχουν στον Θεό αιώνια ˙ κι αν όλα, είναι φανερό, ότι είναι πολλά˙ κι αν υπάρχουν πολλά στον Θεό, πώς δεν υπάρχει πάλι τίποτα σ’ αυτόν; Δεν λες στ’ αλήθεια τίποτα το υγιές!
458. «Ο σκοπός του θείου νόμου είναι αυτός προπάντων, το να ενωθής με τον Θεό». Νά που ομολογεί και χωρίς να το θέλη, από παραφροσύνη, το τέλος του νοερού κτίσματος˙ γιατί αυτό στο οποίο σκοπεύει ο θείος νόμος, αυτό είναι και το να τελειωθή ο άνθρωπος στον Θεό. Αλλά δεν αρέσει στον Θωμά να στέκεται στο ίδιο μέρος, έστω κι αν λέη τα αληθινά, αλλά μεταφέρεται, σαν το καλάμι που το σαλεύει ο άνεμος, από ’δώ κι από ’κεί, και γι’ αυτό λέει˙ «αυτό είναι το εξαιρετικό που ταιριάζει να υπάρχη στον θείο νόμο, το να προσκολλάται η ανθρώπινη διάνοια στον Θεό». Νά που ξέχασε πάλι τον προηγούμενο σκοπό του θείου νόμου και λέει πως είναι εξαιρετικό στον θείο νόμο όχι το να ενωθής με τον Θεό, αλλά το να προσκολληθής. Και υπάρχει μεγάλη ανακολουθία και στις δυό προτάσεις, γιατί είναι άλλο η ένωση του Θεού προς τον άνθρωπο και διαφορετικό η προσκόλληση της ανθρώπινης διάνοιας προς τον Θεό και μεγάλη η αναμεταξύ τους διαφορά. Γιατί το να προσκολληθή η ανθρώπινη διάνοια στον Θεό ανήκει (εστί) σε κάθε καλοθελή χριστιανό, το να ενωθής δε με τον Θεό γίνεται κατά την απόρρητη κρίση του Θεού σε κάποιους λίγους που έχουν εκλεχθή.
459. Και δεν γνωρίζει ο Θωμάς, που δεν έχει πείρα της θείας δωρεάς και είναι αδίδακτος απ’ τους δικούς του ομοφύλους – γιατί δεν υπάρχει κανένας και κατά κανέναν τρόπο μέτοχος απ’ τους Λατίνους στη θεία δωρεά και την άφατη ένωση για τη δεινή τους δυσπιστία - δεν γνωρίζει, με βεβαιότητα και σιγουριά (ιδρυμένως) για να το πη. Γι’ αυτό και λέει τη μια μεν πως είναι κύριος σκοπός του θείου νόμου το να ενωθής με τον Θεό, κατέχοντάς το το αυτό απ’ τους δικούς μας δασκάλους, την άλλη δε πως εξαίρεται στον θείο νόμο το να προσκολληθή η ανθρώπινη διάνοια στον Θεό. Και τόσο πολύ δεν καταλαβαίνει αυτό που λέει, ώστε να λέη πως ανθρώπινο τέλος είναι όχι το να ενωθής με τον Θεό, αλλά το να προσκολληθής σ’ αυτόν κι ότι συνίσταται σ’ αυτό η ανθρώπινη ευδαιμονία. Είναι έτσι αμαθής στα θεία ο Θωμάς, γι’ αυτό και ετεροκλινής (ανώμαλος στη θέση…) και τολμηρός (άφοβος, θρασύς…) στις διακηρύξεις (αποφάσεις) του.
460. Λέει, σαν να έχη την άδεια να μιλά όπως του προστυχαίνει, ο Θωμάς˙ «το ανθρώπινο τέλος είναι το να προσκολλάσαι στον Θεό». Και λέει μετά˙ «αν έχη ταχθή λοιπόν ο άνθρωπος προς κάποιο τέλος, που ξεπερνά (υπερβαίνει) τη φυσική του δύναμη, είναι αναγκαίο να του χορηγείται και κάποια υπερφυής βοήθεια απ’ τον Θεό (θεόθεν), με την οποία και θα τείνη προς το τέλος». Ταύτισε φανερά και το να προσκολλάσαι στον Θεό και την χορηγούμενη απ’ τον Θεό υπεφυή βοήθεια. Και πόσο μεγάλο είναι αυτό το ψέμμα, το έχουμε ήδη ελέγξει.
[Σ'αυτό τό ψέμμα στηρίζεται η σύγχρονη ανθρωπολογία.]
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου