Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

EDMUND HUSSERL: ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ (=Η ΑΡΧΑΙΑ ΓΝΩΜΗ) – IDEALISIERUNG UND DOXA (4)

Συνέχεια απο : Παρασκευή, 1 Ιουνίου 2012
Antonio Aguirre
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
          ΙΙΙ.
        Γράψαμε στις εισαγωγικές μας παρατηρήσεις, ότι θα καθιστούσαμε την πρόθεση του Husserl να «δικαιολογήση» τη δόξα (=γνώμη) εν σχέσει προς την επιστήμη, βασικό αντικείμενο αυτής μας της εργασίας. Αυτό που συζητήσαμε μέχρι τώρα, εξυπηρετούσε στο να κατατοπιστούμε για την κρίσιμη επιχειρηματολογία, με την οποίαν και επιχειρεί ο Husserl αυτήν την απόδειξη. Θελήσαμε να δείξουμε περαιτέρω, πως περιέχεται στη σχέση μεταξύ τής εξιδανίκευσης που οδηγεί στην ακρίβεια, και της εξιδανίκευσης του πράγματος, το κλειδί αυτής της «δικαιολόγησης». Θα αναλύσουμε λοιπόν μερικά σημαντικά σημεία του Παραρτήματος ΙΙ της «Κρίσης…», ενός κορυφαίου έργου της εξιδανίκευσης, όπου και θέτει ο Husserl στον εαυτό του το ερώτημα, για τη μετάβαση απ΄τη δόξα στην επιστήμη, με την έννοια όμως της ακρίβειας αυτήν τη φορά. Χωρίς να αναφέρεται εντούτοις, μ’ αυτό το πλατωνικό εννοιολογικό ζεύγος, αμέσως στον Πλάτωνα, αλλά σε κάτι που συνέβη οποτεδήποτε, στα πρώιμα χρόνια τής ανθρωπότητας.
      Μπορούμε να διακρίνουμε τρία μέρη στο Παράρτημα ΙΙ:  Περιγράφει κατ’ αρχάς ο Husserl τον προεπιστημονικό κόσμο, τον κόσμο τής εξιδανίκευσης του πράγματος μετά, και τον κόσμο τής εξιδανίκευσης που οδηγεί στην ακρίβεια  (υποδηλώνοντάς την και μόνον) τελικά. Το πρώτο μέρος επικαλύπτεται ως προς το περιεχόμενό του μ’ αυτό, το οποίο και περιγράψαμε διεξοδικά ως πρώτην έννοια του ζωντανού κόσμου. Πρόκειται για τον γενικό και πάλι χαρακτήρα τής εμφανίσεως των πραγμάτων του περιβάλλοντός μας, για τον τρόπο που τα υποδεχόμαστε, συσχετιζόμενοι μαζί τους, από αισθητικο-θεωρητικής πλευράς. Όπου και σχηματίζεται εκείνη η φαινομενική τους τυπικότητα, ως ένα διασχεσιακό δίκτυο, που μας παραπέμπει σε περιστασιακές πάντοτε ακόμα και συμπτωματικές γνώσεις. 
        Μας προσφέρεται εδώ μια αντικειμενική και ουδέτερη περιγραφή μεμονωμένων παραγόντων του ζωντανού κόσμου. Συμπληρωματικά  θέτει ωστόσο ο Husserl το ερώτημα, πώς θα μπορούσαμε να αιτιολογήσουμε, απ’ αυτήν την υποκειμενικο- σχετικά δεδομένη, παρ’ όλη τη σταθερότητά της, γνώση, την Ιδέα ενός ακριβούς προσδιορισμού των πραγμάτων, με τη μορφή μιας καθ’ εαυτήν αντικειμενικότητας, μιας ακριβούς δηλ. αιτιότητας και απαγωγής. Το ερώτημα διατυπώνεται μάλιστα ιστορικά: «Πώς φτάσαμε στο άλμα απ’ τη δόξα στην επιστήμη;». Δεν διαρκεί ωστόσο για πολύ η ιστορική αυτή αναδρομή, αφού επιστρέφει, απαντώντας σ’ αυτό το ερώτημα, σε μια συστηματική και ανιστόρητη περιγραφή ο Husserl. Ο οποίος και ξεκινά την επόμενη παράγραφο διαπιστώνοντας, πως «απεργάζεται η μέθοδος την ακριβή αντικειμενικότητα». Θα περιμέναμε να συνεχίση λοιπόν τώρα, ύστερα  απ’ αυτήν τη φράση ο Husserl, περιγράφοντας την ιδιαίτερη ακριβώς μέθοδο, με την οποίαν και θα μπορούσαμε να φτάσουμε στην ακρίβεια. Παραμένει εντούτοις και στη συνέχεια τού εν λόγω κειμένου, στη «γνώση» που ήδη παρουσιάσαμε: ότι είναι δηλ. κάθε πράγμα μια Ιδέα. Να θέλη άραγες να μας πη, ότι ανοίγεται έτσι εκείνος ο δρόμος; Ας μην το αποφασίσουμε ακόμα. Είναι σημαντικό, ότι γνωρίζουμε ήδη αυτό που ακολουθεί! Πρόκειται δηλ., με μικρές παραλλαγές, για το κείμενο της πργρφ. 143 των «Ιδεών Ι», περί τού ότι είναι επαρκώς δεδομένο ένα πράγμα, ως Ιδέα με την καντιανήν έννοια. Πρόκειται δηλ. πάλι για το Είναι τού πράγματος, το οποίο και εννοούμε ως το σύνολο των εμφανίσεών του. Ο Husserl ονομάζει τώρα τη σκέψη περί πληρότητος μιας «διαδρομής» ή μιας «σειράς» από εμφανίσεις, στην οποίαν και προσάπτεται, ατελευτήτως, μια άλλη κάθε φορά «διαδρομή», ως «το εξιδανικευτικό έργο αυτού που “επαναλαμβάνεται”». Όπου και «εξιδανικεύεται», μ’ αυτήν τη συνεχώς επαναλαμβανόμενη, και ανανεούμενη στο άπειρο, συνέχιση τής ιδεώδους τελειοποιήσεως, «και το (κάθε…) πράγμα». Δεν μιλά βέβαια πια αυτό το κείμενο για την επαρκή εμπειρία τού πράγματος, όπως μιλούν οι «Ιδέες Ι», ούτε για το ότι θα ήταν η προκύπτουσα εδώ Ιδέα, μια Ιδέα με την καντιανήν έννοια. Πρόκειται όμως και στα δυό κείμενα για το ίδιο περιεχόμενο: Ισχύει και γι’ αυτήν την Ιδέα, μιας «ατελευτήτου ολότητος», το καντιανό ανέφικτο.
       Υπάρχει εντούτοις μια διαφορά μεγάλου βεληνεκούς μεταξύ τών δυό κειμένων: Δεν επιδιώκει κατά κανέναν τρόπο, να θεμελιώση τη γένεση μιας ακρίβειας, και μιας επιστημονικής άρα αντικειμενικότητας, η πργρφ. 143 των «Ιδεών Ι». Και το ίδιο ισχύει και για τα άλλα έργα, τα οποία και παραθέσαμε στο τέλος του κεφαλαίου μας ΙΙ.1. Την απάντηση στο ερώτημα για τη γένεση της ακρίβειας, μας τη χρωστάει άρα ακόμα ο Husserl. Θα μπορούσαμε να επιμείνουμε λοιπόν από ‘δώ και πέρα σε μιαν άποψη που ήδη τη συζητήσαμε, ότι δεν έχει καμμιά σχέση η  εξιδανίκευση του πράγματος, με τα ακριβή και αντικειμενικά «αντικείμενα» των μαθηματικών, και με τη γεωμετρικότητα. Ότι  διαφέρουν δηλ. ριζικά η καντιανή Ιδέα ενός πράγματος και η Ιδέα των μαθηματικών εννοιών· κι ότι δεν έχει καμμιά σχέση η επιδιωκόμενη, μέσα απ’ τη συνεχή «επανάληψη», ολότητα των φαινομένων, με τη μαθηματικήν ακρίβεια. Και δεν μπορούμε έτσι να συμπεράνουμε, πως ανοίγει, με την εξιδανίκευση του  πράγματος, και ένας δρόμος προς αυτήν την ακρίβεια. Μιλά πράγματι, τελειώνοντας εκείνην την περιγραφή, για την ακριβή αντικειμενικότητα ως ένα «έργο γνώσεως», που προϋποθέτει «μια μέθοδο συστηματικής και προσδιορισμένης πρώτ’ απ’ όλα εξιδανίκευσης» ο Husserl. Εξαγγέλλοντάς την έτσι εκ νέου (την ακριβή αντικειμενικότητα…), παρ’ όλο που δεν βρίσκουμε παρά σκόρπιες μόνον σχετικές αναφορές στη συνέχεια του κειμένου, και με τη μεγαλύτερη σαφήνεια στη σελ. 361. Είναι φανερό λοιπόν, πως φτάνουμε σ’ ένα αδιέξοδο, με τα μέσα  που μας παρέχει αποκλειστικά το Παράρτημα ΙΙ αναφορικά προς το παραπάνω ερώτημα (για την αρχή ή τη γένεση της ακρίβειας…). Και πως χρειαζόμαστε περαιτέρω  επιχειρήματα, για να αποφύγουμε αυτό το αδιέξοδο. 
      Διαθέτουμε λοιπόν πράγματι κείμενα, που καθιστούν δυνατή μια νέα ερμηνεία, εφ’ όσον ανοίγει σ’ αυτά τα κείμενα έναν καινούργιον δρόμο προς την ακρίβεια ο Husserl. Ο οποίος και μας δίνει, στο Παράρτημα ΙΙΙ της «Κρίσης…» ‘Περί της αρχής τής γεωμετρίας’, τη βασική ιδέα της περιγραφής αυτού του δρόμου. Κάπως εκτενέστερα, αλλά επίσης όχι τόσο διεξοδικά, γράφει ο Husserl και στο κυρίως κείμενο της «Κρίσης…» γι’ αυτόν τον δρόμο, όπως και στην πραγματεία ‘Επιστήμη της πραγματικότητας και εξιδανίκευση’ (‘Realitätswissenschaft und Idealisierung’), και ιδιαιτέρως στη σελ. 290 κ.ε. . Μας ενδιαφέρει εδώ ωστόσο ο πυρήνας και μόνον της σκέψης του, που αναφέρεται ξανά στη συνένωση ιστορίας και συστηματικής. Είναι εντούτοιςς σημαντικό, ότι εξελίσσεται διαφορετικά απ’ ό,τι στο Παράρτημα ΙΙ. Ας θυμηθούμε, ότι προσδιορίζει στην πργρφ. 74 των «Ιδεών Ι» την ακρίβεια μέσα από ένα συγκεκριμένο αξιωματικό σύστημα ιδανικών εννοιών ο Husserl , απ’ τις οποίες και μπορούν να συναχθούν όλες οι προτάσεις μιας επιστήμης. Χρησιμοποιώντας μάλιστα ως παράδειγμα τη γεωμετρία.  Η περιγραφή των «Ιδεών Ι» είναι λογικο-μαθηματική και εντελώς ανιστορική. Μαθαίνουμε έτσι για την αρχή των ιδανικών εννοιών, ότι δεν κατάγονται απ’ τη θεώρηση μέσω των αισθήσεων, αλλά παράγονται απ’ τα «αξιώματα» ή τους «πρωτόγονους ουσιαστικούς νόμους». Στα προαναφερθέντα, αντίθετα, κείμενα της «Κρίσεως…», παρουσιάζει με σύντομες «πινελιές», από τα κάτω ούτως ειπείν, μια γενετική περιγραφή τής αρχής τής ακρίβειας ο Husserl, χρησιμοποιώντας κι εδώ το παράδειγμα της γεωμετρίας, που δεν ξεκινά όμως πια, διαφορετικά δηλ. απ’ ό,τι στο Παράρτημα ΙΙ, απ’ την εξιδανίκευση των πραγμάτων. Στην αρχή υπάρχει τώρα η μέτρηση. Αναφέρει πολλές φορές ο Husserl τη μέτρηση πεδίου  (( πρβλ. εδώ: Lohmar, Phänomenologie der Mathematik, σ. 133-145 )) . «Η μέτρηση ανήκει σε κάθε κουλτούρα, κλιμακωτά απ’ τις πρωτόγονες προς τις υψηλότερες τελειότητες». Τα πράγματα, τα σώματα του περιβάλλοντος, όπως οι κορμοί των δέντρων, οι πέτρες ή και η μορφή τής διαδρομής ενός ποταμού, μπορούσαν να εκληφθούν ως πρότυπα ενός προγεωμετρικού και κατά προσέγγισιν ακόμα υπολογισμού για τα μήκη, τις αποστάσεις, τα μεγέθη, τις ομοιότητες και τις ανομοιότητες, τις μορφές. Με τον αποκλεισμό των ασήμαντων διαφορών  εκλεπτύνονταν συνεχώς, εκπληρώνοντας κάθε φορά τους ορίζοντες της «νοητής τελειότητας», αυτή η διαδικασία, γινόταν όλο και ακριβέστερη η αναζήτηση των δι-υποκειμενικών μονάδων μέτρησης, μέχρις ότου να επιτελεσθή κάποια στιγμή εκείνο το «άλμα» απ’ τη δόξα στην επιστήμη. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθή ως η γενέθλια ώρα, ως η γένεση της μαθηματικής εξιδανίκευσης αυτό το άλμα. Και γινόταν έτσι η μορφή ενός τετράγωνου π.χ. φαινομενικά πράγματος, τετράγωνο καθεαυτό, μια απολύτως ταυτόσημη πάντοτε με τον εαυτό της μορφή, ενώ το ίδιο συνέβαινε και με πολλές άλλες μορφές ή σχήματα, που αποκτούσαν πια από ’δώ και πέρα μιαν ιδανική και μόνον ύπαρξη. Η καθαρή και εξιδανικευμένη γεωμετρία είχε γεννηθή, και μαζί της η δυνατότητα μιας μετρήσεως, μιας «ποσοτικοποίησης» κατά το μέτρο εκείνων των ιδανικών μορφών, η οποία και είναι, στον πραγματικόν κόσμο, μόνον εν «ατελευτήτω προσεγγίσει» εφικτή.
        Μπορούμε να δούμε τώρα, πώς τίθεται η αναγγελθείσα καινούργια λύση απέναντι σ’ αυτές τις δυό, τόσο διαφορετικές ως προς την έννοιά τους, εξιδανικεύσεις. Το ερώτημα, πώς προκύπτει απ’ τον υποκειμενικά προεπιστημονικό κόσμο η ακριβής αντικειμενικότητα, το απαντά ο Husserl στο Παράρτημα ΙΙ όχι κατ’ αρχάς με τη μέτρηση, αλλά με μιαν περιγραφή, όπως είδαμε, της εξιδανίκευσης των πραγμάτων. Φάνηκε εντούτοις να οδηγή η προσπάθεια αυτή, όσον αφορά στο ερώτημα για τη γένεση της ακρίβειας, σ’ ένα αδιέξοδο. Με την εισαγωγή τής μετρήσεως είμαστε όμως τώρα σε θέση, να δικαιολογήσουμε εκείνην τη μεθοδική προσπάθεια του Husserl. Γιατί μπορούμε να υποστηρίξουμε τη θέση, πως μπορούσε να μετρηθή μόνο γι’ αυτό ένα κομμάτι γης, επειδή βρισκόταν μεν ο άνθρωπος που μετρούσε μπροστά σε μιαν προοπτικά δεδομένη πλευρά αυτού του κομματιού, απ’ όπου και ξεκινούσε τη μέτρηση, αλλά βρισκόταν ταυτόχρονα και μπροστά στο σύνολο τρόπον τινά όλων των άλλων πλευρών, που εξέφευγαν την ίδια στιγμή απ’ την προοπτική, επειδή αποτελούσαν με την εξιδανίκευση μιαν ολότητα, που αποτελούσε με τη σειρά της ως ολότητα ένα ακριβώς κομμάτι γης. Κι ενώ είχε πάντα τη συνείδηση, πως δεν είχε εγκαταλείψει την εκάστοτε θέση και προοπτική του, βρισκόταν ταυτόχρονα μπροστά στο αποτέλεσμα μιας, παθητικά εκλαμβανόμενης εκ μέρους του, συστάσεως ενός πράγματος ως Ιδέα. Η εξιδανίκευση του πράγματος καθιστούσε έτσι δυνατή τη μέτρηση, απ’ την οποίαν και προερχόταν με τη σειρά της η ακρίβεια – ενός απολύτου π.χ. τετραγώνου  (( Σημ. τ. μετ.: Άρα προηγείται, κατά τον Husserl, η Ιδέα από κάθε μετρήσιμη εμπειρία… )) .
         Θέλουμε να υποστηρίξουμε και να συμπληρώσουμε τώρα αυτό το αποτέλεσμα και από μιαν άλλην προοπτική. Επιστρέφουμε γι’ αυτό στο κείμενο της «Κρίσης…» και συνδέουμε τα προαναφερθέντα με τον τρίτο προσδιορισμό του ζωντανού κόσμου (πρβλ. το τέλος της εισαγωγής και την αρχή τού 1ου μας κεφαλαίου). Δεν πρόκειται πια εδώ για το πράγμα της καθημερινότητας, που είναι και πράγμα της επιστήμης, ούτε για τον τόπο, όπου συναντώνται όλες οι πραγματοποιήσεις, αλλά χαρακτηρίζει τώρα αυτός ο προσδιορισμός τον συνδυασμό των διαφόρων πλευρών, προοπτικών, προσανατολισμών, κοινών θέσεων και δια-υποκειμενικών εμπειριών, ως η μεταφυσική αρχή των πραγμάτων που την «εγκατοικούν». Και τί κατέστη, μέσα απ’ αυτόν τον συνδυασμό ή τη δικτύωση, ένα πράγμα ή ένα Όν; «Ένα ευρετήριο (Index) της συστηματικής του πολλαπλότητας. Το οποίο και τεκμηριώνει μιαν ιδεατή γενικότητα (ή: ολότητα…) των δεδομένων τρόπων που αναγνωρίστηκαν», λέει ο Husserl. Ενώ «πραγματοποιούνται», μέσα απ’ τη συγκεκριμένη εμπειρία, κάποιες δυνατότητες (και μόνον…) αυτής της «συνολικής πολλαπλότητας». Η ιδανικότητα και η ολότητα μάς υποδεικνύουν εδώ ξεκάθαρα, ότι θεωρεί ο Husserl το πράγμα ως μιαν Ιδέα, όπως ακριβώς και στις «Ιδέες Ι» και σε πολλά άλλα του κείμενα, έστω κι αν δεν το πιστοποιή κατηγορηματικά. 
       Ένα πράγμα δεν είναι τώρα εμπειρικά ποτέ όπως ένα νησί, αποχωρισμένο απ’ τα υπόλοιπα. Συνέχεται στον χώρο, μέσω τού εξωτερικού του ορίζοντα, με το περιβάλλον που αντιλαμβανόμαστε μαζί μ’ αυτό· υπάρχει έτσι σε μια «συνολική ομάδα», που δεν είναι μεν ο κόσμος, στην οποίαν «παρουσιάζεται» ωστόσο «ο κόσμος». Και αποκτά αυτό που αντιλαμβανόμαστε, «τον χαρακτήρα ενός τμήματος του κόσμου». Διαθέτοντας όμως ένα πράγμα ή μια ομάδα πραγμάτων έναν τέτοιον χαρακτήρα, είναι και η ιδανικότητά του ένα τμήμα μόνον της ιδανικότητας του κόσμου – του ζωντανού κόσμου. Η μέτρηση που δημιούργησε τη μαθηματική εξιδανίκευση, συντελέσθηκε σ’ έναν εξιδανικευμένον ως ολότητα ζωντανόν κόσμο. Και καθώς ταυτίστηκε με τη δόξα, γίνεται κι η δόξα η οριζόντια ολότητα όλων των προεπιστημονικών πραγμάτων και γεγονότων.
Προσθήκη: Husserl και Winkelmann
Σ’ αυτές τις μορφές εξιδανίκευσης θα μπορούσε να προστεθή και μια τρίτη, που παρουσιάζει κάτι το κοινό με την εξιδανίκευση των πραγμάτων. Πρόκειται για την «ιδανικότητα» των αντικειμένων τού πολιτισμού, για τα οποία και μιλά ο Husserl στην πργρφ. 65 τού «Εμπειρία και κρίση». Πριν αναφερθούμε ωστόσο σε κάποιους απ’ τους βασικούς της παράγοντες, ας ρίξουμε μια φιλοσοφικο-ιστορική ματιά σε κάτι, το οποίο και μπορεί να ισχύη ως υπόβαθρο αυτής τής ιδανικότητας. Σ’ ένα σεμινάριο στο Μάρμπουργκ για τη γένεση της διδασκαλίας των Ιδεών του Καντ, διαπραγματεύτηκε, σύμφωνα και με τις σημειώσεις μου, ο Klaus Reich  ((  Πρβλ. και K. Reich: Die Tugend in der Idee. Zur Genese von Kants Ideenlehre –Η αρετή στην ιδέα. Για τη γένεση της διδασκαλίας των Ιδεών του Καντ. Στο: Gesammelte Schriften. Hamburg 2001  ))  τη σημασία του Winkelmann για κείνην την καταγωγή. Ο Καντ γνώρισε τον Winkelmann διαβάζοντας κάποια γραπτά του Herder. Στο βιβλίο του «Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στην ζωγραφική και γλυπτική τέχνη» του 1755  ((  Επανέκδοση: Stuttgart 1969  )) , παρουσιάζει ο Winkelmann μιαν ερμηνεία της ελληνικής τέχνης, κυρίως της πλαστικής (της αγαλματοποιίας…), που περιστρέφεται γύρω απ’ το κεντρικό θέμα τού ιδεώδους στην παραγωγή των έργων εκείνων των καλλιτεχνών. «Ανυψώθηκαν» στα δημιουργήματά τους «πάνω απ’ την ίδιαν τη φύση (…) το αρχέτυπό τους ήταν μια σχεδιασμένη απλώς στον νου (ή στη λογική… - Verstand)  πνευματική φύση», λέει ο W.· εργάστηκαν «σύμφωνα με ιδεώδεις έννοιες», και μπορούμε να βρούμε «ορισμένες ιδεώδεις ωραιότητες» στα κορυφαία τους έργα, «που έχουν γίνει, όπως μας δίδαξε ένας αρχαίος ερμηνευτής του Πλάτωνα, από σχεδιασμένες απλώς στη λογική εικόνες».
         Στην πργρφ. 65 του «Εμπειρία και κρίση» στοχάζεται κι ο Husserl για την ιδανικότητα των έργων τέχνης. Και βρίσκει μια διαφορά εκεί, μεταξύ πραγματικών και μη-πραγματικών ή ιδεωδών αντικειμένων. Διαφοροποιώντας τα ιδεώδη αντικείμενα περαιτέρω, σε «ελεύθερες»  και «δεσμευμένες» ιδανικότητες. Όπου και αφορούν οι «ελεύθερες» στην περιοχή των «λογικο-μαθηματικών δημιουργημάτων και των καθαρών ουσιαστικών δομών».  Όσον αφορά τώρα στα πραγματικά αντικείμενα, αποτελούν τα φυσικά πράγματα μιαν «ειδική» και μόνον «περίπτωσή» τους. Γιατί είναι και «τα αντικείμενα της τέχνης» πραγματικά, όπως π.χ. ο Φάουστ του Γκαίτε ή η Μαντόνα του Ραφαήλ. Και είναι κι αυτά πραγματικότητες, εφόσον δεσμεύονται είτε σ’ ένα βιβλίο είτε σε μιαν εικόνα, και μπορούν γι’ αυτό, και παρ’ όλη την ατομική τους ιδανικότητα, να «επαναληφθούν κατ’ αρχήν» και να αναπαραχθούν, όπως και τα μαρμάρινα ή μπρούτζινα αγάλματα της αρχαιότητας. Η ιδανική ωραιότητα της ελληνικής πλαστικής στον Winkelmann πρέπει να υπήρξε ένας απ’ τους λόγους, για το ότι προσδιόρισε καθαρές από κάθε εμπειρία ο Καντ τις Ιδέες, και γι’ αυτό εμπειρικά ανέφικτες. Επισημάναμε, πόσο μεγάλη σημασία έχει η Ιδέα «με την καντιανήν έννοια» στον Husserl.  Μπορούμε να πούμε τώρα πως έχει η Ιδέα στον Καντ, εν μέρει τουλάχιστον, «την έννοια του Winkelmmann». Μια εξαιρετικά προσοδοφόρα στα μάτια μου συζήτηση, για τη σχέση μεταξύ του Ιδεώδους στον Winkelmann και της ιδανικότητας, αλλά και της εξιδανίκευσης στον Husserl, λόγω προπαντός τού σχεδόν μυστικού χαρακτήρα εκείνου του Ιδεώδους και της νηφαλιότητας απ’ την άλλη, με την οποίαν και αντιλαμβάνεται το Ιδεώδες ο Husserl, ξεφεύγει πάντως απ’ τα θεματικά πλαίσια αυτής εδώ της εργασίας.
IV.
Ας παρατηρήσουμε τώρα το συμπέρασμά μας του μέρους ΙΙΙ, στο φως της θεωρίας της αντίληψης στον Husserl . H δόξα είναι ο κόσμος εκείνων, που αρέσκονται πολύ, κατά την πλατωνικήν Πολιτεία, σε τραγούδια, χρώματα, ωραιότητα κάθε είδους, στα δεδομένα δηλ. με την αντίληψη ποικίλα αισθητά. Και που είναι γι’ αυτό ανίκανοι να δουν το εκάστοτε Ένα μέσα σ’ αυτά. Οι φαινομενολογικές αναλύσεις του Husserl, και ιδιαιτέρως στην «Κρίση…», φτάνουν εντούτοις σ’ ένα άλλο συμπέρασμα απ’ ό,τι ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος της αρχαιότητας. Διαβάζουμε και στην Προσθήκη ΙΙ: «Οι Ιδέες προέρχονται από μιαν ιδιαίτερη εργασία του πνεύματος: την εξιδανίκευση». Και λέγεται στη συνέχεια του κειμένου, πως η εξιδανίκευση παίρνει «το υλικό της απ’ τα ‘φαινόμενα πράγματα’». Η θέα του Ενός, της Ιδέας, και άρα η δυνατότητα της επιστήμης, είτε εννοούμε την Ιδέα ως ουσία με την «πλατωνικήν», είτε ως ολότητα με την «καντιανήν έννοια», προϋποθέτει όλα εκείνα τα οποία και αποδίδει στους ‘Πολλούς’ ο Πλάτων: χρώματα, ήχους, αφές, την ομορφιά δηλ. στην εκάστοτε μοναδικότητά της – τον ποικίλως αισθητόν κόσμο της αντίληψης, περιλαμβανόμενον σε κρίσεις, που δεν είναι παρά «απλές γνώμες». Πρέπει να συλλογιστούμε ωστόσο τα εξής γι’ αυτήν την έκφραση: Η απελευθέρωση του αλυσοδεμένου ανθρώπου του Πλάτωνα είναι ένας δρόμος πέρα απ’ τις σκιές, προς τα αληθινά και πραγματικά ‘πράγματα’, και τελικά προς τις Ιδέες. Στην Προσθήκη IV της «Πρώτης φιλοσοφίας Ι» που αναφέραμε εμείς, γράφει ο Husserl: «Η πραγματική επιστήμη είναι λοιπόν μόνον η επιστήμη των Ίδεών’. Τί συμβαίνει όμως τότε μ’ αυτές εδώ τις αισθήσεις και με τον παρερχόμενο κόσμο των σκιών;». Αναφέραμε ήδη, στα βασικά της χαρακτηριστικά, την απάντηση του Husserl, συζητώντας την εξιδανίκευση των πραγμάτων (στο τέλος του κεφαλαίου ΙΙ. 1). Θα προσθέσουμε τώρα κάτι ακόμη και θα βγάλουμε και τα τελευταία μας συμπεράσματα. Οι σκιές προϋποθέτουν (λοιπόν…) τα πράγματα, τα οποία και τις «ρίχνουν», και που ανάμεσά τους ζουν, τότε όπως και τώρα, οι άνθρωποι, ‘επιτελώντας τη γενική τους θέση μιας φυσικής διάθεσης’  (( !!! )) . Ο φαινομενολογικός και κύριος σκοπός του Husserl είναι, όπως και στον Πλάτωνα, μια απελευθέρωση: η απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ αυτήν τη ‘διάθεση’. Γι’ αυτόν τον σκοπό εγκαταλείπει τα πράγματα και επιστρέφει σ’ αυτό, που είναι και η αιτία για τη γένεση και τη σύστασή τους: απ’ τις σκιές δηλ. στις σκιαγραφήσεις (Abschattungen) ως τη μορφή με την οποίαν και ‘δίδονται’ τα πράγματα σ’ αυτόν ο οποίος και τα βιώνει – μέσα από θραύσματα και πλευρές, και γι’ αυτό ουσιωδώς προσανατολισμένα και σε προοπτική. Η αντίληψη ή η συναίσθηση «έφτιαξε» απ’ αυτά τα θραύσματα και τις πλευρές πράγματα, που δεν είναι όμως πια, ανάλογα και με την αίσθηση ή την «εποχή», τα «αληθινά» και «τελειωμένα» πράγματα της φυσικής ‘διάθεσης’. Η αντίληψη, ως πνευματική επικάλυψη, προσδίδει στις σκιαγραφήσεις και τις αισθήσεις ένα αναφερόμενο στα πράγματα νόημα, χωρίς όμως και να τις απαλείφη. Γιατί αυτές οι σκιαγραφήσεις εξακολουθούν να ζουν στην αντίληψη – ένας θόρυβος, όπως ο άνεμος στους τοίχους του σπιτιού-, και γι’ αυτό είναι και το πράγμα πάντοτε χρονικά και τοπικά προσανατολισμένο, και σε προοπτική. Και η δήλωσή τους με τη γλώσσα δεν μπορεί παρά να είναι μια άποψη, μια γνώμη. Η απλή, ιδιωτική, υποκειμενική γνώμη, αυτό που είναι και η δόξα, ως αρχέγονος τρόπος συναναστροφής με τα πράγματα, στον Πλάτωνα, είναι και ο νόμιμος, αρχέγονος τρόπος τής γλωσσικής μας έκφρασης. Ο φιλόσοφος του Πλάτωνα, και με τη σημερινή γλώσσα ο επιστήμων, αλλά και ο φιλόσοφος, ως ειδήμων και εκπρόσωπος της επιστήμης , αναφέρεται αποκλειστικά στο Ένα, όσον αφορά στις υψηλότερες βαθμίδες της γνώσης. Παραμένει όμως παρ’ όλ’ αυτά συνδεδεμένος και με τον φιλόδοξο, που μπορεί να είναι, ή και να πρέπη ίσως μάλιστα να είναι και ο ίδιος  (( Σημ. τ. μετ.: Καθώς «χάθηκε» όπως φαίνεται η αληθινή εμπειρία… )) . 
Επίλογος
Ας ξεχωρίσουμε τελικά άλλη μια φορά τις εξιδανικεύσεις. Ξεκινούν και οι δυό απ’ το ότι επαναλαμβάνεται συνεχώς η τελειοποίηση. Η επανάληψη όμως της μετρήσεως τελειώνει σε μορφές, των οποίων το γεωμετρικό ιδεώδες δεν έχει τίποτα πια να κάνη με την εκ του κόσμου καταγωγή του. Πρόκειται για «αποκοσμικοποιημένα» παράγωγα της λογικής, αντίστοιχα μιας καθαρής σκέψης. Πρόκειται για το βασίλειο της ακρίβειας, αλλά αυτό το βασίλειο δεν είναι εκ του κόσμου αυτού. Κι όταν τη χρησιμοποιούμε σε πραγματικά αντικείμενα, τα ποσοτικοποιούμε μεν μόνον κατά προσέγγιση, μετατρέπονται όμως τα πράγματα σε τύπους ή κανόνες. Η εξιδανίκευση του πράγματος αρχίζει κι αυτή στον πραγματικόν κόσμο, δεν μπορεί όμως και να αποχωριστή απ’ αυτήν την αρχή της. Ακόμα και εξιδανικευμένο, παραμένει αυτό το πράγμα στη δόξα. Γιατί η αρχή του ήταν μια εμφάνιση ή ένα φαινόμενο, και θα είναι πάντοτε ένα φαινόμενο, που προσαρτά στον εαυτό του όλες τις άλλες, οριζοντίως δεδομένες και άπειρες εμφανίσεις αυτού του πράγματος. Απ’ αυτήν τη «σχισμή» ή «χαραμάδα» εισέρχομαι στον κόσμο – και έχω ήδη πάντοτε εισέλθει. Και ζώντας στο μέσον αυτού του εξιδανικευμένου ως το άπειρο ζωντανού κόσμου, περιβάλλομαι από χρώματα, ήχους, μυρωδιές, από φυτά, ζώα και ανθρώπους. Σ’ αυτήν ακριβώς την παρουσία τους, στο ότι «υπάρχουν» προφανώς «τα ίδια» εδώ μπροστά μου, περικαλυμμένα με τη γήινη ενδυμασία τους, μακριά και πριν πάντοτε από κάθε μαθηματική εξιδανίκευση, βρίσκεται και η αλήθεια τους – η μεταφυσική αλήθεια της δόξας, της φράσης ακριβώς του Πρωταγόρα  (( Σημ. τ. μετ.: ‘Ότι «μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος»!... Ο σύγχρονος άνθρωπος προσπαθεί να είναι τουλάχιστον ρεαλιστής, καθώς φαίνεται πως έκλεισε γι’ αυτόν ο «πνευματικός κόσμος»… )) .   
Τ  Ε  Λ  Ο  Σ

ΣΧΟΛΙΟ : Τί ντροπή μας μετά τήν Ελληνική φιλοσοφία, μετά τόν χριστιανισμό νά επιστρέφουμε στήν γνώμη, στό θεμέλιο τού εγώ, στό εργαλείο τού θανάτου.
Τό εγώ στούς ζωντανούς επεξεργάζεται τόν θάνατο, είναι μιά προετοιμασία γιά τόν θάνατο, ως εξής : όπως ακριβώς μετά τόν θάνατο αγαπημένου μας προσώπου μένει στήν θύμησή μας η καλοσύνη του καί μόνον (φυσικά , εφόσον τό κακό είναι ανύπαρκτο καί μείς μαζί πού τό υπηρετούμε) καί διαγράφονται όλες οι κακές στιγμές τής κοινής μας ζωής, έτσι ακριβώς εργάζεται τό εγώ στήν μνήμη μας, όσον αφορά τίς πράξεις μας. Λειτουργεί επιλεκτικά, δηλ. δέν καταγράφει τίς αμαρτίες μας. Λειτουργεί σάν νά έχουμε πεθάνει. Αυτόν τόν θάνατο συνήθως ονομάζουμε ζωή. Μόνον ο νεκρός μαθαίνει τίς αμαρτίες του, κατά τό πέρασμά του, κατά τόν χωρισμό τής ψυχής, διότι η ψυχή ελέυθερη από τό σώμα, δηλ. από τό εγώ καί από  την μνήμη βλέπει τίς αμαρτίες της, τά λάθη της. Γιαυτό η πνευματική ζωή επιβάλλει τόν θάνατό μας πρίν πεθάνουμε, μέ τήν αποκοπή τού γνωμικού θελήματος.
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: