Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (32)

Συνέχεια από Πέμπτη, 28 Ιανουαρίου  2016
                  PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                WalterdeGruyteru. Co, Berlin 1964 )

                                             Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο    Μ Ε Ρ Ο Σ
                                 ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΧΙΙ   /   ΔΙΑΛΟΓΟΣ  ΚΑΙ  ΥΠΑΡΞΗ
                                         (  Ένα ερώτημα στον Karl Jaspers )
   
    «Ύπαρξη» είναι η έννοια που χαρακτηρίζει σήμερα σε μεγάλην έκταση τη φιλοσοφία και το ‘φιλοσοφείν’, είναι όμως αναπόφευκτα και μια μοντέρνα λέξη στη σύγχρονη ομιλία. Στο τρίτομο έργο τού Jaspers «Φιλοσοφία» (“Philosophie” – 1932), βρίσκεται ο «Φωτισμός τής υπάρξεως» (“Existenzerhellung”) ως μεσαίος και εκτενέστερος τόμος, ανάμεσα στον «Φιλοσοφικό προσανατολισμό τού κόσμου» (“Philosophische Weltorientierung”) και τη «Μεταφυσική» (“Metaphysik”). Φωτισμός τής υπάρξεως, και όχι ύπαρξη: γιατί αυτό που επιχειρεί ο Jaspers είναι μια περιγραφή και ανάλυση της ύπαρξης με μη-υπαρξιακά μέσα. Μιλάει (εδώ…) για «αποτυχία» ο φιλόσοφος, δεν μπορούμε να δούμε όμως το μέσον πλεύσης του (για ‘ναυάγιο’, χωρίς να βλέπουμε όμως τη ‘βάρκα’ με την οποίαν ταξιδεύει…). Μιλά για την ιστορικότητα, καθοδηγώντας μας στα όρια, με γενικές εκφράσεις, του ατομικού, κι αφήνοντας να κάνη ο αναγνώστης μετά το «άλμα». Περιγράφει την «επικοινωνία», αλλά κάθεται ίσως κι αυτός τόσο μόνος όσο κι ο Descartes ‘δίπλα στο τζάκι’. Εγείρονται λοιπόν ερωτήματα σε όλα αυτά, και εγείρονται και στον ερμηνευτή τού πλατωνικού έργου. Ο οποίος δεν θα χρειαζόταν να στραφή απευθείας ίσως στον Jaspers, αν δεν ανακάλυπτε κάποιες αξιοσημείωτες ‘αράδες’, όπου και γίνεται αμφίβολη η κατανόηση του Πλάτωνα (ΙΙ 115).
      O Jaspers μιλά για επικοινωνία, κι ότι υπάρχει μόνο σε κοινότητα με την ύπαρξη (Dasein – να υπάρχω εκεί…) η αληθινή φιλοσοφία. Αυτό (όμως…) οδηγεί στο ερώτημα, ποιες συνέπειες θα είχε για τη μορφή τής φιλοσοφίας αυτό το γεγονός, κι αν δεν είναι ο διάλογος (Dialog) η κατάλληλη μορφή για τη φιλοσοφική ‘επικοινωνία’. Θα μπορούσε να φανή έτσι, λέει ο Jaspers, αλλά δεν είναι. Γιατί αποτελεί μια μορφή μόνον επικοινωνίας με τον αναγνώστη, όπως και άλλα φιλοσοφικά γλωσσικά ‘μορφώματα’, ο διάλογος και χρειάζεται να συμπληρωθή και να πραγματοποιηθή απ’ αυτόν που τον υποδέχεται και τον αναλαμβάνει. – Σίγουρα, θα αντιτείνη κανείς, και το χρειαζόμαστε αυτό. Δεν είναι όμως μια μορφή ο διάλογος, που προκαλεί ιδιαιτέρως αυτήν τη συμπλήρωση, όταν είναι δηλ. γνήσιος και ‘πρωτογενής’ διάλογος και τον διαβάζουμε ως τέτοιον; - Στρέφεται λοιπόν για μια στιγμή εδώ ο ίδιος ο Γιάσπερς προς τον Πλάτωνα. Απ’ τον οποίον και περιμένουμε να μάθουμε κάτι για την «υπαρκτική επικοινωνία», ακόμα και το πώς μπορεί να επιτελεσθή εκείνη η ‘συμπλήρωση’ και η ‘πραγματοποίηση’ απ’ τους αναγνώστες. Θα απογοητευθούμε όμως. «Δεν εκφράζουν την επικοινωνία πιθανών υπάρξεων, αλλά μόνον τη διαλεκτική δομή τής σκεπτόμενης γνώσης οι πλατωνικοί διάλογοι», λέει ο Γιάσπερς!   (( Αφαιρεθήκαμε εντελώς, που έλεγε κι ένας φίλος… )). Ο οποίος διστάζει ωστόσο μετά για μια στιγμή: «Διαβάσαμε βέβαια κάποτε, σαν να μας φανέρωνε μια γνήσια επικοινωνία το ‘Συμπόσιο’». Μόνον αυτός λοιπόν ο διάλογος, με τους πιο ισχυρούς μάλιστα κι αυτός ‘περιορισμούς’. Γνωρίζει μάλιστα και μιαν αιτία γι’ αυτό ο Γιάσπερς: «Μοιάζει να βρίσκεται έξω απ’ αυτό που συνειδητοποιούσε ως Είναι ο ‘αγέρωχος’ και δεμένος με τη μορφή Έλληνας (η επικοινωνία)».   (( Σημ. τ. μετ.: Μήπως προβάλλονται ‘ίδιες’ πεποιθήσεις σε μιαν εντελώς ξένη πια γι’ αυτούς τούς ‘ερευνητές’ πραγματικότητα; Βλέπε και το κείμενο του Γκάνταμερ «Η σημασία τής ελληνικής φιλοσοφίας για μας σήμερα»… )) . Είναι όμως εντελώς παράξενο· μπορεί να μη «συνειδητοποιούν ως Είναι» ‘αγέρωχοι’ άνθρωποι την επικοινωνία; Και δεν μπορούν άνθρωποι που ‘συνδέονται’ με την επικοινωνία, να «συνδέονται» - ό,τι και να σημαίνουν αυτές οι λέξεις - (και…) «με τη μορφή»; Αλλά κι ακόμα περισσότερο: δεν μεταφράζει ακριβώς τη λέξη ανακοίνωσις η λατινική λέξη communicatio, και δεν συναντώνται συχνά οι λέξεις κοινούσθαι και ανακοινούσθαι, για να εκφράσουν την ανθρώπινη ακριβώς ‘κοινότητα’ στον διάλογο, στον Πλάτωνα; Και πόσο παράξενο επίσης, να εμφανίζεται ακόμα και στον Γιάσπερς ως μια μεγάλη, σε κάποιες στιγμές, εξαίρεση το «Συμπόσιο». Δεν εποικοινωνεί όμως ‘ολοζώντανα’ μέχρι τη στιγμή τού θανάτου του και με τον θάνατο μπροστά του, με τους φίλους του ο Σωκράτης στον «Φαίδωνα», βλέποντας μάλιστα ως το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβή, το να «πεθάνη ο Λόγος (Logos)»;  (( Κι εμείς ‘κλεισμένοι’ πολλές φορές στη σιωπή, ‘γνήσια’ σύγχρονα υποκείμενα… Για να μην πονέσουμε και να μη δοκιμαστούμε ει δυνατόν ποτέ… )) . Και τί συμβαίνει άραγες στον «Κρίτωνα», όπου εξηγεί στον φίλο που έρχεται να τον απελευθερώση, διαλεγόμενος μαζί του, γιατί θα κατέστρεφε το έργο τής ζωής του μια τέτοια φυγή ο Σωκράτης; Εκφράζουν άραγες μόνον τη διαλεκτική δομή τής σκεπτόμενης γνώσης ο «Ευθύφρων» κι ο «Θεαίτητος»; Αναζητά δηλ. πράγματι τον ορισμό και μόνον τής «ευσέβειας» ο πρώτος, κι αποτελεί ένα κεφάλαιο τής πρώιμης ιστορίας τής θεωρίας τής γνώσεως αποκλειστικά ο δεύτερος; Την ώρα που πραγματοποιείται με την παρουσία ωστόσο τής σωκρατικής ‘μαιευτικής’ και στους δυό ο διάλογος, και παρούσης επιπλέον και της ανδρείας τού βαρειά πληγωμένου ομώνυμου ήρωα στον «Θεαίτητο», έτσι ώστε να μπορούμε, και με το δίκιο μας, – και με μιαν πολύ «υπαρξιακή» μάλιστα ερώτηση – ν’ αναρωτηθούμε, τί ‘σχέση’ έχουν άραγες η ανδρεία στον πόλεμο και το πολιτικό θάρρος με το πρόβλημα της γνώσης. Την παραμικρή σχέση, θα έλεγαν οι περισσότεροι, ακόμα και οι φιλόσοφοι, σήμερα. Ή μήπως έχει άλλην άποψη και δεν θέλει παρά ακριβώς αυτό, να θεμελιώση δηλ. στην ύπαρξη τη διαλεκτική και να ‘διαφωτίση’ με τη διαλεκτική την ύπαρξη ο Πλάτων;
       Yπηρετούν έτσι, οι περισσότεροι τουλάχιστον, κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ τη «διαλεκτική και μόνο δομή τής σκεπτόμενης γνώσης» οι πλατωνικοί διάλογοι. Και δεν μπορούσα να μη σκεφτώ, όταν διάβασα αυτό το «μόνο» στον Γιάσπερς, ότι έγραφε πριν από 75 περίπου χρόνια στις εκτιμούμενες τότε πολύ, καθώς και στη δική μου νεότητα, «Πλατωνικές Σπουδές» (“Platonische Studien” - 3η έκδοση το 1886) ο Hermann Bonitz, πως περιοριζόταν «να παρέλθη κάθε τι που αναφέρεται στην καλλιτεχνική σύνθεση του διαλόγου (του «Φαίδωνα»), εκτός απ’ την αναπαράσταση του διδακτικού περιεχομένου». Έβαλα ένα θαυμαστικό πριν από πολλά χρόνια σ’ αυτήν τη φράση, κι απ’ αυτό το θαυμαστικό ξεκίνησε και η ερμηνεία μου στον Πλάτωνα. Αν είχε δίκαιο λοιπόν ο Γιάσπερς, θα είχα πλανηθή κι εγώ στην πρόθεσή μου, να κατεδαφίσω τον μεσότοιχο ανάμεσα στη φιλοσοφική εξήγηση και σ’ αυτό που ονομάζουμε δραματοποίηση ή κάτι παρεμφερές. Γιατί αυτός ήταν ο σκοπός μου, και δεν ήμουν μόνος, όπως εννοείται, σ’ αυτόν τον σκοπό, που δεν είναι άλλωστε κάτι το καινούργιο, αλλά κάτι το πολύ-πολύ παλιό. Καθώς λέει π.χ., σχολιάζοντας τον πλατωνικό «Αλκιβιάδη», το εξής αξιοπρόσεχτο για τις ‘εισαγωγικές σκηνές’ τού Πλάτωνα ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος: πως δεν επινοήθηκαν για τη δραματική τους απλώς ένταση, αλλ’ ούτε και προς χάριν τής ιστορικής ‘αντικειμενικότητας’, αλλ’ ότι συνεργούν εξαρχής στον φιλοσοφικό στόχο τού διαλόγου.  Και στοχεύει στο να φανερωθή η φύση μας και να εννοηθή με επιστημονικούς όρους το ‘γενικό είναι’  που προσδιορίζει τον καθέναν μας ο «Αλκιβιάδης» (η κοινή φύση…). Στρέφει λοιπόν προς τον εαυτό του τον νεαρό άνδρα και τον καθιστά ελεγκτή τών διαθέσεων ή αισθημάτων (ή σκέψεων) που κρύβονται μέσα του (τών εν εαυτώ προϋποκειμένων διανοημάτων) η προοιμιακή σκηνή (Prooemiumsscene). Για να οδηγηθή και να κατανοήση τη σωκρατική έτσι γνώση, και να ‘παρατηρήση’ ταυτόχρονα τη συνολική ζωή τού Σωκράτη (ή, όπως θά ’λεγε ίσως κανείς σήμερα: την ύπαρξή του).
       Αυτά όσον αφορά στον Πρόκλο. Για ένα θά ’πρεπε να είμαστε ωστόσο σίγουροι: ότι δεν ξεκινά με την πρώτη κατ’ αρχάς ‘στιγμή’ διαλεκτικής συζήτησης η φιλοσοφία στον Πλάτωνα, αλλ’ αμέσως εκεί όπου νομίζουμε πως βρισκόμαστε σε μιαν ‘τυχαία’ ακόμα συνομιλία, ή και στην απεικόνιση ακόμα τού ‘παιχνιδιού’ ή και της ‘σοβαρότητας’ που περιβάλλει τον διάλογο. Διάβασε άρα μόνον ή σχεδόν μόνον έτσι τούς πλατωνικούς διαλόγους, ώστε να ‘παραχωρήση’ στους ‘καλλιτεχνίζοντες’ ή τούς ιστορικούς ή σε όποιον ακόμα αυτό το πλαίσιο ο Γιάσπερς, αντί να συγκινηθή «υπαρξιακά» όταν ‘ξαπλώνη’ π.χ. πάνω στο κρεβάτι και ξύνει το πόδι του κι αρχίζει να μιλά στους φίλους του στον «Φαίδωνα» ο Σωκράτης, ή και πολύ πριν, απ’ τα πρώτα δηλαδή ακόμα λόγια τής συνομιλίας-πλαίσιο; 
       Είναι δε παράξενο το πόσο συχνά θυμόμαστε εντελώς αναπάντεχα, κι ακούγοντας να μιλά γενικά για την ύπαρξη ο Γιάσπερς, μια συγκεκριμένη ‘ζωντανή’ στιγμή, μια στιγμή ζωής σ’ έναν πλατωνικό διάλογο. Ι 56: «Γίνεται οριακή, όταν εγείρεται μέσα από έναν ριζικό κλονισμό τού Είναι του και καθίσταται ύπαρξη το υποκείμενο, μια κατάσταση» - κι αυτό είναι ο «Αλκιβιάδης». ΙΙ 17: «Είναι  απροϋπόθετη στην αποφασιστική στιγμή η πραγματική ύπαρξη» - κι αυτό είναι ο «Κρίτων». ΙΙ 101: «Όποιος τείνει να μονολογή (Monologen)  ‘παραφορτώνοντας’ μονόπλευρα τον άλλον, συνηθίζει και αναληθώς να σιωπά» - και προσφέρει παραδείγματα γι’ αυτό ο «Πρωταγόρας». ΙΙ 65: Έξοχα δε παραδείγματα για τον «ερωτικόν αγώνα τής ‘υπαρξιακής’ επικοινωνίας» υπάρχουν στον «Χαρμίδη», τον «Λύση», τον «Ευθύδημο» και τον «Αλικιβιάδη». ΙΙ 255: «Η ειρωνία (Ironie) μάς εξασφαλίζει απ’ το να διολισθήσουμε σε αναληθείς ιεροποιήσεις ‘αντικειμενικοτήτων’»   (( Σημ. τ. μετ.: Το διονυσιακό πνεύμα προστατεύει τούς Έλληνες απ’ την απολυταρχία – κυριολεκτικά – τού Απόλλωνα, όπως έλεγε πολυαγαπητός φίλος… )) . ΙΙ 286: «Παιχνίδι: Δεν εκλαμβάνεται τόσο σοβαρά, ώστε να μην ‘παραβιάζεται’ ως αντικειμενικά ακλόνητο, τίποτα απ’ αυτά που λέγονται». «Πανηγυρίζοντας την ‘κατοχή’ μιας αντικειμενικής αλήθειας, λησμονείται (αμέσως…) το παιχνίδι». Και «είναι δυνατόν μόνο μέσα στο παιχνίδι να είμαστε αληθινά σοβαροί». Περιγράφονται ουσιαστικά λοιπόν σε γενικές γραμμές χαρακτηριστικά τού πλατωνικού Σωκράτη με όσα μάς λέει για την ειρωνία και το παιχνίδι ο Γιάσπερς. Και μπορούμε να σκεφτούμε όσον αφορά στο παιχνίδι, το πώς ονομάζεται ένα ‘παιχνίδι’ που αποφασίσαμε να παίξουμε η εξαιρετικά δύσκολη διαλεκτική τού δεύτερου μέρους τού «Παρμενίδη» (137Β), το οποίο και αποκτά την ιδιότητα και σημασία (πραγματειώδη παιδιάν) είτε μιας δυσχερούς πραγματοποίησης είτε  μιας ‘αντικειμενικότητας’ είτε και των δυό. Ενώ μπορούμε να θυμηθούμε και μια χαρακτηριστική έκφραση της 6ης επιστολής και μερικά ακόμη σημεία στον Πλάτωνα.
      Γνωρίζουμε, πως είναι ο Kierkegaard που μετασχημάτισε στη σημερινή του έννοια τον όρο «ύπαρξη». Ο οποίος και ‘βίωσε’ στον εαυτό του, ως μοναχικός Χριστός και αγωνιζόμενος ενάντια στην κορυφούμενη στον Χέγκελ συστηματική φιλοσοφία, το ‘αντικείμενο’ που σηματοδοτεί αυτή η λέξη. ‘Παρίσταται’ όμως πάντοτε ο Σωκράτης, κι αυτό σημαίνει ο πλατωνικός προπάντων Σωκράτης, εκεί όπου μιλάει για ύπαρξη ο Kierkeggard. Και δεν έγραψε μόνον το πρωϊμότατο κείμενό του για την έννοια της ειρωνίας αναφερόμενος συνεχώς στον Σωκράτη. Ας κοιτάξουμε τα «Φιλοσοφικά θραύσματα», που μιλούν για πίστη και αμαρτία και για τον Θεό ως διδάσκαλο. Όπου και ξεκινά με το ερώτημα του Σωκράτη, κατά πόσον θα μπορούσε να διδαχθή η αλήθεια, η πρώτη κιόλας σελίδα. Και παρίσταται συνεχώς από ’κεί και πέρα, μέχρι που μιλά τελικά για «κείνον τον θαυμαζόμενο μέσα στους αιώνες ειρωνικό άνδρα», που τον «πλησιάζει με την καρδιά του να χτυπά από ενθουσιασμό» ο Johannes Climacus, ο Σωκράτης. Μοιάζει δε να επιθυμή να ‘επιβεβαιωθή’, με τα σωκρατικά του αλλά και τα μη-σωκρατικά του ερωτήματα, μπροστά στον Σωκράτη ο Kierkegaard. Γιατί όμως; Επειδή είναι η ύψιστη προφανώς, όπως λέει κι ο ίδιος, κι η πιο αληθινή ανάμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις η σωκρατική σχέση. «Είναι ο μόνος που με παρηγορεί ο Σωκράτης»   (( Σημ. τ. μετ.: Μαθαίνουμε και πράγματα που δεν γνωρίζαμε, μέσα απ’ τις ίδιες τις πηγές. Όπως αυτή εδώ η ‘μοναδική’ σχέση ανάμεσα σ’ έναν σημερινόν σχεδόν Δανό συγγραφέα και κείνον τον Αθηναίο τού 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα… )) . Ή μήπως θα μπορούσαμε να πούμε, πως είναι η ίδια η φιλοσοφική ύπαρξη, έτσι όπως μάς τον ‘μεταφέρει’ ο Πλάτων, ο Σωκράτης;
       Eίναι λοιπόν με μια ριζοσπαστικώτερην έννοια «υπαρξιακός», απ’ ό,τι ο τόσο αξιοθαύμαστος ‘διαφωτισμός τής ύπαρξης’ του Γιάσπερς, ο πλατωνικός διάλογος. Γιατί δεν κάνει κάτι άλλο απ’ το να περιγράφη, να αναλύη και να συστηματοποιή την ανθρώπινη ύπαρξη, ‘ανακαλώντας’ την με μια λέξη σε γνήσια εδώ κι εκεί ύπαρξη ο ‘δικός’ μας φιλόσοφος. Ενώ αποτελούν ‘δράματα’ (Dramen), στα οποία και παρουσιάζεται η ανθρώπινη ύπαρξη, ο «Φαίδρος», το «Συμπόσιο» και άλλοι διάλογοι. Χωρίς να είναι όμως καλλιτεχνικά και μόνο δράματα, τα οποία και μπορεί (απλώς…) να θαυμάση κανείς, αλλά και φιλοσοφική ζωή, που προσκαλεί σε ‘συμπαράσταση’ και σε συμμετοχή στον διάλογο τον αναγνώστη, στο να αντισταθή ή να ακολουθήση. Και δεν φιλοσοφούν για την ύπαρξη, αλλά είναι – όχι παντού, αλλά εκτεταμένα – ύπαρξη. Και για να μην κάνουμε συνεχώς χρήση ή παράχρηση του ίδιου όρου: είναι πραγματικότητα της ζωής, ενώ και την ώρα που ερευνούν και αναζητούν την αλήθεια του Είναι.
        Αυτό που επιχειρήσαμε ωστόσο να δείξουμε σ’ αυτό το κεφάλαιο, το αναγνώρισε στο τελευταίο του έργο «Οι μεγάλοι φιλόσοφοι» (“Die grossen Philosophen”, 1957, σ. 265) κι ο ίδιος ο Γιάσπερς: «Επιτρέπει έτσι ο διάλογος, να παρουσιαστή ταυτόχρονα με τη λογική και η υπαρξιακή έννοια της σκέψης μας, ‘επαναφέροντας’ σε ανθρώπους και καταστάσεις το περιεχόμενό του».

         ( συνεχίζεται, με το 13ο κεφάλαιο, «Περί τών πλατωνικών επιστολών» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: