Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

KARL BARTH (6)

Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧXΧIV)

(Συνέχεια από προηγούμενη ανάρτηση)

Η λεγόμενη «αφηγηματική θεολογία» δεν ριζώνει λοιπόν και αυτή και δεν πραγματοποιεί τα πρώτα της βήματα στην Δογματική του Μπαρτ;

Πρέπει λοιπόν να ξεπεράσουμε, εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την θεολογία του Μπαρτ, «την ψευδή εντύπωση πως εισερχόμαστε στο παιχνίδι μια μεταφυσικής σκέψης». Για τον Μπαρτ όμως, αυτό που συμβαίνει πάνω στη Γη σαν Ιστορία του θεού με τους ανθρώπους, λόγω της αναλογίας σχέσεων (analogia relationis), αντιστοιχεί σ’ αυτή την ίδια αιώνια Ιστορία του θεού με τον εαυτό του. Γι’ αυτό, όπως η απόσταση ανάμεσα στον θεό και στον κόσμο δεν είναι παρά μια αναπαράσταση, μια εικόνα, μια αντιστοιχία της διαφορετικότητος που υπάρχει στον θεό, ανάμεσα στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι ακριβώς όπως το πέρασμα, η μεσότης, η επικοινωνία που ο θεός πραγματοποιεί στην συμμαχία της Χάρης με τον άνθρωπο, δεν είναι τίποτε άλλο από την αναπαράσταση, την εικόνα, την αντιστοιχία της ενότητος του θεού Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αυτό που πράττει ο θεός σαν Δημιουργός του κόσμου μπορεί να γίνει κατανοητό μόνον σαν αντανάκλαση της εσωτερικής σχέσεως του θεού με τον εαυτό του, του Πατρός που γενά τον Υιό και του Πατρός και του Υιού που εκπορεύουν το Άγιο Πνεύμα. Η διάκριση που υπάρχει στην αιωνιότητα της ζωής του θεού ανάμεσα στον Υατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα επαναλαμβάνεται στην διάκριση που υπάρχει στον δυαλισμό άνδρα-γυναίκας, με την σειρά της εικόνα της ετερότητος και της κοινωνίας που υπάρχει ανάμεσα στον Χριστό και στην κοινότητά του, την Εκκλησία. Όλη η προσπάθεια του Μπαρτ συγκεντρώνεται στην έκφραση, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της αιώνιας πρωτοϊστορικής εκλογής του Υιού από μέρους του Πάτρος, στην οποία περικλείεται η ιστορική εκλογή του ανθρώπου, και επομένως η αυτόαποκάλυψη του Τριαδικού θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Καθώς για τον Μπαρτ «το Είναι του ανθρώπου μπορεί να καθορισθεί αποκλειστικώς και μόνον σε σχέση με το Είναι του Τριαδικού θεού»» προοδευτικά λοιπόν από βιβλίο σε βιβλίο, η νεανική διαλεκτική μέθοδος της θεολογίας του αντικαθίσταται από την μέθοδο της αναλογίας των σχέσεων (analogia relationis).

Οδηγημένος από τον βιβλικό λόγο «όπως στον ουρανό έτσι και στη γη» ο Μπάρτ στοιχειοθετεί ένα πλαίσιο του κόσμου και του ανθρώπου ανάλογο στο πλαίσιο του θεού. Στην έννοια του Λόγου του θεού, ανήκει, κατά τον Μπάρτ, το γεγονός πως ο θεός είναι υποκείμενο του Λόγου του (δόγμα της Αγίας Τριάδος), αντικείμενο της αποκαλύψεώς του (δόγμα της ενσαρκώσεως) αλλά επίσης και η δυνατότης κατανοήσεως αυτού του Λόγου από τον άνθρωπο (δόγμα της Χάριτος ή εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος). Από όλο αυτό δεν προκύπτει καμμία φιλοσοφική ανθρωπολογία: Μόνο ο θεός δημιουργεί μέσα μας την δυνατότητα συναντήσεως μαζί του και επομένως την υπακοή της πίστης στην αποκάλυψή του. Εάν στον Χριστό ο θεός γίνεται άνθρωπος, χάρη στο Άγιο Πνεύμα ο άνθρωπος μπορεί να ακούσει τον Λόγο και τοιουτοτρόπως συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτόν τον ίδιο τον όρο του Λόγου του θεού ακριβώς όσο και ο ίδιος ο θεός ο οποίος μιλά και παραμένει πάντοτε υποκείμενο, αντικείμενο και κατηγόρημα της αυτοαποκαλύψεώς του.

Μια σειρά ερωτήσεων σχηματίζεται τοιουτοτρόπως μετά την σύντομη δογματική έκθεση των θέσεων του Μπάρτ! Η αυτοαποκάλυψη σημαίνει την αιώνια κατανόηση που έχει ο θεός για τον εαυτό του; Σαν δόγμα της Τριάδος εννοούμε τον αιώνιο Τριαδικό αντικατοπτρισμό του θεού στον εαυτό του; Αυτοαποκάλυψη σημαίνει καθαρή παρουσία του αιωνίου χωρίς ιστορία και χωρίς μέλλον;

O νεαρός Μπάρτ ανάμεσα σε διάφορες επιρροές «έζησε στην ατμόσφαιρα του νεοκαντισμού». Έτσι λοιπόν έρχεται σχεδόν φυσικό να αναρωτηθούμε πόση επιρροή εξάσκησε πάνω του το υπερβατικό το οποίο υπήρξε καθοριστικό για την θεολογία που προήλθε από τον Σλαϊερμάχερ. Ήδη ο Μπόνοφερ τον κατηγορούσε πως κινιόταν απευθείας μέσα στο πλαίσιο της υπερβατικής φιλοσοφίας του Kant. Ερμηνεύοντας το «Είναι του θεού στην αποκάλυψη» και την πνευματική «ενέργεια» που δίνει την ικανότητα κατανοήσεως ενός τέτοιου Είναι, ο Μπαρτ είναι συνεπέστατος με την υπερβατική προοπτική. Από αυτό συνεπάγεται πως, παρότι χρησιμοποιεί κατηγορίες χρονικές, η έννοια της ενέργειας που χρησιμοποιεί δεν μπορεί να την σκεφθεί κάποιος με όρους χρονικότητος. Τόσο η ελευθερία του θεού όσο και η πράξη της πίστεως είναι κατ’ ουσίαν υπερχρονικά. «Για τον Μπάρτ καμμία ιστορική στιγμή δεν είναι ισάξια του απείρου, έτσι ώστε η εμπειρική πράξη των ανθρώπων –πίστη, υπακοή– μπορεί να φανεί χρήσιμη το πολύ σαν ένδειξη της ενέργειας του θεού, αλλά στην ιστορικότητά της δεν θα μπορέσει ποτέ της να είναι πίστη και υπακοή καθ’ εαυτές».

Και δεν είναι ακριβώς γι’ αυτή την προϋπόθεση του υπερβατικού που στον Μπάρτ το «τέλος» μπορεί να εξισωθεί με την Αρχή; Και το έσχατον μπορεί να καταλήξει το όριο, υπερβατικό ακριβώς, που η αιωνιότης θέτει στον χρόνο; Ακόμη και στον ώριμο Μπαρτ η αλήθεια του θεού, είτε την εκλάβουμε σε σχέση με την έννοια της αποκαλύψεως, είτε την εκλάβουμε σε σχέση με την έννοια του εσχάτου, παραμένει, παρατηρεί ο Moltman,σαν «επιφάνεια του αιωνίου παρόντος και όχι σαν αποκάλυψη της μελλοντικής υποσχέσεως». Ακριβώς λοιπόν λόγω ενός υπερβατικού οράματος της θείας υποκειμενικότητος, της αποκαλύψεως και του εσχάτου έχουμε στον Μπαρτ την «καθαρή παρουσία του θεού», την αιώνια παρουσία ¬του θεού στον χρόνο», και στο τέλος «ένα παρών χωρίς μέλλον». Για τον Μπάρτ η ανθρώπινη ιστορία οδηγήθηκε στην τελική της κρίση από την εισβολή ενός εσχάτου υπερβατικού τύπου. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως το καινοδιαθηκικό έσχατον καταλήγει αιώνια υπερβατικότης , το υπερβατικό νόημα όλων των χρόνων, εξίσου κοντινό και μακρινό από όλα τα σημεία της Ιστορίας! Δεν είναι όμως αλήθεια πως κατά την Κ.Δ. η Βασιλεία του θεού, παρότι κατά κάποιο τρόπο ήδη στον Χριστό έγινε παρούσα, παραμένει ακόμη να έλθει στην πληρότητά της; Η Ανάσταση του Χριστού, ενώ έχει ήδη συμβεί, δεν αναγγέλλει ένα μέλλον το οποίο δεν έχει φτάσει και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη; Η Ανάσταση, μαζί με τον Σταυρό του Χριστού, είναι ένα τέτοιο γεγονός που τρυπάει σαν αγκάθι μέσα στο κρέας κάθε παρών και το ανοίγει στο μέλλον: «Εάν η αποκάλυψη του θεού στην Ανάσταση του Χριστού περιέχει μέσα της μια εσχατολογική διαφοροποίηση, εγκαινιάζει ταυτοχρόνως την Ιστορία της κατηγορίας της προσμονής και της αναμνήσεως, της σιγουριάς και της απειλής, της υποσχέσεως και της μετανοίας».

Γι’ αυτό το λόγο πολλοί έχουν αναρωτηθεί εάν υπάρχει για τον Μπαρτ μια πραγματική Ιστορική «πρόοδος». Συμβαίνει στ’ αλήθεια γι’ αυτόν κάτι στην Ιστορία; Ο Barth όπως έχουμε ήδη σημειώσει επανέλαβε συχνά πως η αποκάλυψη δε είναι μια αχρονική πραγματικότης, είναι Ιστορία: δεν παραμένει υπερβατική στον χρόνο, δεν είναι αδιάφορη να τον ακουμπήσει, αλλά τον διαπερνά ή καλύτερα προσλαμβάνει τον χρόνο ή ακόμη καλύτερα, δημιουργεί τον χρόνο της! Με την αποκάλυψη ο κοινός χρόνος δεν παύει να υπάρχει, αλλά δεν είναι πλέον κενός, είναι αυθεντικός. Η αποκάλυψη φανερώνει και καταστρέφει τον αναυθεντικό χαρακτήρα του χρόνου, «καθότι φανέρωση του χρόνου της Χάρης είναι εισβολή της κρίσεως του κοινού Χρόνου».

Η σχέση της αιωνιότητος με τον χρόνο είναι ξεκαθαρισμένη ως εξής: «ο θεός προηγείται, συνοδεύει, ακολουθεί τον χρόνο». Αλλ’ όμως ο Μπαρτ εξηγεί κάθε γεγονός, την αποκάλυψη όπως και τον κόσμο, κάνοντάς το να προέρχεται από ένα μοναδικό ύψος, την αιωνιότητα. Σ’ αυτό το ρίσκο έζησε ο Μπάρτ από την νεότητά του, από τότε ακόμη που καθόρισε την διαλεκτική του χρόνου και της αιωνιότητος, και ακόμη από την αιώνια εκλογή της Χάρης, όλα τους σημεία αφηρημένα έξω από τον χρόνο, σε κάθε περίπτωση. Αυτή ακριβώς η προοπτική πλησιάζει τον Μπάρτ στις θέσεις του Εγέλου.

Είναι αλήθεια πως ο Μπάρτ επαναλαμβάνει με τον Καλβίνο, πως η θεολογία γεννιέται από την πίστη. Αλλά αυτή η πίστη καθώς είναι υπακοή στην αυτοαποκάλυψη του θεού πρέπει να είναι και ερμηνεία ταυτόχρονα, και μάλιστα ερμηνεία του ανθρώπου. «Ο θεός αποκαλύπτεται –παρατηρεί ο Fuchs– αλλά ερμηνεύει ο άνθρωπος. Ο Μπαρτ όμως σκέπτεται διαφορετικά. Εάν δεν έλθει πρώτα ο Λόγος του θεού, «όχι μόνον δεν θα υπάρχει καμμία κανονική θεολογία, αλλά πάνω απ’ όλα δεν υπάρχει καμμία ευαγγελική θεολογία. Και η θεολογία δεν έχει καθόλου σκοπό της την ερμηνεία, τον σχολασμό ή να κάνει κατανοητό αυτό τον Λόγο. Η θεολογία πρέπει να πραγματοποιήσει όλα αυτά σε σχέση με τους Μάρτυρες αυτού του Λόγου. Σε σχέση όμως με τον ίδιο τον Λόγο δεν έχει να ερμηνεύσει τίποτε. Η θεολογική απάντηση σ’ αυτό το σημείο μπορεί να συνίσταται μόνον στην επιβεβαίωση και στην απόδειξη πως ο Λόγος εκείνος ειπώθηκε και ακούστηκε πριν από κάθε ερμηνεία»

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: