Ο ΚΑΝΤ ΚΑΙ Η ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΦΥΣΙΚΗ
LUIGI SCARAVELLI.
Η αντίληψη…είναι
ο μοναδικός χαρακτήρας τής πραγματικότητος.
Εισαγωγή!
Στο τέλος τού κεφαλαίου πάνω στην “Στατιστική ερμηνεία τής θεωρίας τών κβάντων”, ο Χάιζενμπεργκ γράφει: “όταν προσαρμόζεται η σκέψη μας και η γλώσσα μας στις εμπειρίες τής ατομικής φυσικής, μπαίνουμε σε δυσκολίες, όπως συνέβη και στην περίπτωση τής θεωρίας τής σχετικότητος, σε δυσκολίες πολύ μεγάλες μάλιστα. Όσον αφορά την θεωρία τής σχετικότητος, οι παλιές φιλοσοφικές συζητήσεις στα προβλήματα τού χώρου και τού χρόνου αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμες σ’αυτή την προσαρμογή. Αναλόγως μπορούμε καί για την φυσική τού ατόμου, να ωφεληθούμε από τίς βασικές συζητήσεις σε κάθε θεωρία τής γνώσεως, στις δυσκολίες οι οποίες συνδέονται με την διάκριση τού κόσμου σε υποκείμενο και αντικείμενο. Η φιλοσοφία τών περασμένων αιώνων είχε ήδη συζητήσει αρκετές αφαιρέσεις οι οποίες είναι σήμερα χαρακτηριστικές τής μοντέρνας θεωρητικής φυσικής. Σ’εκείνες τις εποχές οι επιστήμονες, συγκεντρωμένοι αποκλειστικά στο πραγματικό, μπορούσαν να απορρίψουν εκείνες τις αφαιρέσεις σαν να ήταν μόνον πνευματικά παιχνίδια. Σήμερα όμως οι πρόοδοι της πειραματικής τεχνικής τής μοντέρνας φυσικής μάς υποχρεώνουν να τις συζητήσουμε εις βάθος.
Και οι συζητήσεις με τους φιλοσόφους
μιάς εποχής και με τις αφαιρέσεις τους, τις οποίες δεν υπολόγιζαν οι
επιστήμονες τού περασμένου αιώνος θεωρώντας τες απλά νοητικά παιχνίδια,
βρίσκονται τόσο στις ακαδημαϊκές εργασίες τής εποχής όσο και σε γραπτά
επιστημονικής εκλαΐκευσης. Ανάμεσα σ’αυτούς τους φιλοσόφους πρωτοστατεί ο Κάντ,
ο οποίος ασχολήθηκε τόσο βαθιά με το πρόβλημα τής δυνατότητος τής φυσικής ώστε
μοιάζει σαν να συγκέντρωσε πάνω του ολόκληρη την επιστημονική εμπειρία τών
αιώνων 17ου και 18ου, και να έθεσε τις βάσεις όλης τής
μελλοντικής επιστήμης. Έτσι δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, μετά την
επανάσταση τής θεωρίας τών κβάντων, είναι ο Κάντ αυτός που γίνεται στόχος στην
μεταμόρφωση τών εννοιών και τών αρχών τίς οποίες έχει ανάγκη η νέα φυσική.
Έννοιες και αρχές οι οποίες μοιάζουν αντίθετες με εκείνες που εδραίωσε ο Κάντ
στους φυσικούς.
Ας ακούσουμε από τους ίδιους τούς
φυσικούς τά κυριότερα σημεία αυτής τής πολεμικής.
Ο Pasquale Jordan, στο «Η φυσική στον ΧΧ αιώνα», γράφει: “Είναι γνωστό ότι ο Κάντ ανέπτυξε την βαθειά έννοια ότι η δική μας
εννοιολόγηση τής φύσης είναι ουσιωδώς εξαρτημένη, όχι τόσο από τις ιδιότητες
που έχουν καθαυτά τα αντικείμενα αυτής τής φύσεως, όσο από τις αμετάβλητες
μορφές σκέψης, οι οποίες ανήκουν στην ίδια την ουσία της σκέψης μας, φόρμες και
μορφές οι οποίες δεν έχουν εξαχθεί (απαγωγή) από την εμπειρία αλλά μάλλον
προβάλλονται από εμάς στην φύση την οποία αντιλαμβανόμαστε και εξερευνούμε. Ο
Κάντ δεν εξέφρασε αυτές τις ιδέες μόνον στην πιο γενική μορφή αλλά επιπλέον,
βάσει αυτών, ανέλυσε αυτές τις μορφές τής σκέψης, οι οποίες κατ’αυτόν είναι
αμετάβλητα δεμένες στην φύση τού ανθρωπίνου πνεύματος. Οι φυσικές εμπειρίες οι
οποίες οδήγησαν στην θεωρία τής σχετικότητος, μάς υποψιάζουν εναντίον αυτών τών
κατασκευών, οι οποίες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν συγκεκριμένες έννοιες σαν
δεδομένα ανεξάρτητα και αμετάβλητα! Επειδή η θεωρία τής σχετικότητος μάς
διδάσκει να αναγνωρίζουμε έναν κάποιο αριθμό αυτών τών εννοιών υποκείμενες σε
γενικεύσεις και μεταμορφώσεις. Έννοιες τις οποίες είχαμε την τάση να πιστεύουμε
σαν αληθινές και ανεξάρτητες από την εμπειρική πραγματικότητα”! Και στην
συνέχεια : “Ο Κάντ ο ίδιος ομολόγησε τήν βαθειά εντύπωση πού έλαβε από τό έργο τού Νεύτωνος, με τήν διάσημη «νεφελοειδή υπόθεση», τήν οποία χρησιμοποίησε για να εξηγήσει
τήν καταγωγή τού πλανητικού συστήματος τής φύσεως και παρουσίασε την
μηχανιστική εικόνα τής φύσεως σαν την μοναδική δυνατή φόρμα τής επιστημονικής
σκέψης….Απέδειξε δηλαδή ότι το μηχανιστικό όραμα τής φύσεως ερχόταν στην
επιστήμη απλώς από το γεγονός ότι αυτή είναι μία αναγκαία και αμετάβλητη μορφή
σκέψης του ανθρωπίνου πνεύματος: δεν είναι λοιπόν μέσα στην καθαυτή φύση, αλλά
μέσα στο πνεύμα μας αυτή η ανάγκη να την εννοήσουμε με την μηχανιστική σημασία.
Μόνον αργότερα, μετά την δημιουργία τής θεωρίας τής σχετικότητος και τής
θεωρίας τών κβάντων, μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε ότι αδικαιολογήτως ο Κάντ
υπολόγισε σαν απόλυτες τις βασικές εννοιολογήσεις τής μηχανικής τού Νεύτωνος”.
Τα θέματα εδώ είναι δύο: 1) μερικές έννοιες
τις οποίες πιστέψαμε αληθινές και ανεξάρτητες από την εμπειρική πραγματικότητα,
δεν είναι τέτοιες και 2) η μηχανική εννοιολόγηση τού σύμπαντος με τον τρόπο τού Νεύτωνος, την οποία πίστεψε σαν αναγκαία ο Κάντ (διότι ριζωμένη στην δομή τού πνεύματος μας) και απόλυτη δεν είναι τέτοια. Αυτή η μηχανική εννοιολόγηση
βασίζεται σε δύο έννοιες: την συνέχεια τών φαινομένων τού σύμπαντος, και την
άκαμπτη αιτιότητα τής αναπτύξεώς τους. Σ’αυτές τις βάσεις βασίστηκε τόσο ο
μηχανισμός τού σύμπαντος, όσο και το γεγονός ότι αυτό είναι αυστηρά
αντικειμενικό, δηλαδή καθαρώς ξεχωρισμένο από τον παρατηρητή (ή υποκείμενο).
Και ακριβώς ο εκσυγχρονισμός με την βοήθεια τής κριτικής αυτών των δύο εννοιών
σχηματίζει ένα από τα κεντρικά σημεία τής θεωρίας των κβάντων. [Ο Κάντ θεωρεί
την φυσική τού Νεύτωνος μία θεωρία εμπειρική, καθόλου apriori (Κριτική καθαρού Λόγου Α.σ.259 Β.σ,213)] Το πρόβλημα είναι λοιπόν να
γνωρίσουμε εάν πέραν τής εμπειρικής χρήσεως τής νοήσεως (μέσα στην ίδια την
σύλληψη τού σύμπαντος τού Νεύτωνος) είναι δυνατή και μία υπερβατική χρήση η
οποία θα αναφέρεται στο νοούμενο σαν αντικείμενο, στην οποία όμως ερώτηση
απαντήσαμε αρνητικά.
“Όταν ο Αριστοτέλης και οι σχολαστικοί καθόρισαν τι πράγμα εννοούσαν σαν “αιτία”-λέει ο Αϊνστάιν-η ιδέα ενός αντικειμενικού πειράματος, με την επιστημονική σημασία, δεν υπήρχε ακόμη. Γι’αυτό έμειναν ευχαριστημένοι με τον ορισμό τής μεταφυσικής έννοιας της αιτίας. Το ίδιο ισχύει και για τον Κάντ. Ο ίδιος ο Νεύτων μοιάζει να αντιλήφθηκε ότι αυτή η προεπιστημονική διατύπωση τής αιτιώδους αρχής θα ήταν ανεπαρκής στην μοντέρνα φυσική. Εγώ λοιπόν πιστεύω ότι τα συμβάντα τής φύσεως ελέγχονται από έναν νόμο πιο αυστηρό από εκείνον που υποπτευόμαστε σήμερα όταν λέμε ότι ένα γεγονός είναι η αιτία ενός άλλου! Η έννοιά μας εδώ είναι περιορισμένη σ’ένα γεγονός, σε μία τομή του χρόνου. Αυτή είναι χωρισμένη από ολόκληρη την ανάπτυξη ή την πρόοδο. Ο αόριστος τρόπος με τον οποίο εφαρμόζουμε σήμερα την αιτιώδη αρχή είναι απολύτως επιφανειακός. Είμαστε σαν ένας μαθητευόμενος πιάνου, για τον οποίο μία νότα είναι σε σχέση με εκείνη που προηγείται ή ακολουθεί. Μέχρις ενός σημείου, δηλαδή εφόσον πρόκειται για πολύ απλές συνθέσεις και πρωτόγονες, θα μπορούσαμε να πούμε, (όπως είναι η κλασσική φυσική ή η μακροσκοπική) αυτό γίνεται ανεκτό, αλλά δεν θα είναι δυνατό όταν θα θελήσουμε να ερμηνεύσουμε μία φούγκα τού Μπαχ (δηλαδή τις μοντέρνες εμπειρίας της ατομικής φυσικής). Η φυσική των κβάντων μας προσφέρει διαδικασίες πολύ πιο σύνθετες και για να κατανοηθούν οφείλουμε να πλατύνουμε, να ανοίξουμε περισσότερο και να εκλεπτύνουμε την έννοιά μας τής αιτιότητος”.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου