Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (30)

Συνέχεια από Τετάρτη, 6 Ιανουαρίου  2016
                  PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

                                                     ΚΕΦΑΛΑΙΟ  Χ
                                        ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
                 ( Μια ‘γέφυρα’ προς τον Bergson και τον Schopenhauer )
      
Η ένταση ανάμεσα στη διαίσθηση και την κατασκευή, τη θεωρία (Theoria) και τη θεώρηση, τη μανία (Mania) και τη διαλεκτική, διατρέχει ως μια δημιουργική εξαρχής ένταση το έργο τού Πλάτωνα. Και είναι ίσως πιο ισχυρή, ίσως και πιο συνειδητή, απ’ ό,τι στους περισσότερους φιλοσόφους. Δεν υπάρχει όμως καμμιά ‘μεγάλη’ φιλοσοφία χωρίς εκείνη την κεντρική διαίσθηση, προς την οποία και στρέφεται προετοιμαστικά και ερευνητικά, κι απ’ την οποίαν και ακτινοβολεί ξανά κάθε εννοιολογική (ιδεατή…) σκέψη. Προσπαθήσαμε δε να το παρουσιάσουμε στα προηγούμενα κεφάλαια, και ιδίως στα τρία πρώτα, όσον αφορά στον Πλάτωνα αυτό. Να επηρεάστηκε άραγες εξαρχής απ’ τον Μπεργκσόν και τον Σοπενάουερ η αντίληψή μου; Βρήκε πάντως τα ισχυρότερα φιλοσοφικά στηρίγματα σ’ αυτούς.
      Στον συγκεντρωτικό τόμο “La Pensėe et le Mouvant” (Η σκέψη και η αστάθεια) μιλά πολλές φορές γι’ αυτό το αντικείμενο ο Μπεργκσόν, και κυρίως στη διάλεξή του “LIntuition philosophique” (H φιλοσοφική διαίσθηση – 1911) και στην «Εισαγωγή» του «στη μεταφυσική» (“Introduction à la Mėtaphysique” – 1903). Και περιγράφει δύο, από ισχυρότατη προσωπική εμπειρία, ‘λειτουργίες’: την ‘πηγή’ κατ’ αρχάς μιας δημιουργικής φιλοσοφίας και τον τρόπο, πώς ‘υπερνικά’ ή φέρει εις πέρας αυτό το πηγαίο ο φιλόσοφος· και τον τρόπο – σε μεγάλη απόσταση αλλά παράλληλα με τον πρώτο – κατά δεύτερον, που αναζητά να εννοήση ένα φιλοσοφικό σύστημα ο ιστορικός τής φιλοσοφίας, ανιχνεύοντας τη δημιουργική ‘πηγή’ και διακρίνοντας απ’ αυτήν τα κατασκευαστικά στοιχεία, με τα οποία και κρατά παρούσα για τον εαυτό του τη διαίσθηση, καθιστώντας την έμμεση και για τους άλλους ο φιλόσοφος.
      Iδωμένο από μέσα το Απόλυτο, περιγράφει την ίδια του την εμπειρία στην “Introduction” (σ. 205) ο Μπεργκσόν, είναι κάτι το εντελώς Απλό. Απ’ έξω μπορεί δε να το πλησιάση μόνο μ’ έναν αμέτρητο αριθμό βημάτων κανείς. Συνάγεται λοιπόν απ’ αυτό, πως μπορεί μόνο σε μια διαίσθηση να δοθή το Απόλυτο, ενώ εξαρτώνται απ’ την ανάλυση (Analyse) όλα τα άλλα. Διαίσθηση είναι η συμπάθεια (Sympathie), με την οποία και μετατίθεται κανείς στο εσωτερικό ενός αντικειμένου, για να ‘συμπέση’ με ό,τι είναι μοναδικό και άρρητο σ’ αυτό. Ενώ ανάλυση είναι η διεργασία, που ανάγει σε ήδη γνωστά στοιχεία το αντικείμενο, σε στοιχεία δηλ. τα οποία και έχει από κοινού με άλλα αντικείμενα. Δεν ξεκινά, διαβάζουμε στην “Intuition philosophique” (σ. 155), από προϋπάρχουσες σκέψεις (από σκέψεις που του ‘αντιστέκονται’…) ο φιλόσοφος. Αλλά μπορούμε μάλλον να πούμε, πως φτάνει σ’ αυτές. Κι όταν φτάνη εκεί, δεν είναι πια η σκέψη, η οποία και περιλαμβάνεται στην κίνηση τότε τού πνεύματός του, μια σκέψη έξω απ’ τη δίνη· αλλά μια σκέψη που εμψυχώνεται από καινούργια ζωή, όπως η λέξη που παραλαμβάνει απ’ την πρόταση ή απ’ τη φράση το νόημά της.
       Σ’ αυτό λοιπόν αντιστοιχεί και η διπλή προσπάθεια (μέθοδος…) του ιστορικού τής φιλοσοφίας. Βλέπουμε ένα φιλοσοφικό σύστημα στην τέλεια αρχιτεκτονική του, λέει ο Μπεργκσόν (σ. 136). Και προσπαθούμε να ‘επανεκτελέσουμε’ με σκέψεις την τάξη του. Αναρωτιόμαστε από πού έρχονται τα υλικά, και ανακαλύπτουμε στοιχεία από προηγούμενα συστήματα. Και προχωράμε έτσι, μέχρι να προκύψη μια περισσότερο ή λιγότερο γνήσια σύνθεση εκείνων τελικά τών Ιδεών (Ideen), που ανάμεσά τους έζησε και ο φιλόσοφος. Αυτό που περιγράφει εδώ ο Μπεργκσόν δεν είναι παρά η ‘διαδικασία’, με την οποία και κινείται εν πολλοίς η ιστορία τής φιλοσοφίας. Και για να στραφούμε στον Πλάτωνα, βλέπουμε να αναπτύσσονται με αργό ρυθμό στο πρώιμο έργο του απ’ τον σωκρατικό ορισμό οι Ιδέες (Grube),  να αναπτύσσονται υποστασιάζοντας (hypostatisation) την ηθική έννοια που ανακάλυψε ο Σωκράτης (Shorey). Και συναντάμε συχνά μια παρόμοια διατύπωση: «Κατέστη τόσο μεγάλη η ΄μαγεία’ τής έννοιας (εν-νοώ…) σ’ έναν άνθρωπο υπερερεθισμένο απ’ την αισθητικότητα και τον ενθουσιασμό όπως ο Πλάτων, ώστε να τιμήση και να θεοποιήση ακούσια ως μιαν ιδανική μορφή την έννοια». Μόνον ο τόνος τής φωνής είναι ωστόσο ιδιαίτερος σ’ αυτήν τη φράση τού Νίτσε («Η θέληση για δύναμη» - “Der Wille zur Macht”, πργρφ. 431), γιατί τη ‘μελωδία’ μπορούμε να τη βρούμε και σε πολλά άλλα σημεία, όπως π.χ. στον “Ueberweg-Prӓchter", 262: ότι εξελίχθηκε απ’ τη λογική σημασία τής Ιδέας, όπως κυριαρχεί στους πρώιμους διαλόγους τού Πλάτωνα, η οντολογική. Δεν υπήρξε όμως ούτε κι έτσι επαρκώς, ακόμα και για την ίδια την αναλυτικο-γενετική θεώρηση, μια ‘πανοραμική’ θέα. Βλέπει λοιπόν τη σύντηξη ενός μεθοδολογικού με ένα αισθητικό στοιχείο στην Ιδέα ο J. A. Stewart, ενός λογικού με ένα θρησκευτικό ο Friedemann. Ενώ είχε την ‘επινόηση’ να συναγάγη, με μιαν «οικονομική σκέψη», από τα ‘υπόλοιπα’ προβλήματα των προηγουμένων τη «διδασκαλία τών Ιδεών» ο H. Cherniss: Είχαν αναπτυχθή τόσο παράδοξες, λέει, και ασύνδετες μεταξύ τους διδασκαλίες στην ηθική, τη θεωρία τής γνώσης και την οντολογία στα τέλη τού 5ου π.Χ. αιώνα, ώστε θεώρησε ως απαραίτητο να βρη μια μοναδική ‘υπόθεση’ (Hypothese), για να λύση τα προβλήματα των τριών αυτών ‘σφαιρών’ ή ‘πεδίων’ και να ενώση έτσι τις διαχωρισμένες ‘φάσεις’ (Phasen) τής γνώσης ο Πλάτων. Έχει όμως και ο Cherniss (και ποιος δεν τους είχε;) τούς ‘προπάτορές’ του, όπως π.χ. τον Windelband, που λέει πως ‘συνδυάζονται’ όλες οι διαφορετικές σκέψεις που κατευθύνονταν προς τη φυσική, την ηθική και τη λογική αρχή στη διδασκαλία τών Ιδεών. Ενώ παρόμοια διατυπώνει διεξοδικά κι ο Zeller. Και ανάγεται στο τέλος-τέλος στον Αριστοτέλη αυτή η μορφή σκέψης, που ‘κατασκευάζει’ από τη συνένωση τριών ‘γραμμών’, της ηρακλείτιας, της σωκρατικής και της πυθαγόρειας, το πλατωνικό σύστημα (Μετ. Α 6, 987 a 29 κ.ε. – Μ 4, 1078 b 9 κ.ε.).
       Πώς μπορεί να μην υπάρχουν και πολλά σωστά σ’ αυτές τις κατασκευές; Και πώς μπορεί να μην εξερευνήσουμε εκ νέου ίσως αυτό το θέμα, αφού έχουμε ξεκαθαρίσει ότι παραγνωρίζεται σ’ όλες αυτές το πηγαίο τής πλατωνικής μεταφυσικής; Προβληματικά ‘υπόλοιπα’; ‘Προελεύσεις’; ‘Οικονομία τής σκέψης’; Θ’ αποκτήσουν ίσως τότε τη σωστή τους θέση τέτοια ερωτήματα, όταν αντιληφθούμε κάπου εντελώς αλλού την ‘πηγή’ και θελήσουμε να ανιχνεύσουμε, με ποια μέσα ‘οργανώθηκε’ ορθολογικά και εντάχθηκε στον υπάρχοντα ‘κύκλο’ σκέψης η αρχική και ‘πηγαία’ θεωρία. Γιατί οι σχέσεις μιας φιλοσοφίας (και εννοείται μια γνήσια και ‘μεγάλη’ εδώ, απ’ τον Μπεργκσόν και πάλι – σ. 152 - , φιλοσοφία) προς τους προϋπάρχοντες και σύγχρονούς της φιλοσόφους, δεν είναι βέβαια αυτό που θα επιθυμούσε μια συγκεκριμένη αντίληψη της ιστορίας τών συστημάτων να προϋποθέσουμε. Δεν ‘παραλαμβάνει’ ήδη υφιστάμενες σκέψεις, για να τις συντήξη σε μιαν ανώτερη σύνθεση ή να τις συνδυάση με μια καινούργια σκέψη ο ‘γνήσιος’ και ‘μεγάλος’ φιλόσοφος. Ενώ μπορεί μάλλον να μας οδηγήση η συχνή επαφή με τη σκέψη ενός δασκάλου στο ότι συνέλκονται τελικά σ’ ένα σημείο όλα, το οποίο και πλησιάζει κανείς ολοένα και περισσότερο, χωρίς και να το φτάνη ωστόσο ποτέ. Αυτή είναι και η πηγαία διαίσθηση. Έχει μιαν τέτοιαν εξαιρετικήν απλότητα, ώστε δεν καταφέρνει να την εκφράση ποτέ ο φιλόσοφος. Et cest pourquoi il a parlė toute sa vie – Και γι’ αυτό και μιλoύσε σε όλην του τη ζωή (σ. 137).
       Δίπλα στις προσπάθειες, να ‘αναχθή’ καθαρά εννοιολογικά η πλατωνική μεταφυσική ή η επονομαζόμενη διδασκαλία τών Ιδεών, δεν έλειψαν και οι προσπάθειες να ‘δικαιωθούν’ η θεωρία, το ‘όραμα’ κι η διαίσθηση. Γιατί δεν μπορούσε και να ‘παρακουσθή’ εντελώς, ακούγοντας τον Πλάτωνα να ‘μιλά’, αυτή η ‘δύναμη’, είτε την αντιλαμβανόταν κανείς κατόπιν ως ‘πηγή’, είτε την κατέτασσε ως ένα ‘θέμα’ ανάμεσα στα άλλα, είτε και την καταδίκαζε ως μιαν ‘περιπλάνηση’ της πλατωνικής σκέψης. Δεν μπορούμε ωστόσο να ‘καταθέσουμε’ παρά μόνο λίγα και σχεδόν τυχαία, όπως και προηγουμένως, ‘αποσπάσματα’ απ’ τη μεγάλη εργασία, που πρέπει κάποτε να αναληφθή: το να παρακολουθήσουμε την ιστορία τής ερμηνείας τού Πλάτωνα διαμέσου τών αιώνων.
       Βλέπει λοιπόν ως ψυχολόγος ο J. A. Stewart, να συνενώνονται στην πλατωνική Ιδέα οι εμπειρίες ενός ανθρώπου που ήταν μεγάλος επιστήμων και μεγάλος καλλιτέχνης. Και να έχη αντίστοιχα δυό πλευρές, μια μεθοδολογική και μιαν αισθητική, η «διδασκαλία τών Ιδεών». Ότι ‘συντήχθηκαν’ δηλ. η επιστημονική έννοια με το καλλιτεχνικό Ιδεόγραμμα (Ideogramm), την ‘ονειροπόληση’ και την ‘έκσταση’ στο πνεύμα τού Πλάτωνα. 
        Αναφέρεται στον W. Lutowskawski ο Stewart, που επιχείρησε να προσδιορίση ακριβώς με τη «στυλομετρία» του (“Stylometry”) τη χρονική τάξη τών Διαλόγων και ν’ αποδείξη έτσι βήμα το βήμα τη ‘δήθεν’ εξέλιξη της πλατωνικής φιλοσοφίας από διάλογο σε διάλογο. Αναπτύσσεται λοιπόν από ένα σωκρατικό το κατ’ εξοχήν πλατωνικό, κατ’ αυτόν, στάδιο. Και αρχίζει με τον «Κρατύλο» η ιδιαίτερη λογική τού Πλάτωνα, κατακτώντας στο «Συμπόσιο» την αμέσως ανώτερή της βαθμίδα. Συνειδητοποίησε ότι είναι πολύ περιορισμένη η ηθική και μόνον επιστήμη, για την οποίαν και τόσο υπερηφανεύεται στον «Γοργία» ο Πλάτων, και ‘κατακτά’ μ’ ένα ξαφνικό όραμα την Ιδέα τής Ωραιότητας ο καλλιτέχνης μέσα σ’ αυτόν.
        Προερχόμενος απ’ τον Πλωτίνο, εγκαταλείπει τη θέση τής εξέλιξης ο Dean Inge: είδε, λέει, τις γενικευμένες του (καθολικές…) Ιδέες, και τις είδε τόσο καθαρά όπως έβλεπαν τους ιδανικούς τους ‘τύπους’ οι Έλληνες γλύπτες ο Πλάτων. Αναφέρθηκε βέβαια και ο Lutowslawski στον Φειδία, και συναντάμε αυτήν την αναφορά στην ελληνική Πλαστική περισσότερες από μια φορά, εκεί που γίνεται λόγος για το Είδος τού Πλάτωνα. Ενώ έχει μπροστά στα μάτια του όχι πια τον Φειδία αλλά τον ‘καλλίθεο’ Απόλλωνα (Belvederische Apoll) ο Σοπενάουερ, - «το κεφάλι που βλέπει ολόγυρα και μακριά, ελεύθερο πάνω στους ώμους, απαλλαγμένο εντελώς απ’ το σώμα, χωρίς να υποτάσσεται πια στο να το φροντίζη» - , ως το κύριο ακριβώς έργο, λίγο πριν «συμβή ξαφνικά η μετάβαση απ’ την κοινή γνώση τών ξεχωριστών πραγμάτων στη γνώση τής Ιδέας».
       Ανάμεσα στους Γερμανούς ιστορικούς τής φιλοσοφίας τών τελευταίων δεκαετιών, τονίζει σθεναρά, με την πιο αυστηρή εννοιολόγηση, τη διαίσθηση στην κατανόηση της πλατωνικής Ιδέας ο R. Hӧnigswald, διακρίνοντάς την ταυτόχρονα από όλες τις εκστατικές και ρομαντικές μορφές. Παραμένει δηλ. αξεδιάλυτα ενωμένη με τη λογική εννοιολογική ισχύ η πλατωνική σκέψη τής διαισθητικής αντίληψης, και ισχύει ταυτόχρονα μεθοδικά όσο και αισθητικά η πλατωνική Ιδέα. 
       Επιχειρεί απ’ τη μεριά του να καταστήση σαφές το πώς γινόταν αναγκαία μια θεωρία, μια ‘θέα’ η κατευθυνόμενη σε ‘αντικείμενα’ όπως η Αρετή και το Αγαθό σκέψη τών Ελλήνων ο J. Stenzel. Και ‘βλέπει’ πως αποτελεί έναν ‘επιστημονικό’ προσδιορισμό το Είδος, όντας ταυτόχρονα το αποτέλεσμα και το όργανο (Organ) μιας «διαίσθησης», στην οποία δεν διαταράσσεται και δεν παραμορφώνεται ούτε ένα (ωστόσο…) χαρακτηριστικό τής συγκεκριμένης πραγματικότητας   (( Σημ. τ. μετ.: Είναι φανερό, ότι δεν μπορούν ή και δεν θέλουν να ξεφύγουν απ’ τον αισθητό κόσμο αυτοί οι ‘επιστήμονες’. Όμως ο νοητός κόσμος είναι ‘άλλος’ κόσμος, χρειάζεται ο ‘δεύτερος πλούς’ τού Σωκράτη προς αυτόν, και ‘φωτίζει’ τραγικά αυτόν εδώ τον αισθητό, όπως ίσως η αλήθεια την πραγματικότητα… )) . Έχει την «έννοια του φωτισμού στον Πλάτωνα» προ οφθαλμών, στο μέσον τής «Πολιτείας» και στην «Έβδομη επιστολή», και θέλει να την ξεχωρίση από κάθε πλατωνίζουσα αλλά μη πλατωνική (στην πραγματικότητα…) μυστικότητα (Mystik).
      Θέλησε να παρουσιάση στην «Εισαγωγή» του «στις επιστήμες τού πνεύματος» (“Einleitung in die Geisteswissenschaften” - 1883) την πορεία τής ευρωπαϊκής μεταφυσικής ο W. Dilthey. Και ‘σημαίνει’ η «διδασκαλία για τις ουσιώδεις μορφές» σ’ αυτήν την ιστορία, ένα μεθοδικό και αναγκαίο βήμα που έκανε, στηριγμένος στον Σωκράτη, πέρα απ’ τη μεταφυσική τών προσωκρατικών και τον σκεπτικισμό (Skeptizismus) τής σοφιστικής ο Πλάτων. Θα αποσυνθέση δε (εντελώς…) αυτήν τη μεταφυσική η μεταγενέστερη επιστήμη. Το έργο όμως της ιστορικής συνείδησης είναι να υποδείξη τη συνάφεια των μεμονωμένων έργων, την εμβάθυνση των ερωτημάτων, τη γενικοποίηση των προβλημάτων και την διεύρυνση του ορίζοντα. Βλέπει λοιπόν τη γένεση της θεωρίας τών ουσιωδών μορφών (τις Ιδέες…) ως την προϋπόθεση υπό την οποίαν και μπορεί να εννοηθή το Είναι όσο και η γνώση, ο Κόσμος όσο και η ηθική βούληση ο Dilthey. Γεννάται δε στον Πλάτωνα, για να τελειωθή στον Αριστοτέλη και να ‘αποσυντεθή’ αργότερα αυτή η θεωρία   (( Σημ. τ. μετ: Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έως ‘αποκαλυπτική’ σχετικά με την ‘ιστορική συνείδηση’ και άλλα σχετικά ‘θέματα’ είναι η διάλεξη που έδωσε ο Ηans-Georg Gadamer στην Αθήνα το 1972, με τίτλο «Η σημασία τής αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας σήμερα» και που υπάρχει αναρτημένη, και μάλιστα σε επανάληψη, στην ιστοσελίδα μας… )) .
      Σταματά όμως σε μιαν ‘παράξενη’ στιγμή και αναφωνεί, εν μέσω αυτής τής ‘αντικειμενικής’ έρευνας, μ’ έναν ασυνήθιστον γι’ αυτόν ρητορικό τόνο ο  Dilthey: «Ποιος δεν θα αισθανόταν μέσα στη σαγηνευτική λάμψη τών πιο ωραίων σημείων στον Πλάτωνα, ότι δεν υπήρξαν μόνον προϋποθέσεις για το Δεδομένο στην πλούσια ποιητική και ισχυρά ηθική ψυχή του οι Ιδέες!»   (( Τέλειο!... )) . Κάτι δεν αντιληφθήκαμε λοιπόν με κείνην την ιστορικο-πνευματική γραμμική κατασκευή, το οποίο είναι ωστόσο ουσιώδες, κι αν όχι για την ‘κατασκευή’, πάντως για τον Πλάτωνα: «Θεωρούσε τις Ιδέες ως μια (καθεαυτή…) πραγματικότητα, κι όχι μόνον ως προϋποθέσεις τού ιδίου ‘πράγματος’». Αλλάζει (όμως…) κάτι μ’ αυτό στη ‘γραμμική’ κατασκευή; Τίποτα απολύτως. «Πρέπει να αποκλείσουμε ωστόσο κάθε συζήτηση που θα είχε ως αντικείμενο την αρχή ή την πηγή αυτής τής μεγάλης διδασκαλίας σ’ αυτό το σημείο». Και εννοείται η βιογραφική τρόπον τινά εδώ πηγή και αρχή· γιατί για την αντικειμενική και ιστορικο-πνευματική αρχή έγινε λεπτομερής ήδη λόγος   (( ! )) . «Έχουμε να κάνουμε με τη συνάφεια αυτών τών σκέψεων, καθόσον εμφανίζεται στην αποδεικτική μας πορεία και καθόρισε μ’ αυτήν τη συστηματική (της…) μορφή τη συνέχεια της ευρωπαϊκής μεταφυσικής», καταλήγει ο Dilthey. Μπορούμε όμως πράγματι να διαχωρίσουμε απ’ τη θέση της και την επίδρασή της μέσα στην ιστορία τού πνεύματος την αρχή τής διδασκαλίας; Και μήπως παραβλέπουμε, μ’ αυτήν την ‘αναγκαιότητα’ της σκέψης μας, αυτό που ονομάζουμε σήμερα «ύπαρξη»; -
       Έγραψε στα πρώτα του χρόνια στη Βασιλεία την «Αναχρονιστική θεώρηση» για τον «Σοπενάουερ ως παιδαγωγό» (1874), για «να μην επιλησμονήση τον έναν δάσκαλο και παιδαγωγό που ώφειλε να εξάρη» ο Νίτσε. Όταν όμως παρέδιδε, την ίδια εποχή, ως καθηγητής τής φιλολογίας τις παραδόσεις του για τον Πλάτωνα, ασκούσε ολοσχερή κριτική στη «λανθασμένη παραγωγή τής πλατωνικής διδασκαλίας τών Ιδεών» απ’ τον Σοπενάουερ, αντιτασσόμενος σε κείνην ακριβώς τη «διαισθητική αντίληψη του Γενικού (ή Καθολικού…)», με την οποίαν και πίστευε πως είχε κατανοήσει την ‘αρχή’ τής πλατωνικής Ιδέας ο Σοπενάουερ. Θα μπορούσαμε δε να πούμε, πως ‘συμβουλεύεται’ απ’ τον Zeller στην κριτική του ο Νίτσε (Philologica III 271 κ. ε.). Ξεκινούσε απ’ την αισθητική Ιδέα ο Σοπενάουερ, όμως δεν έφτανε απ’ το ορατό στην Ιδέα, αλλά από μη παραστατικές έννοιες, όπως δίκαιος, ωραίος, όμοιος, καλός, ο Πλάτων. Ενώ ‘αντιτάσσονταν’ στην αισθητική γένεση (Genesis) και η διαλεκτική ως δρόμος προς την Ιδέα, η ‘απαξίωση’ της τέχνης εκ μέρους τού Πλάτωνα και η συμπάθειά του (Sympathie) προς τα μαθηματικά. Αν υπάρχη λοιπόν κάτι το σωστό σ’ αυτήν την κριτική τού Νίτσε, δεν θα μπορούσε να είναι παρά το ότι ‘αποκρούει’ τον περιορισμό τής διαίσθησης στο αισθητικό στοιχείο. Αποτελεί όμως μια πλάνη, έστω και διαδεδομένη – που τη συμμερίστηκε εξάλλου και ο Σοπενάουερ - , ότι ‘απαξίωνε’ γενικώς την τέχνη ο Πλάτων, ο οποίος και ασκούσε κριτική στην τέχνη τής εποχής του. Υποβοηθούσαν ωστόσο πράγματι οι γεωμετρικές μορφές τη διαίσθησή του.
       Eνώ ασκεί οξεία λοιπόν κριτική στον Σοπενάουερ, επειδή ‘ανακάλυπτε’ στη διαίσθηση την αρχή τών πλατωνικών Ιδεών, ο Νίτσε, είχε ‘αναδεχθή’ μια δεκαετία νωρίτερα αυτήν την ερμηνεία τού Σοπενάουερ ο ‘εκκολαπτόμενος’ ιστορικός τής τέχνης Karl Justi, και είχε στραφή γι’ αυτό ακριβώς, στο πρωτόλειο κείμενό του «Τα αισθητικά στοιχεία στην πλατωνική φιλοσοφία» (“Die ӓsthetischen Elemente in der Platonischen Philosophie” – 1860), ενάντια στον ίδιον τον Πλάτωνα. Είχε αποκτήσει βέβαια τον χαρακτήρα ενός ‘φιλοσοφικού καλλιτέχνη’ η μορφή τού Σωκράτη στον Πλάτωνα (σ. 8). Είχε εκδηλωθή ωστόσο σε βάρος, απ’ την άλλη μεριά, της πλατωνικής διαλεκτικής, αναμιγνύοντας ένα φανταστικό στοιχείο στη διάνοια, αυτή η ‘καλλιτεχνοποίηση’ (σ. 56). «Είναι ακριβώς το στοιχείο που μας λείπει στην πλατωνική θεωρία τής τέχνης, η περιγραφή τού Ιδανικού, ή η βελτίωση (η διόρθωση…) της φύσης, το οποίο και απέκτησε εδώ, στο αντικείμενο της φιλοσοφίας, μια θέση αναφοράς» (σ. 62). Παρανοεί πράγματι, μαζί με τον Σοπενάουερ και τον Νίτσε, την εκλαμβανόμενη ως θεωρία τής τέχνης στον Πλάτωνα ο Justi. Δεν αντιτάσσεται όμως στην πλατωνική ερμηνεία του Σοπενάουερ όπως ο Νίτσε, αλλά την αποδέχεται και καταδικάζει μ’ αυτήν την πλατωνική μεταφυσική (Metaphysik). «Παρέλυσε έτσι κατ’ αρχάς, όπως σ’ ένα διανοητικό προπατορικό αμάρτημα, η ανάπτυξη εκείνου τού πολλά υποσχόμενου σωκρατικού σπόρου» (σ. 67)  (( !! )) .
      Και οδηγούν έτσι, με διαφορετικόν τρόπο, πίσω στο βασικό έργο τού Σοπενάουερ ο Νίτσε και ο Justi, και σε κείνην τη σύγχρονη έτσι μεταφυσική, που ‘πιστεύει’ ότι συμπεριλαμβάνει εντελώς στον εαυτό της την πλατωνική Ιδέα. «Η πλατωνική Ιδέα: το αντικείμενο της τέχνης» είναι ο τίτλος τού τρίτου βιβλίου τού «Ο κόσμος ως θέληση και παράσταση» (“Welt als Wille und Vorstellung”). Κι έχει τόσο ‘δίκαιο’ (στην κριτική του…) ο Νίτσε, καθ’ όσον εκτείνεται πολύ πέρα απ’ το πεδίο τής τέχνης η πραγματική πλατωνική Ιδέα. Αντιλήφθηκε ωστόσο κατά τα άλλα περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον στη νεώτερη εποχή το διαισθητικό στοιχείο στην Ιδέα ο Σοπενάουερ, επειδή συναντούσε ασφαλώς την πιο ιδιαίτερή του εμπειρία αυτό που ανακάλυπτε διαβάζοντας τον Πλάτωνα. ‘Προβάλλει’ (διακρίνεται…) εντελώς καθαρά ο κόσμος ως παράσταση απ’ τον κόσμο ως θέληση, καθώς ανυψώνει τον εαυτό του σε καθαρό υποκείμενο της γνώσης ένα άτομο που γνωρίζει – ο Πλάτων ή ο Σοπενάουερ - , ανυψώνοντας έτσι και το παρατηρούμενο αντικείμενο σε Ιδέα. «… Συμβαίνει ξαφνικά (εξαίφνης…) η μετάβαση απ’ την κοινή και συνηθισμένη γνώση μεμονωμένων πραγμάτων στη γνώση τής Ιδέας, καθώς ‘αποσπάται’ απ’ το να υπηρετή τη θέληση η γνώση…» (πργρφ. 34). «Όταν παραδίδη κανείς όλη τη δύναμη του πνεύματός του στη θεωρία, βυθιζόμενος ο ίδιος εντελώς σ’ αυτήν, κι αφήνοντας να πληρωθή με την ήσυχη σκέψη (μελέτη, έκσταση…) όλη η συνείδηση…» (πργρφ. 34). «Γίνονται αντιληπτές μόνο με την κατευθυνόμενη εντελώς στο αντικείμενο και καθαρή ‘σκέψη’ οι Ιδέες, και συνίσταται ακριβώς στην υπέρτερη ικανότητα για μια τέτοια ‘σκέψη’ η ουσία τής μεγαλοφυίας» (πργρφ. 36).  (( Σημ. τ. μετ.: ‘Τρομερό και φοβερό’ υποκείμενο… )) .
        Μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε ‘θραύσματα’ μόνον από μιαν εκτεταμένη και ισχυρή ιστορική συνάφεια σ’ αυτό το κεφάλαιο. Το να ερευνηθή και να παρουσιαστή όμως η ιστορία τής ερμηνείας τού Πλάτωνα μέσα στους αιώνες, παραμένει ένα μεγάλο έργο.
       
        ( συνεχίζεται, με το κεφάλαιο «Αλήθεια» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: