Συνέχεια από: Κυριακή 31 Αυγούστου 2025
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣἩ ἀφοβία τοῦ θανάτου εἶναι ἐπίσης ἕνα ἐπίτευγμα ἀπαθείας ποὺ ἀναφέρεται στη «φυσική» τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν προσωπικὴ ὁλοκλήρωση καὶ ἀκεραιότητα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν Κλίμακα ἡ ἀφοβία τοῦ θανάτου προσδιορίζεται ὡς καρπὸς τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ὑπακοὴ ὁδηγεῖ στὴν αὐθεντικὴ ἑνότητα τῆς προσωπικῆς ὁλοκληρώσεως τῆς φύσεως, ἑνοποιεῖ τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα στὴν ἔμπρακτη ἄρνηση τῶν ἐπαναστατημένων ἐπιθυμιῶν, νεκρώνει τὸ ἀπροσωποποιημένο «ψυχικό» - φυσικὸ θέλημα, εἰσάγει στὸν χῶρο τῆς ζωῆς τοῦ προσώπου, τὴν ὁποία ζωή ὁ φυσικὸς θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ παραβλάψη.
«Ὑπακοή ἐστιν,
ἄρνησις ψυχῆς οἰκείας παντελής,
διὰ σώματος ἐπιδεικνυμένη ἐναργῶς·
ἢ τάχα τὸ ἔμπαλιν· ὑπακοή ἐστι,
νέκρωσις μελῶν, ἐν ζώσῃ διανοίᾳ·
Ὑπακοή ἐστιν,
ἀνεξέταστος κίνησις,
ἑκούσιος θάνατος,
ἀπερίεργος ζωή,
ἀμέριμνος κίνδυνος,
ἀμελέτητος Θεοῦ ἀπολογία,
ἀφοβία θανάτου...»33.
Γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς Κλίμακος ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ μορφή πειθαρχίας, μιὰ χαλιναγώγηση τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν. Εἶναι μιὰ καθολικὴ στάση ζωῆς ποὺ ἀντιστρατεύεται τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως34. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀνταρσίας:
«Δειλία θανάτου ἐστίν,
ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον»35.
Γιὰ νὰ ἀρθῆ ὁ φυσικὸς αὐτὸς καρπὸς τῆς παρακοῆς πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀκολουθήση τὸν ἀντίστροφο δρόμο, νὰ ἀρνηθῆ τὸ φυσικό του θέλημα, νὰ ὑποτάξη τὴν ἐπαναστατημένη ἐλευθερία του, νὰ ἐμπιστευθῆ ἀπόλυτα ἕνα θέλημα ἄλλο ἀπὸ τὸ δικό του.
«Εἴ τις τὸ ἑαυτοῦ συνειδὸς
καθαρὸν εἰς ἄκρον πρὸς τὴν τοῦ πατρὸς ὑποταγὴν ἐκτήσατο,
οὗτος λοιπὸν τὸν θάνατον ὥσπερ ὕπνον,
μᾶλλον δὲ ζωὴν καθ' ἡμέραν ἐκδεχόμενος, οὐ πτοείται» 36.
Ἡ δειλία τοῦ θανάτου, ὡς «ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον», διαστέλλεται, ὡστόσο, ἀπὸ τὸν τρόμο τοῦ θανάτου ποὺ εἶναι «ἀμετανοήτων πταισμάτων τεκμήριον»37. Ἡ διάκριση γίνεται καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ μὲ σκοπὸ τὴ φανέρωση τῆς οἰκονομικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων.
«Δειλιᾷ Χριστὸς θάνατον, οὐ τρέμει,
ἵνα τῶν δύο φύσεων τὰ ἰδιώματα σαφῶς ἐμφανίση».38
Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν μετέχει στὴν ἁμαρτία, δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι ἡ δεδομένη κοινὴ ἀνθρώπινη φύση ποὺ υφίσταται τὰ ἀποτελέσματα τῆς κοινῆς παρακοῆς καὶ ἁμαρτίας. Ἡ δειλία τοῦ, θανάτου εἶναι «ἰδίωμα τῆς φύσεως», καὶ ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀνέλαβε ὁλόκληρη καὶ ἀκέραιη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀνέλαβε καὶ τὸ φυσικὸ ἰδίωμα τῆς δειλίας τοῦ θανάτου. Ἡ ἀπάθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀλλοιώνεται καὶ δὲν μειώνεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ δειλία τῆς ἐξόδου. ᾿Ασυμβίβαστη μὲ τὴν ἀπάθεια εἶναι μόνο ἡ «παρὰ φύσιν δειλία τῆς ἐξόδου», ὁ τρόμος τοῦ θανάτου.
«Ως φανερός κασσίτερος παρὰ τὸν ἄργυρον,
κᾶν τῇ θέᾳ προσέοικεν,
οὕτω παρὰ τοῖς διακριτικοῖς φανερὰ καὶ δήλη
ἡ φυσικὴ καὶ ἡ παρὰ φύσιν δειλία τῆς ἐξόδου»39.
Ὁπωσδήποτε, καὶ αὐτὴ ἡ φυσικὴ δειλία τοῦ θανάτου ποὺ ἐμφανίζει ὁ Χριστὸς ἔχει οἰκονομικὸ χαρακτήρα, ὅπως σημειώθηκε καὶ πιὸ πάνω, ἀποβλέπει στὴ βεβαίωση τῆς πραγματικότητος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ στὴ χαρισματικὴ κατάσταση τῆς ἀπαθείας ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φτάση καὶ στὴν ἀφοβία τοῦ θανάτου, στὴν τέλεια ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς δειλίας τῆς ἐξόδου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ εὐρύτητα μὲ τὴν ὁποία κατανοεῖ καὶ περιγράφει τὴν τελείωση τῆς ἀπαθείας ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Τόσο ἡ ἀφοβία, ὅσο καὶ ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναφέρωνται στὴν κατάσταση τῆς ἀπαθείας. Ἡ δειλία μπροστὰ στὸ ἐπερχόμενο τέλος ἀναγκάζει τὴ φύση σὲ ἐγρήγορση καὶ ὑποταγὴ τῶν ἐπαναστατημένων ἐπιθυμιῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι προϋπόθεση τῆς «μνήμης τοῦ θανάτου» τὴν ὁποία προβάλλει ὁ Κλίμακος ὡς ὁδὸ ἐγρηγόρσεως, μετανοίας καὶ ἑτοιμότητος40. Κατὰ τοῦτο, λοιπόν, ὄχι μόνο ἡ ἀφοβία, ἀλλὰ καὶ ἡ παγίωση τῆς μνήμης τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ μορφὴ ἀπαθείας ἀφοῦ ἀναγκάζει σὲ ὑποταγὴ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα ἑνὸς αἰγύπτιου μοναχοῦ ὁ ὁποῖος «διηγήσατό ποτε, ὅτι μετὰ τὴν ἐν αἰσθήσει καρδίας τῆς τοῦ θανάτου μνήμης παγίωσιν, θελήσας ποτέ, χρείας καταλαβούσης, μικρὸν τὴν πηλὸν παραμυθήσασθαι, ὑπὸ τῆς μνήμης ταύτης, ὡς ὑπὸ δικαστοῦ, κεκώλυμαι· καὶ τὸ θαυμαστόν, ὅτι περ καὶ βουληθείς, οὐκ ἠδυνήθην ταύτην ἀπώσασθαι»41. Ἡ ἐγρήγορση μπροστὰ στὴν ἐπερχόμενη κρίση τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ ὁδὸς ὑποταγῆς τῆς φύσεως καὶ ὁλοκληρώσεως τῆς προσωπικῆς ἀκεραιότητος, δηλαδὴ μιὰ μορφὴ ἀπαθείας, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρεθῆ οὔτε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φυσικὴ θέληση. Αὐτὸ τὸ ἐπίτευγμα τῆς προτεραιότητος τῆς προσωπικῆς ἐγρηγόρσεως ἔναντι καὶ αὐτῆς τῆς φυσικῆς θελήσεως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κατανοηθῆ παρὰ μόνο στὰ πλαίσια τῆς ἐμπειρικῆς ἄνθρωπογνωσίας τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.
«Ὑπακοή ἐστιν,
ἄρνησις ψυχῆς οἰκείας παντελής,
διὰ σώματος ἐπιδεικνυμένη ἐναργῶς·
ἢ τάχα τὸ ἔμπαλιν· ὑπακοή ἐστι,
νέκρωσις μελῶν, ἐν ζώσῃ διανοίᾳ·
Ὑπακοή ἐστιν,
ἀνεξέταστος κίνησις,
ἑκούσιος θάνατος,
ἀπερίεργος ζωή,
ἀμέριμνος κίνδυνος,
ἀμελέτητος Θεοῦ ἀπολογία,
ἀφοβία θανάτου...»33.
Γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς Κλίμακος ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ μορφή πειθαρχίας, μιὰ χαλιναγώγηση τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν. Εἶναι μιὰ καθολικὴ στάση ζωῆς ποὺ ἀντιστρατεύεται τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως34. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀνταρσίας:
«Δειλία θανάτου ἐστίν,
ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον»35.
Γιὰ νὰ ἀρθῆ ὁ φυσικὸς αὐτὸς καρπὸς τῆς παρακοῆς πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀκολουθήση τὸν ἀντίστροφο δρόμο, νὰ ἀρνηθῆ τὸ φυσικό του θέλημα, νὰ ὑποτάξη τὴν ἐπαναστατημένη ἐλευθερία του, νὰ ἐμπιστευθῆ ἀπόλυτα ἕνα θέλημα ἄλλο ἀπὸ τὸ δικό του.
«Εἴ τις τὸ ἑαυτοῦ συνειδὸς
καθαρὸν εἰς ἄκρον πρὸς τὴν τοῦ πατρὸς ὑποταγὴν ἐκτήσατο,
οὗτος λοιπὸν τὸν θάνατον ὥσπερ ὕπνον,
μᾶλλον δὲ ζωὴν καθ' ἡμέραν ἐκδεχόμενος, οὐ πτοείται» 36.
Ἡ δειλία τοῦ θανάτου, ὡς «ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον», διαστέλλεται, ὡστόσο, ἀπὸ τὸν τρόμο τοῦ θανάτου ποὺ εἶναι «ἀμετανοήτων πταισμάτων τεκμήριον»37. Ἡ διάκριση γίνεται καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ μὲ σκοπὸ τὴ φανέρωση τῆς οἰκονομικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων.
«Δειλιᾷ Χριστὸς θάνατον, οὐ τρέμει,
ἵνα τῶν δύο φύσεων τὰ ἰδιώματα σαφῶς ἐμφανίση».38
Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν μετέχει στὴν ἁμαρτία, δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι ἡ δεδομένη κοινὴ ἀνθρώπινη φύση ποὺ υφίσταται τὰ ἀποτελέσματα τῆς κοινῆς παρακοῆς καὶ ἁμαρτίας. Ἡ δειλία τοῦ, θανάτου εἶναι «ἰδίωμα τῆς φύσεως», καὶ ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀνέλαβε ὁλόκληρη καὶ ἀκέραιη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀνέλαβε καὶ τὸ φυσικὸ ἰδίωμα τῆς δειλίας τοῦ θανάτου. Ἡ ἀπάθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀλλοιώνεται καὶ δὲν μειώνεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ δειλία τῆς ἐξόδου. ᾿Ασυμβίβαστη μὲ τὴν ἀπάθεια εἶναι μόνο ἡ «παρὰ φύσιν δειλία τῆς ἐξόδου», ὁ τρόμος τοῦ θανάτου.
«Ως φανερός κασσίτερος παρὰ τὸν ἄργυρον,
κᾶν τῇ θέᾳ προσέοικεν,
οὕτω παρὰ τοῖς διακριτικοῖς φανερὰ καὶ δήλη
ἡ φυσικὴ καὶ ἡ παρὰ φύσιν δειλία τῆς ἐξόδου»39.
Ὁπωσδήποτε, καὶ αὐτὴ ἡ φυσικὴ δειλία τοῦ θανάτου ποὺ ἐμφανίζει ὁ Χριστὸς ἔχει οἰκονομικὸ χαρακτήρα, ὅπως σημειώθηκε καὶ πιὸ πάνω, ἀποβλέπει στὴ βεβαίωση τῆς πραγματικότητος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ στὴ χαρισματικὴ κατάσταση τῆς ἀπαθείας ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φτάση καὶ στὴν ἀφοβία τοῦ θανάτου, στὴν τέλεια ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς δειλίας τῆς ἐξόδου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ εὐρύτητα μὲ τὴν ὁποία κατανοεῖ καὶ περιγράφει τὴν τελείωση τῆς ἀπαθείας ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Τόσο ἡ ἀφοβία, ὅσο καὶ ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναφέρωνται στὴν κατάσταση τῆς ἀπαθείας. Ἡ δειλία μπροστὰ στὸ ἐπερχόμενο τέλος ἀναγκάζει τὴ φύση σὲ ἐγρήγορση καὶ ὑποταγὴ τῶν ἐπαναστατημένων ἐπιθυμιῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι προϋπόθεση τῆς «μνήμης τοῦ θανάτου» τὴν ὁποία προβάλλει ὁ Κλίμακος ὡς ὁδὸ ἐγρηγόρσεως, μετανοίας καὶ ἑτοιμότητος40. Κατὰ τοῦτο, λοιπόν, ὄχι μόνο ἡ ἀφοβία, ἀλλὰ καὶ ἡ παγίωση τῆς μνήμης τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ μορφὴ ἀπαθείας ἀφοῦ ἀναγκάζει σὲ ὑποταγὴ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα ἑνὸς αἰγύπτιου μοναχοῦ ὁ ὁποῖος «διηγήσατό ποτε, ὅτι μετὰ τὴν ἐν αἰσθήσει καρδίας τῆς τοῦ θανάτου μνήμης παγίωσιν, θελήσας ποτέ, χρείας καταλαβούσης, μικρὸν τὴν πηλὸν παραμυθήσασθαι, ὑπὸ τῆς μνήμης ταύτης, ὡς ὑπὸ δικαστοῦ, κεκώλυμαι· καὶ τὸ θαυμαστόν, ὅτι περ καὶ βουληθείς, οὐκ ἠδυνήθην ταύτην ἀπώσασθαι»41. Ἡ ἐγρήγορση μπροστὰ στὴν ἐπερχόμενη κρίση τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ ὁδὸς ὑποταγῆς τῆς φύσεως καὶ ὁλοκληρώσεως τῆς προσωπικῆς ἀκεραιότητος, δηλαδὴ μιὰ μορφὴ ἀπαθείας, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρεθῆ οὔτε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φυσικὴ θέληση. Αὐτὸ τὸ ἐπίτευγμα τῆς προτεραιότητος τῆς προσωπικῆς ἐγρηγόρσεως ἔναντι καὶ αὐτῆς τῆς φυσικῆς θελήσεως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κατανοηθῆ παρὰ μόνο στὰ πλαίσια τῆς ἐμπειρικῆς ἄνθρωπογνωσίας τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.
Τέλος 6ου κεφαλαίου
Σημειώσεις
33. Δ΄ γ΄ 28.
34. Ἡ ἀντίληψη τῆς ὑπακοῆς ὡς ἐξωτερικῆς πειθαρχίας, καὶ μάλιστα ὀργανωτικοῦ τύπου, διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ὑπακοῆς ὅπως τὸ ἐβίωσε ἡ ὀρθόδοξη παράδοση τῆς ᾿Ανατολῆς. Στὴν ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ ἀνθρωπολογία ἡ ὑπακοὴ εἶναι τὸ ἀντίδοτο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἡ ἄρνηση τοῦ ἰδίου φρονήματος καὶ θελήματος ποὺ ἐλευθερώνει τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀτομικότητος καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴ δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὡς ἀνταρσία καὶ ἀνυπακοὴ εἶναι ὁ κεντρικὸς πόλος τῆς ἀσκητικῆς ἀναφορᾶς, ὅλη ἡ προσπάθεια τῆς ἀσκήσεως ἀποβλέπει στὴν ὑπέρβαση αὐτῆς τῆς ἀρχικῆς πτώσεως, στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν προπτωτικὴ ἀκεραιότητα. («Die Theologie stützt sich als Lehre auf die Vorstellung von einer in allen ihren Fähigkeiten des Begehrens und Erkennens in die Übernatur erhobenen menschlichen Natur: nach patristischer Denkweise auf eine Vorstellung von der Natur, die auf dem Wege der Gnadengaben zu dem status ante peccatum zurückgekehrt ist, zu dem Zustand vor dem Sündenfall, der seinerseits als Vorausnahme der künftigen Herrlichkeit erscheint». M. LOT-BORODINE, Das Mysterium der Tränengabe... σελ. 236. Μεταφρ.: «Η θεολογία στηρίζεται, ως διδασκαλία, στην αντίληψη περί μιας ανθρώπινης φύσεως η οποία, σε όλες τις δυνάμεις της επιθυμίας και της γνώσεως, έχει ανυψωθεί στο υπερφυσικό· κατά την πατερική σκέψη, στην αντίληψη περί φύσεως που έχει επανέλθει, διά των χαρισμάτων, στην status ante peccatum, δηλαδή στην κατάσταση προ της πτώσεως, η οποία με τη σειρά της εμφανίζεται ως προεικόνιση της μελλοντικής δόξας»).
35. ΣΤ΄ γ΄ 59.
36. Δ΄ μγ΄ 40.
37. ΣΤ΄ γ΄ 59.
38. ΣΤ΄ δ΄ 59.
39. ΣΤ΄ ζ΄ 60.
40. Βλέπε ὁλόκληρο τὸν ΣΤ΄ λόγο.
41. ΣΤ΄ ιη΄ 61.
33. Δ΄ γ΄ 28.
34. Ἡ ἀντίληψη τῆς ὑπακοῆς ὡς ἐξωτερικῆς πειθαρχίας, καὶ μάλιστα ὀργανωτικοῦ τύπου, διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ὑπακοῆς ὅπως τὸ ἐβίωσε ἡ ὀρθόδοξη παράδοση τῆς ᾿Ανατολῆς. Στὴν ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ ἀνθρωπολογία ἡ ὑπακοὴ εἶναι τὸ ἀντίδοτο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἡ ἄρνηση τοῦ ἰδίου φρονήματος καὶ θελήματος ποὺ ἐλευθερώνει τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀτομικότητος καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴ δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὡς ἀνταρσία καὶ ἀνυπακοὴ εἶναι ὁ κεντρικὸς πόλος τῆς ἀσκητικῆς ἀναφορᾶς, ὅλη ἡ προσπάθεια τῆς ἀσκήσεως ἀποβλέπει στὴν ὑπέρβαση αὐτῆς τῆς ἀρχικῆς πτώσεως, στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν προπτωτικὴ ἀκεραιότητα. («Die Theologie stützt sich als Lehre auf die Vorstellung von einer in allen ihren Fähigkeiten des Begehrens und Erkennens in die Übernatur erhobenen menschlichen Natur: nach patristischer Denkweise auf eine Vorstellung von der Natur, die auf dem Wege der Gnadengaben zu dem status ante peccatum zurückgekehrt ist, zu dem Zustand vor dem Sündenfall, der seinerseits als Vorausnahme der künftigen Herrlichkeit erscheint». M. LOT-BORODINE, Das Mysterium der Tränengabe... σελ. 236. Μεταφρ.: «Η θεολογία στηρίζεται, ως διδασκαλία, στην αντίληψη περί μιας ανθρώπινης φύσεως η οποία, σε όλες τις δυνάμεις της επιθυμίας και της γνώσεως, έχει ανυψωθεί στο υπερφυσικό· κατά την πατερική σκέψη, στην αντίληψη περί φύσεως που έχει επανέλθει, διά των χαρισμάτων, στην status ante peccatum, δηλαδή στην κατάσταση προ της πτώσεως, η οποία με τη σειρά της εμφανίζεται ως προεικόνιση της μελλοντικής δόξας»).
35. ΣΤ΄ γ΄ 59.
36. Δ΄ μγ΄ 40.
37. ΣΤ΄ γ΄ 59.
38. ΣΤ΄ δ΄ 59.
39. ΣΤ΄ ζ΄ 60.
40. Βλέπε ὁλόκληρο τὸν ΣΤ΄ λόγο.
41. ΣΤ΄ ιη΄ 61.
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΨΥΧΙΚΗ, ΕΙΝΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΟΡΙΣΕ Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ, ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ, ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ, ΤΟ ΣΩΜΑ, ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΤΟ ΑΛΛΟ ΑΚΡΟ ΤΑ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ ΤΟ ΕΓΩ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΟΥ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ ΨΥΧΙΚΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΟΠΩΣ ΤΟ ΔΙΔΑΧΘΗΚΕ Ο ΔΑΥΙΔ. ΟΠΩΣ ΤΟ ΒΙΩΣΕ Ο ΙΟΥΔΑΣ. ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ. ΚΑΙ ΜΗ ΕΙΣΕΝΕΓΚΗΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΝ ΑΛΛΑ ΡΥΣΑΙ ΗΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ.

2 σχόλια:
Όταν λες όπως ακριβώς στο άλλο άκρο τα κατήργησε το εγώ του Καρτέσιου, τι εννοείς;
Τό σκέπτομαι άρα υπάρχω. Τό παντοδύναμο ΕΓΩ πού επινόησε ο Καρτέσιος γιά νά προστατέψει τόν άνθρωπο από τήν παντοδυναμία τού θεού.
Δημοσίευση σχολίου