Ο Χαρτ αρνείται κατηγορηματικά την ιδέα της αιώνιας κόλασης και προωθεί έναν ακραιφνή ουνιβερσαλισμό (σ. 94).[2] Αν και βλέπει με περισσότερη κατανόηση την άποψη της μεταθανάτιας ανυπαρξίας των αμετανόητων αμαρτωλών, τελικά την απορρίπτει και αρνείται να συμβιβασθεί με τίποτα λιγότερο από την εξασφαλισμένη σωτηρία των πάντων στην αιωνιότητα. Ο Χαρτ υποστηρίζει πως η ύπαρξη αιώνιας κόλασης, ακόμη και ως απλή προοπτική, είναι ηθικώς απαράδεκτη και οφείλουμε να την απορρίψουμε απερίφραστα (σ. 236).
Με τα δικά του λόγια:
Έχω πολύ λίγη υπομονή για ένα είδος “κατ’ ελπίδα ουνιβερσαλισμού”. […] Η θέση για την οποία θα επιχειρηματολογήσω είναι, λοιπόν, πολύ πιο ακραία: αν ο χριστιανισμός είναι αληθής κατά οποιαδήποτε έννοια, οι χριστιανοί δεν μπορούν να τολμήσουν να αμφισβητήσουν τη σωτηρία των πάντων. Οποιαδήποτε κατανόηση του τι πραγμάτωσε ο Θεός εν Χριστώ δεν συμπεριλαμβάνει τη βεβαίωση για μια τελική αποκατάσταση στην οποία όλα τα κτίσματα σώζονται και συνδέονται με τον Θεό στερείται λογικής συνοχής και είναι ανάξια έλλογης πίστης (σ. 94).
Και παρακάτω:
[…] ειλικρινά, δεν έχω κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να περιμένω τον Θεό για να δω αν εν τέλει θα αποδειχθεί καλύτερος ή χειρότερος από ό,τι θα μπορούσα να εύχομαι. (σ. 127)
Στο πεδίο της φιλοσοφίας της θρησκείας, η σημασία του παρόντος βιβλίου έγκειται, κατά τη γνώμη μας, στην απόπειρα αναβίωσης νοησιαρχικών και προνεωτερικών αντιλήψεων για την ανθρώπινη ελευθερία, που προσεγγίζουν μια μετριοπαθή αιτιοκρατία, που θα μπορούσε να υποστηριχθεί σήμερα, ενάντια στον, ερειδόμενο στις φυσικές επιστήμες, ακραιφνή ντετερμινισμό.
Από τη στιγμή που γίνεται λόγος για έλλογη πίστη και λογική συνοχή, αναμένονται ορθολογικές αιτιολογήσεις. Πώς θα λάβει χώρα, λοιπόν, η αποκατάσταση; Ο Χαρτ αφήνει να εννοηθεί πως πιστεύει σε μια προσωρινή μεταθανάτια κόλα-ση, μέσα από την οποία περνούν (ενδεχομένως και για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα) οι άνθρωποι και αποκαθαίρονται. Για παράδειγμα, άνθρωποι «εξαιρετικά διεστραμμένοι», σαν τον ναζιστή δικτάτορα Αδόλφο Χίτλερ, μπορεί να εξαγνίζονται υποφέροντας, μέχρι να καταστούν πνευματικά ικανοί για να εισέλθουν τελικά στη Βασιλεία του Θεού (σ. 112). Δεν πρόκειται, βέβαια, για τη γνωστή ρωμαιοκαθολική διδασκαλία του Καθαρτηρίου, την οποία απορρίπτει ρητά (σ. 51).
Ο Χαρτ επιχειρεί να τεκμηριώσει την προσωρινότητα της κόλασης με τέσσερα βασικά επιχειρήματα, που αναπτύσσονται σε τέσσερις αντίστοιχους «στοχασμούς» και αποτελούν τον κορμό του βιβλίου. Υποστηρίζει, πρώτον, πως είναι παράλογη η ιδέα ότι μπορεί ένα έλλογο ον να απορρίπτει τον Θεό αιωνίως, δεύτερον, ότι τα αιώνια βάσανα θα ήταν δυσανάλογα για ένα πεπερασμένο και ατελές ον σαν τον άνθρωπο, τρίτον, ότι και μόνο η προοπτική της αιώνιας κόλασης θα καθιστούσε τον Θεό μη ολότελα αγαθό, και τέταρτον, ότι η αξίωση αιώνιας κόλασης θα ακύρωνε την Ορθόδοξη Χριστολογία και τις εσχατολογικές υποσχέσεις του Αποστόλου Παύλου (σ. 45-46).
Από τα τέσσερα αυτά επιχειρήματα, τα τρία πρώτα είναι φιλοσοφικά, ενώ το τέταρτο και τελευταίο καθορίζεται από την ερμηνευτική των βιβλικών κειμένων και τη χριστιανική δογματική. Για τον λόγο αυτό, δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Θα αρκεσθούμε να πούμε μονάχα πως δεν στηρίζει τη θέση του αποκλειστικά στη Βίβλο, αλλά και στην εκκλησιαστική γραμματεία, από τον Ωριγένη και τον Γρηγόριο Νύσσης έως τον Ισαάκ τον Σύρο και τον Μάξιμο τον Ομολογητή.[3] Πιο συγκεκριμένα, ο Χαρτ αποδίδει τον ουνιβερσαλισμό στον “αρχέγονο Χριστιανισμό” εν γένει.[4] Τα τρία πρώτα επιχειρήματα βασικά στηρίζονται στις έννοιες της ελευθερίας, του προσώπου και της ηθικής.
Ως προς την ελευθερία, ο Χαρτ διατείνεται πως αυτή η έννοια δεν σημαίνει το ίδιο πράγμα για εμάς, τους ανθρώπους της Ύστερης Νεωτερικότητας (“φιλελεύθερο μοντέλο”, το ονομάζει, σ. 197, το περιγράφει επίσης ως “μοντέλο της ελευθερίας ως αυθαιρεσίας”, σ. 254), με ό,τι σήμαινε για τους Χριστιανούς των πρώτων αιώνων (“νοοκεντρικό” μοντέλο, σ. 198). Για τους Χριστιανούς εκείνους, λέει, η ελευθερία είχε μια τελολογική διάσταση και σήμαινε μια ροπή προς την τελειοποίηση του εαυτού μας (σ. 198).
Ο Χαρτ πρεσβεύει λοιπόν μια μετριοπαθή μορφή αιτιοκρατίας, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι, όταν σκεφτούμε ορθολογικά, ωθούμαστε αναπόδραστα προς συγκεκριμένες επιλογές και αποφεύγουμε τα λάθη, αντί να εμμένουμε σε αυτά (σ. 204). Για τον λόγο αυτόν, είναι αδύνατο ένας άνθρωπος να απορρίπτει εθελούσια τον Θεό στην αιωνιότητα, όπως οι οπαδοί της αιώνιας κόλασης ισχυρίζονται (σ. 194-195). Με “σωκρατικό” πνεύμα, ο Χαρτ υποστηρίζει ότι κάθε ανθρώπινη κακία δεν είναι, στην πραγματικότητα, τίποτε άλλο από σφάλμα οφειλόμενο σε άγνοια, άρα οπωσδήποτε θα διορθωθεί κάποτε και δεν είναι δυνατόν να παραμένει κανείς εσαεί στην άρνηση του Θεού (σ. 67-69).
Συζητώντας για την έννοια του προσώπου, ο Χαρτ μας λέει πως αυτό είναι στην πραγματικότητα “σχεσιακό” έτσι ώστε, αν ένας άνθρωπος χαθεί στην αιωνιότητα, να χάνεται ένα σημαντικό τμήμα της προσωπικότητας των σεσωσμένων ανθρώπων που ήρθαν σε επαφή μαζί του (σ. 173-175). Οι σχέσεις μας με τους άλλους είναι ό,τι κυρίως μας καθιστά ανθρώπους.
Aν λοιπόν “διαγραφεί” αυτό το κομμάτι της ψυχής μας, τότε αυτό που διασώζεται μόλις και μετά βίας θα μπορούσε να αποκληθεί “άνθρωπος” (σ. 175). Αν λοιπόν χαθεί αιώνια στην κόλαση κάποιος δικός μας άνθρωπος, και ο Θεός “σβήσει” τη μνήμη του από εμάς, τότε αυτό δεν θα είχε ως συνέπεια τον βίαιο κατακερματισμό της ακεραιότητας της προσωπικότητάς μας; (σ. 175) Κάτι τέτοιο δεν απειλεί να μετατρέψει τον παράδεισο σε απλή επιβίωση ενός μονάχα τμήματος της ψυχής, αντί για το σύνολο, όπως περίπου το προσδοκούσαν και κάποιες ανατολικές θρησκείες; (σ. 177)
Ακόμη οξύτερες είναι οι αντιρρήσεις που καταθέτει ο Χαρτ πάνω στο ηθικό ζήτημα. Σύμφωνα με τον Χαρτ:
Αν η ιστορία τελειώνει όντως όπως ο Αυγουστίνος και αναρίθμητοι άλλοι ανά τους αιώνες έχουν ισχυριστεί πως πρέπει αν τελειώνει, με τα περισσό-τερα ή, εν πάση περιπτώσει, πάρα πολλά... ή εν τέλει οποιαδήποτε όντα καταδικασμένα σε ατέρμονο βασανισμό, και αν αυτή η ιστορία συνεπάγεται ως εκ τούτου ότι ο Θεός ελεύθερα και χωρίς ανάγκη δημιούργησε τον κόσμο γνωρίζοντας ότι αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα, τότε ο χριστιανισμός δεν έχει “ευαγγέλιο” – δεν έχει “καλά νέα” να μεταδώσει. Υπάρχει μόνο η αποκρουστική αλήθεια μιας τερατώδους θεότητας που διαφεντεύει έναν κακό κόσμο του οποίου η ίδια η ύπαρξη είναι μια πράξη βαναυσότητας, ανουσίως ωραιοποιημένη με τις επιμέρους λεπτομέρειες της αυθαίρετης σωτηρίας –σχεδόν παρωδικές μέσα στην ασημαντότητά τους– της αυθαίρετης σωτηρίας λίγων επίλεκτων ψυχών που κατά κανέναν ιδιαίτερο λόγο δεν αξίζουν το προνόμιο (ειδάλλως η χάρη δεν θα ήταν χάρη, και η απόλυτη δύναμη δεν θα ήταν απόλυτη δύναμη). Αυτό είναι στην πραγματικότητα το πιο αποτρόπαιο δυνατό “δυσαγγέλιο”, τα φρικτότερα νέα που έφτασαν ποτέ σε έναν κόσμο ήδη βεβαρυμμένο από αδικαιολόγητα δεινά. (σ. 192-193)
Οι άνθρωποι δεν είμαστε παρά αδύναμα, ατελή και όχι εντελώς ελεύθερα όντα. Αυτό σημαίνει πως δεν θα μπορούσαμε, για κανέναν λόγο, να επισύρουμε πάνω μας ατελεύτητα και απεριόριστα δεινά, τέτοια που είναι συνδεδεμένα με την αιώνια κόλαση (σ. 64). Όσο κακός και αν είναι κανείς, δεν θα ήταν ικανός να πληροί τα κριτήρια για να “καταδικάσει” τον εαυτό του μόνος του σε αιώνια δυστυχία (σ. 65). Η απόλυτη και πλήρης καταδίκη προϋποθέτει την απόλυτη και πλήρη ενοχή. Αφού λοιπόν κανένας μας δεν διαθέτει τη δεύτερη, άρα κανένας μας δεν μπορεί να επισύρει και την πρώτη (σ. 70-71).
Σύμφωνα και πάλι με τον Χαρτ, η διδασκαλία περί αιώνιας Κόλασης είναι ως επί το πλείστον θεολογικό αποκύημα της φαντασίας του Αυγουστίνου (σ. 163 και 192), το οποίο ο Καλβίνος αργότερα εξέφρασε με τη ριζοσπαστικότερή του μορφή, αυτή του δόγματος του απόλυτου προορισμού (σ. 163).[5] Αν και ο Καλβίνος φαίνεται στον Χαρτ «φρικιαστικός», θεωρεί τη στάση του έντιμη και λογικά συνεπή (σ. 104), σε αντίθεση με τις άλλες μορφές κολασιοκρατίας, που τις κατηγορεί για παραλογισμό και ηθική ανεντιμότητα (σ. 75).[6]
Ο Χαρτ επιμένει έπειτα στο πόσο δύσκολο είναι να φαντασθεί κανείς την ύπαρξη ατελεύτητων βασάνων (σ. 231). Η «μοχθηρία» του Αυγουστίνου, συμπληρώνει, προδιατυπώνεται μερικώς στους στοχασμούς του Τερτυλλιανού, ο οποίος ανυπομονούσε να αλλάξουν θέση, στη μεταθανάτια ζωή, οι διώκτες παγανιστές με τους Χριστιανούς διωκόμενους (σ. 193). Αργότερα, ο Θωμάς Ακινάτης θα ισχυρισθεί πως οι σεσωσμένοι θα ικανοποιούνται αντικρίζοντας τους κολασμένους (σ. 193).
Είναι εμφανές πως ο Χαρτ απορρίπτει τη νηπτική ασκητική παράδοση, που αποτελεί ένα σεβαστό τμήμα της Ορθοδοξίας. Όσο για τη Βίβλο, θεωρεί πως είναι αντιφατική πάνω στο ζήτημα της αιωνιότητας της κόλασης, υποστηρίζοντας διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά σημεία της (σ. 187). Αναφορικά με την Αποκάλυψη, διατείνεται ότι αυτή αφορά δευτερευόντως μια εσχατολογική προοπτική και προπάντων μια υπόσχεση, γραμμένη με μια μυστικοπαθή και συμβολική γλώσσα, για τους ανθρώπους της εποχής της (σ. 132-133, πρόκειται για μια πρετεριστική ερμηνεία), αναφερόμενη σε πρόσωπα και πράγματα που εκείνοι είχαν υπόψη τους, αλλά εμείς όχι (σ. 151-152).[7]
Αν όμως το ιερό κείμενο της χριστιανικής θρησκείας θεωρείται αντιφατικό, ένα μεγάλο μέρος της παράδοσης είναι ινφερναλιστικό και ο Χαρτ έχει ξεκαθαρίσει ότι η κόλαση θα ήταν γι’ αυτόν λόγος αταλάντευτης απόρριψης του Χριστιανισμού (σ. 236), αυτό δεν αποκλείει ένα μεγάλο τμήμα του Χριστιανισμού, ίσως και το μεγαλύτερο, στερώντας από τον Χριστιανισμό τις θεμελιώδεις αρχές του, αποστερώντας και από τον Χαρτ το θρησκευτικό υπόβαθρο στο οποίο αυτός στηρίζεται;
Ο Χαρτ, όπως είπαμε παραπάνω, επιμένει στο πόσο δύσκολο είναι να φαντασθεί κανείς την ύπαρξη ατελεύτητων βασάνων. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς και την ύπαρξη ατελεύτητης χαράς, όπως ακόμη και την έννοια της ανυπαρξίας του εαυτού του, δεδομένου ότι δεν έχει βιώσει κανένα από όλα αυτά και όλα υπερβαίνουν κατά πολύ την εμπειρία του. Το εμπειρικά απρόσιτο είναι το αίτιο της θεμελιακής δυσκολίας, άρα δεν είναι πειστικό επιχείρημα ενάντια στην αιώνια κόλαση.
Επιπλέον, βάσει του επιχειρήματος του Χαρτ για τη μεταθανάτια συνέχεια του προσώπου, δεν θα έπρεπε να διατηρούνται αιώνια και τα διάφορα συμπλέγματα, οι άσχημες εμπειρίες, οι φόβοι ή ακόμη και οι κακίες, μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, αφού και εκείνες συντελούν καθοριστικά στη γενικότερη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας; Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, κάθε προοπτική παραδείσου θα αφανιζόταν, άρα είτε πρέπει κανείς να απαρνηθεί την ύπαρξή του εξ ολοκλήρου, είτε πρέπει να αποκλείσει λογικά τον ισχυρισμό του Χαρτ.
Ο Χαρτ δηλώνει ακόμη πως κάθε κακία οφείλεται βασικά σε λογικό σφάλμα και παρανόηση, άρα μπορεί να διορθωθεί με λογικά μέσα, εκτός και αν ο υποστηρικτής της είναι νοητικά ασθενής, σε σημείο που να μην ευθύνεται για αυτή. Ο ίδιος, όμως, φαίνεται να πιστεύει πως οι υποστηρικτές της κόλασης δεν είναι ούτε λογικοί ούτε και νοητικά νοσούντες, αλλά απλώς εμμένουν πεισματικά σε κάτι που είναι καταφανώς ψευδές (σ. 55 και 61). Αυτό, όμως, δεν απειλεί να αναιρέσει τη δική του, τελολογική σύλληψη της ελευθερίας;
Μια επίσης σημαντική αμφισημία είναι ότι ο Χαρτ μας λέει πως δίνει αξία στην ίση πληροφόρηση όλων, επειδή είναι άνθρωπος της Ύστερης Νεωτερικότητας, αλλού όμως έχει απορρίψει τον τρόπο που στην Ύστερη Νεωτερικότητα συλλαμβάνεται η ελευθερία. Κοντολογίς, το “φιλελεύθερο μοντέλο” της ελευθερίας προ-υποτίθεται ως αποδεκτό σε ένα σημείο του βιβλίου, για να απορριφθεί τελικά ρητά σε ένα άλλο.
Μια αντίρρηση ηθικής φύσεως είναι ότι ο ουνιβερσαλισμός μπορεί να λειτουργήσει ως μια εσχατολογική “επανάπαυση”, ενθαρρύνοντας μια ηθική “μειωμένων προσδοκιών”. Κάτι τέτοιο φαίνεται να παρατήρησε κάποτε ο Βιτγκενστάιν, επιδοκιμάζοντας την εκκλησιαστική καταδίκη του ωριγενισμού. Ο Χαρτ χαρακτηρίζει τη δήλωση του Βιτγκενστάιν «ανοησίες» (σ. 185-186), αλλά δεν προσπαθεί να την αναιρέσει. Αρκείται απλώς να πει ότι ο Ωριγένης σίγουρα δεν έβλεπε τα πράγματα έτσι και πως «διαθέτει τραγικά κολοβωμένη ηθική φαντασία» όποιος τυχόν θεωρεί «σοβαρά» όσα κάνουμε στη ζωή αυτή μονάχα στον βαθμό που αυτά προσμετρώνται σε «κάποιο υψηλά βλακώδες παιχνίδι τύχης» (σ. 187).
Ο Hart διαμαρτυρήθηκε για το ότι το παρόν βιβλίο του δέχτηκε πολλές επιθέσεις. Ωστόσο, το συγγραφικό του ύφος, με τις ρητορικές του υπερβολές και την ηθική του αγανάκτηση, δεν ενθαρρύνει πολύ μια ψύχραιμη αντιπαράθεση: «εξαχρείωση», «ανοησία», «ηθική ιδιωτεία», «καταγέλαστες απόπειρες», «αβυσσαλέα ιστορική λήθη», «απαίσια ενδεχόμενα», «πρωτοφανής προσωπική μοχθηρία», «ασυναρτησία», «γελοίες καταπονήσεις», «μεγάλος μεταφυσικός σολοικισμός», «ανόητος περισπασμός», «τερατώδης ιδέα», «βλακώδης ιδέα» και «αμετανόητα ηλίθιοι», είναι μόνο μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που μεταχειρίζεται για να χαρακτηρίσει ιδέες και πρόσωπα με τα οποία διαφωνεί (passim). Ο Χαρτ, ο οποίος αποφεύγει να τεκμηριώσει συστηματικά τους ισχυρισμούς του σε κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων, μέμφεται επίσης τους διανοητικούς του αντιπάλους για δογματισμό, ο ίδιος όμως δηλώνει, στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου, πως είναι απόλυτα βέβαιος για την ορθότητα των θέσεών του, σε σημείο να αποδίδει σε «πλύση εγκεφάλου» τις όποιες πιθανές αντιρρήσεις (σ. 46), ομολογεί ότι δεν προτίθεται να τις αλλάξει και ότι μάλλον δεν θα συζητήσει ξανά για το συγκεκριμένο ζήτημα (σ. 31-32). Ωστόσο, αυτό τελικά δεν τηρήθηκε, καθώς υπήρξε εκτεταμένη συζήτηση, με τον ίδιο να απαντά ξεχωριστά σε καθένα εκ των επικριτών του, με το γνωστό πολεμικό του ύφος.[8]
Σε κάθε περίπτωση, το παρόν έργο, το δεύτερο του Χαρτ που μεταφράζεται ολόκληρο στη γλώσσα μας,[9] μπορεί να ενθαρρύνει τόσο θεολογικές όσο και φιλοσοφικές συζητήσεις, αναδεικνύοντας καίριες πτυχές του περσοναλισμού και της θεοδικίας στις παραδοσιακές μονοθεϊστικές θρησκείες. Η νεοελληνική μετάφραση είναι ρευστή και αποδίδει το δυναμικά παλλόμενο πνεύμα του Αμερικανού συγγραφέα. Τέλος, κατατοπιστικό είναι το επίμετρο του Νικόλαου Ασπρούλη, όπως και η εισαγωγή του Σωτήρη Μητραλέξη όπου, μεταξύ άλλων, συζητιέται ο “ωριγενισμός” και η σημασία του (σ. 18-21).[10]
_______
Λουκ. 8,28 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς.
Ματθ. 8,29 καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;
Σημειώσεις
[1] Πρώτη αμερικανική έκδοση: That All Shall Be Saved: Heaven, Hell, and Universal Salvation (New Haven: Yale University Press, 2019).
[2] Ο Γρηγόριος Νύσσης διατείνεται ότι, επειδή η πλειονότητα των ανθρώπων πεθαίνει δίχως να έχει φθάσει στα πνευματικά μέτρα των Αγίων, μετά θάνατον ο Θεός θα προσπαθήσει να σωθούν και αυτοί οι άνθρωποι, με το καθάρσιον πῦρ, δηλαδή τη φωτιά που θα τους εξαγνίσει από τα αμαρτήματά τους. Η άπειρη καλοσύνη του Θεού, η (συγκριτική) αδυναμία του διαβόλου, καθώς και ο χρονικά επίγειος περιορισμός του κακού, είναι μερικά από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί εδώ ο Γρηγόριος, προκειμένου να τεκμηριώσει τον προαναφερθέντα ισχυρισμό του. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος πρὸς τοὺς πενθοῦντας (PG 46, στ. 497-537 = Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας (Gregorii Nysseni Opera, τ. 9, 28-68). Ουσιαστικά, ο Χαρτ ακολουθεί, αλλά και ριζοσπαστικοποιεί εδώ την άποψη του Γρηγορίου, άποψη που ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι έχει ονομάσει “νοησιαρχία” και την έχει αποδώσει στον ‘ελληνιστικό νου’, «σαν η αμαρτία να ήταν απλώς άγνοια». Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας (μτφ. Α. Κουμάντος κ.ά.· Αθήνα: Άρτος ζωής, 1989), 82-83. Ο Χαρτ εγκωμιάζει αφειδώς τον μείζονα θεολογικό «αντίπαλο» του π. Φλωρόφσκι, τον π. Σεργκέι Μπουλγάκοφ (σ. 222), στον οποίο ο ίδιος έχει μάλιστα αφιερώσει και ξεχωριστό βιβλίο, άρα πιθανότατα τοποθετείται και ο ίδιος στον αντίποδα του Φλωρόφσκι. Πάντως, και ο Χαρτ παραδέχεται πως η ελληνική σκέψη (π.χ. ο Πλάτων) ήταν πολύ πιο κατηγορηματική από τη βιβλική στην υποστήριξη των αιώνιων βασάνων (σ. 186). Τη μεταθανάτια ανυπαρξία όσων επεδίωξαν το κακό αμετανόητοι, πρεσβεύει και ο θεολόγος Χρήστος Γιανναράς στο Πτώση, κρίση, κόλαση: ή η δικανική υπονόμευση της οντολογίας (Αθήνα: Ίκαρος, 2017), 41, 62, 97 και 143-144. Πιο ριζοσπαστικά από τον Γιανναρά και εγγύτερα στον Χαρτ, φιλόσοφοι όπως ο Ρώσος Νικολάι Μπερντιάεφ κατήγγειλαν ρητά το δόγμα της αιώνιας κόλασης και αξίωσαν την εκκλησιαστική αποδοχή της αποκατάστασης των πάντων. Ν. Μπερντιάγιεφ, Περί δουλείας και ελευθερίας του ανθρώπου: δοκίμιο περσοναλιστικής φιλοσοφίας (μτφ. Π. Σταθόγιαννης & Γ. Πινακούλας· Αθήνα: Printa, 2019), 337. Οι Μπερντιάεφ και Γιανναράς μέμφονται επίσης τον Αυγουστίνο και βλέπουν τον Ωριγένη με συμπάθεια.
[3] Από τον προτεσταντικό χώρο, ο Χαρτ (σ. 51) εγκωμιάζει τον Σκώτο συγγραφέα και θεολόγο Τζορτζ Μακντόναλντ, ο οποίος υπήρξε επίσης ουνιβερσαλιστής.
[4] Σε προηγούμενο έργο του, κατ’ αρχήν απολογητικού χαρακτήρα, ο Χαρτ έχει επισημάνει πως είναι αμφίβολο το αν και σε ποιον βαθμό η αιώνια κόλαση περιλαμβανόταν όντως στο κήρυγμα των πρώτων Χριστιανών, επικαλείται δε και πάλι τους Ωριγένη, Γρηγόριο Νύσσης και Ισαάκ τον Σύρο, αλλά προσθέτει και τον Γρηγόριο τον Νανζιαζηνό στους υποστηρικτές της προσωρινής κόλασης, ενώ αποδίδει στον Παύλο «μόνο μια τελική εκμηδένιση των αδικοπραγούντων». Βλ. Ντέιβιντ Μπένλτεϋ Χαρτ, Οι αυταπάτες των αθεϊστών: η χριστιανική επανάσταση και οι σύγχρονοι εχθροί της (μτφ. Β. Αργυριάδης· Αθήνα: Εν Πλω, 2017), 258-259. Ο Χαρτ δεν παραθέτει συγκεκριμένα αποσπά-σματα που να στηρίζουν τη θέση του.
[5] Έχει προταθεί πως ο Ανατολικός Χριστιανισμός δεν είναι αναγκαστικά «δικανικός». Η καταδίκη του ωριγενισμού έγινε για χάρη της διατήρησης της ελευθερίας του ανθρώπου. Η πρόσληψη της σωτηρίας στην Ανατολική Εκκλησία δεν ήταν «δικανική», αλλά ηθική και ασκητική, επιδιώκοντας την υπέρβαση του θανάτου και της φθοράς. Η διαφορετική ερμηνεία που εδόθη σ’ ένα συγκεκριμένο βιβλικό χωρίο, οδήγησε σε κεφαλαιώδους σημασίας θεολογικές διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το χωρίο είναι από την επιστολή Πρὸς Ρωμαίους (5.12): οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον. Σύμφωνα με τον Meyendorf, το ἐφ’ ᾧ, στην Ανατολική παράδοση ερμηνεύθηκε σαν να μιλάει για τον φυσικό θάνατο, πράγμα που θεολογικά θα σήμαινε πως η ανθρωπότητα δεν κληρονομεί κάποια ενοχή, αλλά τη φθαρτότητα και κατ’ επέκταση τη θνητότητα, ως αποτέλεσμα της πρώτης αμαρτίας. Η φθαρτότητα και η θνητότητα καθιστούν τον άνθρωπο επιρρεπή στην αμαρτία, ωστόσο παραμένει αυτεξούσιος και μπορεί να επιλέξει να τη διαπράξει ή να μην τη διαπράξει τελικά. Στη Δυτική θεολογική παράδοση υφίσταται κληρονομική ενοχή, ως αποτέλεσμα μια πρωταρχικής αμαρτίας “δι’ αντιπροσώπου”, ενώ στην Ανατολή αυτό που θεωρείται πως κληρονομούμε είναι μονάχα η φθορά, με τη ροπή προς την αμαρτία να έρχεται ως απλό επακόλουθό της. Ι. Μάγιεντορφ, Βυζαντινή θεολογία (μτφ. π. Π. Κουμαριανός & Β. Τσάγκαλος· Αθήνα: Ίνδικτος, 2010), 308-319, 348, 421-422, 477-478.
[6] Για τον ρόλο του Καλβίνου στη διαμόρφωση του απόλυτου προορισμού, δεν υφίσταται καθολική συμφωνία. Μερικοί αποδίδουν τον απόλυτο προορισμό στον Αυγουστίνο. M. Eliade & I. Couliano, Λεξικό των θρησκειών (μτφ. Ε. Γαζής· Αθήνα: Χατζηνικολή, 2008), 255-256 και 275 (λήμμα: «Χριστιανισμός»). Άλλοι τον αποδίδουν στον Καλβίνο, αλλά θεωρούν υπεύθυνο τον μαθητή του, Τέοντορ Μπεζά, για την πλήρη του μορφή. Κ. Τρούμαν, «Η προτεσταντική Ρώμη», στο: Τ. Χιλ (επιμ.), Ιστορία του Χριστιανισμού (μτφ. Β. Αδραχτάς· Αθήνα: Ουρανός, 2010), 265. Τέλος, ορισμένοι άλλοι αποδίδουν όλη την ανάπτυξη του προορισμού, με τη διπλή του μορφή, στον ίδιο τον Καλβίνο. Χέλμουθ Ντε Γκλάζεναπ, Παγκόσμιος ιστορία των θρησκειών (μτφ. Ν. Βρεττάκος· Αθήνα: Βιβλιοαθηναϊκή, χ.χ.), 422. Έχει υποστηριχθεί, τέλος, ότι ο σχετικός «προορισμός» που ασπαζόταν ο Αυγουστίνος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ταυτίζεται με το δόγμα του απόλυτου προορισμού, που διατύπωσε αργότερα ο Καλβίνος, παρότι αποτέλεσε τελικά την πηγή του. Σ. Ρόουζ, Η θέσι του Ιερού Αυγουστίνου στην Ορθόδοξη Εκκλησία (χ.ό.μτφ.· Αθήνα: Μυριόβιβλος, 2010), ιδιαίτερα 47 και 62-65.
[7] Ο «πρετερισμός» είναι η άποψη που θέλει τις βιβλικές προφητείες για το μέλλον να έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, μερικά χρόνια μετά την εποχή τους, ενώ ο «φουτουρισμός» αντιλαμβάνεται τις προφητείες ως σχετιζόμενες με τους έσχατους καιρούς και το τέλος του κόσμου. Έτσι, για παράδειγμα, η πρετεριστική ερμηνεία της Αποκάλυψης (που δείχνει να ενστερνίζεται και ο Χαρτ), αρνείται να εξαγάγει από τις προφητείες συγκεκριμένα συμπεράσματα για υποτιθέμενα μελλοντικά γεγονότα προ του τέλους του κόσμου, θεωρώντας πως καθετί το ιστορικά συγκεκριμένο στην Αποκάλυψη αφορά σε γεγονότα και πρόσωπα της περιόδου συγγραφής της, που συντελέσθηκαν λίγο αργότερα. Βλ. ενδεικτικά R. C. Sproul, The last days according to Jesus: when did Jesus really say he would return? (Michigan: Baker Books, 2015), κεφάλαιο 6, passim.
[8] Βλ. για παράδειγμα “The Edward Feser Algorithm (How to Review a Book You Have Not Read)”, <https://afkimel.wordpress.com/2020/07/21/the-edward-feser-algorithm-how-to-review-a-book-you-have-not-read>.
[9] Στα ελληνικά έχουμε επίσης το άρθρο του Χαρτ, «Επιστήμη και θρησκεία: πού εντοπίζεται πραγματικά η αρμονία τους», στον συλλογικό τόμο: Σ. Μητραλέξης, P. Tyson & P. Harrison (επιμ.), Πέρα από την επιστήμη και τη θρησκεία: νέες φιλοσοφικές και ιστορικές προσεγγίσεις (μτφ. ομάδα μεταφραστών· Θεσσαλονίκη: Ροπή, 2020).
[10] Θα ήθελα εδώ να ευχαριστήσω τους ανώνυμους κριτές του περιοδικού, για τα σχόλιά τους που συνέβαλαν πολύ στη βελτίωση του κειμένου μου.
Δημοσιεύθηκε: 31.12.2024.
[1] Πρώτη αμερικανική έκδοση: That All Shall Be Saved: Heaven, Hell, and Universal Salvation (New Haven: Yale University Press, 2019).
[2] Ο Γρηγόριος Νύσσης διατείνεται ότι, επειδή η πλειονότητα των ανθρώπων πεθαίνει δίχως να έχει φθάσει στα πνευματικά μέτρα των Αγίων, μετά θάνατον ο Θεός θα προσπαθήσει να σωθούν και αυτοί οι άνθρωποι, με το καθάρσιον πῦρ, δηλαδή τη φωτιά που θα τους εξαγνίσει από τα αμαρτήματά τους. Η άπειρη καλοσύνη του Θεού, η (συγκριτική) αδυναμία του διαβόλου, καθώς και ο χρονικά επίγειος περιορισμός του κακού, είναι μερικά από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί εδώ ο Γρηγόριος, προκειμένου να τεκμηριώσει τον προαναφερθέντα ισχυρισμό του. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος πρὸς τοὺς πενθοῦντας (PG 46, στ. 497-537 = Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας (Gregorii Nysseni Opera, τ. 9, 28-68). Ουσιαστικά, ο Χαρτ ακολουθεί, αλλά και ριζοσπαστικοποιεί εδώ την άποψη του Γρηγορίου, άποψη που ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι έχει ονομάσει “νοησιαρχία” και την έχει αποδώσει στον ‘ελληνιστικό νου’, «σαν η αμαρτία να ήταν απλώς άγνοια». Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας (μτφ. Α. Κουμάντος κ.ά.· Αθήνα: Άρτος ζωής, 1989), 82-83. Ο Χαρτ εγκωμιάζει αφειδώς τον μείζονα θεολογικό «αντίπαλο» του π. Φλωρόφσκι, τον π. Σεργκέι Μπουλγάκοφ (σ. 222), στον οποίο ο ίδιος έχει μάλιστα αφιερώσει και ξεχωριστό βιβλίο, άρα πιθανότατα τοποθετείται και ο ίδιος στον αντίποδα του Φλωρόφσκι. Πάντως, και ο Χαρτ παραδέχεται πως η ελληνική σκέψη (π.χ. ο Πλάτων) ήταν πολύ πιο κατηγορηματική από τη βιβλική στην υποστήριξη των αιώνιων βασάνων (σ. 186). Τη μεταθανάτια ανυπαρξία όσων επεδίωξαν το κακό αμετανόητοι, πρεσβεύει και ο θεολόγος Χρήστος Γιανναράς στο Πτώση, κρίση, κόλαση: ή η δικανική υπονόμευση της οντολογίας (Αθήνα: Ίκαρος, 2017), 41, 62, 97 και 143-144. Πιο ριζοσπαστικά από τον Γιανναρά και εγγύτερα στον Χαρτ, φιλόσοφοι όπως ο Ρώσος Νικολάι Μπερντιάεφ κατήγγειλαν ρητά το δόγμα της αιώνιας κόλασης και αξίωσαν την εκκλησιαστική αποδοχή της αποκατάστασης των πάντων. Ν. Μπερντιάγιεφ, Περί δουλείας και ελευθερίας του ανθρώπου: δοκίμιο περσοναλιστικής φιλοσοφίας (μτφ. Π. Σταθόγιαννης & Γ. Πινακούλας· Αθήνα: Printa, 2019), 337. Οι Μπερντιάεφ και Γιανναράς μέμφονται επίσης τον Αυγουστίνο και βλέπουν τον Ωριγένη με συμπάθεια.
[3] Από τον προτεσταντικό χώρο, ο Χαρτ (σ. 51) εγκωμιάζει τον Σκώτο συγγραφέα και θεολόγο Τζορτζ Μακντόναλντ, ο οποίος υπήρξε επίσης ουνιβερσαλιστής.
[4] Σε προηγούμενο έργο του, κατ’ αρχήν απολογητικού χαρακτήρα, ο Χαρτ έχει επισημάνει πως είναι αμφίβολο το αν και σε ποιον βαθμό η αιώνια κόλαση περιλαμβανόταν όντως στο κήρυγμα των πρώτων Χριστιανών, επικαλείται δε και πάλι τους Ωριγένη, Γρηγόριο Νύσσης και Ισαάκ τον Σύρο, αλλά προσθέτει και τον Γρηγόριο τον Νανζιαζηνό στους υποστηρικτές της προσωρινής κόλασης, ενώ αποδίδει στον Παύλο «μόνο μια τελική εκμηδένιση των αδικοπραγούντων». Βλ. Ντέιβιντ Μπένλτεϋ Χαρτ, Οι αυταπάτες των αθεϊστών: η χριστιανική επανάσταση και οι σύγχρονοι εχθροί της (μτφ. Β. Αργυριάδης· Αθήνα: Εν Πλω, 2017), 258-259. Ο Χαρτ δεν παραθέτει συγκεκριμένα αποσπά-σματα που να στηρίζουν τη θέση του.
[5] Έχει προταθεί πως ο Ανατολικός Χριστιανισμός δεν είναι αναγκαστικά «δικανικός». Η καταδίκη του ωριγενισμού έγινε για χάρη της διατήρησης της ελευθερίας του ανθρώπου. Η πρόσληψη της σωτηρίας στην Ανατολική Εκκλησία δεν ήταν «δικανική», αλλά ηθική και ασκητική, επιδιώκοντας την υπέρβαση του θανάτου και της φθοράς. Η διαφορετική ερμηνεία που εδόθη σ’ ένα συγκεκριμένο βιβλικό χωρίο, οδήγησε σε κεφαλαιώδους σημασίας θεολογικές διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το χωρίο είναι από την επιστολή Πρὸς Ρωμαίους (5.12): οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον. Σύμφωνα με τον Meyendorf, το ἐφ’ ᾧ, στην Ανατολική παράδοση ερμηνεύθηκε σαν να μιλάει για τον φυσικό θάνατο, πράγμα που θεολογικά θα σήμαινε πως η ανθρωπότητα δεν κληρονομεί κάποια ενοχή, αλλά τη φθαρτότητα και κατ’ επέκταση τη θνητότητα, ως αποτέλεσμα της πρώτης αμαρτίας. Η φθαρτότητα και η θνητότητα καθιστούν τον άνθρωπο επιρρεπή στην αμαρτία, ωστόσο παραμένει αυτεξούσιος και μπορεί να επιλέξει να τη διαπράξει ή να μην τη διαπράξει τελικά. Στη Δυτική θεολογική παράδοση υφίσταται κληρονομική ενοχή, ως αποτέλεσμα μια πρωταρχικής αμαρτίας “δι’ αντιπροσώπου”, ενώ στην Ανατολή αυτό που θεωρείται πως κληρονομούμε είναι μονάχα η φθορά, με τη ροπή προς την αμαρτία να έρχεται ως απλό επακόλουθό της. Ι. Μάγιεντορφ, Βυζαντινή θεολογία (μτφ. π. Π. Κουμαριανός & Β. Τσάγκαλος· Αθήνα: Ίνδικτος, 2010), 308-319, 348, 421-422, 477-478.
[6] Για τον ρόλο του Καλβίνου στη διαμόρφωση του απόλυτου προορισμού, δεν υφίσταται καθολική συμφωνία. Μερικοί αποδίδουν τον απόλυτο προορισμό στον Αυγουστίνο. M. Eliade & I. Couliano, Λεξικό των θρησκειών (μτφ. Ε. Γαζής· Αθήνα: Χατζηνικολή, 2008), 255-256 και 275 (λήμμα: «Χριστιανισμός»). Άλλοι τον αποδίδουν στον Καλβίνο, αλλά θεωρούν υπεύθυνο τον μαθητή του, Τέοντορ Μπεζά, για την πλήρη του μορφή. Κ. Τρούμαν, «Η προτεσταντική Ρώμη», στο: Τ. Χιλ (επιμ.), Ιστορία του Χριστιανισμού (μτφ. Β. Αδραχτάς· Αθήνα: Ουρανός, 2010), 265. Τέλος, ορισμένοι άλλοι αποδίδουν όλη την ανάπτυξη του προορισμού, με τη διπλή του μορφή, στον ίδιο τον Καλβίνο. Χέλμουθ Ντε Γκλάζεναπ, Παγκόσμιος ιστορία των θρησκειών (μτφ. Ν. Βρεττάκος· Αθήνα: Βιβλιοαθηναϊκή, χ.χ.), 422. Έχει υποστηριχθεί, τέλος, ότι ο σχετικός «προορισμός» που ασπαζόταν ο Αυγουστίνος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ταυτίζεται με το δόγμα του απόλυτου προορισμού, που διατύπωσε αργότερα ο Καλβίνος, παρότι αποτέλεσε τελικά την πηγή του. Σ. Ρόουζ, Η θέσι του Ιερού Αυγουστίνου στην Ορθόδοξη Εκκλησία (χ.ό.μτφ.· Αθήνα: Μυριόβιβλος, 2010), ιδιαίτερα 47 και 62-65.
[7] Ο «πρετερισμός» είναι η άποψη που θέλει τις βιβλικές προφητείες για το μέλλον να έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, μερικά χρόνια μετά την εποχή τους, ενώ ο «φουτουρισμός» αντιλαμβάνεται τις προφητείες ως σχετιζόμενες με τους έσχατους καιρούς και το τέλος του κόσμου. Έτσι, για παράδειγμα, η πρετεριστική ερμηνεία της Αποκάλυψης (που δείχνει να ενστερνίζεται και ο Χαρτ), αρνείται να εξαγάγει από τις προφητείες συγκεκριμένα συμπεράσματα για υποτιθέμενα μελλοντικά γεγονότα προ του τέλους του κόσμου, θεωρώντας πως καθετί το ιστορικά συγκεκριμένο στην Αποκάλυψη αφορά σε γεγονότα και πρόσωπα της περιόδου συγγραφής της, που συντελέσθηκαν λίγο αργότερα. Βλ. ενδεικτικά R. C. Sproul, The last days according to Jesus: when did Jesus really say he would return? (Michigan: Baker Books, 2015), κεφάλαιο 6, passim.
[8] Βλ. για παράδειγμα “The Edward Feser Algorithm (How to Review a Book You Have Not Read)”, <https://afkimel.wordpress.com/2020/07/21/the-edward-feser-algorithm-how-to-review-a-book-you-have-not-read>.
[9] Στα ελληνικά έχουμε επίσης το άρθρο του Χαρτ, «Επιστήμη και θρησκεία: πού εντοπίζεται πραγματικά η αρμονία τους», στον συλλογικό τόμο: Σ. Μητραλέξης, P. Tyson & P. Harrison (επιμ.), Πέρα από την επιστήμη και τη θρησκεία: νέες φιλοσοφικές και ιστορικές προσεγγίσεις (μτφ. ομάδα μεταφραστών· Θεσσαλονίκη: Ροπή, 2020).
[10] Θα ήθελα εδώ να ευχαριστήσω τους ανώνυμους κριτές του περιοδικού, για τα σχόλιά τους που συνέβαλαν πολύ στη βελτίωση του κειμένου μου.
Δημοσιεύθηκε: 31.12.2024.
Πηγή: https://ejournals.lib.auth.gr/critica/article/view/10450/0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου