Συνέχεια από: Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023
Ιωάννης Παναγόπουλος
Οντολογία ή θεολογία του προσώπου
Η συμβολή της πατερικής Τριαδολογίας στην κατανόηση του ανθρωπίνου προσώπου
IIΙ.
Η ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
Η σύντομη ιστορική αυτή ενημέρωση μας επιτρέπει να αναζητήσουμε ειδικώτερα τη θεολογική έννοια του προσώπου, όπως υπονοείται στη συνάφεια της πατερικής Τριαδολογίας. Το καίριο ζήτημα που πρέπει αρχικά να διερευνηθεί είναι η σχέση θείας ουσίας και τριαδικών προσώπων. Η οντολογική κατανόηση του προσώπου αφορμάται από μια βασική θέση ιδιαίτερα των Καππαδοκών Πατέρων, κατά την οποία: «Χωρίς πρόσωπον ή υπόστασιν ή τρόπον υπάρξεως δεν υπάρχει ουσία ή φύσις· χωρίς ουσίαν ή φύσιν δεν υπάρχει πρόσωπον· πλην όμως, η οντολογική “αρχή” ή “αιτία” του είναι αυτό δηλαδή που κάμει κάτι να είναι - είναι όχι η ουσία ή φύσις, αλλά το πρόσωπον η η υπόστασις. Άρα το είναι ανάγεται όχι εις την ουσίαν, αλλά εις το πρόσωπον» 39. Με άλλα λόγια: Το πρόσωπο του Πατρός συνιστά την ουσία του και άρα το πρόσωπο είναι η οντολογική αρχή των όντων και προηγείται από την άποψη αυτή της ουσίας 40. Η θέση όμως αυτή, που καθορίζει το οντολογικό περιεχόμενο του προσώπου, είναι κατά την κρίση μας προβληματική, όταν εκτιμηθεί κάτω από το πρίσμα τριών βασικών αρχών, που καθώρισαν αποφασιστικά την πορεία των τριαδολογικών συζητήσεων κατά τον 4ον αιώνα:[ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.]1. Πρώτα και κύρια το ακατάληπτο της θείας ουσίας. Ο αποφατισμός των Πατέρων απαγορεύει να προσδώσουμε μιάν οποιαδήποτε ονομασία ή ιδιότητα στη θεία ουσία, η οποία είναι «υπερούσιος», «άβυσσος», «πέλαγος». Αυτό βέβαια σε καμμιά περίπτωση σημαίνει, ότι η θεία ουσία είναι η αριστοτελική «δευτέρα» ή, κατά τη ορολογία του Μ. Βασιλείου, «πρεσβυτέρα» ή «υπερκειμένη» ουσία, που προϋπάρχει απόλυτα «γυμνή» και το πρόσωπο το επίθεμά της. «Ασεβείας γαρ επέκεινα τούτο και νοήσαι και φθέγξασθαι»41. Μόνο με φιλοσοφική αφαίρεση μπορούμε να καταλήξουμε στην υπόθεση, ότι η σχέση ουσίας και προσώπου στη Θεότητα είναι σχέση γενετικής αιτίας και επιγεννήματος, οντολογικού απόλυτου και υπαρκτικού επιθέματος. Η ορθόδοξη θεολογία απορρίπτει κατηγορηματικά μια παρόμοια «μεταφυσική οντολογία» στο χώρο της θεολογίας. Το ακατάληπτο της θείας ουσίας δεν είναι όμως πάλι αίτημα μιάς «αποφατικής μεταφυσικής», αλλά ο όρος της τριαδικής ιστορικής οικονομίας και της αλήθειας του κτιστού όντος. Έτσι η θεία ουσία αναφέρεται πάντοτε σε αποφατική συνάρτηση, «επιθεωρείται» και δοξάζεται με τα τρία πρόσωπα της Τριάδος και ποτέ καθ' εαυτή. «Μίαν και την αυτήν ειδέναι φύσιν θεότητος, ανάρχω και γεννήσει και προόδω γνωριζομένην» 42. Μόνο με γλώσσα αποφατική, αντινομική αναφέρεται η θεία ουσία στο κοινό της Θεότητας και στο μυστήριο της τριαδικής πληρότητας, που παραμένει πάντα ανέφικτο, αναφές και απερινόητο. Όταν οι Πατέρες αναφέρονται στη θεία ουσία δεν προϋποθέτουν κάποιον ορισμό της ή κάποια διαλεκτική ή αιτιατή σχέση της με την υπόσταση ή το πρόσωπο αλλά πράττουν τούτο «ώστε τον του είναι λόγον μη διαφόρως αποδιδόναι» στα τριαδικά πρόσωπα 43. Είναι το αΐδιο και άκτιστο είναι του Θεού 44, με ιδιαίτερο γνώρισμά της «το παντός χαρακτηριστικού νοήματος υψηλοτέραν αυτής είναι την φύσιν» 45. Αν θα δεχθούμε, ότι στην ανατολική θεολογία «βάση και αφετηρία είναι ο αποφατισμός του προσώπου και όχι ο αποφατισμός της ουσίας», πρέπει να σημειώσουμε ότι με την εκδοχή αυτή εισάγεται λογική διαφοροποίηση μεταξύ ουσίας και προσώπου, που σε τελευταία ανάλυση αίρει τον αποφατισμό και των δύο. Ο αποφατισμός αφορά εξίσου και την απερινόητη σχέση τους, αφού ούτε η ουσία ούτε το πρόσωπο γνωρίζονται, επιθεωρούνται καθαυτά. Εξ άλλου, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το πρόσωπο, στα πλαίσια της Τριαδολογίας, δηλώνει πάντα το «κατ' ουσίαν» πρόσωπο, γεγονός που απαγορεύει κάθε λογική διάζευξη ή συμπλοκή ουσίας και προσώπου.
Το πιο σημαντικό γεγονός όμως είναι ότι οι έλληνες Πατέρες έκαμαν σαφή διάκριση ανάμεσα στην ακατάληπτη και αμέθεκτη θεία ουσία και στις κοινές, αλλά κοινωνήσιμες «δυνάμεις» ή «ενέργειες» της τριαδικής Θεότητας, που αποδίδονται σ' αυτήν από την Γραφή «καταφατικώς». Τέτοιες ενέργειες θεωρούνται η αγαθότης, αγιότης, κίνησις, δύναμις, το δημιουργείν, η σοφία, αγάπη, ελευθερία, αθανασία, αιδιότης, απειρότης κλπ. Αυτές όμως οι ενέργειες αποδίδονται πάντα από κοινού στη μία απερίγραπτη ουσία, όχι βέβαια για να την ονοματίσουν, αλλά για να δηλώσουν την ουσιαστική κοινότητα και ενιαία πράξη των τριών προσώπων (εκτός βέβαια από τα ιδιώματά τους, την αγεννησία, το γεννητόν και το εκπορευτόν): «Ουκούν η της ενεργείας ταυτότης επί Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος δεικνύει σαφώς το της φύσεως απαράλλακτον. Του δε ενεργούντος την φύσιν, διά της των ενεργειών κατανοήσεως επιγνώναι δυνάμεθα. Το δε κοινόν της φύσεως ενεργώς αποδείκνυται, διά της των ενεργειών ταυτότητος συνιστάμενον. Αλλά ο Θεός μεν ο Πατήρ, Θεός δε ο Υιός, Θεός δε το Πνεύμα το άγιον· εις δε εν τω αυτώ κηρύγματι Θεός, διά το μήτε φύσεως, μήτε ενεργείας θεωρείσθαι τινα διαφοράν εν θεότητι» 47. Συνεπώς και το είναι των κτιστών όντων, η «οντολογική» αιτία τους, είναι κοινή ενέργεια της μιάς Θεότητος και δεν αποδίδεται αποκλειστικά στο προσωπικό ιδίωμα των τριαδικών προσώπων. Με την έννοιαν αυτή «ουσία εστιν επί Θεού, Θεός ουσία θεία εστιν, αΐδιον τι και άναρχον, ασώματον τι και απερίγραπτον, και των όντων αίτιον» 48.
Αν κρίνουμε λοιπόν ορθά, η εκδοχή του προσώπου του Πατρός ως «οντολογικής αιτίας» της τριαδικής υπάρξεως του Θεού διαφοροποιεί λογικά τη θεία ουσία από το προσωπικό ιδίωμα του Θεού Πατρός, δηλ. προσάπτει στην πατρότητα του Θεού Πατρός την οντολογική αιτία των τριαδικών προσώπων. Το αποτέλεσμα είναι να καταλήγουμε μοιραία σ' έναν «ακτιβιστικό περσοναλισμό». Όπως θα δούμε όμως στη συνέχεια, ο Θεός Πατήρ δεν είναι η «οντολογική αιτία» των τριαδικών προσώπων, αλλά του υποστατικού τους ιδιώματος. Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε, ότι και αυτή η έννοια της υπάρξεως του τριαδικού Θεού είναι απόλυτα αποφατική και δεν μπορεί με κανένα τρόπο να προσδιορισθεί, γι' αυτό και οι Πατέρες αρνούνται στο Θεό και αυτό το είναι, όταν τούτο κατανοείται σε αναλογία προς τα κτιστά όντα. Επί πλέον με την εκδοχή του προσώπου του Πατρός με απόλυτη οντολογική έννοια αναγκαζόμαστε φυσιολογικά να συνδέσουμε μ' αυτό «πρόσθετες» οντολογικές κατηγορίες, όπως την ελευθερία ή την αγάπη. Στην κρίση όμως των Πατέρων, όπως είδαμε προηγουμένως, η ελευθερία και η αγάπη δεν είναι οντολογικές κατηγορίες του προσώπου, αλλά μεθεκτές ενέργειες της κοινής αμέθεκτης θείας ουσίας. Όταν λοιπόν ταυτίσουμε τις ενέργειες αυτές της Θεότητας με το πρόσωπο, αποδίδουμε κατά συνέπεια οντολογική υπόσταση και στις θείες ενέργειες. Αυτό είναι το τελευταίο βήμα προς την τέλεια αυτονόμηση του προσώπου.
Σημειώσεις
39. I. Ζηζιούλας, 300, ὑποσ. 28.40. Χρ. Γιανναρᾶς, Τό Πρόσωπο καί ὁ Ἔρως 36.
41. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστ. 52, 1, ΒΕП 55, 86.
42. Γρηγόριος Θεολ., Λόγος 23, 11, MPG 35, 116IC.
43. М. Βασιλείου, Επιστ. 236, 6, ΒΕΠ 55, 290 έξ. καί Μαξίμου Ομολ., MPG 91, 545.
44. Γρηγορίου Νύσ., Κατά Εὐνομίου Η΄, MPG 45, 768 έξ.
45. Ἴδιο ἔργο, MPG 45, 368Β.
46. Όπως ὁ Χρ. Γιανναρᾶς, Τό Πρόσωπο καί ὁ Ἔρως 38.
47. Μαξίμου Ὁμολ., MPG 91, 1250C, πρβλ. καί Μ. Βασιλείου, Επιστ. 38,4, ΒΕΠ 55, 58 έξ.
48. Μαξίμου Ομολ., MPG 91, 264B.
49. Ὅπως ο Ἰ. Ζηζιούλας, 301, 304.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου