Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ: ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ, ΟΠΩΣ ΑΝ ΕΞ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΩΦΕΛΟΙΝΤΟ ΛΟΓΩΝ

Στὴν ἄλλη ζωή, θὰ φθάσουμε μὲ τὴν ἀρετή. Τὴν ἀρετή, ποὺ ἐξύμνησαν κι οἱ ποιητὲς κι οἱ πεζογράφοι, ἄλλα πιὸ πολὺ οἱ φιλόσοφοι. Ἔτσι, μεγαλύτερη προσοχὴ πρέπει νὰ δώσουμε στὰ συγγράμματα αὐτῶν τῶν τελευταίων. Δὲν εἶναι μικρὸ τὸ κέρδος, ὅταν οἱ ψυχὲς τῶν νέων συνηθίσουν καὶ κάνουν δική τους τὴν ἀρετή. Ὅσα ὁ ἄνθρωπος ἀφομοιώνει στὴν τρυφερὴ ἡλικία του, μένουν ἀσάλευτα. Γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀκόμα ἁπλὴ τότε καὶ ὅ, τι δέχεται, ἐντυπώνεται πολὺ βαθιὰ μέσα της. Τί ἄλλο τάχα σκέφθηκε ὁ Ἡσίοδος ἀπὸ τὸ νὰ προτρέψει τοὺς νέους στὴν ἀρετή, ὅταν φιλοτεχνοῦσε τοὺς στίχους του, ποὺ ὅλοι τους τραγουδοῦν; Σκέφθηκε ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εἶναι στὴν ἀρχὴ κακοτράχαλος καὶ δυσκολοδιάβατος κι ἀνηφορικός. Ὅτι τὸν κάνει κανεὶς μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ πολὺ κόπο. Ὅτι, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ βάλει τὸ πόδι του σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο, μὲ τὴν ἀποτομιὰ ποὺ δείχνει, κι οὔτε, ἂν τὸν περπατήσει, θὰ φθάσει εὔκολα στὴν κορφή. Ὅτι σὰν φθάσει ὅμως ἐκεῖ πάνω, βλέπει πῶς στὴν πραγματικότητα ἦταν ἕνας δρόμος ἴσιος, ὄμορφος, εὔκολος, καλοδιάβατος καὶ πιὸ εὐχάριστος ἀπὸ τὸν ἄλλο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κακία καὶ ποὺ ὁ ἴδιος ποιητὴς εἶπε ὅτι μονομιᾶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν διαβεῖ, γιατί βρίσκεται κοντά μας. Ἐγὼ τὸ πιστεύω: Ὁ Ἡσίοδος ἱστόρησε ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ μᾶς παροτρύνει στὴν ἀρετή, νὰ σπρώξει τὸν καθένα στὸ καλό, νὰ μᾶς κάνει νὰ μὴ τὸ βάλουμε κάτω μπροστὰ στοὺς κόπους καὶ νὰ μὴ σταματήσουμε πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ δρόμου. Κι ὅποιος ἄλλος μὲ τέτοιο τρόπο τραγούδησε τὴν ἀρετή, ἂς γίνει ὁ λόγος του καλόδεχτος ἀπὸ μᾶς, μιὰ κι ὁδηγεῖ στὸν ἴδιο σκοπό.

Ἄκουσα κάποτε νὰ μιλᾶ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐμβαθύνει στὸ νόημα τῶν ποιητῶν. Ἔλεγε, λοιπόν, ὅτι ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Ὁμήρου δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας ὕμνος τῆς ἀρετῆς. Ὅλα, στὸν Ὅμηρο, ἐκτὸς ἀπὸ ὅ, τι εἶναι περιθωριακό, ἀποβλέπουν σ᾿ αὐτό. Ἔτσι, λόγου χάρη, συμβαίνει μὲ ὅσα γράφει γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, ποὺ σώθηκε γυμνὸς ἀπὸ τὸ ναυάγιο καί, στὴν ἀρχή, μὲ μόνη τὴν ἐμφάνισή του, προκάλεσε τὸν σεβασμὸ τῆς βασιλοκόρης Ναυσικᾶς. Ἡ γύμνια του δὲν ἦταν ντροπή, γιατί ἀντὶ γιὰ ροῦχα ἦταν ντυμένος μὲ τὴν ἀρετή. Κι ὕστερα προκάλεσε ἀγαθὴ ἐντύπωση καὶ στοὺς ἄλλους Φαίακες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ παρατήσουν τὴν τρυφηλὴ ζωή τους καὶ νὰ προσπαθοῦν, θαυμάζοντας τὸν, νὰ τὸν μιμηθοῦν. Καὶ στὸ στόμα κάθε Φαίακος, τότε, ἄλλη εὐχὴ δὲν ὑπῆρχε παρὰ νὰ γίνει δεύτερος Ὀδυσσεας, ἔστω καὶ θαλασσοδαρμένος. Γιατί -ἔλεγε ὁ ἑρμηνευτὴς ἐκεῖνος τοῦ ποιητικοῦ νοήματος- μὲ αὐτὰ ὁ Ὅμηρος διδάσκει ξάστερα τὰ ἑξῆς: Ἄνθρωποι γυμνασθῆτε στὴν ἀρετή, ποὺ κολυμπᾶ μαζί σας στὸ ναυάγιο, κι ὅταν πατήσετε στὴ στεριὰ γυμνοί, θὰ σᾶς παραστήσει πιὸ τιμημένους ἀπὸ τοὺς ἀμέριμνους Φαίακες. Καί, πραγματικά, αὐτὸ εἶναι. Ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ τυχὸν ἔχουμε, ἀνήκουν ἐξ ἴσου στοὺς ἰδιοκτῆτες τους καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο. Πέφτουν πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, ὅπως τὰ ζάρια. Ἡ μόνη ἀναφαίρετη ἰδιοκτησία εἶναι ἡ ἀρετή. Τὴν ἔχει δική του ὁ καθένας κι ὅσο ζῆ κι ὅταν φύγει ἀπ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Σόλων, θαρρῶ, εἶπε στοὺς πλουσίους τό:
Δὲν θ᾿ ἀνταλλάξουμε μαζί τους τὸν πλοῦτο
μὲ τὴν ἀρετή. Πάντα ἐκείνη μένει,
ἐνῷ τὸ χρῆμα συχνὰ ἀπ᾿ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο περνᾶ.

Παρόμοια εἶναι κι ὅσα λέγει ὁ Θέογνις. Ὁ κάθε θεὸς γέρνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὸν ζυγὸ μὲ διαφορετικὸ πάντα τρόπο, ὥστε:
ἄλλοτε νὰ πλουτοῦν κι ἄλλοτε νὰ μὴν ἔχουν τίποτε.

Ἀλλὰ κι ὁ σοφιστὴς Πρόδικος, ὁ Κεῖος, ἐκφράζεται παρόμοια κάπου στὰ συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία. Ἂς δώσουμε, λοιπόν, καὶ σ᾿ αὐτὸν προσοχή, γιατί εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος. Διηγεῖται τὰ ἑξῆς, ἀπὸ ὅσο θυμᾶμαι, γιατί δὲν ἔχω ἀποστηθισμένο τὸν λόγο του, ποὺ εἶναι πεζὸς κι ὄχι σὲ στίχους. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς ἦταν ἀκόμα πολὺ νέος, σχεδὸν τῆς ἡλικίας σας, σκεφτόταν ποιὸν δρόμο νὰ πάρει, τὸν κοπιαστικὸ τῆς ἀρετῆς ἢ τὸν πολὺ εὔκολο. Τὸν σίμωσαν, λοιπόν, δυὸ γυναῖκες, ἡ Ἀρετὴ κι ἡ Κακία. Ἡ διαφορά τους φάνηκε εὐθύς, μὲ τὴν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση, πρὶν ἀκόμα ἀρθρώσουν λέξη. Ἢ μιὰ ἦταν στολισμένη φανταχτερὰ ἀπὸ τὴν κομμωτικὴ τέχνη, σὰν καλλονή, ἀλλὰ μὲ πλαδαρὲς σάρκες ἓξ αἰτίας τῆς τρυφηλῆς ζωῆς, κι ἀπὸ πίσω της ἔρχονταν ὅλα τὰ πάθη τῆς ἡδονῆς. Τὰ ἔδειχνε ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ συνόδευε μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις, προσπαθώντας νὰ τραβήξει πρὸς τὸ μέρος τῆς τὸν Ἡρακλῆ. Ἢ ἄλλη ἦταν ἰσχνή, ἀτημέλητη, μὲ σοβαρὸ βλέμμα κι ἔλεγε πράγματα ἐντελῶς διαφορετικά. Δὲν ὑποσχόταν τίποτε τὸ ἀναπαυτικὸ καὶ τὸ εὐχάριστο. Ὑποσχόταν μονάχα χίλιους δυὸ κόπους κι ἱδρώτα καὶ κινδύνους παντοῦ, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες. Καὶ τὸ βραβεῖο, γιὰ ὅλα αὐτά, θὰ ἦταν νὰ γίνει ὁ Ἡρακλῆς θεὸς - ἔλεγε ὁ Πρόδικος. Κι ὅπως ξέρετε, ὁ Ἡρακλῆς, στὸ τέλος αὐτὴν ἀκολούθησε.

ολόκληρο εδώ

Σχόλιο: Αφιερωμένο στον αγράμματο Οδυσσέα της Αποτειχίσεως και στον ανόητο Σιαμάκη.

Αμέθυστος

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Mέγας Βασίλειος προς Ευστάθιον τον Σεβαστηνόν:
Εγώ πολύν χρόνον προσαναλώσας τη ματαιότητι και πάσαν σχεδόν την εμαυτού νεότητα εναφανίσας τη ματαιοπονία,ην είχον προσδιατρίβων τη αναλήψει των μαθημάτων της παρά Θεού μωρανθείσης σοφίας,επειδή ποτέ ώσπερ εξ ύπνου βαθέος διαναστάς,απέβλεψα μεν προς το θαυμαστόν φως της αληθείας του Ευαγγελίου,κατείδον δε το ΑΧΡΗΣΤΟΝ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ ΤΟΥΤΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΩΝ.Ε.Π. Migne 32,824.

amethystos είπε...

Επομένως μάς λές πώς ο Μέγας Βασίλειος είναι δυπρόσωπος καί λέει ψέμματα. Ψεύτης κι ο Άγιος Κοσμάς πού έχτιζε σχολεία;
Κάι γιά τόν Άγιο Νεκτάριο, τί νά πούμε, άρχιψεύταρος! Μόνο εσύ ο αληθινός. Άν είχες ακούσει τόν Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό καί είχες πάει σέ Ελληνικό σχολείο θά ήξερες νά διαβάζεις τώρα.

Ανώνυμος είπε...

Αμφισβητείς Αμέθυστε τη γνησιότητα του κειμάνου του αγίου;Ποιος είπε ότι ο άγιος Βασίλειος είναι διπρόσωπος;Απλά το κείμενο που παρέθεσα είναι μεταγενέστερο απ αυτό που παρέθεσες στο ιστολόγιό σου.Ο άγιος προφανώς με την πάροδο των ετών κατάλαβε ότι ξόδεψε πολύ χρόνο στη ματαιότητα της θύραθεν σοφίας.Υ.Γ.Και δεν έχω καμία σχέση με τον υβριστή της μνήμης του αγίου αγιορείτη μοναχού,τον πολύ Σιαμάκη.

π Παντελεήμων Kρούσκος είπε...

Αγαπητέ ανώνυμε και αγαπητέ αμέθυστε δεν φάσκει και αντιφάσκει ο φωστήρας της Καισαρείας στα δύο αυτά κείμενα του. Η εμβριθής μελέτη των αρχαίων συγγραφέων,ποιητών και φιλοσόφων και μάλιστα η ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ μελέτη αποτελεί προπαίδεια για την μελέτη των χριστιανικών κειμένων. Δεν μας ενδιαφέρει το ήθος των αρχαίων πού ζούσαν εν αγνωσία, αλλά οι μικροί μαργαρίτες αληθινής Naturaliter χριστιανικής προ Χριστού εμπειρίας και ηθικής γνώσης που κατέλειπαν, όπως άλλωστε ο μοιχός πλην μετανοημένος προφητάναξ μας άφησε τους Ψαλμούς και ο γυναικομανής Σολομων τις Παροιμίες.Επομένως η θύραθεν παιδεία δεν είναι απορριπτέα από τον Μέγα Βασίλειο, έστω και στην δύση της ζωής του, αγαπητέ ανώνυμε,αλλά θεραπαίνιδα της Εκκλησιαστικής,στα σημεία πού μπορεί να σταθεί ως τοιαύτη και να γίνεται μεταλλείο εκμετάλλευσης για την ηθική μας προετοιμασία στην παραδοχή και τον ενστερνισμό του Ευαγγελίου.
Και οπωσδήποτε στην προς Ευστάθιον ο Μέγας Βασίλειος δεν απορρίπτει την θύραθεν παιδεία, αλλά υπογραμμίζει την υπεροχή της εν Χριστώ παιδείας έναντι της θύραθεν!
Δίνει το μέτρον άριστον. Δεν κατεδαφίζει. Οριοθετεί,διακρίνει και ορίζει.

Τέλος, θα ήθελα να πώς πώς ακόμα πιο έντονη από σήμερα είναι η ανάγκη για εντριβή στα ελληνικά γράμματα όλων των κληρικών μας, σύνθημα και προυπόθεση(!) ιερωσύνης πού δεν έλειπε ποτέ από τα αγιασμένα χείλη του Πατροκοσμά.

Καλή χρονιά.

amethystos είπε...

Συμφωνούμε απολύτως παπούλη αδελφέ.
Τήν ευχή σου νάχουμε.
Ο π.Παΐσιος έλεγε ότι άν δέν είμαστε μορφωμέμνοι, δέν μπορούμε νά συνεννοηθούμε γιά τίποτα, δέν μπορούμε κάν νά ζήσουμε μαζί.
Αυτό πού συμβαίνει σήμερα!
Ευχαριστούμε θερμώς γιά τήν παρέμβαση.
Καλή Χρονια.
Δές τε επίσης παπούλη τί φρίκη ανακαλύψαμε. Πώς κατηγορούν τό γέροντα.

Ανώνυμος είπε...

Οπωσδήποτε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία λαμβανομένη αυτοτελώς,άνευ δηλαδή της συγκρίσεώς της με την αποκεκαλυμμένη αλήθεια της Εκκλησίας,είναι άξια τιμής και σεβασμού.Όταν όμως συγκρίνεται με το χριστιανισμό έχει τη θέση της σελήνης μπροστά στον ήλιο.Ο χριστιανισμός είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη συνεταίρου.Απλά για καθαρά μεθοδολογικούς λόγους χρειάζεται η προσφυγή στον αρχαίο ελληνικό λόγο.Ιδού τι γράφει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στον εγκωμιαστικό του λόγο για το Μέγα Αθανάσιο:Ετράφη μεν ευθύς εν τοις θείοις ήθεσι και παιδεύμασιν,ΟΛΙΓΑ ΤΩΝ ΕΓΚΥΚΛΙΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΗΣΑΣ,του μη δοκείν παντάπασι των τοιούτων απείρως έχειν,μηδέ αγνοείν ων ΥΠΕΡΙΔΕΙΝ ΕΔΟΚΙΜΑΣΕΝ.Ουδέ γαρ ηνέσχετο το της ψυχής ευγενές και φιλότιμον εν ΤΟΙΣ ΜΑΤΑΙΟΙΣ ΑΣΧΟΛΗΘΗΝΑΙ,ουδέ ταυτόν παθείν των αθλητών τοις απείροις,οί,ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΠΛΕΙΩ ΠΑΙΟΝΤΕς Ή ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ,των άθλων αποτυγχάνουσιν.Στον δε ΚΕ λόγο του τη θύραθεν φιλοσοφία χαρακτηρίζει ως παίζουσαν τας της αληθείας σκιάς εν τω της φιλοσοφίας σχήματι και περιβλήματι.Κι στην ΙΑ επιστολή του προς τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης αποκαλεί τις βίβλους της θύραθεν σοφίας αλμυράς και απότους και ελέγχει τον ομώνυμό του άγιο γιατί ασχολείται μ αυτές και άφησε τας ιεράς και ποτίμους βίβλους τοτέστιν τις Άγιες Γραφές.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Δεν σου έχουν δοθή ακόμη οι αναγκαίες και επαρκείς και κατάλληλες εκείνες απαντήσεις-επισημάνσεις,Ανώνυμε;

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Η υιοθέτηση και γονιμοποίηση-ανανοηματοδότηση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής ορολογίας από τους Θεοφόρους Πατέρες υπήρξε μεγίστη,συνολική και ανεκτίμητη,πολυτίμητη,βαρυτίμητη.Κοσμο'ι'στορικής σπουδαιότητας και σημασίας.Έφερε τον ουρανό,τα επουράνια 'στους Έλληνες.Έφερε τα 'πάνω-κάτω αφενός μεν καταδεικνύοντας την αξία,βαρύτητα και σημασία του σπερματικού λόγου αφετέρου δε διαλύοντας την αχλύ και ομίχλη του πανθέου και πολυθέου χαρακτήρα (ή:της φύσης) των ειδωλείων των αρχαίων Ελλήνων.Έ ω ς ότου ο Απόστολος των εθνών,Παύλος,σαγηνευθείς και τρωθείς από την λάμψη,την έκλαμψη του Πνεύματος,παρά τη μωρία του κηρύγματος του Ευαγγελίου Του και τη γενική χλεύη που πανθομολογουμένως 'δοκίμασε και εισέπραξε ενώπιον του αθηνα'ι'κού ακροατηρίου του του Αρείου Πάγου,της Πνυκός,λόγω του κηρύγματος της χαρμόσυνης,περίλαμπρης Αναστάσεώς Του,μετέδωσε το Λόγο της Αληθείας 'στους 'διψασμένους Έλληνες και προσείλκυσε 'στην πίστη Του,'στη Χάρη Του τα έθνη.