Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Ο ΒΟΥΔΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΚΕΨΗ (5)

Συνέχεια από Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου

Δεν είναι ύψιστης σημασίας για μας  πως ο πιο «μηδενιστής» και ταυτοχρόνως ο πιο φιλόδοξος από τους μεγάλους αντιπάλους  του Χριστού του καιρού μας –αντίπαλος και μέσα στην σκέψη του διάδοχος παρά αντίπαλος–  αυτός που απαίτησε με μια συνειδητότητα πιο καθαρή από κάθε άλλον, να εγκαινιάσει μια νέα εποχή του πνεύματος, υπήρξε τόσο μεγάλος θαυμαστής του Βουδισμού;
Προσανατολισμένος, όπως και όλοι οι άλλοι, από την νεότητά του, στην ανάγνωση του Σοπενάουερ, ο Νίτσε μελετά με πάθος την μεγάλη θρησκεία της Ανατολής που ανεκαλύφθη τελευταίως. [Αυτή που θα φέρει και τον Αντίχριστο]. Γρήγορα μάλιστα στη ζωή του επικεντρώνει τον ενθουσιασμό του με την ευκαιρία της επαφής του με τον Βάγκνερ. Στην ανεπίκαιρη πραγματεία του εναντίον του Στράους, τον ελέγχει διότι ξεχνά «πως ακόμη σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητος είναι Βουδιστικό και όχι Χριστιανικό». Είναι η εποχή κατά την οποία είχε ακόμη σαν οδηγό του τον Köppen, τον γέρο-μαθητή του Φώϋερμπαχ.

Στα 1880 θα είναι ο Wackeruagel, ύστερα το 1881 ο Oldenberg. Αλλά η ακόρεστη περιέργειά του πάει στις πηγές, έτσι το 1876 ή 77 είχε ήδη διαβάσει σε αγγλική μετάφραση το Sutta-Nipata. Σιγά-σιγά ο θαυμασμός του εκρήγνυται. Καταλαμβάνεται απολύτως από αυτόν τον ολοκληρωτικό φαινομενισμό, ο οποίος τον επιβεβαιώνει στην άρνησή του για κάθε πλατωνική ουσία. Ακόμη περισσότερο δε και από την άρνησή του για τον νοητό κόσμο του Πλάτωνος, είναι υποταγμένος από το δόγμα της απελευθερώσεως η οποία δεν χρειάζεται κανέναν Λυτρωτή. Και με αυτόν τον τρόπο δεν θέλει να διακρίνει την σκοτεινή πλευρά αυτής της θρησκείας των σκλάβων. Αυτός ο Βουδισμός ήταν εκείνος ο σύμμαχος που του ήταν απαραίτητος στην διπλή του διαμάχη, στην διπλή του αποστολή, του γκρεμίσματος και της ριζικής επαναοικοδομήσεως. Εκτός αυτού πρόσεξε και μια κάποια αναλογία ανάμεσα στις συνθήκες στις οποίες κηρύχτηκε στο ξεκίνημά του ο Βουδισμός, με τις συνθήκες του πρώτου Χριστιανικού κηρύγματος. Και έτσι, όταν ο ίδιος ξεκινά να υποδύεται τον καινούργιο ευαγγελιστή, εκμεταλλεύεται αυτό που γνωρίζει από τις Σούτρες για να κατατροπώσει τα Ευαγγέλια. Ο Ζαρατούστρας του διαθέτει κάτι από τον χαρακτήρα του Σακυαμούνι. Μπορούμε δε να διαβάσουμε σε μία σημείωση του 1883 «Ο Ζαρατούστρα άλλαξε. Έγινε παιδί. Είναι ένας φωτισμένος». Ένας φωτισμένος, που σημαίνει δηλαδή ένας Βούδας. Και όπως και ο άλλος αυτός ο νέος φωτισμένος αρνείται μετά βδελυγμίας να κατέλθει προς τους ανθρώπους για να τους δώσει το μήνυμά του.
Χωρίς αμφιβολία πρέπει να τονίσουμε πως, στην τελευταία φάση της σκέψης του ο Νίτσε φτάνει στους αντίποδες του Βούδα. Εξυμνεί όλο και περισσότερο «την ιερή δυνατότητα να πούμε το Ναι» διότι γι’ αυτόν «ο υπέρτατος ηθικός σκοπός της ζωής δεν είναι η απελευθέρωσή μας από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων, αλλά η χαρούμενη αποδοχή του [όπως τα θύματα ερωτεύονται τον βιαστή τους], το πιο υψηλό ιδεώδες δεν ονομάζεται νιρβάνα, αλλά σαμσάρα». Αυτή η παρατήρηση της Λου Σαλομέ είναι οπωσδήποτε ακριβής, αλλά και ατελής. Διότι η Νιτσεϊκή ιδέα της αιωνίου επιστροφής είναι αμφίσημος. Η αποδοχή αυτής της επιστροφής είναι επίσης και ο μοναδικός δυνατός τρόπος απελευθέρωσης – και μόνο γι’ αυτό μπορεί να είναι χαρούμενη: μέσω αυτής της αποδοχής γίνεται προσπάθεια να ικανοποιηθεί ένας ανίκητος πόθος προς την αιωνιότητα, που όμως δεν θέλει να εγκαταλείψει σε μια αιώνια επανεκκίνηση, ούτε και να αναγνωρίσει κάποια ουσιαστική και υπερβατική Αρχή.

Αυτό ακριβώς το σημείο πλησιάζει αυτόν τον νέο μυστικισμό, που είναι δυναμικός και άθεος, στους μυστικισμούς της Μαχαγιάνα. Ο Νίτσε δεν μπορούσε βεβαίως να τις γνωρίσει καλά, αλλά φαίνεται πως μια εσωτερική εξέλιξη τον οδήγησε στην συμφωνία μαζί τους, ξεκινώντας από θέσεις που ανακαλούν περισσότερο εκείνες του πρωτόγονου Βουδισμού. Όπως και ο μέγας Vasubandhu, αυτός, μετεστράφη, χωρίς να αλλάξει πίστη, από το “μικρό” στο “μεγάλο μονοπάτι”. Τελικώς, το ιδεώδες του Βούδα τον στηρίζει και τον εμπνέει ίσως τόσο όσο και ο μύθος του Διόνυσου, στην παρανοϊκή του προσπάθεια. Η περίπτωσή του φωτίζει την έλξη που ασκεί ο Βουδισμός πάνω σε μια σκέψη που ο Καμύ πολύ σωστά ονόμασε «η Ευρωπαϊκή υπερηφάνεια», η οποία θέλει να ενωθεί με το Αιώνιο, χωρίς να εμπιστεύεται σε ένα Ον. Να ξεφύγει από την μοναξιά της, χωρίς να χρειάζεται να εισέλθει σε κάποια σχέση με έναν άλλον, με τον Άλλο. Η οποία επιθυμεί να ξαναβρεί στην πρωτογενή δύναμη τις πνευματικές της πηγές, χωρίς να θέλει να εγκαταλείψει αυτό που εκτιμά σαν την κριτική του ωριμότητα, ούτε να επιστρέψει στην άθεη απόφασή του.

Δεν χρειάζεται τώρα πλέον πολλές εξηγήσεις για να καθορίσουμε ποια θα είναι η Χριστιανική στάση. Και αυτό είναι εύκολα κατανοητό. Και πράγματι εάν ο ανθρωπιστής είχε παραιτηθεί από την έρευνα της αλήθειας, ο Χριστιανός γνωρίζει καλά πως δεν πρέπει να την αναζητήσει σε εκείνη την κατεύθυνση. Αυτό λοιπόν τον αφήνει ελεύθερο να σκεφτεί πως ο βουδιστικός ανθρωπισμός, ο οποίος σήμερα είναι καλύτερα γνωστός, μπορεί να προσφέρει στον σκοπό που προτείνει σε όλους τους εθνικούς ανθρωπισμούς, η εποχή μας, όπως λέει ο Renato Grousset:  Έναν πιο πλατύ ανθρωπισμό, πιο εκτεταμένο, φαρδύ όσο και οι διαστάσεις της ανθρωπότητος. Ο Χριστιανός μπορεί να το κατορθώσει αυτό καλύτερα, καθότι δεν προσδοκά να βρει σε αυτόν τον ανθρωπισμό ένα υποκατάστατο της πίστεως, κάτι που είναι αδύνατον.

Ο Χριστιανός μπορεί ακόμη, όπως και ο ανθρωπιστής, να θαυμάσει πάρα πολλά ωραία πράγματα και αγαθά, χωρίς δεύτερες προθέσεις, από την ανθρώπινη οπτική γωνία, που ο Βουδισμός βοήθησε να ανθίσουν και να φανερωθούν ή την φλόγα με την οποία οι οποαδοί του Βούδα προσπάθησαν να ανοίξουν μια έξοδο από την φυλακή του Γίγνεσθαι ή την ηρωική επινοητικότητα που ξεδίπλωσαν για να μαλακώσουν το πάθος και να μειώσουν την άγνοια που επιτρέπουν το ξαναχτίσιμο εκείνης της φυλακής. Ο Κομιακόφ θαύμαζε εκείνη την υπερηφάνεια του ελεύθερου πνεύματος, που ήταν μεν ανίκανο να σπάσει την σιδερένια αλυσσίδα των αισθητών φαινομένων, αλλά ανίκανου επίσης να παραμείνει υπηρέτης του και καταφεύγει λοιπόν στην αυστηρή και άγονη ελευθερία του Τίποτα.
Χωρίς να ερευνά για την αλήθεια, ο Χριστιανός μπορεί να πάρει πολλά μαθήματα. Όπως θαυμάζει για παράδειγμα τους Έλληνες τραγικούς ή την Περσική αρχιτεκτονική ή την ευγένεια του Μάρκου Αυρήλιου, έτσι μπορεί, χωρίς να προδίδει την πίστη του, να γευτεί την Βουδιστική γοητεία. Όσο και αν είναι παραπλανητική, κατά βάθος η σύγκριση ανάμεσα στην πνευματική άνοιξη που άνθισε στην Magadha, τετρακόσια τόσα χρόνια πριν τον Χριστό, και η άνοιξη που ξεπετάχτηκε στην Γαλιλαία ή ανάμεσα στους λόφους της Ούμπρια στις αρχές του δεκάτου τρίτου αιώνος (μετά την καταστροφή της Κων/πόλεως) δεν μπορούσε να λείψει. Έρχεται αυθόρμητα στο πνεύμα. Και όταν ο Χριστιανός διαβάζει στις βουδιστικές γραφές το έπος του Πούρνα ή την αφήγηση του διαλόγου των δύο νέων ευγενικής καταγωγής, τον Sariputra και τον Maggalaka, ή τις συζητήσεις του Σακυαμούνι με τον γλυκό και πιστό Ανάντα, δεν μπορεί βεβαίως να κατηγορήσει τον εαυτό του που θα αισθάνεται να γεννιούνται στην ψυχή του σχεδόν αδελφικά συναισθήματα. Δεν οφείλεται όμως σε αυτούς τους λόγους η σημερινή μας ενασχόληση με τον Βουδισμό.

Εάν έπειτα τοποθετηθούμε από την οπτική της Ιστορικής προόδου δεν θα δυσκολευθούμε να ομολογήσουμε πως η υπεροχή, τόσο τονισμένη στο κήρυγμα του Σακυαμούνι, του εσωτερικού στοιχείου πάνω στην ιεροτελεστία και στις δεισιδαιμονικές μορφές ή τις μηχανικές της εκστάσεως, αποτελούσαν μια πνευματική πρόοδο [Δεν πρέπει να λησμονούμε σε αυτό το σημείο την απώλεια του ΝΟΥ εκ μέρους της Δύσεως και η αντικατάστασή του με την εσωτερικότητα του Αυγουστίνου]. Από ένα διαφορετικό σημείο και με έναν τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί παράδοξος σε όποιον θα ερευνούσε μόνο μια του πλευρά, ο Βλαδίμηρος Σολόβιεφ, έφτασε να διακρίνει σε αυτό το κήρυγμα το γεγονός και την ανάδυση του προσώπου: «Η καθολική σημασία του Βουδισμού στην παγκόσμια Ιστορία, γράφει, συνίσταται σ’ αυτό, ότι σ’ αυτόν, για πρώτη φορά, η ανθρώπινη προσωπικότης αρχίζει να αξιολογείται όχι σαν μέλος μιας φυλής, ή μιας κάστας ή του κράτους, αλλά καθότι προικισμένη με μια ανώτερη συνείδηση, σαν ένα ον ικανό να φωτιστεί από τις ψευδαισθήσεις του ονείρου της καθημερινής υπάρξεως και να απελευθερωθεί από τις αλυσσίδες της αιτιότητος» (Σολόβιεφ, Η δικαίωση του αγαθού).

Αυτή είναι η κυριότερη κατηγορία που κατευθύνουν εναντίον του Σακυαμούνι οι οπαδοί μιας υποθετικής «παραδόσεως», οι αρχές της οποίας καταδικάζουν επίσης και ακόμη περισσότερο και το γεγονός του Χριστιανισμού. [Όπως ο Φιλίπ Σεράρντ αντιπροσώπευσε στην γλώσσα μας και κατά κάποιο τρόπο και οι Νεοορθόδοξοι μαθητές των Ρώσων με την έννοια της κοινωνίας  των προσώπων και της Συνάξεως].

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: