Συνέχεια από Τετάρτη, 13 Σεπτεμβρίου 2017
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1)
Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
α) Τα παραδεδομένα
Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο; |
1. Το μυστήριο (Mysterium) τής τριαδικότητας τού Θεού και άρα και της
«προσωπικότητας» του Αγίου Πνεύματος δεν αμφισβητήθηκε απ’ τους Μεταρρυθμιστές.
Είναι η νεώτερη κατ’ αρχάς ‘εξήγηση’ (Exegese)
που βρήκε, ‘πίσω’ και στο ‘βάθος’ τού διαφωτιστικού μονοθεїσμού (Deismus) και ίσως και της έκφρασης τού Φίχτε, ότι
είναι πάντοτε πεπερασμένο και περιορισμένο το πρόσωπο, αφορμή στα νεοδιαθηκικά
κείμενα για να δη περισσότερο μιαν απρόσωπη θεїκή δύναμη παρά ένα θεїκό πρόσωπο
στο (Άγιο) Πνεύμα. Βασίζονται ωστόσο πολλά σ’ έναν απλοїκό και αστόχαστο ορισμό
τού προσώπου σ’ αυτά τα κείμενα. Και παραβλέποντας τό γεγονός, ότι δεν μπορούμε
να ‘φανταστούμε’, ακόμα κι αν είναι πράγματι μια θεїκή δύναμη το Πνεύμα στον Παύλο,
καμμιάν απρόσωπη δύναμη στον
χριστιανικό Θεό, μπορούμε και να παρουσιάσουμε δυό αποφασιστικά επιχειρήματα
για την ‘προσωπικότητα’ του Πνεύματος.
Κατ’ αρχάς το επιχείρημα τής πλήρους συμπληρωματικότητας ανάμεσα στο Πνεύμα
και τον Ιησού, με ταυτόχρονη σαφή διάκριση ανάμεσά τους. Προσκυνά και τους
δυό (( ! )) με τον ίδιον, αρμόζοντα σε έναν Θεό σεβασμό
απ’ την αρχή η Εκκλησία (πρβλ. Ιουστ., 1 Απολ. 13), αποδίδονται και στους δυό
οι ίδιες θεοποιές ενέργειες, όπως μπορούν μόνο θεїκά πρόσωπα να τις εξασκούν
(πρβλ. Καλβίνο, Inst. III 1, 1-2), παρ’ όλο που πρέπει να πάη πρώτα
στον Πατέρα για να μας στείλη το Πνεύμα ο Ιησούς. Θα ήταν άρα το ίδιο σαν να
αμφισβητούμε τη θεότητα τού Ιησού το να την αρνηθούμε στο Πνεύμα. Δεν
αντιτίθεται δηλ. στην ‘ομοουσιότητά’ του, στο “simul adoratur”
(«όμοια προσκυνητό»…), ο μη ορισμός τού Πνεύματος (( Σημ. τ. μετ.: Έρχονται στον ‘σύγχρονο’
κόσμο, αγνοώντας επιδεικτικά τούς αριστουργηματικούς και αποκαλυπτικούς εν Αγίω
Πνεύματι λόγους τών Ελλήνων Πατέρων, και ‘δημιουργούν’ ως ταχυδακτυλουργοί
σημεία και τέρατα μέσα απ’ το ‘καπέλλο’… Μπορεί και να ‘σαρκάζουν’ ‘η δεν ξεύρω
κι εγώ τι… Κι είναι μεγάλο το ‘κρίμα’ ημών τών Νεοελλήνων, που δεν ακολουθούμε
το παράδειγμα των Πατέρων μας, που ξεσκέπαζαν αναλυτικότατα όλες τις περί την
πίστιν ασχήμιες… )) .
Και νά και η διαπίστωση: «Αν
‘απευθύνεται’», όπως περιγράψαμε προηγουμένως, «στην προσωπικότητα του ανθρώπου
το Άγιο Πνεύμα, δεν μπορεί να είναι μια απρόσωπη δύναμη το ίδιο. (Γιατί…) είναι
το Πνεύμα τής γνώσης, της σοφίας και της αλήθειας (( Της δικής μας δηλ. γνώσης και σοφίας και
αλήθειας! Που είναι όμως μωρία για τον Θεό… )) . Και ταιριάζουν πράγματι στο
Άγιο Πνεύμα αυτά τα προσωπικά ‘επίθετα’ (Epitheta), επειδή είναι απ’ την αρχή του προσωπικό» (Gerhard Ebeling,
Dogmatik des
christlichen Glaubens
III – 1979). Kάτι που δεν εμποδίζει ωστόσο το
2.
να παραμένη ακατάληπτος για μας ο τρόπος, κατά τον οποίον είναι πρόσωπο
το Πνεύμα. «Δεν υπάρχουν λόγια που θα επέτρεπαν, να εκφρασθή πλήρως η
προσωπικότητα του Πνεύματος και ο ρόλος του», λέει ο Dupuy, και μπορούμε να το αντιληφθούμε μόνο στην
ενέργειά του, ενώ στην ουσία του «μόνον αποφατικά (apophatisch)». «(Γιατί…) ξεπερνά κάθε τι το προσωπικό το
πρόσωπό του· και θα πρέπη να παραπέμψουμε στο “incommunicabilis” («ακοινώνητο»;!...) του Ριχάρδου (Richard) εδώ· ακόμα κι όταν «δεν κατευθύνεται από
κανέναν» ο πλήρης πνεύματος άνθρωπος κατά τον Παύλο, φανερώνεται άλλη μια φορά
η «αποφατική δύναμη του Πνεύματος» (B.
D. Dupuy,
Esprit Saint
et anthropologie
chrėtiene).
Το ίδιο εννοεί δε, ‘αρνούμενος’ κάθε «είδος» (“eidos”) στο Πνεύμα, ο Th. F.
Torrance. Ενώ το ονομάζει «ασυστηματοποίητο», «κι ότι
δεν μπορεί να περικλεισθή σε κανέναν ορισμό και σε κανένα σύστημα» ο G. Widmer.
Υπάρχει δε και ο Buber στον χώρο τού Ιουδαїσμού, που τονίζει το
‘ανέκφραστο’ του Πνεύματος, κι ότι χρειάζεται τους συναντώμενους αναμεταξύ τους
ανθρώπους για να εκφρασθή…
3. Ο σύγχρονος περσοναλισμός είναι ή
υπήρξε μια προσπάθεια, να σωθή, με μιαν ορθολογιστική τεχνική (Technik), απ’ το να ‘καταβροχθισθή’ το ανθρώπινο
πρόσωπο. Υποστήριξε λοιπόν με έμφαση την μη αντικειμενοποίηση τού προσώπου· κι
αν ‘αποφεύγη’ έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο την αντικειμενοποίησή του, πόσω μάλλον
το θεїκό Πνεύμα (( ! )) . Μπορεί να ισχύη
αυτό το συμπέρασμα, κρύβεται όμως κι ένα άλλο ερώτημα πίσω απ’ αυτό: μήπως
συμβαίνουν αντίστροφα τα πράγματα, μήπως δεν ‘τρέφεται’ δηλ. ουσιαστικά από μια
θεολογική, χριστιανικο-τριαδική ακριβέστερα κληρονομιά ο φιλοσοφικός
περσοναλισμός, ‘παραιτούμενος’ (απ’ αυτό…) τη στιγμή που είτε ξεχνά είτε
διαψεύδει την καταγωγή του. Τη θέση αυτή την υποστήριξε με έμφαση ο Roger Benjamin,
παραπέμποντας όσον αφορά στη συνείδηση
της θεολογικής καταγωγής τού «προσώπου» στους Mounier, Nėdoncelle, Maine
de Biran,
Renouvier, Maritain,
Ricoeur και
ιδιαιτέρως στον Denis de Rougemont.
Ο Tillich δίχνει απ’ τη μεριά του ότι, αν
χαρακτηρίζεται τον 19ον αιώνα (και μόνον τότε) ως Πρόσωπο ο Θεός,
δεν πρόκειται παρά για ένα ‘απομεινάρι’ τής παλαίποτε τριαδικής θεολογίας·
γιατί δεν θα μπορούσε καν να προσφωνηθή, εκτός από τριαδικά, ως ένα Εσύ. Κι αν
είναι έτσι τριαδικός αρχικά ο ορισμός τού προσώπου, δεν επιβαρύνεται
κι απ’ τη σκέψη, ότι περιέχει περατότητα η προσωπικότητα. Απαιτεί βέβαια έναν
φυσικό περί προσώπου ορισμό ο Juan
B. Alfaro,
έτσι ώστε να μπορή να τελειοποιή σε μιαν
οριστική υπερφυσική προσωπικότητα
τον άνθρωπο η ελεύθερη χάρη του Θεού, καθώς φτάνει μόνο με τη δύναμη αυτής
τής ανύψωσης στην πλήρη του αυτοκυριαρχία, και στη δυνατότητα έτσι τής πλήρους
του αυτοπαράδοσης ο άνθρωπος. Υπερβαίνεται (‘προσπερνάται’…) μάλιστα έτσι η
ενυπάρχουσα στον δημιουργημένον άνθρωπο αντινομία (Antinomie) μεταξύ τής
δικής του θέλησης και της επιθυμίας να βγη απ’ τον εαυτό του, μόνον όμως μέσα
από μια βασική επιλογή, για την οποία και καθιστά ικανή τη ‘δημιουργημένη’
ελευθερία του η Χάρη. Υπάρχει λοιπόν μια εσωτερική αναλογία (Analogie) στο πρόσωπο για τον Alfaro: είναι δηλ. και οι δυό προτάσεις αληθινές:
Είναι πρόσωπο, επειδή μπορεί να ανυψωθή σε μιαν ‘Εγώ-Εσύ-σχέση’ προς τον Θεό ο άνθρωπος,
και: Είναι ικανός να δεχθή τη χάρη, εφ’ όσον είναι πρόσωπο ο (ίδιος ο…)
άνθρωπος (( Σημ. τ. μετ.: Βλέπουμε
πώς κατασκευάζεται ολόκληρη η ‘ιστορία’… Εφευρίσκεται η έννοια του προσώπου, ή
μάλλον προέρχεται απ’ τη μεγάλη ατομική και υποκειμενική παράδοση της Δύσης,
ενώ δεν συναντάται κατά κανέναν τρόπο στην ‘παράδοση’ της Εκκλησίας τού Κυρίου…
Βλ. πολλές αναρτήσεις στον «Αμέθυστο»… Εδώ το ‘πρόσωπο’ δίνει μιαν ιδιαίτερη
αλλά και εντελώς ανύπαρκτη στην πραγματικότητα ‘υπόσταση’ στο ανθρώπινο όν, ξεγελώντας
το μέχρι θανάτου, και ζητώντας, απαιτώντας να προσαρμοσθή και ο Θεός σ’ αυτό…
Και πέρασαν όλα αυτά, δυστυχώς, και στη ‘μοντέρνα’ Ελλάδα – και τη Ρωσία και τη
Σερβία κ.α. – με τους δυτικοτραφείς, αλλά με ένδυμα ορθοδόξου ‘καθηγητές
διεθνούς κύρους’, ξεγελώντας πάρα πολλούς από όσους άκριτα τούς παρακολουθούν…
)) .
4. Ως τελευταίο πρέπει να παρατηρήσουμε,
ότι ‘αποκάλυψαν’ οι Μεταρρυθμιστές, και ιδιαιτέρως ο Καλβίνος, εκ νέου την
απλήν έννοια του Πνεύματος ως Εξηγητή τής φανέρωσης του Χριστού (της αγάπης
δηλ. Πατέρα και Υιού) ανάμεσα απ’ τις πολλές απόψεις τής μεσαιωνικής περί
Πνεύματος θεολογίας. Είναι συνδεδεμένο αχώριστα στον Λόγο το Πνεύμα, έτσι όμως
«ώστε να επενεργή με διπλόν τρόπο στους εκλεκτούς του, εσωτερικά με το Πνεύμα
του και εξωτερικά (( ! )) με
τον Λόγο του, ο Θεός». Κατανοούν βέβαια τον Λόγο κυρίως ως Γραφή οι
Μεταρρυθμιστές, που παραμένει νεκρή, και μάλιστα θανατώνει χωρίς το Πνεύμα-
Εξηγητή, παρέχοντας ωστόσο, μ’ έναν εκ Θεού σύνδεσμο μεταξύ Γράμματος και
Πνεύματος, ζωντανή βεβαιότητα. «Το
Άγιο Πνεύμα, που κατοικεί στις καρδιές μας, μας επιτρέπει να αισθανθούμε τη
δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, γιατί μας φωτίζει, για να μπορέσουμε να
δούμε τα χαρίσματά του, τα οποία και σφραγίζει, τα εντυπώνει στις καρδιές μας
και τα αφήνει εκεί να επενεργοήσουν, καθιστώντας μας νεογέννητους, έτσι ώστε να
μπορούμε να υποδεχθούμε μέσα απ’ Αυτό όλα τα προσφερόμενα σε μας αγαθά και
χαρίσματα εν Ιησού Χριστώ» (Κατήχηση…). Η εσωτερική δύναμη τού επιχειρήματος
τού Καλβίνου βρίσκεται στον αυστηρό συσχετισμό μεταξύ Λόγου (Γραφής) και
εσωτερικής μαρτυρίας τού Πνεύματος, που πείθει με τον αντικειμενικό Λόγο τής
Γραφής και πέρα από κάθε ανθρώπινες λογικές αιτίες, για τη θεїκή αλήθεια τους
πιστεύοντας Χριστιανούς. Απέναντι (μάλιστα…) στη δύναμη αυτής τής μαρτυρίας,
δεν είναι η αυθεντία τής Εκκλησίας παρά μια ‘πρόσβαση’ (προς την αλήθεια ας
πούμε…) για τον Καλβίνο· αληθινός ‘μάρτυρας’ παραμένει το Άγιο Πνεύμα. Και
προφυλάσσει έτσι απ’ το να γίνη ένας «χάρτινος Πάπας» (με την έννοια μιας
μηχανικής, λεκτικής έμπνευσης) η Γραφή. Είναι μάλιστα, όπως το περιγράφει
αναλυτικότερα ο Thėo Preiss,
από τριπλής άποψης μάρτυς το Πνεύμα: εκθέτοντας και ερμηνεύοντας αυτό που έχει
το ίδιο ακούσει, αναπαριστώντας έτσι τον ζωντανό Χριστό (( ! )) · αποσυρόμενο περαιτέρω κατά ένα
είδος κενώσεως (Kenose) του Πατρός και
του Υιού (και γι’ αυτό τόσο δύσκολα αντιληπτό ως πρόσωπο)· και αποτρέποντας
τελικά – αντίθετα προς τον Μοντανό και όλα τα Πεντηκοστιανά Κινήματα – το
βλέμμα απ’ τον εαυτό του, έτσι ώστε να μη μπορή καμμιά ενδοσκόπηση να
παρατηρήση την ενέργεια του Πνεύματος· δείχνει στον Χριστό το Πνεύμα.
Δεν είναι δε διαφορετικά συνολικά και
όσα προσθέτει ο Λούθηρος: Λόγος (όχι μόνον ως γραπτός αλλά και ως κηρυγματικός)
και Πνεύμα συνδέονται αξεδιάλυτα γι’ αυτόν, τόσο πολύ, ώστε να παραιτείται απ’
το παραδεδομένο τετραπλό νόημα της Γραφής και να μη θέλη να βρη πουθενά αλλού
παρά στα γράμματα (της αλφαβήτου…) το Πνεύμα. Κι αυτό μ’ έναν πολεμικό,
ισχυρότερα απ’ ό,τι στον Καλβίνο, σκοπό, ενάντια απ’ τη μια στην ονειροπόληση,
που προκρίνει τον «εσωτερικό λόγο τού Πνεύματος» απέναντι στον εξωτερικό, κι
ενάντια απ’ την άλλη στον Πάπα, που «κρίνει και λέει μαζί με την Εκκλησία του,
πως αυτό πρέπει να είναι το Πνεύμα και το σωστό, έστω κι αν είναι αντίθετο στη
Γραφή και προφορικός λόγος… Συμπέρασμα: ο ενθουσιασμός (Enthusiasmus) υπάρχει στον Αδάμ και τα παιδιά του απ’ την
αρχή μέχρι το τέλος τού κόσμου». Γενικώς ειπείν, ενδιαφέρεται να προστατέψη την
αντικειμενικότητα του θεїκού λόγου ο Λούθηρος: «Δεν ενέγραψε ούτε αμφίβολες προτάσεις
ούτε απλές υποθέσεις (Hypothese)
στις καρδιές μας, αλλά μάλλον σταθερές και ακράδαντες
εκφράσεις, πιο σίγουρες και πιο βέβαιες απ’ την ίδιαν την ζωή και κάθε
εμπειρία, το Άγιο Πνεύμα» (( Λέει στο
τέλος τού Ευαγγελίου του ο άγιος Ιωάννης: «Ούτός εστιν ο μαθητής ο μαρτυρών
περί τούτων και γράψας ταύτα, και οίδαμεν ότι αληθής εστιν η μαρτυρία αυτού.
έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ’ έν, ουδέ
αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία. αμήν»… )) .
Περιόρισε ωστόσο ο εντοπισμός τού
Πνεύματος στον λόγο τής Γραφής και της Εκκλησίας και στους δυό μεταρρυθμιστές,
τις παραδεδομένες σκέψεις για το Πνεύμα-Εξηγητή. Και εισήλθε στη θέση τής
αναπτυγμένης ελεύθερα προς όλες τις διαστάσεις εξήγησης (εμηνείας…) τού Ιησού
Χριστού και της σχέσης του άρα προς τον αποκαλυπτόμενον Πατέρα, η μια διάσταση
του γραπτού λόγου (και του εκκλησιαστικού μυστηρίου), που θα οδηγούσε σύντομα
σε συγκεκριμένες ‘σκληρύνσεις’ στην προτεσταντική ορθοδοξία (Orthodoxie).
( συνεχίζεται, με το επόμενο
υπο-κεφάλαιο «Νέες εκτιμήσεις» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου