Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Ηθικά Νικομάχεια-festival filosofia 2017

 Τό ίδιο θέμα: Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025


Ηθικά Νικομάχεια-festival filosofia 2017
Enrico Berti

https://www.youtube.com/watch?v=fgZYPWkJop4&t=340s


Καλημέρα σε όλους. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στο Κάρπι, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλοσοφίας· νομίζω ότι είχα έρθει πριν από τρία χρόνια, επίσης για να μιλήσω για τον Αριστοτέλη. Γι’ αυτό είναι πιθανό να βρίσκεται ανάμεσα στους παρευρισκόμενους κάποιος που με έχει ήδη ακούσει και, σε αυτήν την περίπτωση, οφείλω να ζητήσω συγγνώμη αν χρειαστεί να επαναλάβω πράγματα που έχουν ήδη ειπωθεί.

Αλλά, καθώς βλέπω πως υπάρχουν πολλοί μαθητές, οι οποίοι ασφαλώς δεν με έχουν ξανακούσει, μου φαίνεται σωστό να ξεκινήσω από την αρχή και να σκεφτώ κυρίως αυτούς. Όπως ξέρετε, το γενικό θέμα του Φεστιβάλ Φιλοσοφίας φέτος είναι οι τέχνες και σε μένα ζητήθηκε να εξετάσω αυτήν την έννοια σε ένα έργο του Αριστοτέλη, την Ηθική Νικομάχεια. Προφανώς δεν πρόκειται για τυχαία επιλογή, γιατί πράγματι στην Ηθική Νικομάχεια βρίσκουμε την πρώτη σαφή και ακριβή, από φιλοσοφική σκοπιά, θεματική ανάλυση της έννοιας της τέχνης, όπως θα ακούσετε σε λίγο.

Όμως, αφού πρέπει να μιλήσω για την Ηθική Νικομάχεια, επιτρέψτε μου πρώτα να πω λίγα λόγια για το γενικό νόημα αυτού του έργου, γιατί πρόκειται για ένα από τα συγγράμματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας που είχαν τη μεγαλύτερη απήχηση μέσα στους αιώνες. Καταρχάς, ο τίτλος Ηθική Νικομάχεια δηλώνει ότι το έργο ήταν αφιερωμένο από τον Αριστοτέλη στον γιο του Νικόμαχο· αυτή είναι μία πιθανή ερμηνεία. Μία άλλη είναι ότι εκδόθηκε από τον ίδιο τον Νικόμαχο. Εγώ κλίνω προς την πρώτη εκδοχή, γιατί η Ηθική Νικομάχεια παρουσιάζεται πράγματι σαν μια σειρά συμβουλών που ο πατέρας απευθύνει στον γιο.

Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ένας σύγχρονος Ισπανός φιλόσοφος, ο Φερνάντο Σαβατέρ, έγραψε κι εκείνος ένα βιβλίο Ηθικής, το οποίο μεταφράστηκε στα ιταλικά με τον τίτλο Ηθική για έναν γιο. Ο ισπανικός τίτλος δεν είναι ακριβώς αυτός, είναι Ética por Amador· αλλά ο Αμάδορ είναι το όνομα του γιου του Σαβατέρ. Επομένως, αντανακλά ακόμα πιο άμεσα τον τίτλο του έργου του Αριστοτέλη, Ηθική προς Νικόμαχο. Ανέφερα τον Σαβατέρ, και αυτό αποτελεί ήδη ένδειξη όχι μόνο της απήχησης αλλά και της επικαιρότητας που εξακολουθεί να έχει το έργο αυτό μέσα στο σύγχρονο πολιτιστικό τοπίο.

Όμως η επικαιρότητα αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς παράδοσης που ξεκινά από την αρχαιότητα. Μου φαίνεται ότι η Ηθική Νικομάχεια ήταν από τα πρώτα έργα του Αριστοτέλη που σχολιάστηκαν στην αρχαιότητα. Μας έχει σωθεί σχόλιο ενός Ασπασίου του 2ου αιώνα μ.Χ. Σκεφτείτε: ήταν η εποχή του Μάρκου Αυρηλίου, μέσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και ήδη τότε η Ηθική Νικομάχεια αποτελούσε αντικείμενο σχολιασμού. Ένα άλλο σημάδι της μεγάλης τύχης του έργου είναι η Θεία Κωμωδία του Δάντη, όπου σε έναν στίχο της Κόλασης —ίσως οι μαθητές να έχουν τύχει να τον διαβάσουν— ο Βιργίλιος, ο οδηγός του Δάντη, απευθύνεται σε εκείνον λέγοντας: «η δική σου Ηθική».

Με το επίθετο «δική σου», ο Βιργίλιος θέλει να δείξει πόσο αγαπητή ήταν στον Δάντη η Ηθική —και μάλιστα η Ηθική Νικομάχεια— γιατί τελικά είναι ο ίδιος ο Δάντης που γράφει τους στίχους και βάζει τον Βιργίλιο να πει «η δική σου Ηθική». Ακόμη μία ένδειξη είναι η περίφημη τοιχογραφία του Ραφαήλ, που βρίσκεται στα μουσεία του Βατικανού, η Σχολή των Αθηνών. Αν την έχετε στο νου σας, στο κέντρο της τοιχογραφίας βρίσκονται δύο μορφές, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.

Ο Πλάτων με το δάχτυλο υψωμένο προς τον ουρανό και ο Αριστοτέλης με το χέρι στραμμένο προς τη γη. Ο Αριστοτέλης, στην τοιχογραφία του Ραφαήλ, κρατά στο χέρι του ένα βιβλίο και στη ράχη του βιβλίου διαβάζει κανείς «Ηθική». Έτσι, σε τόσο διαφορετικές εποχές —στην αρχαιότητα, στον Μεσαίωνα, στην Αναγέννηση— η Ηθική διαβαζόταν και θεωρούνταν αριστούργημα. Και πράγματι, ανάμεσα στα πολλά έργα του Αριστοτέλη, είναι από εκείνα που είναι καλύτερα γραμμένα, με πιο ρέον ύφος, με παραθέσεις ποιητών, με αναζήτηση λογοτεχνικής δύναμης που δεν υπάρχει στους υπόλοιπους πραγματείες του.

Αλλά, κυρίως, η Ηθική του Αριστοτέλη βρίσκεται στο κέντρο ενός φαινομένου που, θα λέγαμε, «εξερράγη» στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: της λεγόμενης αναγέννησης της πρακτικής φιλοσοφίας. Στη σύγχρονη φιλοσοφία, πρώτα στην Ευρώπη αλλά κατόπιν και στην Αμερική —τόσο στη Βόρεια όσο και στη Νότια— υπήρξε μια επιστροφή στην πρακτική φιλοσοφία, δηλαδή σε μια φιλοσοφία ικανή να κατευθύνει την πράξη, εξ ου και λέγεται «πρακτική». Και ένα από τα έργα που ενέπνευσαν αυτή την αναγέννηση είναι ακριβώς η Ηθική του Αριστοτέλη. Επομένως, πάντα υπάρχει η δυνατότητα να μιλήσουμε για την Ηθική Νικομάχεια, ακόμη κι αν το έχουμε κάνει πολλές φορές· έχω δώσει διάφορες διαλέξεις, μπορείτε να τις βρείτε στο διαδίκτυο, κ.λπ.· πάντα υπάρχει η δυνατότητα να πούμε κάτι καινούργιο.

Και φέτος, το σημείο, η διδασκαλία που περιέχεται στην Ηθική και στην οποία θα στρέψω την προσοχή σας, αφού το φεστιβάλ αφορά τις τέχνες, είναι μια διάκριση, την οποία ήδη ανέφερε ο δρ. Πόλι: η διάκριση που για πρώτη φορά συναντούμε στην Ηθική ανάμεσα σε πρᾶξις και ποίησις. Σημειώστε αυτές τις δύο λέξεις· είναι ελληνικές. Η μία σημαίνει «δράση», πρᾶξις, και η άλλη, ποίησις, σημαίνει «παραγωγή». Είναι μια διάκριση που οφείλεται στον Αριστοτέλη, αλλά που επίσης αναβίωσε στη σύγχρονη φιλοσοφία από έναν μεγάλο φιλόσοφο του 20ού αιώνα —σίγουρα και οι μαθητές θα έχουν ακούσει το όνομά του— τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο οποίος στο αριστούργημά του, το σημαντικότερο έργο του, δηλαδή το Είναι και Χρόνος, επανέλαβε ακριβώς από την Ηθική Νικομάχεια του Αριστοτέλη τη διάκριση ανάμεσα στις τρεις θεμελιώδεις στάσεις που μπορεί να έχει ο άνθρωπος απέναντι στην πραγματικότητα.

Η πρώτη είναι η θεωρία, που κατά τη γνώμη μου ο Χάιντεγκερ παρανόησε, νομίζοντας ότι πρόκειται για ένα «παρατηρώ απλώς», σαν θεατής μπροστά σε ένα θέαμα, ενώ ο Αριστοτέλης με τη θεωρία εννοούσε επίσης την αναζήτηση, τη διερεύνηση και την επίτευξη αυθεντικά επιστημονικής γνώσης· είναι η στάση από την οποία γεννιούνται οι επιστήμες, η βαθιά γνώση της πραγματικότητας. Έπειτα υπάρχει η πρᾶξις, που ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει —αυτήν τη φορά πιο σωστά— ως αυτό που ονομάζει Dasein στα γερμανικά, δηλαδή το «είναι-εκεί», η ύπαρξη του ανθρώπου σε μια συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση.

Και έτσι το ότι πρέπει να συνεχίζουμε να υπάρχουμε· ο Χάιντεγκερ λέει: το «έχειν να είμαστε»· δεν είμαστε απλώς, αλλά και «έχουμε να είμαστε», πρέπει να συνεχίσουμε να υπάρχουμε· και αυτό μας θέτει πολλά και μεγάλα προβλήματα, γιατί μπορεί να υπάρχουμε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Και τέλος, η ποίησις, που είναι η παραγωγή, την οποία ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει στο φως του σύγχρονου πολιτισμού ως τη στάση που οδηγεί στην τεχνική, στην κυριαρχία πάνω στη φύση, στην εκμετάλλευση της φύσης· κάτι που, όμως, όπως θα δούμε σε λίγο, είναι εντελώς ξένο προς τον Αριστοτέλη. Ας βάλουμε λοιπόν μια τάξη και ας δούμε πώς εισάγει ο Αριστοτέλης στην Ηθική Νικομάχεια τη διάκριση ανάμεσα σε πρᾶξις και ποίησις, ανάμεσα σε δράση και παραγωγή.

Τη θέτει ακριβώς στις πρώτες κιόλας γραμμές της πραγματείας, όπου λέει: κάθε έρευνα, κάθε τέχνη, κάθε επιστήμη αποβλέπει σε έναν σκοπό, τείνει σε έναν σκοπό. Υπάρχουν όμως δύο διαφορετικά είδη σκοπών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει κανείς είναι η ίδια η δράση.

Δηλαδή, κάποιος εκτελεί, ένα άτομο εκτελεί μια συγκεκριμένη πράξη έχοντας ως σκοπό το να είναι αυτή η πράξη καλή, η καλύτερη δυνατή. Εδώ, λοιπόν, ο σκοπός είναι, όπως λένε οι φιλόσοφοι, εμμενής, δηλαδή εσωτερικός στην ίδια την πράξη. Είναι αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί εὐπραξία, που στα ελληνικά σημαίνει «καλή πράξη», «να πράττεις καλά».

Εγώ εκτελώ αυτήν την πράξη γιατί θεωρώ ότι είναι καλή πράξη και επομένως ο σκοπός μου είναι η ίδια η πράξη, όχι κάτι άλλο, όχι κάτι διαφορετικό. Αυτή είναι η πρᾶξις. Ή, λέει ο Αριστοτέλης, υπάρχει κι ένας άλλος τύπος σκοπών που οι άνθρωποι επιδιώκουν με τις πράξεις τους, στη συμπεριφορά τους, στην καθημερινή ζωή, και που είναι ένας σκοπός διαφορετικός από την ίδια την πράξη.

Και αυτός είναι που ονομάζει ἔργον. Από το ελληνικό ἔργον προέρχεται το αγγλικό work, το γερμανικό Werk, αυτή η ρίζα erg, που πιθανόν στην αρχαία ελληνική προηγούνταν από το δίγαμμα, που είχε τον ήχο του β: work, werk, opera. Δηλαδή, ο σκοπός είναι ένα έργο.

Σήμερα θα λέγαμε ένα προϊόν. Εγώ ενεργώ όχι μόνο γιατί θεωρώ καλή την πράξη αυτή, αλλά γιατί η πράξη αυτή μου δίνει ως αποτέλεσμα, ως απόδοση, κάτι. Κάτι διαφορετικό από την ίδια.

Το ἔργον, το έργο. Αυτή είναι η ποίησις, είναι η παραγωγή, από όπου προέρχεται στα ιταλικά η λέξη poesia. Γιατί και η ποίηση είναι ένα «ποιείν» κάτι.

Εμείς δεν λέμε «παράγω», αλλά λέμε «συνθέτω». Συνθέτουμε ένα ποίημα όπως συνθέτουμε ένα τραγούδι ή μια συμφωνία· κάτι που είναι διαφορετικό από την πράξη, από την ενέργεια που εκτελούμε έχοντας αυτόν τον σκοπό. Έτσι λοιπόν ήδη στην αρχή της Ηθικής βρίσκουμε αμέσως αυτήν τη διάκριση.

Μα είναι μια διάκριση που επανέρχεται όταν ο Αριστοτέλης εισάγει την έννοια της αρετής. Γιατί υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να εκτελεί κανείς μια πράξη. Όταν η πράξη εκτελείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και όταν κυρίως ο άνθρωπος, το πρόσωπο που δρα, αποκτά την ικανότητα να πράττει καλά, τότε αυτήν την ικανότητα να πράττει καλά ο Αριστοτέλης την αποκαλεί ἀρετή.

Προσοχή, γιατί εδώ η λέξη «αρετή» έχει ένα νόημα που στα ελληνικά λέγεται ἀρετή, από την ίδια ρίζα ar- από την οποία προέρχεται και το ἄριστον, που σημαίνει «το άριστο». Η αρετή στη δική μας γλώσσα σήμερα είναι μια έννοια κυρίως ηθική. Μιλάμε για αρετές και για κακίες.

Οι αρετές είναι προτερήματα, οι κακίες είναι ελαττώματα. Για τον Αριστοτέλη όμως η ἀρετή είχε ένα νόημα, ναι και ηθικό, αλλά όχι μόνο. Ήταν επίσης μεγαλύτερο, ευρύτερο.

Ήταν η ικανότητα να πράττεις καλά. Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για αρετή, ακόμη και σήμερα, έξω από το πεδίο της ηθικής, όταν, για παράδειγμα, για έναν καλό βιολιστή λέμε ότι είναι «δεξιοτέχνης», ή ότι ξέρει να δείξει τη «δεξιοτεχνία» του. Εδώ χρησιμοποιούμε τη λέξη «αρετή» για να δηλώσουμε την ικανότητα, την επιδεξιότητα να κάνει καλά αυτό που ξέρει να κάνει, δηλαδή να παίζει βιολί ή άλλο όργανο.

Επομένως, η αρετή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η εξαίρεση, η αριστεία της πράξης. Και πράγματι, η ηθική του Αριστοτέλη, η Ηθική Νικομάχεια, είναι αφιερωμένη σε μεγάλο μέρος στην εξέταση των αρετών. Έχει μάλιστα ονομαστεί «ηθική των αρετών».

Υπάρχει και μια άλλη μεγάλη έννοια που βρίσκεται στη βάση της Ηθικής Νικομαχείων, η έννοια της ευδαιμονίας. Αλλά στον Αριστοτέλη ευδαιμονία και αρετή ταυτίζονται στενά, δηλαδή η αληθινή ευδαιμονία προκύπτει ακριβώς από την αρετή, ή από το σύνολο όλων των αρετών, ή —αν υπάρχει μια ανώτερη από όλες— από αυτήν την ύψιστη αρετή. Και αυτή η λέξη, «ευτυχία», στον σημερινό μας λόγο καμιά φορά χρησιμοποιείται με την έννοια του Αριστοτέλη, όταν για παράδειγμα, επιστρέφοντας στον βιολιστή, λέμε ότι η εκτέλεσή του μιας σονάτας ήταν μια ευτυχής εκτέλεση.

Τι σημαίνει «ευτυχής»; Καλοκαμωμένη, επιτυχημένη· ή όταν λέμε για ένα αστείο που λέγεται μεταξύ φίλων ότι ήταν ευτυχές, ή αντιθέτως δυστυχές αν ήταν άτοπο. Έτσι, λοιπόν, όλη η ηθική περιστρέφεται γύρω από αυτές τις δύο μεγάλες έννοιες: αρετή και ευδαιμονία. Ας αφήσουμε κατά μέρος σήμερα την ευδαιμονία, γιατί για το θέμα της τέχνης μας ενδιαφέρει κυρίως η αρετή.

Και μας ενδιαφέρει συγκεκριμένα ένα βιβλίο της Ηθικής Νικομαχείων. Η Ηθική αποτελείται από δέκα βιβλία· όλα τα αρχαία έργα αποτελούνταν από «βιβλία», και με τη λέξη αυτή εννοούσαν τους κυλίνδρους παπύρου ή περγαμηνής όπου γραφόταν το έργο. Το έκτο βιβλίο της Ηθικής Νικομαχείων είναι αφιερωμένο στις λεγόμενες διανοητικές αρετές.

Και εδώ πρέπει να εισαγάγω μιαν άλλη διάκριση, που επίσης είχε μεγάλη απήχηση: τη διάκριση ανάμεσα σε ηθικές αρετές και διανοητικές αρετές. Και πρέπει να θυμίσω —αν και ίσως είναι πράγματα που όλοι ξέρουν ή έχουν ακούσει πολλές φορές— ένα σύντομο περίγραμμα της αριστοτελικής ψυχολογίας. Για τον Αριστοτέλη, όπως και για όλους τους προηγούμενους φιλοσόφους και για πολλούς ακόμη και σήμερα, ο άνθρωπος, το ανθρώπινο ον, αποτελείται από σώμα και ψυχή.

Όμως στον Αριστοτέλη σώμα και ψυχή δεν είναι δύο διαφορετικές, ξεχωριστές οντότητες· η ψυχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ικανότητα του σώματος να ζει, δηλαδή να εκτελεί τις πράξεις, τις λειτουργίες που συνιστούν τη ζωή: να τρέφεται, να αναπτύσσεται, να αναπαράγεται, να αισθάνεται, να αντιλαμβάνεται και, σε ανώτερο επίπεδο, να σκέφτεται και να θέλει. Η ψυχή είναι ακριβώς αυτό.

Γι’ αυτόν τον λόγο —και ανοίγω μια μικρή παρένθεση— ένα από τα ζητήματα που τόσο απασχολούν τους σημερινούς φιλοσόφους είναι το πρόβλημα της σχέσης ψυχής και σώματος. Συγχωρέστε με, αλλά έχω πια μια ηλικία που δεν μου επιτρέπει να μιλώ πολύ σε κοινό· το έκανα σε όλη μου τη ζωή και αυτά είναι τα σημάδια ότι ήρθε η ώρα να το αφήσω· ελπίζω όμως σήμερα να καταφέρω να φτάσω ως το τέλος. Στον Αριστοτέλη λοιπόν υπάρχει σώμα και ψυχή· και επιπλέον, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της εποχής του, λέει ότι η ψυχή —γιατί για αυτόν ψυχή δεν έχει μόνο ο άνθρωπος, αλλά όλα τα έμβια όντα, επομένως και τα ζώα και ακόμη και τα φυτά— ναι, μια φτέρη ή ένα δέντρο κι εμείς λέμε πως είναι ζωντανό ή νεκρό· ένα ζώο μπορεί να είναι ζωντανό ή νεκρό· όλα όσα ζουν έχουν ψυχή· η ψυχή δεν είναι τίποτε άλλο από την ικανότητα να ζει κανείς.

Εξάλλου κι εμείς οι ίδιοι λέμε ότι ένα σώμα ζωντανό είναι «εμψυχωμένο» και ένα νεκρό είναι «άψυχο», δηλαδή στερημένο από ψυχή. Λοιπόν, η ψυχή για τον Αριστοτέλη χωρίζεται σε δύο μέρη. Το ένα, λέει, είναι χωρίς λόγο. Ο ελληνικός όρος που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης είναι ἄλογον. Πολλοί μεταφράζουν το ἄλογον ως «παράλογο» ή «παράλογος», αλλά αυτό είναι λάθος.

Ἄλογον —το άλφα, όπως ξέρουν όσοι έχουν μελετήσει λίγο ελληνικά, σημαίνει απλώς στέρηση— στέρηση του λόγου, έλλειψη του λόγου. Υπάρχουν λοιπόν έμβια όντα που δεν έχουν λόγο γιατί διαθέτουν μόνο εκείνο το μέρος της ψυχής που είναι άλογο, όπως τα φυτά και τα ζώα. Και υπάρχει έπειτα το άλλο μέρος της ψυχής, που κατέχει τον λόγο.

Και εδώ τή λέξη λόγος τη μεταφράζουμε συνήθως ως «λόγος» ή «λογική», αλλά σημαίνει κατ’ αρχάς «λέξη», «λόγος», «ομιλία», «διάλογος», «σκέψη», «λογισμός», «σχέση», και βεβαίως και «λόγος» με την έννοια της «λογικής». Όλες αυτές οι σημασίες ανάγονται σε αυτό το ανώτερο, θα λέγαμε, μέρος της ψυχής που είναι εφοδιασμένο με λόγο.

Και οι αρετές, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αντιστοιχούν σε αυτά τα δύο μέρη. Στον άνθρωπο, στο ανθρώπινο ον, το μέρος της ψυχής που είναι χωρίς λόγο καθορίζεται από τις συνήθειες. Από τις συνήθειες που αποκτά κανείς ζώντας με έναν συγκεκριμένο τρόπο και που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του.

Και ο χαρακτήρας στα ελληνικά λέγεται ἦθος, από όπου προέρχεται και η λέξη «ηθική». Και έτσι οι αρετές του μέρους της ψυχής που στερείται λόγου είναι οι ηθικές αρετές, οι αρετές του χαρακτήρα. Και υπάρχουν πάρα πολλές: το θάρρος, η γενναιοδωρία, η δικαιοσύνη, η φιλία· όλα πράγματα που δεν γίνονται με τον λόγο αλλά εξαρτώνται από τον χαρακτήρα, από το ήθος που έχει κανείς.

Και μετά υπάρχουν οι αρετές του μέρους της ψυχής που διαθέτει λόγο, λόγος, που ο Αριστοτέλης το ονομάζει επίσης διάνοια. Και στα ελληνικά διάνοια σημαίνει ακριβώς «λογική» ή «σκέψη». Επομένως, ενώ οι πρώτες έχουν ονομαστεί συχνά στα σχολικά εγχειρίδια «ηθικές αρετές», αυτές οι άλλες λέγονται «διανοητικές αρετές», γιατί ανήκουν στη διάνοια· ή, μιλώντας ελληνικά, πνευματικές αρετές, αρετές του λογικού ή διανοητικού μέρους της ψυχής.

Ξεκινώντας από το έκτο βιβλίο της Ηθικής Νικομαχείων, που είναι θεμελιώδες —άσκησε, έλεγα πριν, καθοριστική επίδραση στον Χάιντεγγερ και έπειτα σε έναν άλλο σύγχρονο φιλόσοφο, μαθητή του Χάιντεγκερ, που ίσως κάποιοι από εσάς έχετε ακούσει, τον Γκάνταμερ, Hans-Georg Gadamer— ο Γκάνταμερ, που έζησε πάνω από εκατό χρόνια, στα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε μια μετάφραση και ένα σχόλιο στο έκτο βιβλίο της Νικομαχείου Ηθικής, αυτό ακριβώς για το οποίο σας μιλώ. Το λέω για να δείξω πόσο αυτά τα πράγματα ενδιαφέρουν τους σημερινούς φιλοσόφους. Λοιπόν, στο έκτο βιβλίο της Νικομαχείου ο Αριστοτέλης λέει ότι υπάρχουν πέντε ἕξεις (abiti), μέσω των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να βρίσκεται στο αληθές ή στο ψευδές, καταφαίνοντας ή αρνούμενος.

Και να λοιπόν μια καινούρια έννοια με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι: η έννοια τής ἔξεως (abito). Λέω «ἕξις» επειδή είναι η πιο κοντινή, κατά γράμμα, μετάφραση· δεν πρόκειται όμως για «ένδυμα» με την κυριολεκτική έννοια του ρούχου που φοράμε, αλλά για «έξη», απ’ όπου και «συνήθεια», δηλαδή για σταθερή διάθεση, για αποκτημένη και μόνιμη ικανότητα να κάνουμε κάτι. Για τον Αριστοτέλη οι αρετές είναι ἕξεις, δηλαδή είναι ικανότητες· όχι μόνο οι αρετές, και τα ελαττώματα επίσης: μόνιμες, συνηθισμένες τάσεις. Γιατί, για να είναι κανείς ενάρετος, δεν αρκεί —το λέει ο Αριστοτέλης— να είναι ικανός να πράξει μία καλή πράξη· πρέπει να είναι συνηθισμένος να πράττει καλές πράξεις, να έχει την ἕξιν των καλών πράξεων.

Και εδώ, στη Νικομάχεια Ηθική, παραθέτει μια παροιμία που έμεινε διάσημη: «Μία χελιδόνα δεν φέρνει την άνοιξη»· έτσι, μία καλή πράξη από μόνη της δεν είναι ακόμη αρετή· πρέπει να συνοδεύεται από μια έξη, από μια μόνιμη συνήθεια. Τώρα, στο έκτο βιβλίο, οι πέντε ἕξεις —δηλαδή μόνιμες διαθέσεις— λέει ο Αριστοτέλης, για το να βρισκόμαστε στο αληθές ή στο ψευδές, προσέξτε, εισάγει τις έννοιες του αληθούς και του ψευδούς, «καταφαίνοντας ή αρνούμενοι», άρα μιλώντας ή τουλάχιστον σκεπτόμενοι, γιατί το καταφαίνειν και το αρνείσθαι είναι πράξεις της γλώσσας ή της σκέψης, ακόμη κι αν δεν εκφράζονται με λόγια. Έτσι λοιπόν μπαίνει εδώ στο παιχνίδι ο λόγος, η γλώσσα, η σκέψη.

Αυτές οι πέντε ἕξεις είναι: η ἐπιστήμη (scienza), που είναι η αποδεικτική έξη, δηλαδή η ικανότητα να κάνουμε αποδείξεις. Σκεφθείτε εκείνη που ήταν η πιο αναπτυγμένη επιστήμη στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων, τη γεωμετρία. Ακόμη και σήμερα η γεωμετρία που μελετάται στα σχολεία είναι η λεγόμενη ευκλείδεια γεωμετρία, που ανάγεται στον Ευκλείδη· ο Ευκλείδης δεν ήταν ο εφευρέτης της, αλλά εκείνος που της έδωσε συστηματική έκθεση.

Τι είναι η γεωμετρία; Η γεωμετρία αποτελείται από αποδείξεις· είναι η ικανότητα να αποδεικνύουμε θεωρήματα. Αυτή ήταν για τον Αριστοτέλη η επιστήμη. Μέσω της επιστήμης βρισκόμαστε στο αληθές, καταφαίνοντας ή αρνούμενοι· αλλά αν διαπράξουμε λάθη στις αποδείξεις, τότε βρισκόμαστε στο ψευδές.

Άρα, η επιστήμη είναι μια έξη μέσω της οποίας μπορούμε να είμαστε στο αληθές ή στο ψευδές, καταφαίνοντας ή αρνούμενοι· είναι η αποδεικτική έξη. Έπειτα, η δεύτερη έξη που αναφέρει ο Αριστοτέλης είναι αυτό που ονομάζει νοῦς (nous). Νοῦς στα ελληνικά σημαίνει «νόηση», «νους», «διάνοια»· είναι η ικανότητα να συλλαμβάνουμε τις αρχές των επιστημών. Γιατί, όπως ξέρουν όλοι όσοι γνωρίζουν λίγη γεωμετρία, για να κάνουμε αποδείξεις πρέπει να ξεκινάμε από αρχές: ορισμούς, αξιώματα, προτάσεις· αν κάποιος δεν γνωρίζει τις αρχές, δεν είναι σε θέση να αποδείξει τίποτα. Άρα η απόδειξη χρειάζεται πρώτα-πρώτα τη γνώση των αρχών· και επομένως χρειάζεται μια σταθερή διάθεση, μια έξη ικανή να συλλαμβάνει τις αρχές.

Το σύνολο ἐπιστήμης και νοῦ —το nous συχνά μεταφράζεται ως «νόηση» ή «νους»— το σύνολο δηλαδή επιστήμης και νοήσεως συνιστά, για τον Αριστοτέλη, την υπέρτατη αρετή, δηλαδή την αριστεία αυτού που ονομάζει θεωρητικό λόγο, δηλαδή εκείνου του μέρους του λόγου που έχει ως σκοπό τη θεωρία, τη γνώση. Αλλά δεν υπάρχουν μόνο αυτές οι έξεις· υπάρχουν άλλες δύο, εκ των οποίων η πρώτη είναι ακριβώς η τέχνη. Ο ελληνικός όρος για να δηλώσει την τέχνη είναι τέχνη (techne), απ’ όπου προέρχεται η «τεχνική».

Και η άλλη έξη είναι η φρόνησις, στα ελληνικά phronesis, «σύνεση/σοφία πρακτική». Η τέχνη και η φρόνηση είναι κι αυτές έξεις του λόγου, αλλά όχι του θεωρητικού λόγου —δηλαδή εκείνου που έχει ως σκοπό τη θεωρία— αλλά του πρακτικού λόγου, δηλαδή του μέρους του λόγου που κατευθύνει τη συμπεριφορά. Και είναι ακριβώς η τέχνη (techne) και η φρόνηση (phronesis).

Να λοιπόν που εδώ επανέρχεται η διάκριση που είδαμε στην αρχή ανάμεσα σε πρᾶξιν και ποίησιν: δηλαδή, η techne, η τέχνη, είναι η ικανότητα να παράγουμε, να επιτελούμε την ποίησιν, να ασκούμε την ποίηση (με την αρχαία έννοια του «παράγω»), δηλαδή εκείνο το είδος πράξης που οδηγεί σε ένα προϊόν —και να το κάνουμε «κατὰ ὀρθὸν λόγον», σύμφωνα με αληθή λόγο. Ενώ η φρόνησις αφορά την πρᾶξιν, δηλαδή την πράξη που είναι αυτοσκοπός, την πράξη που δεν καταλήγει σε κανένα προϊόν, αλλά εκτελείται καθ’ εαυτήν, για την αξία που έχει εντός της· και είναι η φρόνηση, η ικανότητα να επιτελούμε καλές πράξεις σύμφωνα με αληθή λόγο. Όπως βλέπετε, τόσο στην περίπτωση της techne όσο και στην περίπτωση της phronesis ο Αριστοτέλης εισάγει αυτήν την έννοια του «αληθούς λόγου».

Η τέχνη, λοιπόν, η techne, είναι το «ξέρειν πράττειν», το «ξέρειν παράγειν», αλλά σύμφωνα με λόγο, σύμφωνα με αληθή σκέψη. Για να κατανοήσουμε καλά αυτόν τον ορισμό, πρέπει —όπως συχνά συμβαίνει— να προσφύγουμε σε παραδείγματα. Ένα παράδειγμα techne, ίσως το αγαπημένο παράδειγμα του Αριστοτέλη για την techne, ήταν η ιατρική.

Η ιατρική, η ιατρική τέχνη, η τέχνη που κατέχει ο γιατρός. Η ιατρική, για τον Αριστοτέλη, είναι τέχνη. Γιατί; Διότι αποτελείται από μια σειρά πράξεων: ο γιατρός εξετάζει τον άρρωστο, προσπαθεί να εκτιμήσει την όψη του, τη θερμοκρασία, ακούει τι αισθάνεται, έπειτα συνταγογραφεί θεραπείες· έτσι εκτελεί μια ολόκληρη σειρά ενεργειών, πράξεων, που έχουν έναν σκοπό, την υγεία, την αποκατάσταση της υγείας.

Άρα ο σκοπός είναι διαφορετικός από τις πράξεις που οδηγούν σε αυτόν. Γι’ αυτό η ιατρική είναι μια τέχνη. Είναι τέχνη. Όμως, για να είναι αληθινή τέχνη, πρέπει να ενεργεί, να ασκείται σύμφωνα με αληθινό λόγο· δηλαδή, ο γιατρός πρέπει να συλλογίζεται και να κάνει αληθινούς συλλογισμούς για να έχει αποτέλεσμα η ιατρική.

Ποιοι είναι οι αληθινοί συλλογισμοί που πρέπει να κάνει ένας γιατρός; Ο πρώτος είναι η διάγνωση. Πρέπει να καταλάβει τι είδους ασθένεια έχει ο ασθενής, τι του παρουσιάζει ο πάσχων. Γιατί, αν κάνει λάθος διάγνωση, τότε δεν βρίσκεται στο αληθές, αλλά στο ψευδές. Και τότε δεν είναι καλός γιατρός, δεν κατέχει σωστά την τέχνη· έτσι η διάγνωση δείχνει καθαρά την αναγκαιότητα της αλήθειας και μέσα στην τέχνη.

Αλλά δεν υπάρχει μόνο η διάγνωση· γιατί ο γιατρός, αφού καταλάβει ποια είναι η ασθένεια, πρέπει να την θεραπεύσει, δηλαδή να περάσει από τη διάγνωση στη θεραπεία. Και εδώ επίσης πρέπει να είναι προσεκτικός και να κάνει έναν αληθινό συλλογισμό. Τι σημαίνει αυτό; Πρέπει να συνταγογραφήσει τα φάρμακα που πραγματικά κάνουν καλό· γιατί θα μπορούσε να κάνει λάθος και να συνταγογραφήσει ένα φάρμακο που δεν ωφελεί ή ακόμη που βλάπτει. Και τότε ο συλλογισμός του δεν θα ήταν αληθινός. Έτσι, λοιπόν, το αληθές εισέρχεται στην τέχνη, στην techne, σε αυτήν την περίπτωση στην ιατρική, τόσο στη στιγμή της διάγνωσης όσο και στη στιγμή της θεραπείας· συνοδεύει όλες τις πράξεις.

Μόνο όταν υπάρχει αυτό μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει αληθινή ιατρική τέχνη, ότι κάποιος πραγματικά κατέχει την ιατρική τέχνη, δηλαδή ότι είναι καλός γιατρός. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η αρχιτεκτονική. Ο Αριστοτέλης μιλούσε για την τέχνη της οικοδομής· ε, εδώ είναι ακόμη πιο σαφές ότι το προϊόν είναι διαφορετικό από την πράξη.

Το προϊόν είναι το σπίτι, το οικοδόμημα που κάποιος χτίζει. Όμως και εδώ υπάρχει η στιγμή του σχεδίου· πρέπει να γίνουν οι υπολογισμοί και αυτοί να είναι σωστοί, αλλιώς το σπίτι δεν θα σταθεί όρθιο. Έπειτα υπάρχει η στιγμή που περνάμε στις πιο υλικές εργασίες· κι αυτές πρέπει να γίνουν σωστά: τα τούβλα να είναι καλά τοποθετημένα, οι δοκοί να μπουν στις σωστές θέσεις. Και αυτή είναι τέχνη, γιατί μέσα της υπάρχει μια στιγμή αλήθειας, ένας αληθινός λόγος.

Βλέπετε λοιπόν ότι η techne, που μεταφράστηκε στα λατινικά και σε όλες τις νεότερες γλώσσες ως «arte»/«arte», είναι μια έννοια πολύ ευρύτερη από αυτή που χρησιμοποιούμε σήμερα. Σήμερα, όταν μιλάμε για τέχνες, σκεφτόμαστε τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική, την ποίηση, τη μουσική. Και ο Αριστοτέλης σκεφτόταν αυτές τις τέχνες· γιατί, για εκείνον, υπήρχαν διάφορα είδη τέχνης.

Υπήρχαν, πρώτα απ’ όλα, οι χρήσιμες τέχνες. Ανέφερα την ιατρική, είναι ασφαλώς χρήσιμη τέχνη· την αρχιτεκτονική επίσης· αλλά ανέφερε για παράδειγμα και τη γεωργία. Και η γεωργία είναι τέχνη, μια techne. Και έπειτα άλλες ακόμη: η τέχνη της ναυσιπλοΐας, η τέχνη της ιππασίας, η στρατιωτική τέχνη, η στρατηγική· τόσα πράγματα που πρέπει να γνωρίζει κανείς για να μπορέσει να κάνει σωστά αυτό που θέλει να κάνει.

Μετά υπάρχουν τέχνες που δεν έχουν τον χαρακτήρα της χρησιμότητας, αλλά της ομορφιάς, που χρησιμεύουν στο να προκαλούν ευχαρίστηση· και αυτές είναι οι καλές τέχνες. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη «τέχνη» μόνο με αυτήν την τελευταία έννοια, για να δηλώσουμε τις καλές τέχνες. Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι την χρησιμοποιούμε αποκλειστικά έτσι· γιατί, για παράδειγμα, σε όλες τις πόλεις όπου υπάρχουν ακαδημίες, γενικά οι ακαδημίες τέχνης λέγονται «Ακαδημίες Καλών Τεχνών».

Στις ακαδημίες, λοιπόν, διδάσκονται οι καλές τέχνες, όχι όλες οι τέχνες· δεν διδάσκεται η ιατρική ή η γεωργία· διδάσκεται μουσική, ζωγραφική, γλυπτική· δηλαδή οι καλές τέχνες. Και στις καλές τέχνες μπαίνει βεβαίως στο παιχνίδι μια άλλη έννοια, αυτή του ωραίου, που στον Αριστοτέλη συνοδεύει την έννοια του αληθινού· αλλά κοινό σε όλες τις τέχνες, είτε χρήσιμες είτε καλές, είναι πρώτα-πρώτα το αληθές. Και έπειτα, στις καλές τέχνες, υπάρχει και το ωραίο, που σημαίνει «καλοκαμωμένο, καλοφτιαγμένο».

Για τον Αριστοτέλη, μάλιστα, δεν είναι όμορφα μόνο τα έργα τέχνης· το ωραίο υπάρχει και στη φύση. Για παράδειγμα, ήταν παθιασμένος με την έρευνα για τα ζώα· λέγεται ότι εφηύρε τη βιολογία· και έλεγε ότι ένας ζωικός οργανισμός, ένα ζωντανό ον, είναι ωραίο γιατί όλα τα μέρη του λειτουργούν καλά προς έναν σκοπό, που είναι η διατήρηση της ζωής. Και αυτό, για τον Αριστοτέλη, είναι κάτι ωραίο, καλοκαμωμένο, καλοφτιαγμένο.

Βλέπετε λοιπόν ότι έχουμε ένα φάσμα εννοιών —το αληθές, το ωραίο— που καλύπτουν σε όλη της την έκταση την έννοια της techne, και της δίνουν ένα νόημα, ή μια κλίμακα νοημάτων, αρκετά διαφορετικά από εκείνα που έχουν στη σύγχρονη κουλτούρα, αν και βρίσκονται στη ρίζα της σύγχρονης κουλτούρας· γιατί και στη σύγχρονη κουλτούρα μιλάμε για τεχνικές. Μόνο που στον σύγχρονο πολιτισμό γεννήθηκε κάτι που στην εποχή του Αριστοτέλη δεν υπήρχε· δηλαδή η διάσταση, η αντίθεση ανάμεσα στην τέχνη και τη φύση, πιο ξεκάθαρα, ανάμεσα σε αυτό που είναι τεχνητό και σε αυτό που είναι φυσικό.

Γιατί; Διότι στη νεότερη κουλτούρα, ξεκινώντας για παράδειγμα από τον Μπέικον και τον Ντεκάρτ, —οι μαθητές που σπουδάζουν φιλοσοφία θα έχουν συναντήσει αυτούς τους συγγραφείς— ο σκοπός της τέχνης, δηλαδή της τεχνικής, είναι η κυριαρχία πάνω στη φύση. Και εκεί όπου μιλάμε για κυριαρχία, προϋποτίθεται αντίθεση, σύγκρουση. Για τον Αριστοτέλη όμως δεν υπάρχει αυτή η κυριαρχία πάνω στη φύση, αυτή η σύγκρουση ανάμεσα σε τέχνη και φύση. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η τέχνη μιμείται τη φύση.

Για παράδειγμα, η ζωγραφική μιμείται· με τα αγάλματα που έφτιαχναν οι Έλληνες έκαναν πορτρέτα, που είναι μιμήσεις. Ή η τέχνη βοηθά, συνδράμει τη φύση. Για παράδειγμα, η γεωργία βοηθά τη γη να παράγει καλύτερα.

Η ιατρική βοηθά το ανθρώπινο σώμα να γιατρευτεί, να γιατρευτεί πιο γρήγορα, να ανακτήσει καλύτερα την υγεία. Υπάρχει λοιπόν μια σχέση, θα λέγαμε, συνεργασίας· όχι αντίθεσης, όχι σύγκρουσης, ανάμεσα σε τέχνη και φύση. Έτσι, όλη η νεότερη πολεμική για την τεχνική, οι κίνδυνοι της τεχνικής —και σήμερα είμαστε εμμονικά προσηλωμένοι στην τεχνική— δεν υπήρχαν στις απαρχές της έννοιας της techne. Και ίσως αξίζει να συλλογιστούμε πάνω σε αυτές τις απαρχές, για να καταλάβουμε ποιο πρέπει να είναι το αληθινό νόημα της τέχνης, της techne.

Με αυτήν την αναφορά στον πολιτισμό, στη διαφορά ανάμεσα στην αρχαία τέχνη και τις σύγχρονες τεχνικές —θέμα για το οποίο θα μπορούσαμε να μιλάμε πολύ ακόμη, αφού και αυτές τις μέρες στο φεστιβάλ πολλοί ομιλητές, πολλοί συνάδελφοι θα μιλήσουν για τις τεχνικές— εμένα μου φάνηκε χρήσιμο πρώτα απ’ όλα να θυμίσω ότι όταν γεννήθηκε η έννοια της τέχνης ως techne, περιλάμβανε όχι μόνο τις καλές τέχνες, αλλά και αυτές που σήμερα αποκαλούμε τεχνικές· και δεν έθετε σύγκρουση ανάμεσα σε τέχνη και φύση, αλλά αντίθετα έθετε συνεργασία. Νομίζω ότι μίλησα αρκετά για τον χρόνο που είχαμε και επομένως είμαι στη διάθεσή σας για τυχόν ερωτήσεις ή σχόλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: