Συνέχεια από : Κυριακή, 17 Απριλίου 2011
Τ Ε Λ Ο Σ
Aμέθυστος
Από το βιβλίο: Gottwerdung und Revolution
Θέωση και Επανάσταση
Beiträge zur Weltanschauungsanalyse und Ideologiekritik
Ernst Topitsch
Συμβολές στην ανάλυση της κοσμοθεωρίας και στην κριτική της ιδεολογίας
Verlag Dokumentation, Pullach bei München 1973
Θέωση και Επανάσταση
Beiträge zur Weltanschauungsanalyse und Ideologiekritik
Ernst Topitsch
Συμβολές στην ανάλυση της κοσμοθεωρίας και στην κριτική της ιδεολογίας
Verlag Dokumentation, Pullach bei München 1973
Και επειδή το γνωστό αυτό σχήμα σωτηρίας μεταφέρεται, πιο ευρέως απ' ότι στον Hegel, σε περιοχές όπου είναι δυνατός ο εμπειρικός έλεγχος και η αντικρουόμενη ερμηνεία των γεγονότων, προκύπτουν ακόμα πιο πολλές και σοβαρές δυσκολίες. Κατ' αρχάς, ακόμα και ο όρος “εξαντικειμένευση” είναι προβληματικός. Ο εργαζόμενος άνθρωπος δεν είναι κάτι “μη-πραγματικό” (undingliches), αλλά ένα σωματικό-πεπερασμένο ον. Είναι το ίδιο πραγματικός, όσο και τα προϊόντα της δουλειάς του, και μάλιστα σε κάθε οικονομική και κοινωνική διάταξη. Ο Lukacs το έλαβε αυτό προσφάτως υπ' όψιν, καθώς αναγνώρισε πως αυτή η εξαντικειμένευση είναι ένα πανανθρώπινο φαινόμενο. “Μόνο όταν οι εντός της κοινωνίας εξαντικειμενοποιημένες μορφές περιέχουν λειτουργίες, οι οποίες φέρνουν την ουσία του ανθρώπου σε αντίθεση με το είναι του, που υποτάσσουν την ουσία του στο κοινωνικό είναι, που παραμορφώνουν και παραποιούν” μπορούμε να μιλάμε για αποξένωση(αλλοτρίωση)[1]. Η αποξένωση λοιπόν δεν ορίζεται πλέον βάσει της “εξαντικειμένευσης”, αλλά βάσει της “ανθρώπινης ουσίας”. Ο Lukacs κάνει με τον τρόπο αυτό ένα άλμα από το διαλεκτικό σχήμα σωτηρίας προς την ουσιοκρατία (Essentialismus), η οποία επίσης δεν προσφέρει κάποια λύση, αφού είναι δυνατόν να κατασκευαστεί φαινομενική θεμελίωση αυθαίρετων ηθικό-πολιτικών θέσεων, με την βοήθεια “όρων ουσίας”[2].
Αν η άρση της αποξένωσης, ως μελλοντικός στόχος που χαρακτηρίζει την ανάπτυξη σύνολης της κοινωνίας, θεωρηθεί χειροπιαστό δεδομένο, προκύπτει μια επιπλέον σειρά δυσκολιών.
Η μαρξιστική τελεολογία της ιστορίας είναι από μεθοδολογικής άποψης εκτεθειμένη σε αντιρρήσεις, τις οποίες ο Karl R. Popper διατύπωσε με αυξανόμενη ακρίβεια σε μια σειρά εργασιών. Οι αντιρρήσεις αυτές βασίζονται στην διάκριση μεταξύ των μακροπρόθεσμων και απροϋπόθετων προφητειών του ιστορικισμού και των εξαρτημένων(βασιζόμενων σε προϋποθέσεις) προγνώσεων των επιστημών[3]. Όσον αφορά το περιεχόμενο, οι κριτικοί δικαίως μπορούν να δηλώσουν πως πολλές από τις προγνώσεις του Μαρξ και των μαθητών του δεν επιβεβαιώθηκαν, και πως μια οικονομική πολιτική βασιζόμενη σε νεότερες γνώσεις είναι σε θέση να υπερβεί πολλές από τις δυσκολίες, οι οποίες υποτίθεται πως θα οδηγήσουν στην κατάρρευση του καπιταλισμού. Εν τέλει υπάρχει μια σειρά καλύτερα θεμελιωμένων προγνώσεων για το μέλλον του ανθρώπου, οι οποίες δείχνουν προς μια κατεύθυνση, εντελώς διαφορετική από εκείνη που προβλέπει μια κοινωνία της ευτυχίας και της μη-σύγκρουσης. Πχ η πρόγνωση για μια εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού, μάλιστα στις αναπτυσσόμενες χώρες, μαζί με τις πιθανές συνέπειες του γεγονότος[4]. Σ' αυτά προστίθεται και μια θεμελιώδης δυσκολία, που προκύπτει από το πρόβλημα της αξιολόγησης: ακόμη και από τόσο ξεκάθαρες “τάσεις”, και μάλιστα από το αναπότρεπτο συγκεκριμένων εξελίξεων, δεν μπορεί να συμπεραθεί πως αυτές πρέπει να αξιολογηθούν θετικά[5].
Οι αντιθέσεις προς μια συγκεκριμένη διδασκαλία είναι βέβαια δυνατόν να αντικρουσθούν, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως είναι eo ipso έκφραση μιας αποξενωμένης ή τυφλωμένης συνείδησης, έκφραση αφηρημένου συλλογισμού, κτλ. Με αυτόν τον τρόπο δούλεψαν πολύ συχνά οι διάφορες μορφές μυστηριακής πίστης, όπως και οι μετέπειτα εκλογικεύσεις τους με την μορφή φιλοσοφικής θεωρίας[6]. Ο μαρξισμός όμως θέλει να είναι και μια εμπειρικά περιεκτική θεωρία περί της ανάπτυξης της κοινωνίας. Κάτω από αυτό το πρίσμα-τουλάχιστον οι εδώ διαπραγματευόμενες κατευθύνσεις του-θεωρεί και μια συγκεκριμένη, εμπειρικά διαθέσιμη(υπαρκτή) κοινωνική ομάδα(την τάξη των προλετάριων), ως τον προνομιούχο φορέα της ανώτερης γνώσης περί του νοήματος της ιστορίας. Με τον τρόπο αυτό υπόκειται στο ρίσκο, τα μέλη της τάξης εκείνης να αντιμετωπίσουν την γνώση αυτή με σκεπτικισμό. Και αν Μαρξ υπολόγιζε πως η εργατιά θα ασπαζόταν τις διδασκαλίες του στο άμεσο μέλλον, ο Lukacs βρέθηκε αντιμέτωπος με το γεγονός πως αυτό θα συνέβαινε σε περιορισμένο βαθμό.
Ο Ούγγρος φιλόσοφος αντιμετώπισε το γεγονός αυτό με μια καταπληκτική στρατηγική ανοσοποίησης, η οποία θα εξασφάλιζε την συνέχεια και ακμή της “αληθινής διδασκαλίας”, ακόμα και στην περίπτωση που κανένας προλετάριος δε θα την πίστευε πια. Διέκρινε δηλαδή μεταξύ της εμπειρικής συνείδησης των προλετάριων και της, ανεξάρτητης από την πρώτη, “αντικειμενικής” ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου: “Η ταξική συνείδηση δεν είναι η ψυχολογική συνείδηση των επιμέρους προλετάριων, ή μαζική ψυχολογική συνείδηση του συνόλου των, αλλά το συνειδητοποιημένο νόημα της ιστορικής θέσης της τάξεως”[7]. Αυτό το “νόημα” προκύπτει από την ουτοπική-μεσσιανική θεώρηση της ιστορίας, η οποία με τον τρόπο αυτό θα έπρεπε να είναι εξασφαλισμένη και εναντίον της κριτικής προερχόμενης από τις σειρές του προλεταριάτου.
Ακόμα όμως και αν θέλει να παραβλέψει κανείς αυτές ή παρόμοιες δυσκολίες, παραμένει ανοικτό το θεμελιώδες ερώτημα περί της κατάστασης της λυτρωμένης κοινωνίας, η οποία (κατάσταση) θα έπρεπε να επιτευχθεί μέσω της επαναστατικής άρσης της αποξένωσης, και μέσω της επανάκτησης της αληθούς ουσίας του ανθρώπου. Το ερώτημα αυτό είναι μια τρικλοποδιά για τον μαρξισμό. Η επιδιωκόμενη κατάσταση λυτρώσεως θα έπρεπε να επιτευχθεί, όχι μέσω μιας εκστατικής, μυστικής ή θεωρητικής μεταμόρφωσης του εμπειρικού εγώ σε ένα πνευματικό εγώ-θεό[8], αλλά μέσω μιας μεταμόρφωσης του εμπειρικού ανθρώπου, η οποία(μεταμόρφωση) παραμένει στην περιοχή του πραγματικού πεπερασμένου κόσμου. Ο “νέος”, ο “όχι πια αποξενωμένος” άνθρωπος θα περιφέρεται ως ορισμένο γήινο πλάσμα πάνω στην γη[9]. Η απαίτηση του μαρξισμού συνίσταται στο ότι, τον βασανισμένο, λόγω της πίεσης της πραγματικότητας, δεν θέλει να τον ταΐσει με κενούς θεωρητικούς τύπους, πχ τέτοιους περί “απόλυτης γνώσεως, αλλά εντός του εμπειρικού του είναι που υποφέρει, να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει σε μια ανώτερη μορφή είναι.
Η απαίτηση αυτή παραμένει ακόμα ανεκπλήρωτη. Δεν μαθαίνουμε από τους εν λόγω συγγραφείς πολλά για το ερώτημα, περί του πως εκδηλώνεται η μεταμόρφωση του ανθρώπου ως εμπειρική διαδικασία, και πως θα φαίνεται το αποτέλεσμα της ως εμπειρική κατάσταση. Ο Lukacs δεν λέει τίποτα περί αυτού, αλλά και ο Μαρξ πολύ λίγα λέει. Αυτό που ο νεαρός Μαρξ περισσότερο υπονοεί, παρά δηλώνει, ως την αντίληψη του, τι είναι ένας όχι-πια αποξενωμένος άνθρωπος, καλύπτεται από το ρομαντικό ιδανικό της “ιδιοφυΐας” και του “υπερανθρώπου”[10]. Και αυτό επίσης υποδεικνύει, πως ο προφήτης της επανάστασης, προσέλαβε από την περιοχή των μοτίβων της αυτοθέωσης, όχι μόνο τις θεμελιώδεις γραμμές της σκέψης του, αλλά και θεμελιώδεις συναισθηματικούς παλμούς. Ο Heinrich Heine δεν χαρακτήρισε τυχαία, τους νέο-εγελιανούς και τον “...φίλο του Μαρξ”, ως “άθεους αυτοθεούς”. Νεότερες έρευνες έχουν διαφωτίσει περαιτέρω αυτά τα παρασκήνια[11]. Εκεί όπου ο κοινωνιο-οικονομολόγος Μαρξ δεν μπορεί να αποφύγει να εκφρασθεί περί συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών συσχετίσεων στην μελλοντική κοινωνία, αποσύρονται τα ρομαντικά προμηθεϊκά όνειρα, και εμφανίζεται ένα περίγραμμα που έχει μοιραία ομοιότητα με εκείνο τον “γραφειοκρατούμενο κόσμο”, πράγμα που αποτελεί εφιάλτη πολλών σημερινών νεομαρξιστών κριτικών του πολιτισμού, αλλά και των νεαρών αναρχικών. Ο άνθρωπος είναι και πάλι υποταγμένος σε μια ξένη δύναμη, στο σχέδιο, στην “τήρηση των βιβλίων”(γραφειοκρατία)[12]. Και σε αυτόν, από τον ίδιο τον Μαρξ υποδεδειγμένο χώρο, κατέληξαν όλες οι προσπάθειες προς ίδρυση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Ο “νέος άνθρωπος” όμως, που με αυτόν τον τρόπο θα έπρεπε να είχε γίνει πραγματικότητα, παρέμεινε ακόμα μέχρι σήμερα ο παλαιός Αδάμ[13].
Τρεις δρόμοι εμφανίστηκαν, πάνω στους οποίους ο άνθρωπος θέλησε να πραγματοποιήσει την θέωση ως υπέρβαση της πίεσης της πραγματικότητας, και οι τρεις κατέληξαν στην ματαιότητα: η συνειδητή-ασυνείδητη εσωτερίκευση της ενότητας Atman και Brahman, η θέωση του θεϊκού πνεύματος με την μεσολάβηση ενός πεπερασμένου πνεύματος, και η άρση της αποξένωσης μέσω της επανάστασης του προλεταριάτου. Η ματαιότητα αυτή είχε καθορισθεί από τις προϋποθέσεις των συλλογισμών αυτών. Αν η θεϊκή ουσία ορισθεί από το γεγονός ότι είναι ασύγκριτη προς κάθε τι πεπερασμένο, τότε δυνάμει αυτού του ορισμού είναι μη προσβάσιμη για τον άνθρωπο. Αν συρθεί στο πεπερασμένο, γίνεται η ίδια θεός που υποφέρει. Και τότε είναι που ο άνθρωπος υποτάσσεται για τα καλά στην πίεση της πραγματικότητας, και η θέωση γίνεται ένα κενό ρήμα ή μια απλή υπόσχεση για το μέλλον. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως εκεί όπου ελπίζεται η άνοδος ενός “θεοποιημένου”, μη αποξενωμένου ανθρώπου πάνω στη γη. Δεν μπορεί να μείνει κρυφό, πως οι προσπάθειες που σκοπό είχαν να βοηθήσουν τον “νέο άνθρωπο” να έρθει στην ύπαρξη, πολύ συχνά δεν ήταν απλά μάταιες, αλλά επέφεραν άρρητα βάσανα. Τέτοιου είδους εσωτερικές διδασκαλίες σωτηρίας πολύ συχνά, δεν είναι παρά έκφραση, και εύκολα αποκαλυπτόμενη αμφίεση, του φθόνου και της επιδίωξης εκδικήσεως, εξουσίας και λείας, ή επιδίωξη ικανοποίησης της μνησικακίας[14].
Φυσικά, με τα κατάλληλα μέσα και λαμβάνοντας τα ορθά μέτρα, η πίεση της πραγματικότητας μπορεί να μειωθεί σημαντικά, πράγμα που στην σημερινή κοινωνία της ευμάρειας έχει επιτευχθεί σε κάποιο βαθμό, χάριν στις προσπάθειες μαρξιστικών και μη εργατικών κινημάτων. Γίνονται όμως οι άνθρωποι στον ίδιο βαθμό πιο ευτυχισμένοι, πιο ευχαριστημένοι, ή πιο “θεϊκοί”; Δεν είναι όμως ο αγώνας εναντίον εκείνης της πίεσης, τον οποίο δεν μπορούμε να κερδίσουμε ποτέ πλήρως, (και για τον λόγο αυτό πυροδοτεί την φαντασία μας προς ποικίλες ψευδαισθητικές αντισταθμίσεις), απαραίτητος για ζωντανά πλάσματα με τις δικές μας ιδιαίτερες ψυχοφυσικές καταβολές; Δε θα ήταν ίσως η άρση των αποτυχιών η χειρότερη από όλες τις αποτυχίες; Και αν ο άνθρωπος στο τέλος γινόταν θεός-τι θα άλλαζε;
Σημειώσεις
[1] G. Lukacs , S. 26.
[2] Για την κριτική των όρων ουσίας πρβλ. E. Topitsch: Die Sozialphilosophie Hegels als Heilslehre und Herrschaftsideologie, Neuwied-Berlin 1967, S 57., του ιδίου: Die Freiheit der Wissenschaft und der politische Auftrag der Universität, 2. Aufl. Neuwied-Berlin 1969, S 27.
[3] Πρβλ. K. R. Popper: Prognose und Prophetie in den Sozialwissenschaften, in E. Topitsch(Hrsg.): Logik der Sozialwissenschaften, 6. Aufl., Köln-Berlin 1970, S. 113. του ιδίου: Das Elend des Historizismus, Tübingen 1965. Για την ανάλυση των θεμελιωδών θεωριών του μαρξισμού πρβλ. W. Becker: Kritik der Marxschen Wertlehre. Die methodische Irrationalität der ökonomischen Basistheorien des „Kapitals“. Hamburg 1972.
[4] Από την εκτεταμένη βιβλιογραφία περί του θέματος θα μπορούσε να αναφερθεί πχ A. Köstler: Das Gespenst in der Maschine, Wien-München-Zürich 1968, ιδιαιτέρως S. 341. επίσης C. Jacobi : Die menschlice Springflut, Frankfurt-Berlin 1969.
[5] Αυτό το είχε ήδη με το δίκιο τονίσει ο Max Weber: „Είναι ακόμα διαδεδομένη η πίστη, πως οι οδηγίες για τις πρακτικές αξιολογήσεις θα έπρεπε ή θα μπορούσαν κιόλας, να αναχθούν από “αναπτυξιακές τάσεις”. Μόνο από τόσο σαφείς “αναπτυξιακές τάσεις” μπορούν να εξαχθούν σαφείς διαταγές για την πράξη, μόνο όμως σε σχέση με τα αναμενόμενα καταλληλότερα μέσα, δεδομένης μιας συγκεκριμένης στάσης, αλλά όχι σε σχέση με την στάση αυτή.” (Der Sinn der „΅Wertfreiheit“ der soziologischen und ökonomischen Wissenschaften, in M. Weber: Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, 3. Aufl., Tübingen 1968, S. 512).
[6] E. Topitsch: Entfremdung und Ideologie. Zur Entmythologisierung des Marxismus, in E. Topitsch: Sozialphilosophie zwischen Ideologie und Wissenschaft, 3. Aufl., Neuwied-Berlin 1971, S. 297.
[7] G. Lukacs, S. 248. Ο τονισμός στο πρωτότυπο. Για την κριτική των ισχυρισμών αυτών πρβλ.: Th. Geiger: Die Klassengesellschaft im Schmelztiegel, Köln 1949, S. 119.
[8] Πρβλ. R. Kroner op. Cit Anm 20, S. 364.
[9] Ακόμα λείπει μια πνευματικό-ιστορική και πολιτισμικό-κοινωνική έρευνα περί της πίστεως στην άνοδο του “νέου ανθρώπου”. Για τα γνωστικιστικά, μανιχαϊστικά θεμέλια αυτής της πίστεως: W. E. Mühlmann: Chiliasmus und Nativismus, Berlin 1961, και μέρος της εκεί αναφερομένης βιβλιογραφίας. - Στην εποχή μας, δεν είναι μόνο η ρωσική επανάσταση και ο σημερινός νέο-χιλιασμός που τίμησαν αυτήν την πίστη, αλλά και ένας από τους πρόδρομους του ιταλικού φασισμού, ο ποιητής Gabriele d' Annunzio, C. Schrenck-Notzing: Charakterwäsche, Stuttgart 1965, S. 22.- Για το σύμπλεγμα αυτό είναι σημαντικό επίσης το έργο: E. Benz (Hrsg.): Der Übermensch, Zürich-Stuttgart 1961.
[10] Πρβλ. E. Kux: Karl Marx -Die revolutionäre Konfession, Erlenbach-Zürich und Stuttgart 1967, S. 7. όπως επίσης R. König: Freiheit und Selbstentfremdung in soziologischer Sicht, in: Freiheit als Problem der Wissenschaft. Abendvorträge der Freien Universität Berlin im Winter 1961/62, Berlin 1962 S. 25, 31.
[11] Στο έργο “Geständnissen” 1854 (Werke, Ausg. E. Elster, 6. Bd., S. 53). Και ο Heine όμως, κάτω από την επίδραση του Hegel και των Saint-Simonisten, αισθανόταν ως ένα είδος επίγειος θεός. Αργότερα όμως, κάτω από την πίεση της ασθένειας του, διαμήνυσε στον Hegel την άρνηση του, χαρακτηρίζοντας τον ως διαφθορέα που οδηγεί στην αυτοθέωση και την εντός του κόσμου αυτού ουτοπία της ευτυχίας. Πρβλ. D. Sternberger: Heinrich Heine und die Abschaffung der Sünde, Hamburg 1972, S. 259. -Περί αυτών των μοτίβων και των συνεπειών τους στον Μαρξ βλέπε E. Kux, S. 15: „Το γεγονός πως η επαναστατική προσπάθεια στο έργο και στη ζωή του Μαρξ κατευθύνεται προς την αυτοθέωση, μας οδηγεί στο να βάλουμε σε αμφιβολία, όχι μόνο το αντικειμενικό περιεχόμενο της θεωρίας του, αλλά και την απαίτηση του για ανανέωση και τελείωση του “ουμανισμού”.”- Περί όλου αυτού συμπλέγματος πρβλ. στον παρόντα τόμο το κεφάλαιο “Machtkampf und Humanität”, S. 177.
[12] E. Kux, S. 103. -M. Djilas: Die unvollkommene Gesellschaft, Wien 1969.
[13] Αυτό τονίζει και η κριτική στον “Parzival-Sozialismus” από τον A. Künzli: Über Marx hinaus. Beiträge zur Ideologiekritik, Freiburg 1969, S. 176: „Αυτό είναι μια παιδιάτικη πίστη στην εσχατολογική δυνατότητα της άρνησης, που βάσει των μέχρι τώρα εμπειριών μας, έχει διαψευσθεί με τρομακτικούς τρόπους. Και είναι αξιοθαύμαστο πως παρόλα αυτά βρίσκει νέους αποστόλους και μαθητές. Όπου και να κοιτάξεις, η διαλεκτική έχει οδηγηθεί σε αποτυχία, και η άρνηση αντί να δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο, δημιούργησε πάλι τον παλαιό Αδάμ, αποτελούμενο από γραφειοκράτες, τυχοδιώκτες, εξουσιομανείς, υποκριτές, ψεύτες, νευρωτικούς και δολοφόνους.”
[14] M. Weber: Politik als Beruf, in ders.: Gesammelte politische Schriften, 2. Aufl., Tübingen 1958, S. 544.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου