Συνέχεια από: Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017
ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟ.
Του Renzo Bertalot.
Οι ανθρώπινες λέξεις μπορούν να γίνουν
Λόγος τού Θεού εάν είναι όχημα τής πνευματικής παρουσίας, εάν έχουν δηλαδή την
δύναμη να συλλάβουν το ανθρώπινο πνεύμα(;)[Ενας επιτυχημένος ορισμός τής Προτεσταντικής προοόδου τής λατινικής κακοδοξίας]. Η Αγία Γραφή παραμένει πάντως όχι
μόνον ο μόνος μεσολαβητής αλλά το κριτήριο τών ανθρώπινων λέξεων που γίνονται
Λόγος του Θεού. Το σχήμα υποκείμενο-αντικείμενο δέν έχει νόημα όταν
αναφερόμαστε στην σχέση Θεός-άνθρωπος-κόσμος, διότι ο Θεός τήν υπερβαίνει και την
εξαιρεί! Εκεί όπου υπάρχει το πνεύμα, όποιος ομιλεί και όποιος ακούει
συγκοινωνούν σε μία ενότητα που τους υπερβαίνει. Είναι η νίκη στην αποξένωσή
μας! Σ'αυτή την Θεόνομη κατάσταση η γλώσσα ελευθερώνεται απο το σχήμα
υποκείμενο-αντικείμενο και απο τις διαστροφές του και τις αντιφάσεις του!
Στο γενικό πλαίσιο τού έργου τού Τίλλιχ είναι δυνατόν να διευρύνουμε περισσότερο την συζήτηση γύρω απο την σχέση
ανάμεσα στον Λόγο τής Κ.Δ. και τον λόγο τής γλώσσας! Είναι ένα θέμα τής
καταλληλότητος. Στο ένα άκρο βρίσκουμε τον άνθρωπο χωρισμένο στον εαυτό του,
χωρίς κέντρο βάρους, ένα κέντρο έλξης και χωρίς την ενότητα τού προσώπου. Μία
κατάσταση τού "μή είναι" δηλαδή
ειδωλολατρείας. Το να μάς αρπάζει η πνευματική παρουσία και το Νέο
Είναι, με βιβλικούς όρους, απο το πνεύμα και απο τον Χριστό, σημαίνει αντιθέτως
να ωθούμαστε πρός το άλλο άκρο και να ξαναβρίσκουμε το κέντρο μας και το
κριτήριο μας. Ο Χριστιανισμός δέν τοποθετείται λοιπόν ανάμεσα στα άλλα
φαινόμενα τού ανθρωπίνου πνεύματος σαν να απαιτεί μία ανωτερότητα, αλλά σαν μία
πρόκληση να είμαστε πιό προσαρμοσμένοι στην έκφραση του Λόγου. Τα ερωτήματα που
μας τίθενται απο μία έρευνα στην έννοια τού αλάθητου, βρίσκουν λοιπόν μία
απάντηση σύμφωνα με την ένδειξη που δόθηκε απο αυτές τις κατευθύνσεις οι οποίες
εμφανίζονται στην διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην φιλοσοφία και την Θεολογία!
Συμπέρασμα!
Η αποιεροποίηση, η οποία χαρακτήρισε την εποχή μας, χαράχτηκε και στην έννοια τής συνειδήσεως, επιτρέποντας τοιουτοτρόπως την ανάδυση ενός στοχασμού, κεκαθαρμένου απο στοιχεία τα οποία δέν είναι αγνά, τα οποία είχαν μολύνει σε μεγάλο βαθμό την πορεία. Ο Τίλλιχ και ο D. Lehman μας αποκάλυψαν ότι η ταλάντωση τού εκκρεμούς μέσα στο σχήμα υποκείμενο-αντικείμενο, αυτονομία-ετερονομία, περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τον προηγούμενο στοχασμό στο θέμα μας. Σε συμφωνία με την Θεολογία βρίσκεται επίσης και η φιλοσοφική και η κοινωνιολογική έρευνα. Πράγματι και εδώ βλέπουμε το εκκρεμές να κινείται απο το περιβάλλον και απο την κοινωνία πρός το άτομο, προκειμένου να το καθορίσει και να το επηρεάσει με μία πρόοδο την οποία ο Φρόϋντ ονομάζει κοινωνική αγωνία. Δέν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η παλαιά ήπειρος βρέθηκε να τό τονίσει αυτή την στιγμή, έτσι όπως δέν είναι τυχαίο ότι απο την νέα ήπειρο της Βορείου Αμερικής, λιγότερο ανυπόμονο σέ σχέση με το βάρος των παραδόσεων και της ιστορίας μας, έρχεται το αντίθετο παράδειγμα! Και ακριβώς ο John Dewey φανερώνει την αντίθετη κίνηση η οποία απο το άτομο σπρώχνει πρός την κοινωνία με δημιουργικές δυνάμεις ανανέωσης και διάσπασης!
Στην κοινωνική ψυχανάλυση αντιστοιχεί
η ψυχολογική κοινωνιολογία. Εάν πρέπει να συνειδητοποιήσουμε μία κίνηση
εκκρεμούς είναι λοιπόν μάταιο να αναρωτώμεθα εάν η ψυχολογία προηγείται της
κοινωνιολογίας ή εάν είναι αλήθεια το αντίθετο!
Ο υπαρξισμός, ακολουθώντας τις
παρατηρήσεις τού Τίλλιχ στον Χάιντεγκερ, μοιάζει να θέλει να επαναπροτείνει την
συζήτηση με διαλεκτικούς όρους, αποκαλύπτοντας την κατανάλωση τής εντάσεως πρός
το τίποτα και τον θάνατο. Η έννοια τής συνειδήσεως μέσα σ'αυτές τις
περιορισμένες προοπτικές, δέν μπορεί παρά να εξαντληθεί, μιλώντας φιλοσοφικά,
ανάμεσα στον εγωκεντρισμό και την αποξένωση ή Θεολογικά μιλώντας, ανάμεσα στην
αυτοδικαίωση και την ειδωλολατρεία (Μπονόφερ, ηθική). Θα πρέπει λοιπόν να
μάθουμε να βαδίζουμε στην κόψη τού ξυραφιού;
Οι μελετητές των οποίων εξετάσαμε τα
δεδομένα, προσπάθησαν να δώσουν μία απάντηση στο Θεολογικό επίπεδο. Το κοινό
τους σημείο είναι ότι δέν ξεφεύγουμε απο τις δυσκολίες που επισημάνθηκαν εάν
δέν υπάρχει μία πράξη απελευθερώσεως τού Λόγου, ένα δημιουργικό γεγονός το
οποίο θα μπορεί να γεννά τον άνθρωπο σαν συνείδηση δια-ηθική ή Θεόνομη, κάτι που
τίθεται πέραν τού σχήματος υποκείμενο-αντικείμενο, σε μία σχέση η οποία
αγκαλιάζει το ένα με το άλλο, το ένα και το άλλο (Θεό-άνθρωπο-κόσμο).
Η συνείδηση ειδομένη μ'αυτόν τον τρόπο
αφήνει να διαφανεί μία σχέση κάθετη η οποίά διατέμνει την οριζόντια στην οποία
καθυστερεί η φιλοσοφία!
Συνεπάγεται ότι αυτή μεταμορφώνεται σε
ορατό σημείο μιας αοράτου πραγματικότητος
και επομένως σε ένα ιεροπρεπές γεγονός. Καθαυτή, η συνείδηση
τοποθετείται σαν σημείο αντιφάσεως, αμφίβολο στο οριζόντιο επίπεδο όπως υπήρξε
και ο Λόγος στο γήϊνο έργο του! Απο την οπτική τής πίστεως παραμένουμε χωρίς
απόξειξη, σε κατάσταση ομολογίας.
Η οριζόντια κατάσταση ερμηνεύεται στην
αναλογία της πίστεως μέσα στα όρια της ιστορίας μας απέναντι στον Φουτουρισμό
του Θεού (Ebeling) και της συνειδήσεώς μας "βλέπομεν γάρ άρτι
δι'εσόπτρου εν αινίγματι " (1 Κορ. 13,12).
Υπάρχει μία αγωνία τού πιστού στην
αναμονή τής Βασιλείας τού Θεού. Γεννάται δηλαδή μία ανισορροπία ανάμεσα στην
χάρη και στην δημιουργία, η οποία δέν επιτρέπει τον σχηματισμό μιας ήσυχης
συνειδήσεως, αλλά την κεντρίζει ανάμεσα σε κρίση και σε δικαίωση, πέραν των
οριζοντίων συνθηκών και εγωκεντρισμών.
Το πρόβλημα του αλάθητου τίθεται
λοιπόν με διαφορετικούς όρους, σαν διαφάνεια τού Λόγου. Ο λόγος μας είναι
αληθινός και αλάθητος στο μέτρο στο οποίο το γεγονός του Λόγου το προσλαμβάνει
και το καθιστά διαφανές πέραν της οριζοντίου διαστάσεώς του! Το ίδιο πρέπει να
πούμε και για την συνείδηση και, κατά τον Ebeling, και
για τον ίδιο τον άνθρωπο. Στο επίπεδο του ορατού σημείου παραμένει ανοιχτή η
δυνατότης τής αναιρέσεως, αλλά παραμένει επίσης η απαίτηση τής καθαρής
έκφρασης, τής προσαρμογής και τής ακρίβειας αναλογικώς με το καθοριστικό
γεγονός τού Λόγου, χωρίς το οποίο παραμένουμε εκτεθειμένοι στις διακυμάνσεις
και στις εντάσεις οι οποίες φανερώνονται απο την πρόοδο τής αποιεροποιήσεως.
ΤΕΛΟΣ
ΣΧΟΛΙΟ: Ας δούμε όμως τί λέει η παράδοσή μας στό θέμα Ποιός είναι ο στύλος πού τήν στηρίζει, ο οποίος χάθηκε πλέον καί στήν θέση του κυριάρχησε η αυτοσυνειδησία τού ΕΓΩ:
Ψυχή Αγέννητος- Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής.
“Πεύσεις και αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104, Απόκρισις:
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
"Οι Πατέρες μάς λένε ότι τίποτε δέν είναι απόλυτο(ανεξάρτητο από τά άλλα) καί απλό στήν ουσία, παρά μόνο τό Θείο, ενώ όλα τά άλλα όσα είναι έπειτα από τό Θεό καί παίρνουν τήν ύπαρξή τους από τό Θεό αποτελούνται από ουσία καί ποιότητα, ήτοι δύναμη δηλαδή από ουσία καί συμβεβηκότα.
Άν αυτό συμβαίνει τότε καί η ψυχή πού είναι νούς κατά τή δύναμή της, έχει οπωσδήποτε ως αγέννητο τόν εαυτό της πού γεννά νοητά γιά τον ευατό του, ώστε νά υπάρχει ο λόγος πού είναι μέσα στό νού καί από αυτόν νά γεννιέται άλλος, έχοντας τήν ιδιότητα πού συνοδεύει τή γέννηση πού μέ κανένα τρόπο δέν επιδέχεται αντιστροφή. Αυτός λοιπόν ο λόγος, αυτός πού έτσι είναι καί γεννιέται, παίρνοντας τή φωνή τής υπηρέτριας φύσης, προφέρεται καί γεννά λόγο σέ άλλο νού καθώς παραπέμπεται μέ τήν ακοή εκείνου πού τόν δέχεται στόν νού. Καί γεννά λόγο σέ άλλο νού, όχι βέβαια δημιουργώντας λόγο μέσα σέ άλλο νού αλλά δίνοντας δύναμη είδους, γιά νά τό πώ έτσι, καί μορφής δύναμιν γιά νά σχηματίσει νόημα αυτός πού ακούει."
ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΟΡΘΩΣΟΥΜΕ ΜΑΛΛΟΝ ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου