Συνέχεια από: Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024
Giovanni Reale
ΠΛΑΤΩΝ
IV
Ο ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΌΣ ΤΡΌΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΊΟ Ο ΠΛΆΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΊΖΕΤΑΙ ΤΗ ΓΡΑΦΉ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΆΖΕΤΑΙ ΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΣ ΔΆΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΤΈΧΝΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ
Οι κανόνες του ορθού τρόπου γραφής και λόγου και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ο Πλάτων συνέθετε τα γραπτά του που θεωρητικοποιούνται και υπερασπίζονται στον Φαίδρο
Η εξαιρετική επίδειξη γραφής που παρέχει ο Πλάτων μέσω του δεύτερου λόγου του Σωκράτη στον ρητορικό αγώνα
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ παρουσιάζεται ως παλινωδία, δηλαδή ως ένας νέος «εξιλεωτικός» ύμνος, με σκοπό να ανακαλέσει την προσβολή που έγινε στον Έρωτα στον προηγούμενο λόγο. Περιέχει ορισμένες από τις υψηλότερες διδασκαλίες του Πλάτωνα, οι οποίες εκτίθενται μέσω αφήγησης με εικόνες και μύθους, με μια σειρά από υπαινικτικές μεταφορές μεγάλης σημασίας.
Αυτός ο λόγος θεωρήθηκε ένα από τα κορυφαία έργα της πλατωνικής τέχνης, αλλά δεν έχει μελετηθεί πάντοτε με τον κατάλληλο τρόπο, δηλαδή μέσα στη δυναμική του ρητορικού αγώνα στον οποίο εντάσσεται, με τους κανόνες που συνδέονται με αυτόν και τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.
Με εξαίρεση την αρχή του λόγου όπου ο Έρωτας ορίζεται ως «θεϊκή μανία» και δίνεται μια συνοπτική απόδειξη της αθανασίας της ψυχής, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα έχουν κυρίως μυθικο-ποιητικό χαρακτήρα, όπως δηλώνει ξεκάθαρα ο συγγραφέας.
Ήδη στην περιγραφή της φύσης της ψυχής, ο Πλάτων καταφεύγει σε εικόνες, ιδιαίτερα στη περίφημη εικόνα του φτερωτού άρματος που το οδηγεί ένας ηνίοχος και το σέρνουν δύο άλογα, και το λέει ξεκάθαρα:
Για την Ιδέα της ψυχής πρέπει να πούμε το εξής. Να εξηγήσουμε τι είναι θα ήταν έργο μιας απολύτως θεϊκής και μακράς εξήγησης, αλλά το να πούμε σε τι μοιάζει είναι μια ανθρώπινη και μάλλον σύντομη εξήγηση. Ας μιλήσουμε λοιπόν με αυτόν τον τρόπο. (Φαίδρος, 246 A).
Στη συνέχεια, στην περιγραφή του κόσμου των Ιδεών, παρουσιάζει την εικόνα του Υπερουράνιου, θέτοντας ρητά τον εαυτό του σε ανταγωνισμό με τους ποιητές, και γράφει:
Τον υπερουράνιο τόπο κανένας από τους ποιητές εδώ κάτω δεν τον ύμνησε ποτέ, ούτε θα τον υμνήσει ποτέ με τρόπο αντάξιο, όπως του αξίζει.(Φαίδρος, 247 C).
Συνεχίζοντας την επεξεργασία των ερωτικών παθών της ψυχής, επαναλαμβάνει ότι η υπό εξέλιξη αφήγηση έχει «μυθικό χαρακτήρα»(Φαίδρος, 253 C). Και, κλείνοντας, δηλώνει ότι έχει εκφέρει «μερικά ποιητικά λόγια» (Φαίδρος, 257 A).
Και δεν ξέρω πώς, περιγράφοντας με εικόνες το ερωτικό πάθος, ίσως σε κάποια σημεία αγγίζοντας την αλήθεια, ενώ σε άλλα παρεκκλίνοντας, συνθέτοντας έναν λόγο όχι εντελώς ανάξιο, έχουμε ψάλλει έναν ύμνο που αφηγείται έναν μύθο με παιγνιώδη τρόπο (με τη μορφή θεατρικού έργου), με μέτρο και ευσέβεια, προς τιμήν του Έρωτα... (Φαίδρος, 265 B-C).
Θα επανέλθουμε σε μερικά από τα κύρια σημεία αυτού του λόγου στα επόμενα κεφάλαια: εδώ τον παρουσιάζουμε μόνο από τη «λειτουργική» σκοπιά που προορίζεται να έχει στον ποιητικό αγώνα, δηλαδή ως παράδειγμα γραπτού λόγου (τοποθετείται στο στόμα του Σωκράτη ως προφορικός λόγος, αλλά, πέρα από τη μεταφορά, είναι ένα «πρότυπο» γραπτού σε αντίθεση με το «αντί-πρότυπο» του γραπτού του Λυσία) που εκπληρώνει πλήρως τον χρυσό κανόνα, τον οποίο ήδη γνωρίζουμε, αλλά αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε: Κάθε λόγος πρέπει να συντίθεται σαν ένα ζωντανό ον που έχει δικό του σώμα, έτσι ώστε να μην είναι χωρίς κεφάλι και πόδια, αλλά να έχει τα μεσαία και τα ακραία μέρη του γραμμένα κατάλληλα, το ένα σε σχέση με το άλλο και σε σχέση με το σύνολο (Φαίδρος, 264 C).
Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι αυτός ο λόγος κατανοείται επαρκώς μόνο «αποσυναρμολογώντας» τα μέρη από τα οποία αποτελείται, αναλύοντάς τα μεμονωμένα και στη συνέχεια «επανασυναρμολογώντας» τα, δηλαδή ανασυγκροτώντας τον σχεδιασμό του συνόλου τους. Αυτό το έργο έχω ήδη πραγματοποιήσει στο σχολιασμό που προανέφερα, στον οποίο παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη(Πρβλ. Πλάτων, Φαίδρος, επιμέλεια G. Reale, Lorenzo Valla-Mondadori, Μιλάνο 1998).
Εδώ, για την ανάπτυξη του προβλήματος του παρόντος κεφαλαίου, αρκεί να υπενθυμίσουμε ορισμένα από τα μεγάλα θέματα και τις μεγάλες μεταφορές: το θέμα της ψυχής ως φτερωτού άρματος που το σέρνουν δύο άλογα και το οδηγεί ο ηνίοχος (όπως ήδη ανέφερα), τις μεγάλες μεταφορές του Υπερουράνιου και της Πεδιάδας της Αλήθειας, του νόμου της Αδράστειας που καθορίζει τα εσχατολογικά πεπρωμένα των ψυχών, το θέμα της γνώσης ως ανάμνηση, το θέμα του οντολογικού και ερμηνευτικού προνομίου της Ομορφιάς, το θέμα της μίμησης του θεού που ακολουθούσε κανείς και που πραγματοποιείται στη σχέση του έρωτα, το θέμα της ανάκτησης των φτερών της ψυχής μέσω του έρωτα, και τέλος τις διευκρινίσεις για το πότε και πώς ο Έρωτας ξαναδίνει τα φτερά και πότε όχι (Πρβλ. Φαίδρος, 256 A-D).
Αυτό είναι το «πρότυπο» λόγου και γραφής που ο Πλάτων απευθύνει στους ρήτορες, όπως ο Λυσίας, προτρέποντάς τους να εγκαταλείψουν αυτό το είδος λόγων και γραπτών που παρουσιάζουν και να αφιερωθούν στη φιλοσοφία, κάνοντας λόγους εμπνευσμένους από αυτήν. Ιδού η απάντηση σε αυτή την πρόκληση που ο ίδιος ο Πλάτων μας παρέχει, τοποθετώντας την στα χείλη του Φαίδρου:
Για πολύ καιρό θαυμάζω τον λόγο σου, πώς τον έκανες καλύτερο από τον προηγούμενο. Κατά συνέπεια, φοβάμαι ότι ο Λυσίας θα μου φανεί ασήμαντος και πολύ λίγος, αν θελήσει να αντιπαραθέσει στον δικό σου λόγο έναν άλλο λόγο (Φαίδρος, 257 C).
Ο Πλάτων υπερασπίζεται τη γραφή από ορισμένες κατηγορίες που της απευθύνουν ορισμένοι πολιτικοί: δεν είναι κατακριτέο να γράφει κανείς, αλλά να γράφει άσχημα.
Συνεχίζοντας τη συζήτηση που περιέχεται στην παραπάνω φράση, ο Φαίδρος διευκρινίζει ότι, ίσως από φιλοδοξία, ο Λυσίας δεν θα γράψει έναν λόγο ως απάντηση σε εκείνον του Σωκράτη, κυρίως επειδή επικρίθηκε από κάποιους πολιτικούς ακριβώς για τη συγγραφική του δραστηριότητα και χαρακτηρίστηκε με τον όρο «λογογράφος» με υποτιμητική έννοια, δηλαδή με την έννοια του κατασκευαστή και πωλητή λόγων. Πράγματι, οι άνδρες που κατέχουν εξουσία και φήμη στην Πόλη ντρέπονται να γράφουν λόγους και να αφήνουν τα γραπτά τους, φοβούμενοι τη γνώμη των μεταγενέστερων και το να χαρακτηριστούν «σοφιστές»(Φαίδρος, 257 D).
Θα πρέπει να θυμηθούμε όσα έχουμε ήδη επισημάνει, δηλαδή ότι οι Σοφιστές και οι Ρήτορες ήταν οι πρώτοι που διέδωσαν τις ιδέες τους εκτός σχολής μέσω της γραφής παράλληλα με την προφορικότητα και χρησιμοποίησαν τα γραπτά ακόμη και εντός της σχολής ως μοντέλα και εργαλεία εργασίας. Πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας ότι και ο ίδιος ο Πλάτων είχε ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο και είχε γράψει πολυάριθμα έργα, έστω και αν υποστήριζε την υπεροχή της προφορικότητας έναντι της γραφής. Επομένως, οι κατηγορίες εναντίον των συγγραφέων στόχευαν όχι μόνο τους ρήτορες, αλλά και τον ίδιο τον Πλάτωνα. Κατά συνέπεια, η υπεράσπιση της γραφής επιβαλλόταν επίσης ως σαφής υπεράσπιση της δικής του συγγραφικής δραστηριότητας.
Και αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι πολιτικοί και οι ισχυροί της Πόλης επικρίνουν τη γραφή και τους συγγραφείς.
Απέχουν πολύ από το να περιφρονούν τη γραφή, αντιθέτως την εκτιμούν και την θαυμάζουν βαθιά. Στους λόγους που συνθέτουν, όταν τους συνθέτουν, χρησιμοποιούν πλήθος στρατηγημάτων για να επαινούν όλους εκείνους από τους οποίους επιθυμούν να λάβουν επαίνους και θαυμασμό σε αντάλλαγμα: οι επικρίσεις τους για τη γραφή οφείλονται στο ότι φοβούνται πως δεν θα μπορέσουν να γράψουν με επιτυχία.
Το να γίνει κανείς «αθάνατος συγγραφέας λόγων» θα ήταν η πραγματική επιθυμία των μεγάλων πολιτικών, επειδή η γραφή μπορεί να καταστήσει τον συγγραφέα αθάνατο στη μνήμη των μεταγενέστερων και, επομένως, να κάνει τον άνθρωπο όμοιο με έναν θεό.
Ας διαβάσουμε το απόσπασμα, το οποίο αποδεικνύεται μια πραγματικά εμβληματική κρίση του Πλάτωνα για τη γραφή και τη δική του συγγραφική δραστηριότητα. Πολύ πιθανόν, ο ίδιος ο Πλάτων να δέχτηκε από ορισμένους πολιτικούς ανάλογες επικρίσεις με εκείνες που απευθύνονταν και σε άλλους συγγραφείς.
Αυτή η κρίση πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη για να κατανοηθεί σε βάθος η κριτική που ο Πλάτων θα ασκήσει στη γραφή στο τέλος του διαλόγου και στην Έβδομη Επιστολή.
Σωκράτης: – Και λοιπόν; Όταν ένας ρήτορας ή ένας βασιλιάς αποδεικνύεται ικανός, αφού έχει αποκτήσει τη δύναμη ενός Λυκούργου ή ενός Σόλωνα ή ενός Δαρείου, να γίνει στην Πόλη του αθάνατος συγγραφέας λόγων, δεν θα θεωρούσε άραγε τον εαυτό του ίσο με έναν θεό όσο ακόμη ζει, και δεν θα σκέφτονταν οι μεταγενέστεροι τα ίδια γι' αυτόν, διαβάζοντας τα γραπτά του;
Φαίδρος: – Βεβαίως.
Σωκράτης: – Και λοιπόν, πιστεύεις ότι κάποιος από αυτούς τους πολιτικούς, όποιος και αν είναι, και όποια κι αν είναι η εναντίωσή του στον Λυσία, του προσάπτει ακριβώς αυτό, δηλαδή ότι γράφει λόγους;
Φαίδρος: – Δεν είναι πιθανό, σύμφωνα με αυτά που λες. Στην πραγματικότητα, όπως φαίνεται, θα τον κατηγορούσε ακόμη και για κάτι που αποτελεί και δική του επιθυμία.
Σωκράτης: - Αυτό λοιπόν είναι ξεκάθαρο σε όλους, ότι δηλαδή, από μόνο του δεν είναι κακό να γράφει κανείς λόγους.
Φαίδρος: - Πώς θα μπορούσε να είναι;
Σωκράτης: - Αυτό, από την άλλη πλευρά, το θεωρώ ντροπή: να μιλάς και να γράφεις όχι με όμορφο τρόπο, αλλά με άσχημο και κακό τρόπο.
Φαίδρος: - Αυτό είναι ξεκάθαρο.
Σωκράτης: - Ποιος, λοιπόν, είναι ο τρόπος του να γράφεις με όμορφο τρόπο και αυτός του να γράφεις με άσχημο τρόπο; Θα εξετάσουμε, Φαίδρε, τον Λυσία για τέτοια πράγματα, ή οποιονδήποτε άλλον που έχει γράψει ή θα γράψει μερικές φορές είτε πολιτικά είτε ιδιωτικά γραπτά, σε στίχους (έμμετρα) ως ποιητής ή όχι σε στίχους (χωρίς μέτρο) ως πεζογράφος; (Φαίδρος, 258 B-D).
Όπως βλέπουμε, το βασικό πρόβλημα του προγραμματικού μανιφέστου του Φαίδρου επικεντρώνεται ακριβώς στη γραφή: στη δομή, τη λειτουργία και την αξία της. Και το νόημα και το εύρος της αυστηρής κριτικής της γραφής, την οποία θα συζητήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο σε σχέση με τη στενή υπεράσπιση της ίδιας της γραφής που περιέχεται σε αυτό το μέρος του Φαίδρου, ως μέρος του εξαιρετικού διαλεκτικού παιχνιδιού που στήνει ο Πλάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου