Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα -Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου(3)

Συνέχεια από : Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα

Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου

Του Roberto Morani

3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου β

3.2.2. «Στην κορυφογραμμή του απόκρημνου βράχου». Ο Husserl αναγνώστης του Καρτέσιου

Το ότι ο Husserl συνειδητά και με υπερηφάνεια προσέλαβε ξανά την καρτεσιανή κληρονομιά προκύπτει από το περίφημο εισαγωγικό χωρίο των παρισινών Διαλέξεων:
Το να μπορώ να μιλήσω για τη νέα φαινομενολογία σε αυτήν την εξαίρετη έδρα της γαλλικής επιστήμης [στο αμφιθέατρο «Descartes» της Σορβόννης] είναι κάτι που, για ιδιαίτερους λόγους, με γεμίζει χαρά. Κανένας φιλόσοφος του παρελθόντος δεν συνέβαλε με τρόπο τόσο αποφασιστικό στο νόημα της φαινομενολογίας όσο ο μέγιστος Γάλλος στοχαστής, Ρενέ Καρτέσιος. Είναι αυτόν που η φαινομενολογία πρέπει να τιμά ως τον πατριάρχη της. Η μελέτη των Καρτεσιανών Στοχασμών, το λέγω ρητώς, επηρέασε άμεσα τη διαμόρφωση εκ νέου της αναδυόμενης φαινομενολογίας, αφού της έδωσε εκείνο το νόημα και εκείνη τη μορφή που εξακολουθεί ακόμη να διατηρεί και που της επιτρέπει σχεδόν να ονομάζεται «νέος καρτεσιανισμός», καρτεσιανισμός του 20ού αιώνα (E. Husserl, Die Pariser Vorträge, στο Id., Cartesianische Meditationen und Pariser Vorträge, επιμ. S. Strasser, Nijhoff, Den Haag 1950, ²1963, σσ. 3-39, σ. 3· ιταλ. μτφρ. Discorsi parigini, στο Meditazioni cartesiane, con l’aggiunta dei Discorsi parigini, επιμ. F. Costa, Bompiani, Milano 1989, σσ. 3-33, σ. 3.

Αν και με μικρότερη έμφαση, και η Krisis εκθέτει την καρτεσιανή ρίζα της φαινομενολογίας: «όσο κι αν αυτή η φιλοσοφία [η φαινομενολογία] είναι αστρικά μακρινή, στις διαδικασίες και στα αποτελέσματά της, από την καρτεσιανή φιλοσοφία, ο Καρτέσιος πρέπει και μπορεί να θεωρηθεί ο εισηγητής κάθε μετα-καρτεσιανής φιλοσοφίας και επομένως και αυτής». Συνεπάγεται ότι η φαινομενολογία «είναι ένας καρτεσιανισμός» (E. Husserl, Die Krisis…, ό.π., σ. 431· ελλην. μτφρ. Η κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών και η υπερβατολογική φαινομενολογία [1961], επιμ. E. Filippini, Il Saggiatore, Milano 1997, σ. 452). Η σχετική βιβλιογραφία για τη σχέση ανάμεσα στον Husserl και τον Καρτέσιο βρίσκεται στις σσ. 394-395.).

Ο Husserl αναγνωρίζει στους Στοχασμούς (Meditationes) μια «αιώνια σημασία», καθώς η πορεία της αμφιβολίας προεικονίζει την φαινομενολογική εποχή (epoché) και διασφαλίζει την πρόσβαση στο εγώ «ως το μόνο ον αποδεικτικώς βέβαιο, ενώ θέτει εκτός ισχύος την ύπαρξη του κόσμου ως μη εγγυημένη έναντι κάθε πιθανού σκεπτικισμού». Εισάγοντας τη αποφασιστική στροφή από τον αφελή αντικειμενισμό στον υπερβατολογικό υποκειμενισμό, εγκαινιάζοντας την επιστροφή «στο ego cogito ως το έσχατο έδαφος αποδεικτικώς βέβαιης κρίσης, πάνω στο οποίο οφείλει να θεμελιωθεί κάθε ριζική φιλοσοφία» (E. Husserl, Die Pariser Vorträge, ό.π., σ. 7· ιταλ. μτφρ. Discorsi parigini, ό.π., σ. 7. Στην Krisis ο Husserl εκθέτει έτσι τη στροφή που πραγματοποιείται από την καρτεσιανή Anfang:

«Αν αναστείλω τις λήψεις θέσης ως προς το είναι ή το μη-είναι του κόσμου, αν απέχω από κάθε ισχύ του είναι που αναφέρεται στον κόσμο, με αυτή την epoché δεν μου αρνείται κάθε ισχύ του είναι. Εγώ, που επιτελώ την epoché, δεν ανήκω στα αντικείμενά της, μάλλον –μάλιστα, εάν την επιτελώ με τρόπο πραγματικά ριζικό και καθολικό– εξαιρούμαι εκ principii από το πεδίο της. Εγώ είμαι κατ’ ανάγκην, εφόσον είμαι αυτός που την επιτελεί. Ακριβώς γι’ αυτό βρίσκω εκείνο το αποδεικτικώς βέβαιο έδαφος που αναζητούσα, και το οποίο αποκλείει απολύτως κάθε αμφιβολία. Όποιο κι αν είναι το εύρος της αμφιβολίας μου, και ακόμη κι αν προσπαθώ να σκεφτώ ότι τίποτε δεν υπάρχει, ούτε στην αμφιβολία ούτε στην αλήθεια, παραμένει απολύτως προφανές ότι εγώ, καθόσον αμφιβάλλω, καθόσον αρνούμαι, υπάρχω. Μία καθολική αμφιβολία επιλύεται κατ’ ανάγκην στο “Εγώ είμαι”. Έτσι, κατά τη διάρκεια της καθολικής epoché, το “εγώ είμαι” μου προσφέρεται σε μία απολύτως αποδεικτική (αποδεικτικώς βέβαιη) φανέρωση.» (E. Husserl, Die Krisis…, ό.π., σσ. 78-79· ελλην. μτφρ. Η κρίση…, ό.π., σ. 105). Από τούτο προκύπτει ότι «μέσω της epoché έχω προωθηθεί μέχρι εκείνη τη σφαίρα του είναι που προηγείται εκ principii από αυτό που μπορεί να είναι για μένα και από τις σφαίρες του είναι του, καθώς είναι η απολύτως αποδεικτική προϋπόθεση όλων». (E. Husserl, Die Krisis…, ό.π., σσ. 79-80· ελλην. μτφρ. Η κρίση…, ό.π., σ. 106).), οι Meditationes περιέχουν ανεκπλήρωτες επαναστατικές δυνατότητες που αναμένουν να φθάσουν σε ολοκλήρωση: ο καρτεσιανισμός του 20ού αιώνα στον Husserl προτίθεται, επομένως, να πραγματώσει την ανανέωση που ασυνείδητα εγκαινίασε ο Καρτέσιος, μετασχηματίζοντας όμως κριτικά τον παλαιό καρτεσιανισμό, αποκλείοντας όλα τις θεωρητικές προϋποθέσεις που τον εμπόδισαν να προχωρήσει μέχρι τέλους στον ενάρετο δρόμο —που μόλις είχε χαράξει— προς την υπερβατολογική φιλοσοφία.

Προκύπτει έτσι μια ερμηνευτική επιχείρηση που, επανερμηνεύοντας και αναπτύσσοντας πλήρως τους δύο πρώτους Μεταφυσικούς Διαλογισμούς, αποσκοπεί στο να ακυρώσει την άβυσσο που χωρίζει τις προϋποθέσεις της καρτεσιανής αρχής (Anfang) από τα αποτελέσματα που πράγματι επιτεύχθηκαν: αν ο Καρτέσιος υπήρξε υπερβολικά λίγο καρτεσιανός, με την έννοια ότι η αρχή των Meditationes περιέχει πολύ περισσότερα από όσα ο ίδιος κατόρθωσε να εξαγάγει, τότε, για να είναι κανείς αυθεντικά καρτεσιανός, οφείλει να ασκήσει κριτική στον Καρτέσιο, να ανατρέψει τον ιστορικό καρτεσιανισμό και να προτείνει έναν καρτεσιανισμό «κατά δικαίωμα», ανακτώντας τα πραγματικά καινοτόμα κίνητρά του και απορρίπτοντας τις αφελείς του παλινδρομήσεις στην αντικειμενιστικο-νατουραλιστική τοποθέτηση (Einstellung). Διότι η φαινομενολογία, γράφει πράγματι ο Husserl, «είναι ένας νεο-καρτεσιανισμός, αν και, ακριβώς λόγω μιας ριζικής ανάπτυξης των καρτεσιανών κινήτρων, αναγκάζεται να αρνηθεί σχεδόν όλο το δογματικό περιεχόμενο που είναι κοινώς γνωστό από τη φιλοσοφία του Καρτέσιου» (E. Husserl, Cartesianische Meditationen, στο Id., Cartesianische Meditationen und Pariser Vorträge, ό.π., σσ. 43-183, σ. 43· ιταλ. μτφρ. Meditazioni cartesiane, στο Meditazioni cartesiane, con l’aggiunta dei Discorsi parigini, ό.π., σσ. 37-172, σ. 37.

Και το §17 της Krisis φέρνει σαφώς στο φως αυτή την στρατηγική ερμηνείας:


«Αυτοί οι πρώτοι Στοχασμοί είναι τέτοιου βάθους που είναι σχεδόν αδύνατο να εξαντληθεί, τόσο ώστε ακόμη και ο ίδιος ο Καρτέσιος δεν το κατόρθωσε και άφησε να του ξεφύγει εκείνη η μεγάλη ανακάλυψη που ήδη είχε στα χέρια του. […] Έχω καλούς λόγους να σκιαγραφήσω εδώ την προσπάθειά μου για μια επεξήγηση, μια προσπάθεια που δεν αποβλέπει στο να επαναλάβει όσα λέει ο Καρτέσιος, αλλά να εντοπίσει αυτό που πράγματι κρύβεται στη σκέψη του: μια προσπάθεια ερμηνείας λοιπόν που διακρίνει ό,τι ο ίδιος ο Καρτέσιος είχε συνείδηση και ό,τι, ενώπιον του, καλυπτόταν από κάποιες αυτονόητες παραδοχές, επομένως απολύτως φυσικές, που επισκίασαν τη σκέψη του.»
(E. Husserl, Die Krisis…, ό.π., σσ. 76-77· ελλην. μτφρ. Η κρίση…, ό.π., σ. 103). Διαπιστώνοντας στη ρητή καρτεσιανή σκέψη την απορητική συνύπαρξη δύο αντίθετων εννοιολογικών κατευθύνσεων, ο Husserl επιχειρεί μια οριστική επίλυσή της: «Έτσι θα αναδειχθεί μια κρυφή διπλότητα σημασίας της καρτεσιανής σκέψης· υπάρχουν πράγματι δύο δυνατότητες να συλληφθεί αυτή η σκέψη, να επεξεργαστεί και να τεθούν μέσω αυτής επιστημονικά καθήκοντα· δύο δυνατότητες εκ των οποίων μόνο η μία είχε για τον Καρτέσιο τον χαρακτήρα του αυτονόητου. Επομένως, το νόημα της πραγματικής του πραγματείας (καθώς είναι δική του) είναι μονόσημο· δυστυχώς, αυτή η μονοσημία προερχόταν από το γεγονός ότι δεν είχε ωθήσει σε βάθος τον αρχικό ριζοσπαστισμό της σκέψης του, από το γεγονός ότι δεν είχε υποβάλει πράγματι στην epoché (δεν είχε θέσει “σε παρένθεση”) όλες του τις προκαταλήψεις, τον κόσμο στο σύνολό του· απορροφημένος στον στόχο του, δεν κατόρθωσε να συλλάβει το καίριο, αυτό ακριβώς που είχε αγγίξει ανακαλύπτοντας το “εγώ” της epoché […]. Σε σύγκριση με όσα θα μπορούσε να έχει παραγάγει μια τέτοια ανάπτυξη, εκείνο που πράγματι έφερε στο φως –όσο πρωτότυπο και εξαντλητικό κι αν είναι– είναι κατά κάποιον τρόπο επιφανειακό, και υποτιμάται από την ίδια την ερμηνεία που του δίνει ο Καρτέσιος.» (E. Husserl, Die Krisis…, ό.π., σ. 80· ελλην. μτφρ. Η κρίση…, ό.π., σσ. 106-107).)

Μεταξύ των προκαταλήψεων που υπάρχουν στον ιστορικό καρτεσιανισμό, ο Husserl συγκαταλέγει την άκριτη υιοθέτηση του μεθοδολογικού ιδεώδους της μαθηματικής επιστήμης της φύσης, που ωθεί τον Καρτέσιο να κατανοήσει εσφαλμένα το ego cogito ως ένα αποδεικτικώς βέβαιο αξίωμα, το οποίο συγκροτεί τη βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί μια επιστήμη δεοντολογικά δεσπόζουσα από την τάξη της γεωμετρίας. Η αμφιβολία, συνεπώς, δεν ασκείται επί όλων των προκαταλήψεων· η διαβρωτική της δύναμη είναι μόνο φαινομενική: ο Καρτέσιος περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της αποκλειστικά στο έδαφος των αισθήσεων· η επιδεικνυόμενη υπερβολή της αμφιβολίας (Στο incipit των Μελετών το υποκείμενο που διαλογίζεται αποφασίζει να εγκαταλείψει όλες τις γνώμες που προηγουμένως είχε αποδεχθεί στη βάση της απλής πίστης· εντούτοις, δεν ασκεί την αμφιβολία στην ίδια την ιδέα της επιστήμης: «Εδώ και καιρό έχω αντιληφθεί ότι, από τα πρώτα κιόλας χρόνια μου, είχα δεχθεί ως αληθείς πολλές ψευδείς γνώμες, έτσι ώστε όσα στη συνέχεια οικοδόμησα πάνω σε τόσο επισφαλείς αρχές δεν μπορούσαν παρά να είναι πολύ αμφίβολα και αβέβαια· γι’ αυτό έπρεπε κάποτε στη ζωή μου να λάβω σοβαρά την απόφαση να απαλλαγώ από όλες τις γνώμες που είχα δεχθεί έως τότε με πίστη, για να αρχίσω εκ νέου από τα θεμέλια, αν ήθελα να θεμελιώσω κάτι σταθερό και διαρκές μέσα στις επιστήμες.» (AT VII, 17/17· πλάγια στο πρωτότυπο).) καταλήγει σε ένα αποτελεσματικό και ασφαλές εργαλείο για την οικοδόμηση μιας επιστήμης, την οποία όμως η ίδια η σκεπτικιστική διερεύνηση θα έπρεπε προηγουμένως να έχει στερήσει από κάθε ισχύ.

Αλλά το θανάσιμο αμάρτημα του Καρτέσιου βρίσκεται στο δεύτερο Στοχασμό και συνίσταται στη μετατροπή του ego cogito σε mens sive animus sive intellectus, δηλαδή σε res cogitans — μια αποφασιστική παρανόηση του αυθεντικού νοήματος της υπερβατολογικής υποκειμενικότητας, η οποία συγχέεται ανεπανόρθωτα με το συνηθισμένο ψυχολογικό εγώ, άρα με ένα απλό κοσμικό υπόλοιπο, που, ως τέτοιο, θα έπρεπε ήδη να έχει καταργηθεί από την epoché. Το εγώ που αναδύεται εκ νέου, ωστόσο, «δεν είναι ούτε ένα κομμάτι του κόσμου» ούτε «ο μεμονωμένος άνθρωπος», αλλά το καθαρό εγώ, «στο βιωματικό συνειδέναι του οποίου ολόκληρος ο κόσμος και το ίδιο το εγώ ως κοσμικό αντικείμενο, δηλαδή ως άνθρωπος που βρίσκεται μέσα στον κόσμο, λαμβάνουν αρχικά νόημα και αξία του είναι».

Παραμορφώνοντας το υπερβατολογικό εγώ στα αγνώριστα χαρακτηριστικά της substantia cogitans, αντιλαμβανόμενος τη συνείδηση και τον κόσμο ως δύο αντιτιθέμενα πράγματα, ο Καρτέσιος προδίδει το βαθύ νόημα της ανακάλυψής του και καταλήγει, κατά τον Husserl, στην «φιλοσοφική μετριότητα». Η άσκηση της μεθοδολογικής μείωσης του Καρτεσίου αποδεικνύεται αφελής και χωρίς νόημα· αφού κέρδισε τη συνείδηση της πραγματικότητας της ψυχής, βρέθηκε αναγκασμένος να αντιμετωπίσει το αντιφατικό σχήμα που συγκροτείται από τη δογματική ουσιοκρατική διδασκαλία, μέσα στο οποίο ο φυσιοκρατικός ρεαλισμός εμφανίζεται διαρκώς σε ενέδρα:

Πράγματι, σύμφωνα με τον Husserl, ο κίνδυνος αποτυχίας της φαινομενολογικής ανακάλυψης και της πτώσης πίσω στη φυσική στάση δεν προκύπτει μόνο από την αποδοχή των μεσαιωνικών παραδόσεων ή, ακόμη χειρότερα, από τις προκαταλήψεις της νεότερης παράδοσης· προκύπτει από το γεγονός ότι «είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρήσει κανείς και να αξιολογήσει ορθά μια τόσο πρωτάκουστη μεταβολή της στάσης, όπως είναι εκείνη της ριζικής και καθολικής epoché. Αμέσως εισβάλλει από κάπου το ‘φυσικό ανθρώπινο πνεύμα’, κάτι που απορρέει από την αφελή ισχύ του κόσμου, και παραχαράσσει τη νέα στάση που καθιστά δυνατή και απαιτεί η epoché.» (E. Husserl, Die Krisis…, ό.π., σ. 82· ιταλ. μτφρ. La crisi…, ό.π., σ. 108.Στην Krisis ο Husserl καθιστά σαφές ότι δεν πρόκειται μόνο για κατάλοιπα της σχολαστικής παράδοσης, για τυχαίες προκαταλήψεις της εποχής του [Κατεσίου], αλλά για χιλιετίες αυτονόητα, τα οποία μπορούν γενικώς να υπερβαθούν είτε μέσω μιας διασαφήνισης είτε μέσω μιας περαιτέρω επεξεργασίας που θα φέρει στις ακραίες του συνέπειες αυτό που κρύβεται στη σκέψη του.»
(E. Husserl, Die Krisis…, ό.π., σ. 77· ιταλ. μτφρ. La crisi…, ό.π., σσ. 103-104).)

Και στις Pariser Vorträge (Διαλέξεις στο Παρίσι) η δυσκολία να παραμείνει κανείς στο καθαρό υπερβατολογικό βλέμμα περιγράφεται με μια άλλη υπέροχη εικόνα:

«Εδώ βρισκόμαστε σε ένα επικίνδυνο σημείο. Φαίνεται τόσο εύκολο, ακολουθώντας τον Καρτέσιο, να συλλάβουμε το καθαρό εγώ και τις cogitationes του! Κι όμως είναι σαν να βρισκόμαστε στην κορυφογραμμή ενός απόκρημνου βράχου, όπου το να προχωρήσουμε με ηρεμία και ασφάλεια είναι ζήτημα αποφασιστικό για τη ζωή ή τον θάνατο της φιλοσοφίας.»

Ξεκινώντας από το εγώ προς τον Θεό και τον κόσμο, ο Καρτέσιος αυταπατήθηκε ότι είχε οριστικά θριαμβεύσει επί της σκεπτικιστικής αμφιβολίας και ότι βρισκόταν ήρεμα ασφαλής στην κορυφή της ανόδου· στην πραγματικότητα όμως τα βάρη της παράδοσης και η δυσκολία να αποφευχθούν οι παγίδες της αντικειμενοποιητικής τοποθέτησης (Einstellung) απέναντι στον κόσμο τον σταμάτησαν στην «αρχή της ανηφόρας». Απο-ουσιοποιώντας και απο-πραγμοποιώντας τη υποκειμενικότητα, ο Husserl θεωρεί ότι κατέχει τα εννοιολογικά εργαλεία ικανά να ολοκληρώσουν με επιτυχία την ανάβαση που ξεκίνησε ο προκάτοχός του.

Δεν πρέπει ωστόσο να σκεφτούμε ότι ο θεμελιωτής της φαινομενολογίας ξεκινά την άνοδό του προς την κορυφή της υποκειμενικότητας από το ακριβές σημείο όπου την είχε διακόψει ο Καρτέσιος· ο Husserl βρίσκεται μάλλον ήδη άνετα στην κορυφή και από αυτήν την προνομιακή θέση παρατηρεί αναδρομικά τις θεμελιώδεις κατακτήσεις και τις αποτυχίες του Γάλλου φιλοσόφου.

Πράγματι, στην Erste Philosophie ο Husserl γράφει σχετικά με την πορεία του διαλογισμού που από την epoché οδηγεί στο ego cogito:

«Η υπερβατολογική υποκειμενικότητα έπρεπε καταρχάς να ανακαλυφθεί ιστορικά. Στην πρώτη της μορφή, ανώριμη, επομένως γρήγορα ακυρωμένη και αιτία παραπλανήσεων, η ανακάλυψη αναδύεται στο καρτεσιανό ego cogito […]. Μία καθαρή και ουσιαστική παρουσίαση της υπερβατολογικής υποκειμενικότητας επιτελείται μόνο στη μέθοδο, γνωστή σε κάθε φαινομενολόγο, της φαινομενολογικής μείωσης. […] Γι’ αυτό αξίζει επίσης να ονομαστεί καρτεσιανή μέθοδος της υπερβατολογικής μείωσης, εφόσον δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διασαφηνιστική αναδιατύπωση του βαθύ περιεχομένου που είναι κρυμμένο –και κρυμμένο ακόμη και από τον ίδιο τον Descartes– στους πρώτους, φαινομενικά τόσο απλοϊκούς, Διαλογισμούς του Descartes.»

Διαβάζοντας το χωρίο βγαίνει η εντύπωση ότι η πρώιμη ανακάλυψη της υπερβατολογικής υποκειμενικότητας κατέχει ένα αποφασιστικό νόημα μόνο στα μάτια εκείνου που την έχει οδηγήσει πολύ πέρα από τα προβληματικά αποτελέσματα και τις φανερές αβεβαιότητες των δύο πρώτων Μελετών: η χουσσερλιανή διατύπωση ότι στον Καρτέσιο αναδύονται «ιστορικά το βλαστάρι της υπερβατολογικής φιλοσοφίας» και «μια αλήθεια in statu nascendi» (σε κατάσταση γέννησης) προϋποθέτει την πλήρη ανάπτυξη του βλασταριού σε ώριμο καρπό και την κατοχή μιας αλήθειας in statu augendi (κατάσταση αύξησης).

Με άλλα λόγια: η ιστορική αξία που αποδίδεται στον Καρτέσιο προέρχεται από τη στάση (Standpunkt) της απόλυτης γνώσης του φαινομενολόγου, ο οποίος, στρεφόμενος προς τα πίσω στην αναζήτηση της γέφυρας που συνδέει παρελθόν και παρόν, κατασκευάζοντας εκ των υστέρων την αστρική διάταξη των δικών του δυνατών προδρόμων, εντοπίζει στις Meditationes ορισμένα θεωρητικά σημεία αποφασιστικά και προδρομικές διαισθήσεις, στις οποίες αυτός ο ίδιος έδωσε κατόπιν μια οριστική συστηματοποίηση.

Ότι ο Husserl έχει συνείδηση του άρρηκτου δεσμού ανάμεσα στις δικές του θεωρητικές θέσεις και στην ανάγνωση των προηγούμενων φιλοσόφων προκύπτει από την πρόθεσή του, εκφρασμένη στην Krisis, «να διαπεράσει μέσα από την κρούστα των “εξωτερικών ιστορικών γεγονότων” της ιστορίας της φιλοσοφίας, ερευνώντας, δοκιμάζοντας, επαληθεύοντας το εσωτερικό τους νόημα, την κρυμμένη τελεολογία».

Καθόσον το telos ολόκληρης της ιστορίας της φιλοσοφίας συνίσταται στο να φτάσει «στην τελική μορφή της υπερβατολογικής φιλοσοφίας, στη φαινομενολογία», ο Husserl θεωρεί ότι έχει κατακτήσει τον στόχο στον οποίο ανέκαθεν τείνουν οι προσπάθειες της φιλοσοφίας überhaupt (έστω, καθόλου) και, συγχρόνως, ότι διαθέτει ένα απολύτως θεμελιωμένο κριτήριο για να αξιολογήσει σωστά το ίδιο το νόημα της φιλοσοφικής πορείας.

Στις δύο πρώτες Μελέτες υπάρχει μια μεγάλη ανακάλυψη, η αληθινή αρχή μιας φιλοσοφίας ριζικά καθαρής, εν εαυτή, σε μια μη αμφισβητησιμότητα του πραγματικού νοήματος του λεγόμενου ego cogito, ego sum. Έπεσε στον Descartes σαν να μην το καταλάβει και πιστεύοντας, αντίθετα, ότι είχε απλώς επικυρώσει τις προγενέστερες δοξασίες· γι’ αυτό και απέβη παρέκκλιση σε σχέση με τον τελικό σκοπό, τον κρυφό σκοπό ολόκληρης της ιστορίας, και επομένως και το μοναδικό νόμιμο σημείο που επιτρέπει στις res gestae να είναι τελικά αποκαλυπτικές.

Αν είναι αλήθεια ότι την ανακάλυψη αυτή την είχε κατά κάποιον τρόπο ήδη, η χουσσερλιανή αναδρομή του επιφυλάσσει τον ρόλο του Κολόμβου: του χωρίς συνείδηση ανακαλύπτοντος μια νέα ήπειρο (την υπερβατολογική υποκειμενικότητα) άγνωστη, μέσω των Μελετών, που είναι επίσης οι πιο σημαντικές, επειδή μπορούν να αποτελέσουν την πρώτη ανακάλυψη η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί στη μορφή της υπερβατολογικής: δηλαδή, της ανακάλυψης απολύτως κλειστής, που μπορεί πάντα να είναι απόλυτη.

Αλλά ο ίδιος ο Descartes δεν κατόρθωσε να αποκτήσει πραγματική κατοχή αυτής της ανακάλυψης. Πίσω από την κοινοτοπία του γνωστού του ρητού ανοίγονται στην πραγματικότητα βάθη υπερβολικά μεγάλα και σκοτεινά. Όπως ο Κολόμβος, που ανακάλυψε μια νέα ήπειρο, αλλά πίστεψε ότι είχε βρει μόνο έναν νέο δρόμο προς τις Ινδίες.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: