Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

H OIKONOMIA TOY ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - Η ΝΕΑ ΑΙΡΕΣΗ ΠΟΥ ΔΙΑΛΥΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ (4)-επανάληψη- Κατά οικουμενιστών καί νεοορθοδόξων

του HENRI DE LYBAC

ΣΤΗΝ ΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ.
ΑΠΟ ΤΟΝ SOLOVIEV ΣΤΟΝ BERDIAEV.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
Στην θρησκευτική μας ιστορία, λίγες μορφές υπήρξαν τόσο γοητευτικές όσο εκείνη του Βλαδίμηρου Σολόβιεφ.
Υπήρξε όμως οπαδός του Ιωακείμ; Αντιμετώπισε ποτέ του τον πειρασμό να γίνει; Μερικοί βλέπουν οπωσδήποτε στον ήρωά μας έναν προτεστάντη, ή τουλάχιστον έναν μαθητή του Ιωακείμ ντα Φιόρε. Τελευταίως ο Alain Mercier ισχυριζόταν πώς η οικουμενιστική του Ορμή τον είχε οδηγήσει να δεί στο μέλλον μία εποχή του πνεύματος, με μία πιό πλατειά προοπτική απο εκείνη του Ιωακείμ. Μόνον η επιστροφή του Αγίου Πνεύματος και η αποκατάσταση στο Θείο επίπεδο μπορούν να επαναφέρουν την χαμένη ενότητα. Πέρα απο τις διαφορές στις λατρείες και τις θρησκείες, η σύσταση μίας Οικουμενικής Εκκλησίας θα μπορούσε, κάτω απο την ηγεμονία της Αγίας Ρωσίας, να διευκολύνει ένα τέτοιο γεγονός.
Στα 1964, ο Γερμανός Karl Pfleger, είχε δηλώσει πώς στον συγκρητισμό του Σολόβιεφ, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη ήταν ένα είδος προλόγου στην εποχή του Αγίου πνεύματος, που πρέπει να φέρει την συμφιλίωση των μεγάλων ασιατικών θρησκειών με τον Χριστιανισμό.
Ο Σολόβιεφ όμως άλλαξε μερικές φορές την γνώμη του, κατά την διάρκεια της ανήσυχης ζωής του και έδωσε πολλές ευκαιρίες αντιφάσεων ακόμη και με τον χαρακτήρα του. Ας δούμε απο κοντά το θέμα μας και ίσως στο τέλος να μήν είναι τόσο αρνητικό το συμπέρασμα μας.
Την 31 Δεκεμβρίου του 1872 βγαίνοντας απο μία κρίση πνευματική που τον είχε οδηγήσει στον υλισμό, ο Σολόβιεφ έγραφε: «Ο άνθρωπος, απέναντι στην θρησκεία, διασχίζει φυσικά τρείς εποχές: κατ’αρχάς την παιδική πίστη που είναι τυφλή, κατόπιν την ανάπτυξη της λογικής και την άρνηση της τυφλής πίστεως, κατόπιν την συνειδητή πίστη, η οποία στηρίζεται στην ανάπτυξη τής νοήσεως». Ήταν είκοσι χρονών καί μερικές μέρες αργότερα εφάρμοζε αυτό το τριαδικό σχήμα στην ιστορία της ανθρωπότητος, με εγελιανή ευκολία.
«Ο Χριστιανισμός, παρότι απολύτως αληθινός καθ’αυτός, είχε μόνον μία περιορισμένη και ανεπαρκή έκφραση μέχρι τώρα. Εξαιρουμένων μερικών διανοουμένων της Elite, ήταν μόνον θέμα μίας απλής πίστεως μισο-συνειδητής και αορίστου συναισθήματος. Τώρα όμως πρόκειται να εισάγουμε το αιώνιο θέμα του Χριστιανισμού σε μία νέα μορφή που του αντιστοιχεί, δηλαδή απολύτως λογικής. Γι’αυτόν τον σκοπό πρέπει να εκμεταλλευθούμε όλα όσα επεξεργάστηκε το ανθρώπινο πνεύμα τους τελευταίους αιώνες: πρέπει να αποκτήσουμε τά γενικά αποτελέσματα της επιστημονικής αναπτύξεως. Για μένα τώρα είναι ξεκάθαρο, πώς δύο και δύο κάνουν τέσσερα, πώς δηλαδή όλη η μεγάλη ορμή της επιστήμης και της Δυτικής φιλοσοφίας, φαινομενικώς αδιάφορη και πολύ συχνά εχθρική στον Χριστιανισμό, στην πραγματικότητα, δέν έκανε τίποτε άλλο απο το να επεξεργάζεται γι’αυτόν μία καινούργια μορφή αντάξιά του».
Για την ώρα σ’αυτό το ανοιχτό ιστορικό όραμα ενός νέου διανοουμένου, ο οποίος μετά και μέσω τού περάσματος του απο την ευρωπαϊκή σκέψη των τελευταίων αιώνων που τον είχε κατ’αρχάς θαμπώσει, μετά το όνειρο μίας «παγκόσμιας θρησκείας» Γνωστικής εμπνεύσεως, που εκφράστηκε στο κείμενο «Sophia», γραμμένο στα Γαλλικά, φαίνεται να ξαναβρίσκει την πρώτη του πίστη σε μία πιό ώριμη μορφή.
Δέν βλέπει παρά την Ορθόδοξη πίστη του, που ο στοχασμός του και οι εμπειρίες του τού αποκάλυψαν την αληθινή ουσία. Εάν ελπίζει σε μία μελλοντική αλλαγή, πρόκειται για μία εφαρμογή του Χριστιανισμού, στην σοβαρότητα του, και όχι για τον εκμηδενισμό του απέναντι σε μία θρησκεία του πνεύματος.
Αυτό επιβεβαιώνεται και απο τις διαλέξεις του στην «θεανθρωπότητα» ή θεανδρία (1877-1881), που είναι το πρώτο μεγάλο του έργο. Είναι ουσιαστικώς χριστολογικές. Εάν περιέχουν ένα όνειρο, την Βασιλεία του Θεού η οποία εγκαινιάστηκε ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτή η Βασιλεία πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω της Εκκλησίας του Χριστού, η οποία θα πρέπει να ξεπεράσει επιτέλους το σχίσμα που την καθιστά αδύναμη. «Με θάρρος λέει ο Pavel Miljukov, ο Σολόβιεφ κατέβασε την Βασιλεία του Θεού, απο τον Ουρανό στην γή, και μπέρδεψε την θρησκεία με την πρόοδο, τον Χριστιανισμό με τον αλτρουϊσμό (alter=αλλος), την φιλαλληλία, την φιλανθρωπία, την αλληλεγύη. Το ουράνιο με το γήϊνο, το Θείο με το ανθρώπινο, μέσα στην θεμελιώδη μυστική ιδέα της Θείας ανθρωπότητος». Αυτό που ονειρεύεται πάντως ο Σολόβιεφ, αυτή την εποχή που είναι ακόμη εχθρικός πρός την Λατινική Εκκλησία, είναι η επανένωση με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι παρόλα τα λάθη τού παρελθόντος ο καθολικισμός διατηρεί μία σχετική δύναμη και μία νομιμοποίηση, περιέχει ένα στοιχείο προόδου, που λείπει απο την «αν-ιστορική» ορθοδοξία. Η επανένωσί τους πρέπει να επιτρέψει το πέρασμα σε μία καινούργια και καλύτερη μορφή, πιό θετική και πιό περιεκτική, που να αγκαλιάζει τα πάντα. Δέν μιλά καθόλου για απο-σάρκωση. «Ενώ το ιεροποιημένο Έθνος ετοίμαζε την Φυσική σωματικότητα του ατομικού ανθρώπου Θεού, τα εθνικά κράτη επεξεργάζοντο το κοινωνικό σώμα του ανθρώπου-Θεού, συλλογικά, της Καθολικής Εκκλησίας. Η Χριστιανική Ρώμη μιμήθηκε περισσότερο απο όσο επρεπε μερικούς χαρακτήρες της Εθνικής Ρώμης, αλλά παρέλαβε απο αυτή την ιστορική αρχή μία ενωμένης ανθρωπότητος, μία αρχή που πρέπει να παραλάβει τώρα η Ορθοδοξία απο αυτή. Κατηγορεί την Ρωμαϊκή Εκκλησία ότι ενέδωσε στον πειρασμό που απώθησε και αρνήθηκε ο Χριστός, την ικανότητα να χρησιμοποιεί την δύναμη για να τραβά τους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα τής αναγνωρίζει ότι διαθέτει την κατάλληλη συμβολή ώστε να βασιλεύσει μία μέρα η Οικουμενική Εκκλησία.
Χρειάστηκαν μόνο δύο χρόνια για να αλλάξει η σκέψη του Σολόβιεφ. Σε μία συζήτηση για τον Ντοστογιέφσκι, την 19η Φεβρουαρίου, 1883, ο άνθρωπος που ερευνά την ενότητα αναρωτιέται: «Θα συνεχίσει η Ρωσία την ιστορική αμαρτία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας;» Στόχος γίνεται πια ο καισαροπαπισμός, ενώ το βάρος πέφτει στα θετικά αποτελέσματα της Ρώμης: πολέμησε την επάνοδο του Εθνικού πνεύματος στις επόμενες αιρέσεις, πολεμά ακόμη αυτό το πνεύμα στον μοντέρνο πολιτισμό, προσπαθεί να αγιοποιήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα, και είναι πραγματικά Χριστιανική διότι είναι Καθολική». Στο κείμενο της ίδιας χρονιάς, «Η μεγάλη διαμάχη» είναι ξεκάθαρος: «Η ουσία της μεγάλης διαμάχης ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση, απο το ξεκίνημα μέχρι σήμερα, μπορεί να συμπεριληφθεί σ’αυτή την ερώτηση: Η Εκκλησία του Θεού έχει μπροστά της μία πρακτική υποχρέωση, καλά προσδιορισμένη στον ανθρώπινο κόσμο, μία υποχρέωση που εμπλέκει για την πραγματοποίηση της τήν ανάγκη ενότητος όλων των Χριστιανικών δυνάμεων κάτω απο την συμβολική σημαία και κάτω απο την ισχύ μίας κεντρικής Εκκλησιαστικής εξουσίας; Πρέπει να αντιπροσωπεύσει την Βασιλεία του Θεού στην δραστηριότητα της και επομένως πρέπει να είναι ενωμένη και συγκεντρωμένη, διότι ένα Βασίλειο διασπασμένο στο εσωτερικό του δέν υφίσταται, ενώ η Εκκλησία σύμφωνα με την υπόσχεση του Ευαγγελίου, θα παραμείνει σταθερή και απείραχτη μέχρι το τέλος, καθώς οι πόρτες της κολάσεως δέν μπορούν να υπερισχύσουν πάνω της;».
Ο τρόπος πάντως που θέτει το πρόβλημα μοιάζει να αποκλείει οποιαδήποτε ιδέα μίας μελλοντικής εκκλησίας καινούργιας, όσον αφορά την Κ.Δ. Το ίδιο προκύπτει και απο το μικρό του κείμενο του 1884, Οι Εβραίοι και το Χριστιανικό θέμα. Εδώ διαγράφονται καθαρά δύο, όχι τρείς εποχές, εκείνη του Αβραάμ και του Μωυσή, και εκείνη της πιό οικείας ενώσεως με τον Θεό, μέσω του Χριστού, ο σκοπός του οποίου είναι η Καθολική Θεοκρατία, δηλαδή, η εφαρμογή του Θείου Νόμου στον ανθρώπινο κόσμο. Αυτός ο σκοπός απαιτεί μία Τριάδα, η οποία όμως δέν προϋποθέτει ούτε χρονική διαδοχή, ούτε οποιαδήποτε ομολογία ή αναλογία, με την Τριάδα. Πρόκειται για τρία στοιχεία τα οποία πρέπει να συντρέξουν για να μορφοποιηθεί η θεοκρατία: ο προφήτης (η συμβολή του Ιουδαϊσμού), ο Αυτοκράτωρ (η συμβολή του Βυζαντίου) και ο μεγάλος Αρχιερεύς (η συμβολή της Ρώμης).
Η Οικουμενική του Έρευνα ολοκληρώνεται στα 1889, όταν εκδίδει στο Παρίσι, το βασικό του έργο «Η Ρωσία και η Οικουμενική Εκκλησία». Λέει λοιπόν θαρραλέα και ξεκάθαρα: αυτό που κανείς πρίν απο αυτόν στην σύγχρονη Ρωσία, εκτός του Caadaev, είχε τολμήσει να πεί: Το κέντρο της Χριστιανικής κοινότητος των λαών δέν είναι η Μόσχα η σχισματική, αλλά η Ρώμη καί το παπάτο ! Το όραμα του τελικά δέν άλλαξε, παραμένει εκείνο της θεανδρίας. Η θεμελιώδης αλήθεια, η ξεχωριστή ιδέα του Χριστιανισμού, είναι η τέλεια ένωση του Θείου και του ανθρώπινου, η οποία επετεύχθη ατομικά στον Χριστό και κοινωνικά στην Χριστιανική ανθρωπότητα.
Αυτό είναι το πιό διάσημο κείμενο του Σολόβιεφ, αλλά και το πιό άγνωστο. Όλο το τρίτο μέρος, όταν δέν αγνοείται πλήρως, πετάγεται για τροφή στις κριτικές. Ακόμη και ένας θαυμαστής του συγγραφέως δέν βλέπει τίποτε άλλο απο φαντασιώσεις. Η λέξη αυτή είναι οπωσδήποτε άτυχη, εκτός και αν αναγνωρίσουμε πώς κάθε μεγάλο σύστημα είναι φρούτο της δημιουργικής φαντασίας της σκέψης. Αυτό το τρίτο βιβλίο πάντως που έχει σαν τίτλο «Η Τριαδική αρχή και η κοινωνική της εφαρμογή» είναι η πιό πλατειά σύνθεση που άφησε ο Σολόβιεφ. Είναι το κλειδί όλης του της Θεωρίας. Φιλόσοφος και Θεολόγος, παραπέμπει σε έναν Άνσελμο π.χ. ο οποίος για τον στοχασμό στην Αγία Τριάδα άντλησε πλουσιοπάροχα απο τα κοιτάσματα των Πατέρων και επι πλέον με τρόπο θαυμαστό είχε εμπνεύσεις που κατά κάποιο τρόπο ετοίμασαν τον Σχολαστικισμό. Έναν Άνσελμο που ένωσε στον Τριαδικό του μυστικισμό, έναν μυστικισμό της δημιουργίας, εμπνευσμένο απο την Γένεση και απο την Σοφία.
Είναι ένα λογικό ποίημα γραμμένο σε μία στέρεη γλώσσα, χωρίς διακοσμήσεις. Μπορούμε να υποπτευθούμε ένα σοφιολογικό υπόστρωμα, αλλά δέν υπάρχει η παραμικρή ιδέα για ένα βασίλειο ή για μία εποχή του πνεύματος, σύμφωνα με την παράδοση που προέρχεται απο τον Ιωακείμ.
Δέν άλλαξε όμως στην συνέχεια η σκέψη του Σολόβιεφ; Θα το δούμε στην συνέχεια, διότι από το γράμμα στον Rozanov, μέχρι τον Αντίχριστο, τα πράγματα αλλάζουν την ροή τους.
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: