Ὁ πόνος καί ὁ θάνατος εἶναι μεγάλα ὑπαρξιακά θέματα, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα τούς νέους. Τά ἐρωτήματα γιά τό τί εἶναι ἡ ζωή καί τί εἶναι θάνατος, ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρα. Ὁ Γερμανός φιλόσοφος Χάϊντεγκερ ἔχει ὑπογραμμίσει ὅτι τό ἐρώτημα «γιατί νά ὑπάρχουν τά ὄντα καί ὄχι τό τίποτα», εἶναι τό κεντρικό ἐρώτημα τῆς κλασικῆς μεταφυσικῆς.
Στήν συνέχεια θά παρουσιάσω, μέ μεγάλη συντομία, μερικές σκέψεις μου γύρω ἀπό τό σοβαρό αὐτό θέμα.
1. Ὁ θάνατος ἀποτέλεσμα καί πρόξενος τῆς ἁμαρτίας
Στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά πεθαίνη, ἀλλά ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων. Τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού λέγεται «Γένεση» περιγράφει τά γεγονότα πού προκάλεσαν τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου.
Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὁ θάνατος εἰσῆλθε στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ὡς τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει ἡ δυτική θεολογία, ἀλλ’ ὡς ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου νά ζήση μακριά ἀπό τόν Θεό. Ὁ δέ Θεός δέν δημιούργησε τόν θάνατο, ἀλλά ἐπέτρεψε τήν εἰσβολή του στόν ἄνθρωπο, ὡς ἕνα θηρίο, ἀπό μεγάλη φιλανθρωπία, γιά νά μή μείνη τό κακό ἀθάνατο. Στήν συνέχεια μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ὁ Χριστός προσέλαβε ἑκουσίως θνητό καί παθητό σῶμα, ἄκρως ὅμως καθαρό, προκειμένου νά νικήση τόν θάνατο καί νά γίνη τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας.
Ἡ κληρονόμηση τοῦ θανάτου δέν εἶναι, ὅπως ὑποστήριζε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, κληρονόμηση τῆς ἐνοχῆς τῶν Προπατόρων, ἀλλά κληρονόμηση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι, ἡ φθαρτότητα, ἡ θνητότητα καί ἡ παθητότητα. Πράγματι, κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ λεγόμενοι δερμάτινοι χιτῶνες μέ τούς ὁποίους ἐνδύθηκε ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φθαρτότητα, ἡ θνητότητα καί ἡ παθητότητα πού ἐκφράζονται μέ τήν σύλληψη, τήν κυοφορία, τήν γέννηση, τόν θηλασμό, τήν μεταποίηση τῆς τροφῆς, τίς ἀσθένειες καί τελικά τόν θάνατο.
Σήμερα ἡ μοριακή βιολογία κάνει λόγο γιά τό θέμα τῆς βιολογικῆς κληρονομήσεως τοῦ θανάτου. Μέσα στά κύτταρα τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν καί τά γονίδια τῶν ἀσθενειῶν καί τῆς γηράνσεως, τά ὁποῖα κληρονομοῦμε ἀπό τούς γονεῖς μας. Τό λεγόμενο μιτοχονδριακό DNA, ἐκτός ἀπό τήν ζωτική ἐνέργεια πού παρέχει στά κύτταρα, συγχρόνως θεωρεῖται ὅτι εἶναι ὑπεύθυνο γιά τήν γήρανση· ἔτσι, ὁ θάνατος κληρονομεῖται ἀπό γενιά σέ γενιά. Αὐτό δείχνει ὅτι ἀπό τήν ὥρα πού γονιμοποιήθηκε τό ὠάριο ὑπάρχουν μέσα μας τά γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τοῦ θανάτου.
Ἔπειτα, μέσα στό σῶμα μας πάντοτε ὑπάρχουν δυνάμεις τῆς ζωῆς, ἀλλά καί δυνάμεις τοῦ θανάτου καί μάλιστα συνδέεται στενά ἡ ζωή μέ τόν θάνατο. Τά κύτταρα τοῦ ὀργανισμοῦ μας, ἐκτός ἀπό τά κεντρικά νευροκύτταρα, πεθαίνουν στούς περισσότερους ἱστούς καί δημιουργοῦνται νέα καί σέ αὐτήν τήν διαδικασία ὀφείλεται ἡ παράταση τῆς ζωῆς. Ὁ θάνατος τῶν κυττάρων διακρίνεται σέ δύο κατηγορίες: ἡ πρώτη εἶναι ὁ προγραμματισμένος θάνατος πού εἶναι μιά φυσιολογική διαδικασία, κατά τήν ὁποία αὐτοκτονοῦν τά κύτταρα, ἡ λεγομένη «ἀπόπτωση», καί ἡ δεύτερη εἶναι ὁ μή φυσιολογικός θάνατος, πού λέγεται «νέκρωση». Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἀπό τήν ἀρχή τῆς συλλήψεώς μας «κουβαλᾶμε» σέ ὅλη μας τήν ζωή τόν θάνατο ὡς ἕνα παράξενο βιολογικά, ἀλλά καί ὑπαρξιακό φορτίο.
Ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς ὁ θάνατος δέν εἶναι μόνον ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί δημιουργεῖ καί τροφοδοτεῖ τά πάθη. Αὐτό ἔχει τήν ἑξῆς ἐξήγηση: Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά ἔλθουν ἀσθένειες, οἱ ὁποῖες θά τόν ὁδηγήσουν στόν θάνατο, γι’ αὐτό καί δημιουργεῖται μιά αὐτοάμυνα μέσα του ὡς προσπάθεια ἀντιμετωπίσεως αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται ὅτι ἡ ζωή κάποτε θά γίνη χωρίς νόημα, γι’ αὐτό καί προσπαθεῖ νά τήν κατοχυρώση. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά ἀναζητᾶ ἀσφάλεια καί εὐδαιμονία στά πλούτη, στήν δόξα καί τίς σωματικές ἀπολαύσεις, προσπαθεῖ νά ἀποκτήση περιουσία γιά νά ἀντιμετωπίση τό ἄγνωστο μέλλον. Ἀκόμη προσπαθεῖ νά ἱκανοποιήση τίς ἡδονές του, γιά νά ἀντιμετωπίση τήν ὀδύνη τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου.
Ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀσφαλισθῆ γιά τίς ἐνδεχόμενες δοκιμασίες τῆς ζωῆς του, ἡ συγκέντρωση πλούτου, ἡ κοινωνική κατοχύρωση, τά συντάξιμα χρόνια κλπ. εἶναι ἀποτελέσματα τοῦ φόβου πού προκαλοῦν οἱ ἀρρώστιες καί ὁ θάνατος καί ὅλα αὐτά τροφοδοτοῦν τά πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιληδονίας καί τῆς φιλαργυρίας.
Ἑπομένως, ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά στήν συνέχεια ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα αὐξάνουν τό πάθος τῆς φιλαυτίας, ἀπό τό ὁποῖο προέρχονται ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλαργυρία.
........................................................................................
4. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου
Ἀπέναντι στίς διαδοχικές κρίσεις θανάτου πού περνᾶμε στήν ζωή μας δέν ὠφελοῦν οἱ διανοητικές θεωρίες, ἀλλά ἡ πίστη τήν ὁποία ἔχουμε ὡς πρός τήν ζωή καί τόν θάνατο καί μάλιστα ἡ πίστη στήν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στόν θάνατο, τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο (2ος αἰώνας μ.Χ.), ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἰατρός καί τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας. Ἡ κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μεταδίδει σέ ὅλο τόν ψυχοσωματικό ὀργανισμό τήν ἐνέργεια τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Αὐτή ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ εἰσέρχεται στήν ψυχή καί τό σῶμα καί ἁγιάζει ὅλον τόν ἄνθρωπο. Στήν πραγματικότητα μέ τήν βρώση τοῦ Σώματος καί τήν πόση τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ γίνεται μιά πνευματική μεταμόσχευση, γεμίζουμε ἀπό θεία ζωή. Ἔτσι δικαιολογοῦνται καί τά λείψανα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Κανονικά τά κύτταρα τοῦ σώματος, μέ τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό αὐτό, ἀποσυντίθενται. Ὅμως, στούς θεουμένους ἁγίους ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει ἀνάσχεση σέ αὐτόν τόν θάνατο τῶν κυττάρων καί γι’ αὐτό παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς ἀφθαρσίας.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναλύει διεξοδικά ὅτι δέν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τόν θάνατο μέ μόνη τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός προσέλαβε ἑκουσίως παθητό καί θνητό σῶμα γιά νά νικήση τόν θάνατο.
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος στήν ζωή του περνᾶ διάφορες διαδοχικές κρίσεις θανάτου, πού δημιουργοῦν πόνο, ἀλλά, ὅταν ζῆ μέσα στό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μπορεῖ νά περάση καί διαδοχικές εὐλογίες ὑπέρβασης τοῦ θανάτου καί βίωσης τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, ἤ ἀκόμη ἀπό δοῦλος νά γίνη μισθωτός καί τελικά υἱός καί φίλος τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό τό βλέπουμε στούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δέν φοβοῦνται τόν θάνατο, ἀλλά τόν ἐπιδιώκουν, τόν θεωροῦν φίλο καί τόν ἀναμένουν ὡς «ἑορταστικό γεγονός» (ἅγιος Σωφρόνιος Ἀθωνίτης), διότι θά τούς ὁδηγήση στό οὐράνιο τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή δέν ἐξαντλεῖται στήν ἱκανοποίηση τῶν συναισθημάτων καί σέ ἕνα κοινωνικό ἔργο, ἀλλά στήν θεραπεία καί τήν ὑπέρβαση τῆς φθαρτότητας καί τῆς θνητότητας, τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος θάνατος μᾶς βασανίζει ἀπό τήν ὥρα τῆς συλλήψεώς μας, καί αὐτό γίνεται μέ τήν ἀληθινή ἐκκλησιαστική ζωή.
[Δημοσιεύθηκε στό «Περιοδικό» τοῦ «Ἐθνικοῦ Κήρυκα» τῆς Νέας Ὑόρκης Σάββατο 22-Κυριακή 23 Ἰανουαρίου 2022. (Ὑπεύθυνη ἔκδοσης Γιάννα Κατσαγεώργη)]
(Πηγή ψηφ. κειμένου: parembasis.gr)
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου