Σάββατο 6 Μαΐου 2017

MARIE-DOMINIQUE RICHARD: Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ (14)

 Συνέχεια από Πέμπτη, 27 Απριλίου 2017
                  
                      Μια νέα ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο : ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Α. Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΙΙ. Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ   (συνέχεια 2η )
2. Η θεωρία των ιδανικών Αριθμών
    
Image result for πλατωναςΑφού επιλύσαμε το ζήτημα του συμπαντικού χώρου, θα προσεγγίσουμε τώρα το πρόβλημα που θέτει η θεωρία των ιδανικών Αριθμών, διότι αποτελεί ένα πρωτεύον ζήτημα της επιχειρηματολογίας του H. Cherniss, το οποίο είχε την πρόθεση να αναλύσει στον δεύτερο τόμο του έργου του με τίτλο Η κριτική του Αριστοτέλη για τον Πλάτωνα και την Ακαδημία. Η θεωρία αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο των ερευνών του σε ένα έργο του, που προοριζόταν να το αντικαταστήσει προσωρινά, και έχει τον τίτλο Το Αίνιγμα της Πρώιμης Ακαδημίας. Βασικό συμπέρασμα των ερευνών του H. Cherniss είμαι το ακόλουθο: η θεωρία της ταύτισης των Ιδεών με τους Αριθμούς δεν είναι μια πλατωνική θεωρία. Αντίθετα ο Πλάτων καθιέρωσε μια ξεχωριστή Ιδέα του κάθε ξεχωριστού αριθμού κατά τον ίδιο τρόπο που καθιέρωσε ιδιαίτερες Ιδέες για τα πολλαπλά ιδιαίτερα πράματα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόφο, στον Φαίδωνα, ο Πλάτων διδάσκει ότι η γένεση του δύο δεν προέρχεται από την πρόσθεση μιας ενότητας με μιαν άλλη ενότητα, η ακόμη, από την διαίρεση μιας ενότητας, αλλά από την συμμετοχή σε μια Δυαδικότητα, το Δύο. Έτσι ο Αριστοτέλης, που αναφέρεται και εδώ στους Διαλόγους, εξετάζει την θεωρία των Ιδεών ανεξάρτητα από κάθε θεωρία περί των αριθμών, και όταν κατονομάζει τους ειδικούς αριθμούς, έχει κατά νου μόνο την ιδανική ακολουθία των φυσικών αριθμών. Όταν ο Αριστοτέλης ταυτίζει όλες τις Ιδέες με τους αριθμούς, είτε πρόκειται για ένα προσωπικό του συμπέρασμα, είτε – σύμφωνα με την πολεμική του μέθοδο της απλοποίησης – επιχειρεί να συνδυάσει την θεωρία του Πλάτωνα με τις θεωρίες των μαθητών του, δηλαδή του Σπευσίππου και του Ξενοκράτη, προκειμένου να τις αναιρέσει συνολικά, είτε ακόμη, η μαρτυρία του έχει επηρεαστεί από την ανάλυση των θεωριών τους: επομένως, επειδή ούτε η πρώτη εκδοχή που απορρίπτει την θεωρία των Ιδεών, ούτε η δεύτερη που αφομοιώνει τις Ιδέες στους μαθηματικούς αριθμούς, δεν ανταποκρίνονται πραγματικά στο νόημα του πλατωνικού δόγματος, είναι προφανές ότι τα συμπεράσματα του Αριστοτέλη αναφέρονται σε μια παραποιημένη θεωρία των Διαλόγων, και όχι σε μια υποτιθέμενη προφορική διδασκαλία. Εάν εξ άλλου ο Πλάτων είχε όντως ταυτίσει τις Ιδέες με τους αριθμούς, ο Σπεύσιππος δεν θα είχε ανάγκη να τους απορρίψει, αλλά θα τους είχε ταυτίσει με τους μαθηματικούς αριθμούς του δικού του συστήματος. Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο H. Cherniss  με πρόθεση να ακυρώσει την πλατωνική θεωρία της ταυτότητας των Ιδεών με τους Αριθμούς.
     Τα επιχειρήματα αυτά, για μια ακόμη φορά, θεωρούνται ανεπαρκή από τον H.J. Krämer. Έτσι, κατά την άποψή του, το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται συχνά στις Ιδέες, χωρίς να συνυπολογίζει τον αριθμητικό χαρακτήρα τους δεν σημαίνει ότι αρνείται έμμεσα την ταυτότητα Ιδεών και Αριθμών. Ο Αριστοτέλης μπορούσε πράγματι να κρίνει την Ιδέα ως την «ενότητα μιας πολλαπλότητας», ή ως «ξεχωριστή ουσία», χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμπεριλάβει στην κριτική του μιαν άλλη όψη της Ιδέας, όπως ενδεχομένως τον αριθμητικό προσδιορισμό της. Και εξ άλλου, εάν ο Αριστοτέλης στο τρίτο μέρος της κριτικής του στο βιβλίο Μ (1080a 12 – 1086a 18), αναφερόταν μόνο στις Ιδέες των αριθμών, και όχι στις Ιδέες-Αριθμούς (στους ιδανικούς Αριθμούς), γιατί να εξετάσει αυτές τις Ιδέες ξεχωριστά και να τους αφιερώσει τέτοια έκταση, αφού τις είχε ήδη συμπεριλάβει στις προηγούμενες επιθέσεις τους κατά των Ιδεών γενικώς. Είναι γεγονός ότι στο απόσπασμα 1078b 9, ο Αριστοτέλης διακρίνει στην κριτική του την μαθηματική πλευρά από την καθαυτό θεωρία των Ιδεών, διότι το ιδεατό στον μαθηματικό χώρο παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα και απαιτεί κατά συνέπεια μια ιδιαίτερη ανάλυση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στο τρίτο μέρος της κριτικής του γίνεται προφανές ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στους ιδανικούς Αριθμούς και όχι στις Ιδέες των αριθμών. Και σχεδόν όλα τα υπόλοιπα αποσπάσματα στα οποία ο Αριστοτέλης ταυτίζει επίσης τις Ιδέες με τους Αριθμούς, αναφέρονται επίσης στους ιδανικούς Αριθμούς. Όσο για τον ισχυρισμό του H. Cherniss ότι το δόγμα της ταυτότητας των Ιδεών με τους Αριθμούς είναι εφεύρημα του Αριστοτέλη, στηρίζεται στην υποτίμησή του νοήματος του κειμένου: στο απόσπασμα 1081a 12-15 o Αριστοτέλης παραλείπει μόνο την υπόθεση της απόλυτης προσθετικότητας των ενοτήτων, εξωθώντας την στο παράλογο, στη βάση του αξιώματος που συνιστά την ταυτότητα των Ιδεών και των Αριθμών. Σε αντίθεση εξ άλλου με τον ισχυρισμό του H. Cherniss, ο Αριστοτέλης, όπως αποδεικνύουν οι καταθέσεις και άλλων μαρτύρων, δεν συγχέει την θεωρία του Πλάτωνα με αυτές του Σπευσίππου και του Ξενοκράτη. Ο H. Cherniss απέρριψε ολοκληρωτικά την μαρτυρία του Αλεξάνδρου εξ αιτίας μιας διαφοράς στην ορολογία ανάμεσα στην κατάθεση του σχολιαστή και αυτή του Σταγειρίτη. Αλλά ο H.J. Krämer, αφ’ ενός θεωρεί αυτή την απόρριψη  απαράδεκτη, δεδομένου ότι η διαφορετική ορολογία αφορά σε ένα δευτερεύον ζήτημα, αφ’ ετέρου εκτιμά ότι δεν δικαιολογείται η αμφισβήτηση της αυθεντικότητας των αριστοτελικών καταθέσεων με μοναδικό πρόσχημα ότι ο Αριστοτέλης  δέχτηκε την επίδραση διαφόρων απόψεων στο εσωτερικό της Ακαδημίας: υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που πιστοποιούν την παρουσία του στους προφορικούς Διαλόγους  του Πλάτωνα. Επιπλέον, ο Σταγειρίτης διακρίνει σε πολλές περιπτώσεις τα δόγματα των συμφοιτητών του από τα πλατωνικά δόγματα. Επιπλέον η άποψη ότι κανένας από αυτούς (συμπεριλαμβανομένου και του Ξενοκράτη) δεν κατανόησε τις θεωρίες του Πλάτωνα, είναι εσφαλμένη, διότι θεμελιώνεται στην εξ ορισμού τοποθέτηση ότι η πηγή πληροφόρησης των μαθητών ήταν μόνο οι Διάλογοι και όχι η Προφορική Διδασκαλία του Πλάτωνα. Τέλος, το γεγονός ότι ο Σπεύσιππος απέρριπτε τις Ιδέες ενώ αποδεχόταν τους αριθμούς δεν είναι ασυμβίβαστο με το πλατωνικό δόγμα των Ιδεών-Αριθμών: η εγκατάλειψη των Ιδεών περιελάμβανε ακριβώς τις Ιδέες-Αριθμούς, αποκλείοντας απολύτως τους άλλους αριθμούς.
     Έτσι λοιπόν η θέση του H. Cherniss  περί της θεωρίας των Ιδεών-Αριθμών στερείται αποδεικτικής ισχύος. Το δόγμα αυτό δεν αποτελεί κατά κανένα τρόπο αλλοίωση του δόγματος των αριθμών-Ιδεών, αλλά παραπέμπει, χωρίς αμφιβολία, στα μαθήματα που παρέδιδε ο Πλάτων στο εσωτερικό της Ακαδημίας.
3. Οι Ιδέες τών εν σχέσει ( πρός τι) ουσιών
     Ας εξετάσουμε τώρα το ζήτημα των Ιδεών των οποίων οι ουσίες  βρίσκονται σε σχέση με κάτι άλλο.
     Στο κεφάλαιο εννέα του πρώτου βιβλίου των Μεταφυσικών o Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι οι παραδοσιακές αποδείξεις της θεωρίας των Ιδεών είναι ατελέσφορες: είτε δεν αποδεικνύουν την υπόθεση, είτε την αποδεικνύουν καθ’ υπερβολή. Μετά από μια λεπτομερή εξέταση του θέματος, καταλήγει ως εξής:
     Από τα επιχειρήματα εξ άλλο, εκείνα που είναι ακριβέστερα, άλλα μεν οδηγούν σε Ιδέες των σχέσεων, για τις οποίες λέμε ότι δεν αποτελούν γένος καθαυτές, και άλλα εισάγουν τον Τρίτο Άνθρωπο.
     Η έλλειψη σαφήνειας του κειμένου δυσχεραίνει οπωσδήποτε την ερμηνεία του. Ας αφήσουμε κατά μέρος την τελευταία πρόταση που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσης μελέτης. Η ερμηνεία του νοήματος της αντίρρησης που εκφράζεται στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος είναι κατά τον H. Cherniss η ακόλουθη: το επιχείρημα συνιστά την ύπαρξη Ιδεών των σχετικών πραγμάτων· αλλά εμείς, ως πλατωνικοί, υποστηρίζουμε ότι κάθε Ιδέα είναι ένα απόλυτο, ένα Καθαυτό· και καθώς η έννοια του «σχετικού καθαυτό» είναι αντιφατική, καταλήγουμε στο ότι δεν υπάρχει γ’ αυτά τα πράγματα ένα απόλυτο, ή μια Ιδέα. Ο H. Cherniss αποδεικνύει ότι ο Αριστοτέλης παίζει με την ασάφεια των λέξεων απόλυτο και σχετικό που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε με την λογική είτε με την οντολογική τους έννοια. Για τον Πλάτωνα, οι Ιδέες υπάρχουν και είναι νοητές καθαυτές, και με τρόπο απόλυτο· τα υλικά πράγματα κατανοούνται δια των Ιδεών και υπάρχουν μόνο σε σχέση και σε αναφορά προς αυτές. Από οντολογική άποψη επομένως, η σχετικότητα είναι υπαρκτή μόνο στον υλικό κόσμο και όχι σ’ αυτόν των Ιδεών. Αντιθέτως, σύμφωνα με την λογική ακολουθία, η έννοια του «μέγιστου» προϋποθέτει την έννοια του «ελάχιστου», που είναι σχετική προς αυτήν· τούτο δεν σημαίνει ότι στο οντολογικό επίπεδο η μία έννοια είναι κατώτερη από την άλλη. Κατά τον ίδιο τρόπο τίποτε δεν εμποδίζει μια Ιδέα να είναι σχετική ως προς μιαν άλλη. Όταν ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι ο Πλάτων παραβίασε τις ίδιες του τις αρχές, μας δημιουργεί έκπληξη το γεγονός ότι ένα τόσο εύστροφο πνεύμα, δεν μπόρεσε, (ή δεν θέλησε) να αναγνωρίσει την σύγχυση που προκαλεί αυτή η παρατήρηση.
     Ο H.J. Krämer απορρίπτει αυτή την ερμηνεία εκτιμώντας ότι η σύγχρονη διάκριση ανάμεσα στο λογικό και το οντολογικό επίπεδο έχει εφαρμογή ξεκινώντας από την εποχή των Στωικών. Επιπλέον, η ερμηνεία του H. Cherniss  αντικαθιστά μια δυσχέρεια με μιαν άλλη, αφού υπάρχουν περισσότερες Ιδέες για τα υπάρχοντα σε σχέση προς αυτές πράγματα (προς τας Ιδέας), από ότι για τα αισθητά πράγματα που σχετίζονται μεταξύ τους (προς άλληλα). Και προτείνει μια διαφορετική λύση, η οποία συνίσταται απλώς στην επαναφορά των Ιδεών στην κατηγορία των υποστάσεων, και των αισθητών πραγμάτων στην κατηγορία των εν σχέσει. Αυτή η ερμηνεία του H.J. Krämer στηρίζεται στις εκτιμήσεις του Αλέξανδρου, του Σέξτου Εμπειρικού και του Ερμόδωρου, που αναφέρονται σε μια κατάταξη των όντων σε καθαυτά και προς έτερα, από την οποία απουσιάζουν εντελώς οι Ιδέες των καθαυτό σχετικών, δηλαδή αυτών που αντιπροσωπεύουν τον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης του αισθητού. Αλλά και η άποψη αυτή δεν φαίνεται να έπεισε τους σύγχρονους ιστορικούς: το γεγονός ότι στον Παρμενίδη, στον Σοφιστή και στα Μεταφυσικά υπάρχει μια κατάταξη σε κατηγορίες κατά την οποία το Καθαυτό και το εν σχέσει διεισδύουν σε όλα τα γένη των όντων (φαινόμενα-Ιδέες), υποχρεώνει τον H.J. Krämer, παρότι είναι αναγκασμένος να αποδεχτεί το διφορούμενο του Καθαυτό και του εν σχέσει και να διακρίνει δύο συστήματα κατηγοριών (ένα «πιο περιορισμένο», των Λόγων περί του Αγαθού, και ένα «ευρύτερο», του Σοφιστή, κ.ο.κ.), στην συνέχεια να τα επανασυνδέσει.
     Είναι όμως ανυπέρβλητη η δυσκολία που παρουσιάζει αυτό το απόσπασμα των Μεταφυσικών; Πιστεύουμε πως όχι. Έτσι, σύμφωνα με τον S. Mansion, ο Αριστοτέλης καταλογίζει στον Πλάτωνα μια σύγχυση ανάμεσα στο λογικό και το πραγματικό και αναδεικνύει τις αντιφάσεις στις οποίες αυτή οδηγεί ως προς το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του: πράγματι, και μόνο το γεγονός ότι αναγνωρίζουν μια διάκριση ανάμεσα στο Καθαυτό και το εν σχέσει, οι πλατωνικοί αναγκάζονται να περιορίσουν τον κόσμο των υπαρκτών όντων σε ότι υπάρχει Καθαυτό, και να αποκλείσουν οτιδήποτε είναι σε σχέση προς κάτι άλλο. Όσο καθαρή και αν είναι μια ουσία, όπως τη συλλαμβάνει η σκέψη, όπως για παράδειγμα το Ίσον, όσο απόμακρο και αν φαντάζει από τα απολύτως ίσα πράγματα αυτού του κόσμου, εξακολουθεί να παραμένει μια σχέση, χωρίς την οποία κινδυνεύει να καταστραφεί. Αλλά η σχέση δεν μπορεί να υπάρξει καθαυτή· δεν μπορεί να αποκτήσει την μορφή του απόλυτου και αυτόνομου όντος, όπως οι πλατωνικοί αντιλαμβάνονται τις Ιδέες. Κατά την άποψη του S. Mansion,  στην κριτική του Αριστοτέλη διαγράφεται η θεωρία των κατηγοριών, που αποδίδει προτεραιότητα στην υπόσταση, η οποία γίνεται κυρίως αντιληπτή ως ουσία. Έτσι, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η ασυνέπεια ανάμεσα στην φύση της Ιδέας και σ’ αυτήν της σχέσης, δεν έχει τη βάση της στο δόγμα του Πλάτωνα, αλλά αντίθετα στην καινούργια θεωρία που ανακαλύπτει ο Αριστοτέλης, και η οποία συνίσταται στην διάκριση ανάμεσα στο αυτόνομο Είναι της υπόστασης και το Είναι που εξαρτάται από τον τρόπο της ύπαρξης. Την ορθότητα αυτής της ερμηνείας επικυρώνει ο E.de Strycker, ο οποίος κατά την ανάλυσή του της έννοιας του διαχωρισμού, καταλήγει σε ένα ανάλογο συμπέρασμα:
     Η διάκριση αυτή (ανάμεσα στο λογικό και το πραγματικό) αποτελεί την ίδια την βάση της κριτικής του περί της θεωρίας των Ιδεών, την οποία συνειδητοποιώντας όπως φαίνεται ο Αριστοτέλης, οδηγήθηκε σε μια κατεύθυνση διαφορετική από τον πλατωνισμό.
     Η προοπτική αυτή μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι αιτιάσεις του Αριστοτέλη απέναντι στο πλατωνικό δόγμα βρίσκουν την δικαίωσή τους.
4. Η διμερής διαίρεση της ψυχής
     Τέλος, ένα αντίστοιχο πρόβλημα σε σχέση με την ακρίβεια της μαρτυρίας του Αριστοτέλη ανακύπτει από το απόσπασμα Ι 1, 1182a 23-30 των Ηθικών Μεγάλων, στο οποίο αναφέρει ότι ο Πλάτων διέκρινε στην ψυχή ένα  λογικό και ένα άλογο μέρος.
     Όπως είναι γνωστό, το τριμερές της ψυχής αποτελεί προσωπική συνεισφορά του Πλάτωνα, η οποία αντιπαρατέθηκε  στην κατά παράδοση διαίρεση της ψυχής σε λόγον έχουσα και σε άλογον. Επιπλέον από όλη της αρχαία γραμματεία μόνο ο συγγραφέας των Ηθικών Μεγάλων απέδωσε στον Πλάτωνα την διμερή διαίρεση της ψυχής.
     Σύμφωνα όμως με τον K. Gaiser, αν θεωρήσουμε ότι το τριμερές της ψυχής του Πλάτωνα περιλαμβάνει ένα ενδιάμεσο μέρος (το παρορμητικό μέρος), ως διφορούμενο (το μέρος στο οποίο πραγματοποιείται η συνάντηση των αντιθέτων), βλέπουμε αμέσως ότι δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην «διχοτομική» και την «τριχοτομική» περιγραφή της ψυχής. Οι δύο όψεις – η αντίθεση ανάμεσα στο λογικό και το άλογο μέρος αφ’ ενός, και η τριμερής διαίρεση με ένα ενδιάμεσο μέρος αφ’ ετέρου – συναντώνται στους Διαλόγους. Για παράδειγμα ο F. Dirlmeier  παραθέτει το απόσπασμα 571c 3 – 572b 1 του βιβλίου IX της Πολιτείας, στο οποίο ο Πλάτων συνδυάζει το επιθυμητικό με το θυμοειδές, και τα αντιπαραθέτει ως ενιαίο ψυχικό στρώμα, στο λογικό μέρος της ψυχής.
     Μπορούμε επομένους να θεωρήσουμε ότι και αυτό το κείμενο μπορεί άριστα να τοποθετηθεί δίπλα στις υπόλοιπες μαρτυρίες.
     Η έρευνα που προηγήθηκε αποδεικνύει ότι παρότι χωρίς τις αριστοτελικής μαρτυρίες θα κινδυνεύαμε να παρερμηνεύσουμε την πλατωνική φιλοσοφία, οφείλουμε εντούτοις να τις χρησιμοποιήσουμε με επιφύλαξη. Το να τις απορρίψουμε ολοσχερώς όπως υπονοεί ο H. Cherniss ισοδυναμεί με το να τις αποδεχτούμε χωρίς να έχουμε βεβαιωθεί προηγουμένως για την ακρίβειά τους: και στη μια και στην άλλη περίπτωση θα είχαμε μιαν εντελώς παραποιημένη αντίληψη του πλατωνικού δόγματος.
     Υπάρχει εξ άλλου και ένας άλλος τρόπος να επαληθεύσουμε τις αριστοτελικές καταθέσεις: αρκεί να τις συγκρίνουμε με τις μαρτυρίες που παραλάβαμε από την Παλαιά Ακαδημία. Η αντιπαραβολή αυτή θα μας επιτρέψει επίσης να εκφραστούμε επί της αυθεντικότητας ή της μη αυθεντικότητας της προφορικής παράδοσης στο σύνολό της.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: