Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (140)

  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Συνέχεια από: Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

                                                 Jacob Burckhardt
                                                       ΤΟΜΟΣ 2ος
                                    ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:
 ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ - 15

Αυτή η γενική απαισιοδοξία σχετικά με τη ματαιότητα του βίου εκφράστηκε αργότερα στην πορεία της ιστορίας με διαφορετικούς τρόπους. Ο σοφιστής Αντίφων απορρίπτει κάθε έννοια μεγαλοσύνης και ανωτερότητας του ανθρώπινου βίου· τα πάντα είναι χαμηλά, ασθενή, εφήμερα και επομένως καλυμμένα από ευτέλεια. Όσο για τον Αριστοτέλη, που είχε εντούτοις δηλώσει ότι η ζωή είναι καθ’ αυτή κάτι το επιθυμητό, μας κληροδότησε επίσης τα ακόλουθα θλιβερά λόγια: «Τί είναι ο άνθρωπος; ένα πραγματικό δείγμα αδυναμίας, μια εφήμερη λεία, ένα έρμαιο της τύχης, μια εικόνα της ανατροπής (του πεπρωμένου), μια ύπαρξη που άλλοτε εγκαταλείπεται  στο φθόνο και άλλοτε στη δυστυχία·όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά πίκρα και χολή». Τα κτήνη είναι στην πραγματικότητα ευτυχέστερα και κατά βάθος ευφυέστερα από τους ανθρώπους· για παράδειγμα ο γάιδαρος τον οποίο οι άνθρωποι κακομεταχειρίζονται τόσο βάναυσα δεν βλάπτει ποτέ ο ίδιος τον εαυτό του, όπως λέει ο Μένανδρος, και ο Φιλήμων προσθέτει: τα ζώα υπομένουν όσα τους προώρισε η φύση, και δεν έχουν ανάγκη ούτε να κρίνουν ούτε να αποφαίνονται, ενώ εμείς οι άνθρωποι συνδέουμε την άβολη ζωή μας με νόμους, είμαστε δούλοι των απόψεων, των προγόνων και των απογόνων μας· εφευρίσκουμε συνέχεια νέους λόγους για να δυστυχήσουμε. Ο ίδιος ποιητής λέει επίσης: «θύελλα δεν υπάρχει μόνο στη θάλασσα, αλλά ακόμη και όταν περιπλανιόμαστε κατω από μια στοά, ή στο ίδιο το σπίτι μας· οι ναυτικοί, μετά τη θύελλα συναντούν ένα βοηθητικό άνεμο, ή μπαίνουν σε κάποιο λιμάνι· ενώ εγώ υπομένω τη θύελλα όχι για μια μέρα μόνο αλλά σε όλη μου τη ζωή, και βρίσκομαι συνεχώς κάτω από καθεστώς οδύνης». Η αίσθηση ότι οι θεοί φθονούν τα ταλέντα των ανθρώπων ήταν ήδη μια αρχαία αντίληψη, και αργότερα (στον Σωτάδη) εκφράζεται ως παράπονο για την ιδιαίτερα δυστυχισμένη ζωή, και το θλιβερό τέλος προικισμένων ανθρώπων, καθώς και για την παράξενη μοχθηρία της μοίρας, που εξαπολύει βαριές απειλές εναντίον κάθε ευνοϊκής και σημαντικής συνθήκης· το συμπέρασμα είναι ασφαλώς το ακόλουθο: « Μια ημέρα χωρίς θλίψη και πόνο είναι ήδη ένα μεγάλο δώρο, διότι τί είμαστε τελικά; από ποιο υλικό πλασμένοι; Θυμήσου τί είναι η ζωή, σκέψου από πού έρχεσαι, τί είσαι και τί θα απογίνεις».

     Δυστυχώς όλα αυτά τα είδη της ποίησης, τα αφιερωμένα στο θρήνο των νεκρών, έχουν χαθεί, εκτός από κάποια σπάνια αποσπάσματα· σε ένα όμως απ’ αυτά, που προέρχεται από τον Σιμωνίδη, βλέπουμε ότι ο ποιητής οικτίρει την ανθρώπινη ύπαρξη, και τον εφήμερο βίο της μέσα σε τόσα πολλά βάσανα. Τα χωρικά αυτά που συνόδευαν τη ταφή των νεκρών, δεν ήσαν παρά ένας εντελώς εξαγνισμένος τελευταίος απόηχος της εξαιρετικά θορυβώδους, ακόμη και βάρβαρης νεκρικής τελετής των αρχαίων Ελλήνων· μήπως αυτοί οι τραγικοί χοροί, εκτός από το εγκώμιο και το θρήνο για το νεκρό περιέκλειαν ήδη και τους γογγυσμούς της ύπαρξης;

     Προκειμένου όμως να συμπληρώσουμε αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί ύβρις κατά της ύπαρξης, χρειάζεται να αναφερθούμε και σε άλλα παραδείγματα. Κατά τον Πίνδαρο η ύπαρξη δεν είναι παρά «μια ονειρική σκιά»· «ο χρόνος επικρέμεται πάνω από τους ανθρώπους παραπλανώντας τους και παρασύροντας στο διάβα του την ίδια τους την ύπαρξη». Κατά τον Σοφοκλή ο άνθρωπος δεν είναι τελικά παρά μια πνοή και μια σκιά. Στον Αίαντα, ο Οδυσσέας συναισθάνεται την τραγική μοίρα αυτού του ήρωα, με την οποία η Αθηνά θέλησε να επιδείξει την ισχύ των θεών, και νοιώθει τόση μελαγχολία σαν να πρόκειται για τη δική του μοίρα: «Διότι εμείς οι ζωντανοί, το βλέπω, δεν είμαστε παρά φαντάσματα, φευγαλέες σκιές». Αλλά ο Σοφοκλής, ο φίλος του Ηρόδοτου, με τον χορό των γερόντων στον Κολωνό, προσφέρει μιαν εντελώς διαφορετική διάσταση του θρήνου της ζωής: 

«Το   καλύτερο απ ’ όλα είναι να μην γεννηθεί κανείς•  αλλά, αφού έρθει στη ζωή, δεύτερο καλό είναι να πάει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, εκεί απ’όπου έχει έρθει. Γιατί όταν κανείς περάσει της νιότης  τα ξένοιαστα  κι ανέμελα  χρόνια, ποια βαριά χτυπήματα θα μείνουν έξω, ποια βάσανα θα λείψουν;  Φθόνος, στάσεις, διχόνοιες, πόλεμοι και σκοτωμοί• και τελευταία έρχονται τα  κα¬ταραμένα, τ ’ ανήμπορα, τ ’ άφιλα και έρημα γηρατειά, που όλα του κόσμου τα φριχτά δεινά   απάνω τους τα  έχουν».

Θα ήταν λάθος όμως να θεωρήσουμε ότι ο Σοφοκλής ήταν ο πρώτος που διαπίστωνε πως καλύτερο είναι να μην έχει γεννηθεί κανείς. Αρκετές τραγωδίες του Ευριπίδη, στις οποίες συναντάμε την ίδια αυτή έκφραση, μπορεί να είναι προγενέστερες του Οιδίποδα επί Κολωνώ· σε μια προγενέστερη εποχή που είναι σχεδόν αδύνατον να προσδιοριστεί, όταν ζητήθηκε από τον Όμηρο να προσδιορίσει τί είναι το καλύτερο για τον άνθρωπο, είχε απαντήσει: «Κατ’ αρχάς να μην είχε γεννηθεί, ή να διαβεί το συντομότερο τις Πύλες του Άδη». Σε ένα μυστηριώδη μύθο που περιλαμβάνει το διάλογο ανάμεσα στον Μίδα και τον φυλακισμένο του Σειληνό, τον οποίο ο Πλούταρχος δανείστηκε από ένα απολεσθέν έργο του Αριστοτέλη, και περιέλαβε στον Παραμυθητικό προς Απολλώνιο, ο βασιλιάς της Φρυγίας ρωτά τον ημίθεο τί είναι το καλύτερο και το πλέον επιθυμητό για τους ανθρώπους· μετά από παρατεταμένη σιωπή και έντονη περισυλλογή, του απαντά:   «Δυστυχισμένοι άνθρωποι, εσείς που η εφήμερη ύπαρξη σας υπόκειται σε τόσες οδύνες, γιατί με αναγκάζετε να σας αποκαλύψω πράγματα που θα ήταν καλύτερο για σας να μην γνωρίζετε ; Η ζωή γίνεται λιγότερο μίζερη όταν αγνοεί κανείς τα δεινά που ενέχει αυτό το προνόμιο. Οι άνθρωποι είναι αδύνατον να αποκτήσουν το υπέρτατο αγαθό και να συμμετάσχουν σε μια τελειότερη φύση. Το καλύτερο γι αυτούς θα ήταν να μην έχουν γεννηθεί. Ύστερα απ’ αυτό ό,τι περισσότερο μπορεί να επιθυμήσει κανείς είναι να πεθάνει το συντομότερο». Και ο Πλούταρχός από την πλευρά του προσθέτει: «Θα μπορούσαμε να ενισχύσουμε αυτή την αλήθεια με πολλές ακόμη μαρτυρίες. Αλλά ας περιοριστούμε σ’ αυτά». Σε άλλους λαούς η κατάρα της γενέθλιας ημέρας σπάνια αποτελεί την έκφραση μιας τόσο μεγάλης οδύνης.

     Πολυάριθμες καταγραφές, συνιστώντας μια πραγματική κοινοτοπία του ελληνικού πεσιμισμού, βεβαιώνουν ότι είναι καλύτερο να μην υπάρχει κανείς από το να υπάρχει, και ότι το να πεθάνει είναι μια εύνοια των θεών που παραχωρείται στους ανθρώπους ως ανταμοιβή, μια ένδειξη γενναιοδωρίας. Περιλαμβάνουν αφηγήσεις όπως η ιστορία των Κλέοβι και Βίτωνα, υιών της ιέρειας της Ήρας στο Άργος, των Τροφώνιου και Αγαμήδη, αρχιτεκτόνων του ναού των Δελφών, κ.ο.κ. Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα παρόμοιων συμβάντων: απεσταλμένοι από τη Θήβα με προσφορές προς τον Λίβυο Αμμώνιο, ζήτησαν να πληροφορηθούν, κατά παράκληση του μεγάλου Πινδάρου, «ποίο θα ήταν το βέλτιστο πεπρωμένο για έναν άνθρωπο αγαπητό (στους θεούς)», και το ίδιο έτος ο ποιητής απεβίωσε, σε μεγάλη είναι αλήθεια ηλικία, παρότι αυτό που κανείς συνήθως ευχόταν ήταν ένας πρόωρος θάνατος. Αυτός ο θάνατος αποτελούσε ακριβώς ένα ευτυχές γεγονός, διότι η ζωή ήταν γεμάτη οδύνες, ή, σύμφωνα με μια διαφορετική προσέγγιση, – συχνά αποδεκτή –, εξ αιτίας της αντίληψης πως επειδή κάποιος μέχρι στιγμής είχε διάγει έναν υποφερτό ή σχετικά ευτυχή βίο, το υπόλοιπο της ζωής του θα περιείχε μόνο βάσανα και δυστυχίες. Ορισμένοι άνθρωποι, όπως θα δούμε, προτίμησαν να πεθάνουν και μόνον επειδή ανησυχούσαν για την μοίρα που τους επιφύλασσε το μέλλον, και αυτή ακριβώς η επιλογή αποδεικνύει ότι η ζωή για τους Έλληνες δεν ήταν κατά κανένα τρόπο το πλέον πολύτιμο αγαθό. Αυτονόητο είναι επίσης ότι οι Έλληνες αγαπούσαν τη ζωή και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι φοβόντουσαν το θανάτου, όπως ακριβώς συνέβαινε και σε άλλους λαούς, αλλά αυτός ο θάνατος γινόταν εύκολα αντικείμενο λοιδορίας, επιτρέποντας να αναδύεται συνεχώς το αντίπαλο συναίσθημα. Σχετικά με την αντίληψη για μια υποτιθέμενη δεσπόζουσα ευδαιμονία την εποχή του Περικλή,  θα είχε ενδιαφέρον κατ’ αρχάς να ακούσουμε για παράδειγμα τον ίδιο τον Περικλή στον Επιτάφιό του· σύμφωνα με τα λεγόμενά του το πνεύμα της θλίψης και της κατήφειας ήταν τόσο διαδεδομένο ώστε να θεωρείται απαραίτητο να προσφέρονται συνεχώς αθλήματα, εορτές και κάθε είδους αναψυχή προκειμένου να ανατραπεί. Εκατό χρόνια αργότερα, ο Υπερείδης παρηγορεί τους συμπολίτες του και τις οικογένειες των θυμάτων του Λαμιακού πολέμου, ως εξής: «Μπορεί το να πεθάνει κανείς να είναι εξίσου επιθυμητό με το να μην έχει γεννηθεί, όμως οι νεκροί μας θα είναι στο εξής απαλλαγμένοι από ασθένειες, φροντίδες και όλα τα άλλα δεινά που κατατρύχουν τον ανθρώπινο βίο». Ασφαλώς, κανένας πολιτικός ρήτορας στη θέση του Υπερείδη δεν θα τολμούσε σήμερα να εκφράσει παρόμοιες απόψεις.

     Εκτός από τι αντιλήψεις αυτές που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποδωθούν σε ακραίες ή υποκειμενικές συνθήκες, υπάρχουν επίσης οι καταγραφές των ποιητών, και αν ακόμη υποθέσουμε ότι οι τραγωδοί δεσμεύτηκαν από τους μύθους να προάγουν τον πεσιμισμό, υπάρχουν και οι ελεγειακοί, οι οποίοι ακολούθησαν, ελεύθερα αυτή την τάση. Ο Θέογνις είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα· υποστήριζε και αυτός ότι είναι καλύτερο να μην έχει γεννηθεί κανείς, και κατά συνέπεια να πεθάνει το συντομότερο·  τρισευτυχισμένο αποκαλεί όποιον αναχώρησε πριν γνωρίσει τις πιο σκληρές δοκιμασίες του βίου, όπως η απιστία των φίλων. Ο ποιητής, στο χαρακτηριστικό απόσπασμα της ελεγείας, στο οποίο όπως είδαμε παραπονείται για την απώλεια της εμπιστοσύνης, της μετριοπάθειας, και των Χαρίτων, δεν ενοχοποιεί την ζωή καθαυτή, αλλά το βίο των Ελλήνων της εποχής του· οι όρκοι δεν ήσαν πια αξιόπιστοι, κανείς δεν τιμούσε πλέον τους αθάνατους θεούς, οι ευσεβείς εξέλειπαν, και  κανείς δεν ευλαβείτο ούτε νόμο ούτε θεούς. Ο άνθρωπος θα έπρεπε εν τούτοις όσο ζούσε και αντίκριζε τον ήλιο να ευλαβείται τους θεούς, και εδώ προστέθηκε μια εντελώς ξένη προς την ελληνική παράδοση προτροπή, η απόδοση τιμής στην Ελπίδα, η οποία θα όφειλε να είναι η πρώτη και η τελευταία που δέχεται τις θυσίες του.

(συνεχίζεται)

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΤΑΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΡΑΓΙΚΗ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Η ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ ΕΙΧΕ ΥΠΟΚΥΨΕΙ ΣΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ  ΘΑΝΑΤΟ ΑΛΛΑ ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟΣΗ ΔΙΑΥΓΕΙΑ Ο ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ ΤΟ ΟΦΕΛΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΥΠΗΡΞΕ ΜΗΔΑΜΙΝΟ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΠΡΙΟΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ ΟΠΟΥ ΑΚΥΡΩΣΕ ΚΑΘΕ ΕΛΠΙΔΑ.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

As doume kai ton eyropaiko politismo pou san simera prin 82 xronia oi Ellines klironomoi tou politismou pou fotise OLI tin anthropotita ton dokimasan gia ta kala. Exoume kai leme loipon. Oi Aggloi mas eblexan oi Italoi mas epitethikan oi Germanoi mas katelavan kai oi Sovietikoi kai oi Aggloamerikanoi meta mas foresan se synergasia me tous Giougoslavous ton emfylio. Etsi gia na thymomaste kai tin Palaia Taxi Pragmaton kai gia to ti esti leyki allylegyi. That all folks. AM

Ανώνυμος είπε...

Το σοβαρο : Οι απογονοι των "φωτιστων" τα βαζουν παντα με τους αλλους και αντι να κοινωνησουν βοηθεια πριονιζουν "καθε ελπιδα"...
Και το ανεκδοτο,επετειακη ημερα :

Λέγεται ότι, όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, αποφάσισε να δώσει στους ανθρώπους από δύο αρετές, ώστε να περάσουν καλά.
Έτσι έκανε:
- τους Ελβετούς μεθοδικούς και να σέβονται τους νόμους·
- τους Εγγλέζους επίμονους και μελετηρούς·
- τους Γιαπωνέζους εργατικούς και υπομονετικούς·
- τους Γάλλους καλλιεργημένους και εκλεπτυσμένους·
- τους Ισπανούς εύθυμους και φιλόξενους.

Όταν έφτασε και στους Έλληνες, στράφηκε στον άγγελο που κρατούσε σημειώσεις και του είπε:
«Οι Έλληνες θα είναι έξυπνοι, τίμιοι και ξερολες ».
Μόλις τέλειωσε τη δημιουργία, ο άγγελος του είπε:
«Κύριε, σε όλους τους λαούς δώσατε δύο αρετές και στους Έλληνες τρεις. Έτσι θα υπερισχύσουν όλων των άλλων».
«Να πάρει! Έχεις δίκιο! Μόνο που δεν μπορώ να τις αφαιρέσω! Ας έχουν οι Έλληνες τρεις αρετές».
«Όμως, κάθε Έλληνας δεν θα μπορεί να έχει πάνω από δύο συγχρόνως».
Έτσι
? Ο Έλληνας που είναι ξερολας και τίμιος δεν μπορεί να είναι έξυπνος.
? Εκείνος που είναι έξυπνος και ξερολας δεν μπορεί να είναι τίμιος.
? Κι εκείνος που είναι έξυπνος και τίμιος δεν μπορεί να είναι ξερολας.
AV

Ανώνυμος είπε...

ΧΑΧΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧΑΑΑ!!!ΤΕΛΕΙΟ!!!!!