Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Χριστός-Μεσσίας

Ο άκτιστος άγγελος και το ομοούσιο

π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Έγινε λόγος σε προηγούμενο κεφάλαιο ότι οι αποκαλύψεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι αποκαλύψεις του Λόγου του Θεού, του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, ασάρκως. Στην Καινή Διαθήκη ο άσαρκος Λόγος σαρκούται.
Ο Λόγος δεν εμφανίζεται στην ιστορία με την ενανθρώπησή Του, άλλα υπήρχε και εμφανιζόταν στους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη. Με την ενανθρώπιση ο άσαρκος Λόγος έλαβε σάρκα.

«Για τους Πατέρες της Εκκλησίας δεν εμφανίζεται ο Χριστός για πρώτη φορά, όταν γεννιέται εκ της Παρθένου, μεγαλώνει και μετά αρχίζει να διδάσκει στους Αποστόλους, δηλαδή ο εκ Ναζαρέτ Χριστός. Δεν αρχίζει ο Χριστός να υπάρχει τότε, αλλά υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, όχι ως άνθρωπος, αλλά μόνον ως αγγελος-Θεός, Κύριος της δόξης».
Ο Γιαχβέ στην Παλαιά Διαθήκη, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, γίνεται Χριστός στην Καινή Διαθήκη. Ο Λόγος του Θεού γίνεται Χριστός, αφού εχρίσθη η ανθρώπινη φύση από την θεία φύση. Στην Παλαιά Διαθήκη εχρίοντο οι Βασιλείς και ελέγοντο χριστοί Κυρίου. Με την ενανθρώπιση εχρίσθη η ανθρώπινη φύση από την θεία· έτσι οι Μαθητές βλέποντας τον Χριστό, έβλεπαν τον Πατέρα, αλλά αυτό γινόταν εν Πνεύματι.
«Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινη φύση. Είναι μόνον ο Λόγος, δηλαδή είναι ο Λόγος σκέτος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που λέγεται στην Παλαιά Διαθήκη Κύριος της δόξης και Γιαχβέ. Είναι ο Άγγελος του Κυρίου, Άγγελος της δόξης, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ο οποίος εμφανίζεται στους Προφήτες.
Οπότε, οι Προφήτες βλέποντας τον Άγγελο του Κυρίου, βλέπουν τον Θεό, δηλαδή. Γι' αυτό και ο Χριστός λέγει: "ο εωρακώς  εμέ, εώρακε τον Πατέρα" (Ιωάννης ιδ', 9). Όποιος βλέπει τον Χριστό, βλέπει τον Πατέρα. Βέβαια, όχι την ανθρώπινη φύση του Χριστού, διότι δεν βλέπουμε τον Θεό, βλέποντας μια ανθρώπινη φύση. Αλλά, βλέποντας το άκτιστο πρόσωπο του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι, βλέπουμε τον Πατέρα, δηλαδή τον Ελοΐμ».
Έτσι, το όνομα Χριστός χρησιμοποιείται μετά την ενανθρώπιση.
«Το όνομα Χριστός αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση και είναι ο κεχρισμένος. Οπότε, ο Λόγος, πριν αποκτήσει ανθρώπινη φύση, δεν είναι ο Λόγος κεχρισμένος. Αλλά ο ίδιος ο Λόγος είναι το Χρίσμα. Ο Θεός είναι το Χρίσμα. Γιατί με την δόξα του Θεού την άκτιστη χρίεται ο άνθρωπος. Γι' αυτό, εκείνος ο οποίος χρίεται δεν είναι ο Θεός, αλλά είναι ο άνθρωπος ο οποίος χρίεται.
Και επειδή ο Λόγος ως άνθρωπος εχρίσθη, αν και είναι και πηγή του χρίσματος συγχρόνως και κεχρισμένος, και αυτό είναι το μυστήριο της ενσαρκώσεως, ότι το κατά φύση χρίσμα, χρίει τον εαυτό Του ως άνθρωπο. Αλλά ο Χριστός δεν έχει χρίσμα κατά χάρη. Έχει κατά φύση το χρίσμα. Ο Χριστός είναι ο κατά φύση κεχρισμένος. Αυτή είναι η πιο βασική διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.
Γι' αυτόν τον λόγο, η Παλαιά Διαθήκη, όταν αναφέρεται στον Χριστό, δεν αναφέρεται στον Χριστό ως Μεσσία. Και όλα όσα έχουν γραφή περί Μεσσία, Υιού του ανθρώπου είναι εξ επόψεως ετεροδόξου. Έχουν κοσκινίσει όλα τα χωρία περί Χριστού, Μεσσία στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι ολοφάνερο ότι στην Παλαιά Διαθήκη ο μεσσίας είναι ένας άνθρωπος. Δεν μπορούν να καταλάβουν, πώς αυτός ο απλούς άνθρωπος μεσσίας της Παλαιάς Διαθήκης, στην Καινή Διαθήκη εμφανίζεται ως προϋπάρχων και ως ένα πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, όπως αναπτύσσεται στην Χριστιανική παράδοση. 
Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο άνθρωπος, ο οποίος χρίεται. Και μεσσίες στην Παλαιά Διαθήκη λέγονται και οι Προφήτες και οι διάφοροι αρχηγοί του Ισραήλ κ.ο.κ. Γιατί είναι εκείνος που είναι κεχρισμένος από τον Θεό, για μια ορισμένη Αποστολή. Εάν θέλουμε πραγματικά να δούμε τον Χριστό στην Παλαιά Διαθήκη, όπως τον γνωρίζουμε στην Χριστιανική παράδοση, δεν θα ψάξουμε στα χωρία περί Μεσσία, άλλα στις θεοφάνειες στην Παλαιά Διαθήκη».
Τα ονόματα που προσδίδονται στον Χριστό στην Παλαιά Διαθήκη είναι Γιαχβέ, Μεγάλης Βουλής Άγγελος, Άγγελος ή Κύριος της δόξης, Σοφία του Θεού, και όχι Μεσσίας, το οποίο δηλώνει άνθρωπο.
«Και εκείνο που τονίζουν οι Πατέρες όπως και η ίδια η Καινή Διαθήκη, είναι ότι "ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι" (Ματθαίος ια', 27). Αυτό σημαίνει ότι κανένας δεν γνωρίζει τον Θεό, εκτός από αυτούς που εν τω Χριστώ βλέπουν τον Πατέρα: "ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα" (Ιωάννης ιδ', 9). Εμφανιζόμενος ο Χριστός στους Προφήτες, οι Προφήτες, βλέποντες εν Πνεύματι Αγίω τον Χριστό, τον Κύριο της δόξης, βλέπουν τον Θεό, οπότε ο Θεός είναι αόρατος, αλλά γίνεται ορατός μέσω του Χριστού σ’ αυτούς που βρίσκονται εν Αγίω Πνεύματι. Και αυτό λέγεται "θέωση" στους Πατέρες της Εκκλησίας, στην Παλαιά Διαθήκη λέγεται δοξασμός, δοξάζεται ο Προφήτης, και αφού δοξάζεται, βλέπει εν Αγίω Πνεύματι τον Θεό.
Η ορολογία "Πατήρ" και "Υιός" δεν υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη δεν είναι Πατέρας ούτε ο Άγγελος λέγεται Υιός. Εκεί που η Παλαιά Διαθήκη λέγει αυτός είναι Θεός, Υιός του ανθρώπου είναι ο Μεσσίας, ο οποίος στην Παλαιά Διαθήκη δεν είναι Θεός, είναι ένας άνθρωπος και κάθε ένας που παίρνει το χρίσμα λέγεται μεσσίας=κεχρισμένος. Αυτό σημαίνει "χριστός" στα Ελληνικά, μεσσίας=χριστός=κεχρισμένος, εκείνος που έχει το χρίσμα. Και αυτοί είναι και οι Προφήτες και οι Αρχιερείς και οι διάφοροι πολιτικοί αρχηγοί του Ισραήλ κ.ο.κ. Υπάρχουν πολλοί Μεσσίες στην Παλαιά Διαθήκη. Στην Πεντάτευχο το όνομα Μεσσίας υπάρχει μόνο πέντε φορές στο Λευϊτικό,
Όταν στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός λέγη "περί εμού εκείνος (ο Μωυσής) έγραψεν" (Ιωάννης ε΄, 46) και ψάξουμε την Πεντάτευχο, τότε, πού γράφει περί του Χριστού; Εάν νομίζουμε ότι ο Μωυσής γράφει για τον Χριστό ως χριστό-κεχρισμένο δηλαδή, στην Πεντάτευχο το όνομα Χριστός είναι πέντε φορές στο Λευϊτικό, πουθενά αλλού δεν υπάρχει».
Ο Χριστός, όταν ομιλούσε στους Ιουδαίους περί του ότι οι Προφήτες και οι δίκαιοι έκαναν λόγο γι' Αυτόν στην Παλαιά Διαθήκη, αναφερόταν στον Γιαχβέ, τον Άγγελο της δόξης. Με την ενανθρώπησή Του αυτός ο Άγγελος της δόξης έγινε ΧριστόςΜεσσίας.
«Τι είναι αυτό το πράγμα που λέγεται Χριστός, δηλαδή; Οι Εβραίοι προτίμησαν τον Χριστό να τον βλέπουν ως Μεσσία, ο οποίος ανήχθη σε Θεό, δηλαδή. Αλλά δεν λέει η Καινή Διαθήκη ότι ο Μεσσίας έγινε Θεός· λέει ότι ο Θεός έγινε Μεσαίας, δηλαδή αυτός ο Κύριος της δόξης, αυτός έγινε Μεσσίας και γεννήθηκε από την Παρθένο, δηλαδή.
Καλά, το λέγει ο Απόστολος Παύλος ή δεν το λέγει; Αυτό είναι το πρόβλημα. Ποιος το λέγει; Ο Απόστολος Παύλος το λέγει. Αρχαιότερο κείμενο υπάρχει στην Καινή Διαθήκη από τον Απόστολο Παύλο; Δεν έχουμε τίποτα αρχαιότερο από τον Απόστολο Παύλο. Όλα περί πηγών Μάρκου, Ματθαίου, Λουκά κλπ., όλα αυτά είναι θεωρίες σήμερα. Εκείνα που έχουμε σίγουρα από το 52 μ. Χ., μερικά χρόνια μετά την Ανάσταση, τα πρώτα κείμενα που έχουμε είναι του Αποστόλου Παύλου. Και οι επιστολές του προς Κορινθίους, δηλαδή, είναι από τα αρχαιότερα κείμενα που υπάρχουν στον Χριστιανισμό. Και εκεί λέει: "η πέτρα ην ο Χριστός" (Α΄ Κορινθίους ι΄, 4), η "ακολουθούσα" πέτρα ήταν ο Χριστός, "τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν" (Α΄ Κορινθίους β΄, 8), κλπ ».
Όπως προαναφέρθηκε, ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του έγινε Μεσσίας, Προφήτης, ιερεύς και Βασιλεύς.
«Οι δογματικοί προσπάθησαν να εξηγήσουν πώς η Καινή Διαθήκη έχει μέσα περί Αγίας Τριάδος που δεν έχει η Παλαιά Διαθήκη. Φαντάσθηκαν μερικοί την θεωρία ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει επίγειος Μεσσίας, ενδοκοσμικός Μεσσίας, μετά κάπου μέσα στην ιστορία του Ισραήλ εμφανίζεται ένας ουράνιος Μεσσίας και γίνεται μεγάλη συζήτηση πότε εμφανίζεται ο Μεσσίας στην Εβραϊκή παράδοση. Και μερικοί νομίζουν ότι είναι ο "Παλαιός των Ημερών" του Δανιήλ δηλαδή, και αυτός ο δανιήλιος Μεσσίας μπήκε στην Καινή Διαθήκη και ανεδείχθηκε ουράνιος Μεσαίας κλπ.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν έβλεπαν στην Παλαιά Διαθήκη τον Χριστό ως Μεσσία, αλλά ως τον Κύριο της δόξης, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Δηλαδή ο Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη δεν είναι ο Μεσσίας, είναι ο Άγγελος του Κυρίου που εμφανίζεται στους Προφήτες, οπότε ο Προφήτης βλέπει τον Θεό, βλέπει τον Θεό εν τω Αγγέλω δηλαδή, και αυτός ο Άγγελος είναι ο Χριστός.
Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη είναι άσαρκος, στην Καινή Διαθήκη είναι ένσαρκος, στην Παλαιά Διαθήκη δεν είναι Μεσσίας αυτός ο Άγγελος, στην Καινή Διαθήκη, αφού γίνεται άνθρωπος, γίνεται Μεσσίας. Οπότε, ο Άγγελος έγινε Μεσσίας, αλλά δεν ήταν ο Άγγελος Μεσσίας πριν ενσαρκωθή. Το μεσσιανικό έργο του Χριστού συνδέεται με την ενσάρκωση, δεν είναι προ της ενσαρκώσεως. Όταν έγινε σαρξ, έγινε και Προφήτης και Ιερεύς, έγινε και Βασιλεύς, έγινε και Μεσσίας.
Στην Παλαιά Διαθήκη το όνομα Μεσσίας φαίνεται πέντε φορές στο Λευϊτικό μόνο. Φαίνεται σαφώς ότι πρόκειται περί επιγείου ανθρώπου, δηλαδή ο κεχρισμένος είναι εκείνος που έχει το χρίσμα, τίποτα άλλο. Βέβαια ο Χριστός χρίσθηκε, αλλ' ο ίδιος ο Χριστός είναι το χρίσμα, δηλαδή ο Λόγος είναι το χρίσμα. Οπότε, ο Χριστός είναι η πηγή του χρίσματος, διότι είναι το χρίσμα και είναι και Χριστός, δηλαδή κεχρισμένος. Είναι το χρίσμα ως Θεός και χρισμένος ως άνθρωπος. Έχει αυτήν την διπλή πάντοτε ιδιότητα ο Χριστός.
Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέει και η ακολουθούσα πέτρα ην ο Χριστός, δηλαδή ο Χριστός ακολουθούσε. Οπότε, παίρνουμε το όνομα "Χριστός” από την ενσάρκωση, μετά το αποδίδουμε στον άσαρκο Λόγο, διότι είναι ταυτότητα προσώπων, όχι όμως φύσεων, διότι δεν υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη Χριστός στην ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη φύση έρχεται στην ύπαρξη από την Παναγία και, όταν ο Λόγος γεννάται από την Παναγία, γίνεται άνθρωπος και παίρνει όλα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου με τους τύπους κ.ο.κ.
Λοιπόν, αυτή είναι μια ερμηνεία, που βέβαια είναι των Πατέρων της Εκκλησίας, άλλα είναι και του Αποστόλου Παύλου, ότι ο Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη είναι ο Άγγελος Κυρίου. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που ο Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται σε Προφήτη, έχουμε εδώ θεοπτία».
Συνεπώς, στην Παλαιά Διαθήκη, κατά την ερμηνευτική των Αγίων Πατέρων, εμφανίζεται ο άσαρκος Λόγος και όχι κάποιος επίγειος Μεσσίας. Μεσσίας γίνεται ο Λόγος με την ενσάρκωσή Του. Ο Χριστός είναι και χρίσμα, ως Θεός, και χρισμένος κατά την ανθρώπινη φύση Του.
«Όταν οι Πατέρες διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη, δεν ψάχνουν κανέναν Μεσσία για να ταυτίσουν τον Χριστό στην Παλαιά Διαθήκη. Οπότε, δεν υπάρχει ανάγκη να υπάρχει κανένας υπερβατικός, ουράνιος Μεσσίας, όπως ψάχνουν ορισμένοι εσχατολόγοι που ήρθαν από την Αμερική σπουδαγμένοι, για να μας μάθουν αυτήν την μέθοδο. Εμείς την μαθαίνουμε αυτήν την μέθοδο από πιτσιρίκια στην Αμερική κλπ.».
Η συζήτηση μεταξύ των Αγίων Πατέρων και των Αρειανών ήταν, αν ο Λόγος που εμφανιζόταν στους Προφήτες ήταν άκτιστος ή κτιστός· έτσι οι Πατέρες εισήγαγαν τον όρο «ομοούσιος». Το σημαντικό είναι ότι στην συζήτηση αυτή οι Πατέρες χρησιμοποιούσαν επιχειρήματα τόσο από την Παλαιά, όσο και από την Καινή Διαθήκη.
«Στην αρειανική διαμάχη των Ορθοδόξων εναντίον των Αρειανών, εκείνο που καταπλήσσει τον μελετητή των συγγραμμάτων των Πατέρων εναντίον των Αρειανών, είναι πως οι Πατέρες αδιακρίτως χρησιμοποιούν την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη. Δηλαδή, οι Πατέρες αντλούν επιχειρήματα και από τις δύο Διαθήκες. 
Γιατί; Διότι όλη η διαμάχη μεταξύ τών Πατέρων και τών αιρετικών Αρειανών, τι ήταν; Οι Αρειανοί ισχυρίζονταν ότι, όταν στην Παλαιά Διαθήκη οι Προφήτες έβλεπαν τον Λόγο του Θεού, έβλεπαν κτιστό Λόγο, κτίσμα. Επομένως, είναι ένας κτιστός Λόγος, ο οποίος εσαρκώθη. Και εναντίον των Αρειανών οι Πατέρες προέταξαν την διδασκαλία της παραδόσεως, ότι οι Προφήτες δεν είδαν κτιστό Λόγο, είδαν άκτιστο Λόγο.
Λοιπόν, η διαμάχη μεταξύ τους είναι, εάν ο Χριστός, ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, είναι κτιστός ή άκτιστος. Δηλαδή, η διαμάχη είναι περί θεοπτίας. Οι Αρειανοί είπαν ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει θεοπτία και οσάκις βλέπει κανείς τον Χριστό, βλέπει κτιστό Χριστό, κτιστό Λόγο. Και πάλιν δεν βλέπει άκτιστο, αλλά βλέπει δια του κτίσματος, το οποίο κτίσμα είναι σύμβολο του ακτίστου, είναι και δεν είναι το ίδιο άκτιστο.
Οπότε, όταν έλεγαν μεταξύ τους οι Πατέρες και οι Αρειανοί και εμάχοντο εάν ο Λόγος είναι ομοούσιος τω Πατρί ή ανόμοιος τω Πατρί, οι Πατέρες υπεστήριζαν ότι οι Προφήτες διδάσκουν ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος τω Πατρί, οι Αρειανοί έλεγαν ότι οι Προφήτες διδάσκουν ότι δεν είναι ομοούσιος τω Πατρί. Οπότε, η ορολογία "ομοούσιος" είναι το καινούριο στοιχείο. Προστίθεται το "ομοούσιος" στην παράδοση. Αλλά το "ομοούσιος" είναι ρήμα. Είναι το ρητό. Είναι κτιστό ρητό. Το νόημα όμως του "ομοούσιος" είναι καινούριο ή υπάρχει; Υπάρχει. Διότι, αποδίδει την εμπειρία τής Θεώσεως των Προφητών, η οποία εμπειρία προϋπάρχει του ρήματος "ομοούσιος".
Γι αυτό εμάχοντο, αν ο Λόγος, ο οποίος ενεφανίσθη στους Προφήτες είναι κτιστός ή άκτιστος. Είναι άκτιστος ο Λόγος στην Παλαιά Διαθήκη. Η εμπειρία της εμφανίσεως τού ακτίιστου είναι μια εμπειρία που προϋπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη. Και εκείνο το οποίο προστίθεται στην Ορθόδοξη παράδοση είναι το ρητό "ομοούσιος"· για να αποδοθή τι; Το νόημα που ήδη υπάρχει στην εμπειρία».
Έτσι, ο Χριστός είναι ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης.
«Έγραψε κάποτε μια υφηγεσία ένας που είναι τώρα καθηγητής και τα έλεγε αυτά, Ελοχίμ, Γιαχβέ - Γιαχβέ είναι ο Χριστός κλπ. Και ένας συνάδελφος, ο οποίος ούτε καν είναι ειδικός στην Αγία Γραφή, άρχισε να λέει: "Ακούς εκεί ο υποψήφιος να λέει ότι ο Γιαχβέ είναι ο Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη, κλπ., πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα!”. Του λέω: "Με συγχωρείτε, κύριε συνάδελφε, το λένε όλοι οι Πατέρες τής Εκκλησίας αυτό το πράγμα, δεν είναι καμιά καινούρια θεωρία, το λένε οι Πατέρες"».
Συνεπώς, οι Άγιοι Πατέρες έχοντας υπ’ όψιν την διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης για τον άσαρκο Λόγο, τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, αλλά και την διδασκαλία περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, θέσπισαν το δόγμα περί του Τριαδικού Θεού.
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αυτό ειναι συγκλονιστικό κείμενο. Θα το σχολιάσεις Αμέθυστε;