Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (15)

 Συνέχεια από: Κυριακή, 11 Οκτωβρίου 2020


Κεφάλαιο 15: Τὸ κακό, προϊὸν τῆς ἐλευθερίας ἀνυπόστατο

Ἂν δεχθοῦμε ὅτι πτώση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπῆρξε, ὅτι τὸ ἀλληγορικὸ ἀφήγημα τῆς Γένεσης ἁπλῶς δραματοποιεῖ, μὲ ποιητικὴ εἰκονολογία, τὴ χαρισμένη καταγωγικὰ στὸν ἄνθρωπο ἐλευθερία νὰ πεῖ ναὶ ἢ ὄχι στὴν «ὁμοίωση» μὲ τὸν τρόπο τοῦ Ἀκτίστου, τότε ἐγείρονται δυὸ ἀντιρρήσεις ποὺ πρέπει νὰ ἀπαντηθοῦν:

Ἡ πρώτη ἀντίρρηση εἶναι, μήπως ἔτσι ταυτίζουμε τὴν κτιστότητα μὲ τὸ κακό, ἀρνούμαστε τὴ βιβλικὴ διαβεβαίωση ὅτι ὁ Θεὸς «εἶδε τὰ πάντα ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γέν. 1, 31). Βέβαια, ἡ διαβεβαίωση αὐτὴ («τὰ πάντα καλὰ λίαν») παρακάμπτει τὸ ἐρώτημα τῆς καταγωγῆς-προέλευσης τοῦ κακοῦ, ἀφήνει ἀνερμήνευτη τὴν ὕπαρξη καὶ παρουσία, μέσα στὸν «παράδεισο» ποὺ φύτεψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός (2, 3), τοῦ ἔλλογου «ὄφι»: Ὁ ὄφις θὰ ἐξαπατήσει τὸν ἄνθρωπο καὶ θὰ τὸν παρασύρει στὴν «πτώση» προκαλώντας τὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ (3, 14) καὶ τὴν καταδίκη τοῦ σύνολου ἀνθρώπινου γένους.

Τὸ ποιητικὸ ἀλληγορικὸ ἀφήγημα τῶν πρώτων σελίδων τῆς Γένεσης δὲν ὑπακούει στὴν αὐστηρὴ λογικὴ συνέπεια τῶν ὅσων εἰκονολογικὰ παραθέτει — ἀνάλογη ἐκφραστικὴ συναντᾶμε καὶ στὴν ἀριστουργηματικὴ ἀρχαιοελληνικὴ μυθολογία. Δὲν ἑρμηνεύει τὸ κείμενο τῆς Γένεσης, πῶς καὶ γιατί ἕνα φίδι μιλάει μὲ ἀνθρώπινο ἔναρθρο λόγο καὶ ὀρθὴ σύνταξη νοημάτων. Πῶς βρέθηκε τὸ φίδι (τὸ κακὸ) μέσα στὴν «καλὴ λίαν» δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ποιός ἔδωσε τὴ δύναμη-ἐξουσία στὸ κακὸ νὰ παρεισφρήσει στὸν «τόπο» τῆς ἀποκλειστικῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, νὰ πλανέψει τὸν ἄνθρωπο διαβάλλοντας τὸν Θεό;

Βέβαια, στὴν πανανθρώπινη Ἱστορία, οἱ ἄνθρωποι διέκριναν πάντα τὴ γλώσσα τῶν μύθων καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ποίησης καὶ τῆς ἀλληγορίας, ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς διαπιστωτικῆς καταγραφῆς καὶ τῆς νοηματικῆς ὀρθότητας. Τῶν μύθων ἡ γλώσσα καθιστοῦσε μεθεκτή, κοινωνούμενη ἐμπειρικά, τὴ γνώση τῆς πραγματικότητας. Ἡ γλώσσα τῶν ἐννοιῶν ἐξασφάλιζε τὴν ὀρθὴ κατα-νόηση τῆς πραγματικότητας. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς κατὰ κεφαλὴν (ἀλλὰ καὶ συλλογικῆς) καλλιέργειας ἐνδιέφερε περισσότερο ἡ γνώση ἢ περισσότερο ἡ κατανόηση. Ἡ περίπτωση τῶν πρώτων σελίδων τῆς Γένεσης εἶναι μᾶλλον ἀπὸ τὶς σπάνιες στὴν Ἱστορία (ἴσως καὶ μοναδικὴ) ποὺ τόσοι πολλοί, γιὰ τόσο μακρὸ χρονικὸ διάστημα (αἰώνων) ἐπέμειναν στὴν ἀπαίτηση πρωτίστως γιὰ κατανόηση, ὄχι πρωτίστως γιὰ γνώση.

Σὲ ἀρχαϊκὲς παραδόσεις, ἴσως θερμῶν κλιματολογικὰ περιοχῶν ὅπου τὸ φίδι εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ ὕπουλες ἀπειλὲς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, συμβολοποιεῖται, εἰδικὰ στὸ φίδι, τὸ κακό: ἡ ἀπειλὴ τοῦ θανάτου, ὁ φόβος καὶ ἡ ἀπέχθεια (τὰ ὁρμέμφυτα ἀντανακλαστικὰ φρίκης) γιὰ τὸν φορέα τῆς ἀπειλῆς. Ἡ ἀποστροφὴ εἶναι καὶ γιὰ τὴν ὑπουλότητα τῆς ἀπειλῆς, τὴν ἐπιθετικὴ κακότητα — στὴν περίπτωση τῶν πρωτόπλαστων τοῦ ἀφηγήματος τῆς Γένεσης, ἀπέχθεια γεννάει καὶ ἡ δολιότητα τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ φιδιοῦ, τὸ ψέμα, ἡ κακεντρέχεια, ἡ κακοβουλία, ἡ σαδιστικὴ χαιρεκακία.

Μὲ τὸ φίδι ὡς σύμβολο τοῦ κακοῦ, τὸ κακὸ ταυτίζεται αὐτονόητα στὶς συνειδήσεις μὲ τὴν ἐπιθετικὴ ἀπειλή, τὴν ἐνεργό, θελημένη, σκόπιμη ἄρνηση τοῦ καλοῦ, τοῦ ἀγαθοῦ. Ἔτσι, ἐνῶ μοιάζει λογικὰ συνεπὲς νὰ ὑπαλλάξουμε ἑρμηνευτικὰ τὴν «πτώση» μὲ τοὺς ὑπαρκτικοὺς περιορισμοὺς καὶ τὶς ἀναγκαιότητες ποὺ συνεπάγεται ἡ κτιστότητα, δυσκολευόμαστε νὰ ταυτίσουμε τὴν κτιστότητα μὲ τὸ ἐνεργὰ καὶ ἐμπρόθετα τελούμενο κακό. Ἡ κτιστότητα ταυτίζεται μὲ τὴν περατότητα, τὴ δέσμευση τῆς ὕπαρξης σὲ τεθειμένα ὅρια (μετρητοῦ χρόνου, διαστατοῦ χώρου, νομοτελειακῆς φθορᾶς, ἀναπότρεπτου θανάτου). Ταυτίζεται καὶ μὲ τὴν ὑποταγὴ σὲ ἀναγκαιότητες (ἄλογες ἐνορμήσεις, τυφλὰ πάθη), σὲ ὑπαρκτικὲς στερήσεις (σχετικότητα τῆς ἐλευθερίας, περιορισμῶν τῆς δημιουργικότητας), μὲ τὴν κολόβωση δυνατοτήτων (γενετήσιας ἀναπαραγωγῆς, σωματικῆς ἀντοχῆς, ὅρασης, ἀκοῆς).

Τὸ κακὸ εἶναι διαφορετικό: Δὲν δηλώνει ἁπλῶς περιορισμοὺς καὶ ἐλλείψεις, ἀλλὰ καὶ ἐνεργό, ἐμπρόθετη, σκόπιμη ἄρνηση ἢ διαστροφὴ τοῦ καλοῦ, στρεβλωτικὴ (θελημένη) παραποίηση ἢ ὑπονόμευση τοῦ ἀγαθοῦ. Μὲ τὴν κτιστότητα μοιάζει νὰ συμβιβάζεται ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος παθητικά, ὑποτάσσεται, «ἑκὼν-ἄκων», στὴν ἔλλειψη, στὸν ἀτομοκεντρισμὸ τῆς αὐτοσυντήρησης καὶ τῆς ἡδονῆς, στὸν τελικὸ μηδενισμὸ τῆς ὕπαρξής του. Ἐνῶ τὸ κακὸ μοιάζει νὰ τὸ ἐπιλέγει ἐνεργά, νὰ τὸ «γεννάει»-ἐφευρίσκει, νὰ τὸ ἀποφασίζει, νὰ τὸ μηχανεύεται.

Γιὰ νὰ εἰκονογραφήσουμε (νὰ παρουσιάσουμε μὲ εἰκόνες) τὴ διαφορά, θὰ λέγαμε: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκοτώνει τὸν συνάνθρωπό του ἀμυνόμενος (γιὰ νὰ προστατέψει τὴ γῆ του, τὸ σπιτικό του, τοὺς καρποὺς τοῦ μόχθου του), ὁ φόνος εἶναι μέσα στὶς προδιαγραφὲς τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ τῆς κτιστότητας. Ὅταν σκοτώνει σαδιστικὰ βασανίζοντας συνάνθρωπο (τοῦ βγάζει τὰ μάτια, τὸν ἀκρωτηριάζει, τὸν γδέρνει, τὸν σουβλίζει ζωντανό, τὸν ρίχνει στὴν πυρά, τὸν σταυρώνει γιὰ νὰ τὸν βλέπει νὰ πεθαίνει σφαδάζοντας) τὰ φρικαλέα ἐπινοήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κατακλύζουν τὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία, δὲν εἶναι σύνδρομα τῆς κτιστότητας, εἶναι τὸ κακό: ἄλλου εἴδους ὑπαρκτικὸ γεγονός, ἄλλης κατηγορίας ἐνεργήματα.

Εἶναι ὅμως ἔτσι, πραγματικά; Ἡ φρίκη τῆς ποικιλότητας μεθόδων, ἐπινοήσεων καὶ τεχνικῆς βασανισμῶν, ὁ πολυμήχανος σαδισμός, ἡ ὠμὴ βία τῆς ληστείας, ἡ κατάφωρη ἀδικία, ἡ πανουργία καὶ δολιότητα τῆς συκοφαντίας, τῆς σπίλωσης, τοῦ ἐσκεμμένου διασυρμοῦ, τοῦ ἐξευτελισμοῦ καὶ τῆς ἐξουθένωσης συνανθρώπων, ἡ τερατωδία τῆς παιδεραστίας ἀλλὰ καὶ κάθε βιασμοῦ, εἶναι δυνατὸ νὰ θεωρηθοῦν μόνο συνέπειες τῶν ὑπαρκτικῶν περιορισμῶν, τῶν ἀδυσώπητων ἀναγκαιοτήτων ποὺ διέπουν τὴν κτιστότητα;

Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐκφραστικὴ μιλᾶμε γιὰ τὸν τρόπο τοῦ Ἀκτίστου καὶ τὸν τρόπο τοῦ κτιστοῦ: Τὸν τρόπο τῆς ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας, ποὺ πραγματώνεται ὡς κοινωνία ἀγαπητικῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς — εἶναι ὁ τρόπος τοῦ καλοῦ. Καὶ γιὰ τὸν ἀτομοκεντρικὸ τρόπο ὑπαρκτικῆς αὐτονομίας τοῦ κτιστοῦ, ποὺ δεσμεύεται σὲ περιορισμοὺς καὶ ἀναγκαιότητες καταλήγοντας στὸν θάνατο — εἶναι ὁ τρόπος τοῦ κακοῦ.

Μὲ τὴ λέξη τρόπος δὲν σημαίνουμε ποτὲ μιὰ συντελεσμένη, ὁλοκληρωμένη (καὶ γι’ αὐτὸ παγιωμένη) ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα. Σημαίνουμε ἕνα γίγνεσθαι — μιὰ μετάβαση ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, γιὰ τὸ Ἄκτιστο ἢ γιὰ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» κτιστό (2 Κορ. 3, 18), καὶ μιὰν ἐξελικτικὴ δυναμικὴ πρὸς τὸν μηδενισμὸ τῆς ὑπαρκτικῆς αὐτονόμησής του, γιὰ τὸ κτιστό. Ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης ἔχει τὴ δυναμικὴ πραγμάτωσης τῆς σχέσης ἢ τὴ δυναμικὴ ἐνόρμησης τῆς μὴ-σχέσης (τῶν ἀπαιτήσεων ὑπαρκτικῆς αὐτάρκειας) — τόσο ἡ ἀγάπη ὅσο καὶ ὁ ἀτομοκεντρισμὸς συνιστοῦν ἕνα συνεχῶς τελειούμενο καὶ οὐδέποτε πληρούμενο δυναμικὸ γεγονός.

Τὴν ἀπεριόριστη δυναμικὴ τῶν ἐκζητήσεων-ἀπαιτήσεων τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ τὴ σημαίνουμε μὲ τὴ λέξη ἀπληστία (α στερητικὸ καὶ πίμπλημι, γεμίζω): Εἶναι ἡ ἀκατάσχετη ἐπιθυμία γιὰ τὸ περισσότερο, τὸ ἀνέφικτο τοῦ χορτασμοῦ, τῆς πλήρωσης, ἡ ἀσίγαστη βουλιμία, ἡ πλεονεξία (ἀνάγκη πλέον-ἔχειν, συνεχῶς). Ἂν ἡ κτιστότητα σημαίνει ἐξ ὁρισμοῦ ὑπαρκτικὸ ἔλλειμμα (σὲ σύγκριση μὲ τὴν πληρότητα τοῦ Ἀκτίστου), ὑπαρκτικοὺς περιορισμούς, ὑπαρκτικὲς στερήσεις, ἡ βίωση τῶν περιορισμῶν καὶ στερήσεων ἐπιτείνει τὴν ὑπαρκτικὴ ἀνάγκη τῆς ὁλοκληρίας. Αὐτὴ ἡ δεδομένη (φυσικὴ) ἀνάγκη εἶναι τὸ ἐφαλτήριο τόσο γιὰ τὴν ἐπιδίωξη τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸ «κατ’ εἰκόνα» στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» ὅσο καὶ γιὰ τὴν αὐτεγκατάλειψη στὴ (σισύφεια) ὁρμὴ αὐτονομίας τοῦ κτιστοῦ. Γεννάει ἢ τὴν πρόοδο στὴν αὐτοπροσφορὰ ἢ τὴν πρόοδο στὴν ἀπληστία ἀτομοκεντρικῆς αὐτάρκειας: Θέλει ὄχι ἁπλῶς τὴ θανάτωση τοῦ ἐπίβουλου «ἄλλου», ἀλλὰ τὸν φριχτότερο βασανιστικὸ ἀφανισμό του — μεγεθύνει στὸ ἔπακρο ἡ ὁρμὴ κάθε καταγωγικὴ ἐγωτικὴ ἐνόρμηση.

Θὰ μπορούσαμε συμπερασματικὰ νὰ ποῦμε πὼς ὅ,τι ὀνομάζουμε κακὸ εἶναι, πραγματικά, ἕνα προϊὸν τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ὁποία προικίστηκε ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος. Κάθε ἄλλη ἑρμηνεία ἀποδίδει ἀναπότρεπτα ὀντολογικὴ (ὑπαρκτικὴ) αὐτονομία στὸ κακὸ καὶ ὁδηγεῖ στὰ ἀδιέξοδα τοῦ Γνωστικισμοῦ-Μανιχαϊσμοῦ, μὲ τὴν ἐφιαλτικὴ ἀπανθρωπία τῶν συνεπειῶν τους.

ΜΑΣ ΞΕΦΕΥΓΕΙ Η ΑΙΡΕΣΗ κ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ. Η ΟΠΟΙΑ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ. ΠΩΣ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΕ;

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Και τι είναι η ελευθερία ; Να μπορώ να επιλέξω χωρίς αναγκασμό ανάμεσα στο καλό και το κακό. Και γιατί επιλέγω το κακό; Γιατί αυτό θέλω . Και γιατί να θέλω αυτό; Εμένα μου αρέσει το κόκκινο χρώμα, εσένα το πράσινο. Υπάρχει μηχανισμός πίσω απο αυτή την έλξη : ψυχολογικοί και βιολογικοί παράγοντες . Οπότε δεν είναι ελεύθερη.Πίσω όμως από την μεταφυσική επιλογή, για να είναι ελεύθερη, δεν πρέπει να υπάρχει μηχανισμός.Οπότε το μέγα ερώτημα παραμένει χωρίς απάντηση: μια ψυχή,μόλις έλθει στην ύπαρξη,σαν μια σπίθα που αστράφτει, θέλει να δοθεί ή να αρνηθεί . Έτσι.

amethystos είπε...

Η έννοια τής ελευθερίας σάν ερμηνευτική τής Γενέσεως είναι παραπλανητική. Τό κακό μάς καθιστά ΣΑΝ ΘΕΟΥΣ.Καί ακριβώς αυτό πραγματεύεται ο Γιανναράς. Είμαστε σάν θεοί καί κακοί είναι όσοι ζούν μέ τόν τρόπο τού κτιστού, τού ανθρώπου.Τραγική ειρωνεία η διαπραγμάτευσή του.
Η ποιό αποτελεσματική προδρομική θεολογία τού Αντιχρίστου.

Νίκος Κ. είπε...

"Και τι είναι η ελευθερία; Να μπορώ να επιλέξω χωρίς αναγκασμό ανάμεσα στο καλό και το κακό...".
Παλαιότερα, εδώ, είχαμε διαβάσει: "Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΙΝΑΙ ΘΥΣΙΑ". Το θεωρούμε αρκετά εύστοχο. «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου».
"Όσοι άφησαν τον εαυτό τους στο θέλημα του Θεού, αυτούς τους καθοδηγεί ο Ίδιος ο Κύριος με τη χάρη Του και υπομένουν με ανδρεία τα πάντα για χάρη του Θεού, τον Οποίο αγάπησαν και με τον Οποίο θα δοξάζονται αιώνια.
Όποιος παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού, απασχολείται μόνο με τον Θεό. Η χάρη του Θεού τον βοηθά να παραμένει σε αδιάλειπτη προσευχή. Και όταν ακόμα εργάζεται ή ομιλεί, η ψυχή του είναι απορροφημένη από τον Θεό, και γι΄ αυτό ο Κύριος την πήρε υπό την προστασία Του".
(Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου: Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης)

amethystos είπε...

Φίλε υπάρχει μιά παράκρουση σέ όλα τά επίπεδα. Σκέψου ότι στήν παρουσίαση τού βιβλίου παρέστη καί ο πρ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός νομίζω, τού Κερκύρας. Καί θαύμασε τόν μόχθο τού ινδάλματός του. Η νυχτερίδα κούρνιαζε τόσα χρόνια στίς σπηλιές τού μυαλού μας. Απλώς τώρα πέταξε πεινασμένη γιά αίμα.

Νίκος Κ. είπε...

Αυτό εννοείς;
https://orthodoxia.info/news/%CE%BF-%CF%80-%CE%B8%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%AE%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%83/

amethystos είπε...

Νομίζω πώς τόν πήρε τό μάτι μου πίσω από τόν Γιανναρά στό βίντεο τού αντίφωνου. Είναι παληός Γιανναρικός , ευνοημένος σάν τόν Λίβυο, ο οποίος πήγε στήν Κέρκυρα από τόν Βόλο, όπως καί ο Επίσκοπος.