Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Το Άγιο Πνεύμα στην ζωή του Ιησού (2)

Συνέχεια από : Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

 ΠΕΡΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟΥ
ΑΝΗΚΕΙ ΗΔΗ ΚΑΘ’ΟΛΟΚΛΗΡΙΑΝ ΣΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ. 
Το χρίσμα που δέχθηκε ο Ιησούς στον Ιορδάνη υπήρξε ένα Τριαδικό Χρίσμα, με την έννοια πώς και τα τρία Θεία πρόσωπα συμμετείχαν. «Στο όνομα «Χριστός» υπονοείται αυτός που έχρισε, αυτός που εχρίσθη και το ίδιο το Χρίσμα, με το οποίο εχρίσθη. Και πράγματι ο Πατήρ έχρισε και ο Υιός εχρίσθη, ενώ το Άγιο Πνεύμα ήταν το ίδιο το χρίσμα» (Αγιος Ειρηναίος της Λυών ενάντια στις αιρέσεις, ΙΙΙ 18,3). Ακόμη και ο Μέγας Βασίλειος επιμένει σ’αυτό το γεγονός. «Το όνομα Χριστός, είναι μία ομολογία όλης της Τριάδος: σημαίνει ότι δείχνει τον Θεό που έχρισε, τον Υιό που εχρίσθη και το Χρίσμα που είναι το Άγιο Πνεύμα. Το μαρτυρεί ο Απ. Πέτρος στις πράξεις, λέγοντας πώς ο Θεός έχρισε με Άγιο Πνεύμα τον Ιησού της Ναζαρέτ. Και ο Ησαΐας όταν λέει: Το πνεύμα του Κυρίου είναι πάνω μου, διότι με έχρισε (ΗΣ. 61,1).

Δυστυχώς όμως μία επικίνδυνη αίρεση (ο γνωστικισμός) ήλθε πολύ σύντομα να ταράξει αυτές τις ήσυχες βεβαιότητες της πίστεως. Στην προοπτική των γνωστικών, άλλος είναι ο Ιησούς και άλλος ο Χριστός. Ο Ιησούς ήταν γι’αυτούς ο άνθρωπος που γεννήθηκε από την Μαρία, ενώ ο Χριστός σήμαινε την θεότητα, που κατήλθε στον Ιησού την στιγμή της Βάπτισης. Τοιουτοτρόπως όμως η βάπτιση καταργούσε την πραγματικότητα της ενανθρωπήσεως και αυτό δεν μπορούσε να μην προκαλέσει την δυνατή αντίδραση της Εκκλησίας. Και άλλες αιρέσεις που προέκυψαν στην συνέχεια, έγιναν αίτια για να περιέλθει σε ανυποληψία το βάπτισμα του Ιησού. Δήλωνε πώς εάν κάποια αλλαγή συνέβη στον Ιησού την στιγμή του Βαπτίσματος, σήμαινε πώς ήταν τρεπτός και επομένως δεν ήταν άτρεπτος όπως ο Πατήρ. Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς εξαρτούσε από την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την ίδια την θεότητα του Χριστού, σαν να ήταν ένας από τους Προφήτες, έστω και αν ήταν ο πιο Άγιος, στον οποίο είχε ενεργήσει η δύναμις του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνος αναθεματίζει όποιον ισχυρίζεται πώς ο Ιησούς Χριστός εκρίθη άξιος υιοθεσίας μετά την βάπτισή του! 

Στην ενόχληση όλων αυτών των αιρέσεων προστίθεται και ένας εξωτερικός παράγων δηλαδή η τάση προς την οντολογικοποίηση, που είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ελληνικής παιδείας, στην οποία ανήκαν οι άνθρωποι της εποχής, συμπεριλαμβανομένων και των θεολόγων. Για αυτή, αυτό που μετράει σε κάθε πράγμα, είναι αυτό που υπάρχει, που είναι από το ξεκίνημα, η αρχή των πραγμάτων δηλαδή, η μεταφυσική τους σύσταση, όχι τόσο το γίγνεσθαι αυτών, ούτε βεβαίως και η ιστορία τους [Πρόχειρες απόψεις οπωσδήποτε, καθόσον η αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία δεν γνώρισε την οντολογία, η οποία είναι επίτευγμα του Ακινάτη] Αυτό που μετρούσε ήταν η ουσία, όχι η ύπαρξη [στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να υπάρξει ύπαρξη, χωρίς ουσία για τους αρχαίους. Αυτά ισχυρίζεται και ο Ζηζιούλας, αλλά προέρχονται από τον Ακινάτη]. 

Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο προκύπτει με φυσικότητα η ερώτηση : πώς μπορεί, ο Λόγος ο ενσαρκωθείς, να γίνει στην Βάπτιση, κάτι καινούργιο, που δεν ήταν ήδη την στιγμή της ενανθρωπήσεως; Μπορούμε να αποδώσουμε στην ιστορία του Ιησού και στα συγκεκριμένα γεγονότα της υπάρξεως του, ένα τέτοιο βάθος, χωρίς να θέσουμε σε αμφισβήτηση ταυτόχρονα πώς ήταν ένας τέλειος άνθρωπος και Σωτήρ τέλειος, από την στιγμή της γεννήσεως του;: κάτω από την πίεση αυτών των ερωτήσεων, βλέπουμε πώς σιγά-σιγά, όλη η προσοχή μεταφέρεται από τα συγκεκριμένα γεγονότα και τα μυστήρια  της ζωής του Χριστού (γεννήθηκε, βαπτίστηκε, πέθανε, αναστήθηκε), στην στιγμή της ενανθρωπήσεως. Το πρόβλημα του θεμελίου της σωτηρίας (δηλαδή πώς είναι φτιαγμένος ο Σωτήρ), υπερισχύει  στο πρόβλημα της αναπτύξεως της Σωτηρίας (δηλαδή τι κάνει ο Σωτήρ). Το μυστήριο του Βαπτίσματος του Ιησού σ’αυτό το νέο κλίμα, διατηρεί και αυξάνει την σπουδαιότητα του, ιδιαιτέρως στο Ελληνικό πλαίσιο, αλλά με διαφορετική σημασία από προηγουμένως. Η βάπτιση καταλήγει πλέον σε ένα Χριστολογικό μυστήριο μόνον με την ενεργητική του σημασία, δηλαδή γι’αυτό που ενεργεί ο Χριστός σ’αυτό, και όχι και με την παθητική του σημασία δηλαδή γι’αυτό που ενεργείται στον Χριστό [Είναι αδύνατον να κατανοήσουν τον λόγο του Πέτρου ότι εχρίσθη ο Ιησούς, δηλαδή ότι απεκαλύφθη ότι αυτός είναι ο Μεσσίας που περιμένουμε, διότι ο σκοπός τους είναι να μεταμορφώσουν την Θεολογία σε ανθρωπολογία]. Η Βάπτιση του Κυρίου με άλλα λόγια, έχει σπουδαιότητα και επάρκεια για μας, όχι για τον Ιησού. «Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στον Ιησού στον Ιορδάνη, γράφει ο Μέγας Αθανάσιος, αφορά εμάς, διότι έφερε το σώμα μας και δεν συνέβη για την τελειοποίηση του Λόγου, αλλά για τον δικό μας Αγιασμό». 

Η βάπτιση του Ιησού στον Ιορδάνη θεωρείται και εορτάζεται όπως η γιορτή του θεσμού του Χριστιανικού βαπτίσματος. Στις ομιλίες που ακούγονται σ’αυτή την εορτή, οριστικοποιώντας τα ουσιώδη θεολογικά περιεχόμενα αυτού του μυστηρίου, που ξαναβρίσκουμε στην συνέχεια στην Βυζαντινή λειτουργία και στην τέχνη της εικόνας, μέχρι σήμερα, ο Ιησούς, λέγεται, εβαπτίσθη για να θάψει στα νερά τον γέρο Αδάμ, και για να αγιάσει τον Ιορδάνη, έτσι ώστε όπως ήταν αυτός σάρκα και πνεύμα, να μας εισάγει στην Σωτηρία μέσω του πνεύματος και του νερού. Ανεβαίνοντας από τα ύδατα, ανεβάζει μαζί του τον κόσμο, βλέπει να ξανανοίγει ο παράδεισος τον οποίο είχε κλείσει ο Αδάμ ενώ το πνεύμα βεβαιώνει την θεότητά του.(Γρ Ναζιανζηνός, στα Θεοφάνεια). Το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στην βάπτιση του Ιησού περισσότερο για να βεβαιώσει την θεότητα του Ιησού, παρά για να χρίσει και να αγιάσει την ανθρωπότητά του. 

Η ιδέα του χρίσματος του Ιησού εκ του Αγίου Πνεύματός δεν εξαφανίζεται από την θεολογία, αλλά από την στιγμή της βαπτίσεως στον Ιορδάνη, μετακινείται ιδεαλιστικά στην στιγμή της ενσαρκώσεως. Τελικώς η ιδέα αυτή ταυτίζεται με την ίδια την ενσάρκωση. [Τελικά ποιος ενσαρκώνεται φίλε; Και οι δύο υποστάσεις; Φυσικά αφού το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού υπάρχει μέσα στον Υιό, είναι η εσωτερικότης του, όπως θα’λεγε και ο Αυγουστίνος και τώρα, πρέπει να προσλάβει και την ανθρωπότητα του Υιού. Εμείς έχουμε μεν Νου Χριστού, αλλά ο Κύριος έχει Νου πνεύματος. Άμα γεννιέται κάποιος με το ταλέντο της Θεολογίας, όλα γίνονται πιθανά και το άσπρο γίνεται μαύρο με ευκολία]. 

Το Χρίσμα χάνει τον Τριαδικό του χαρακτήρα (δηλαδή τον Πατέρα ποιος τον έχρισε;). Αυτός που χρίει είναι πάντοτε ο Πατήρ, και η ανθρωπότης του Χριστού χρίεται, αλλά το χρίσμα με το οποίο χρίεται δεν είναι πλέον το Άγιο Πνεύμα, αλλά ο ίδιος ο Λόγος. Στον Χριστό η ανθρωπότης χρίεται, δηλαδή αγιάζει, από την θεότητα, απλά και μόνον από το γεγονός της υποστατικής ενώσεως. Η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, απέναντι στο πρόσωπο του Ιησού, είναι μόνον η αιτιώδης αρχή της ανθρωπότητος, αφού πραγματοποίησε θαυματουργικά, στην Μαρία, την ενσάρκωση του Λόγου. 

Η πιο σημαντική συνέπεια όλου αυτού είναι μία κάποια εξασθένιση της πνευματικής διαστάσεως της Χριστολογίας, δηλαδή της προσοχής που είχε αφιερωθεί στην ενέργεια του Αγίου πνεύματος στην ζωή του Ιησού (Η ενύπαρξη θριαμβεύει. Εξάλλου όλες τούτες οι κακοδοξίες είναι απαραίτητες για να καλυφθεί η τρέλλα της παποσύνης, πώς αποκτά ο πάπας το Άγιο Πνεύμα κληρονομώντας απλά τον Απ. Πέτρο; Με την έκχυση του Αγίου Πνεύματος και στους Αποστόλους κατ’αναλογίαν του Ιησού. Θα το δούμε στην συνέχεια. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα δεν εξασφαλίζεται θεσμικά η Αγιότης, τόσο απαραίτητη και στην παράδοσή μας, στο κύρος των Επισκόπων). Η πνευματολογία (μία ιδιαίτερη ιδεολογία της συγχρόνου Θεολογίας που στηρίζει τον Οικουμενισμό) τείνει να αποχωριστεί από την Χριστολογία και να τοποθετηθεί μετά από αυτή (με την πεντηκοστή) αντί να βρίσκεται μέσα σ’αυτή [Αυτές οι ιδεολογίες εισάγουν ακόμη και στην σωτηρία μας τον ΧΡΟΝΟ. Γι’αυτό και τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν υπάρχουν ταυτόχρονα. Ο ΧΡΟΝΟΣ εξάλλου είναι και το θεμέλιο της εσωτερικότητος του Αυγουστίνου. Διότι η εσωτερικότης αυτή, η γνωστή νόηση η οποία αντικατέστησε τον Νου και τον νοητό κόσμο, την Φύση του ανθρώπου, επιτυγχάνεται σε δεύτερο χρόνο. Αντί να αντιδράσουμε στην πληροφορία των αισθητηρίων, να εκφράσουμε εξωτερικά την γνώμη μας, η οποία γεννιέται από τον αισθητό κόσμο, συγκρατούμε την ορμή προς τα έξω και την στρέφουμε προς τα μέσα. Τότε αποκτούμε τον εσωτερικό μας κόσμο, αυτό είναι το υποκείμενο ή το άτομο και το πρόσωπο, τον οποίο κόσμο μας επεξεργαζόμαστε σωτηριωδώς, δηλαδή σαν θεοί, τον καθαρίζουμε από τα κοινά στοιχεία και τα μεταμορφώνουμε σε προσωπικά, σώζοντας τον κόσμο. Κάποτε, για τον Αριστοτέλη, η νόηση ήταν νόηση νοήσεως, σκέψης της σκέψης, σήμερα είναι αίσθηση της αισθήσεως, αληθινή γνώμη, άποψη]. 

Έτσι λοιπόν ο σύγχρονος κίνδυνος να αντιπαραθέσουμε το έργο και την εποχή του Αγίου Πνεύματος σ’εκείνη του Ιησού, όπως στην περίπτωση του Ιωακείμ ντα Φιόρε, υπάρχει μόνον στην παραδοσιακή θεολογία (Του Βυζαντίου), όχι όμως όταν θεωρείται με ακρίβεια το Άγιο Πνεύμα του Ιησού. 

[Οι ανόητοι και αμετανόητοι. Στο Φιλιόκβε υπάρχει η ρίζα. Διότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και κινείται μόνον μέχρι τον Υιό όπου αναπαύεται. Αυτή είναι η εσωτερική κίνηση της Αγίας Τριάδος. Εάν όμως το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού τότε πού πάει; Όπου θέλει! Στους ανθρώπους και στην ιστορία. Ελεύθερα. Έξω, ανεξάρτητα από τον Κύριο. Απελευθερώνοντας την ιστορία από την Εκκλησία. Καταργώντας την διπλή υπόσταση του Βυζαντίου πάνω απ’όλα, δίνοντας όμως την νίκη στην Κοσμική εξουσία]. Στον σχολαστικισμό αυτή η ιδέα του Χρίσματος του Κυρίου εκ του Αγίου Πνεύματος, χάθηκε παντελώς. Αλλά ξαναγεννήθηκε θριαμβευτικά με την δεύτερη Βατικάνειο Σύνοδο. Και τώρα είμαστε όλοι μας υποχρεωμένοι να αναπτύξουμε καθώς πρέπει αυτή την ιδέα (Οικουμενισμός). Δεν έχουμε βάλει ακόμη στην απαραίτητη βάση την σχέση του χρίσματος με την βάπτιση του Ιησού και να ξαναδώσουμε την σημασία που κατέχει στα κείμενα της Κ.Δ.

Συνεχίζεται 

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: