Μονοδιάστατος πολιτισμός και ο θάνατος του επαναστατικού υποκειμένου.
Από την εποχή του Αισχύλου, η τεχνική έχει απασχολήσει ελάχιστα τη σκέψη. Ίσως, η περίφημη φράση πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηθέως, να αποτελεί ένα γενεαλογικό άλλοθι για την θεωρησιακή αυτή απαξίωση. Όπως υποστηρίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «οι μεγάλοι και οι πιο ριζοσπαστικοί στοχαστές του παρελθόντος δεν δίστασαν μπροστά στην ανατροπή της παραδοσιακής οικογένειας και της εκπαίδευσης. Ένα μόνο δεδομένο αφήνουν όλοι αυτοί άθικτο, την ίδια την τεχνολογία»[1]. Το γεγονός ότι η τεχνολογία είναι μια διακριτική παρουσία, σχεδόν αθόρυβη, ένα μη διακοπτόμενο continuum, μες στην αργόσυρτη πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι, την καθιστά μία οντότητα για την οποία σιωπούμε. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε οτι αποτελεί κάτι το δεδομένο, το θεμελιωδώς δοσμένο, για τον άνθρωπο που στοχάζεται. Το δεδομένο της ύπαρξής της απορρέει από την ιδιότητά της ως πρόδηλης, ως προφανούς. Αυτό ακριβώς είναι που ο Andrew Feenberg ονομάζει παράδοξο του προφανούς. «Ό,τι είναι πιο προφανές είναι, ταυτόχρονα, και το πιο δυσδιάκριτο»[2]. Ο Feenberg παρομοιάζει την κατάσταση του ψαριού μες στο νερό με την παρουσία του ανθρώπου εκτός νερού, καταλήγοντας στο ότι η συνήθεια του αυτοαναφορικού προφανούς δεν μας επιτρέπει να στοχαστούμε γύρω από αυτό. Με δυο λόγια, είμαστε χαϊντεγγεριανώς ερριμένοι σε έναν κόσμο για τον οποίο σιωπούμε.[ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΨΑΡΙΟΥ]
Εξαίρεση από τους κλασσικούς στοχαστές της νεωτερικότητας που ασχολήθηκε με διορατικότητα και αυστηρό επιστημονισμό με την τεχνολογία του καιρού του, αποτελεί, φυσικά, ο Karl Marx. Όλες οι σοβαρές και συστηματικές ενασχολήσεις με το πεδίο της τεχνολογίας αντιμετωπίζουν το μαρξικό έργο σαν ένα σύμπαν γνώσης δίχως τέλος. Ο Herbert Marcuse, ιδιαίτερα, είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τη μαρξική θεωρία, παρά το γεγονός ότι απέρριψε ορισμένες πλευρές της. Ταυτόχρονα, όντας μαθητής του Heidegger, ο Marcuse είναι διαποτισμένος από τη χαϊντεγγεριανή φαινομενολογία, χαρακτηριστικό διαπιστώσιμο μέσα στα έργα του, και δη στον Μονοδιάστατο άνθρωπο, έργο που θα μας καθοδηγήσει στο παρόν κείμενο.
Εκκινώντας από μαρξιστικές και φαινομενολογικές αφετηρίες, το έργο του Herbert Marcuse θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η γενέθλια πράξη της φιλοσοφίας της τεχνολογίας στον 20ο αιώνα. Ενώ ο δάσκαλός του έβλεπε την τεχνική της νεωτερικότητας ως μορφή αποκάλυψης και μετασχηματισμού του ανθρώπινου και μη-ανθρώπινου Είναι σε bestand,[ΔΙΑΡΚΕΙΑ] ο Marcuse αναζητά την εσώτερη και κρυμμένη πολιτική διάσταση αυτής της εξωκοινωνικής, για τον Heidegger, δύναμης. Υπό αυτή την έννοια, για τον Marcuse, η διαρκώς αυξανόμενη και εντεινόμενη τεχνικοεπιστημονική πρόοδος αποτελεί, εν τοις πράγμασι, θεραπαινίδα του οικονομικού, πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου. Η τεχνοδομή του συστήματος έχει αλλάξει ριζικά, με ανάλογες αλλάγες στην υπερδομή ή εποικοδόμημα, σύμφωνα με τη μαρξιστική κοινωνιολογία. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η πρώτη σημαντική τομή του φιλοσόφου, σύμφωνα με τον οποίο η μηχανή είναι το «αποτελεσματικότερο πολιτικό μέσο»[3], ένα μέσο που είναι ικανό να επιτρέψει την επίτευξη της συνοχής των κοινωνικών δυνάμεων, με την αναγκαία ενσωμάτωση όλων των αντίρροπων τάσεων εντός της κοινωνίας.
Ο όρος «ενσωμάτωση» είναι κεντρικής σημασίας στην κοινωνική φιλοσοφία του Marcuse.[Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΛΑ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ ΣΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ ΜΕΣΩ ΤΟΥ OETINGER ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΑΙΝΟΜΕΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΑΝ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΜΙΜΗΣΙΝ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΛΑΒΕ ΘΕΣΗ ΣΑΝ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ.]Όπως γράφει, «ο προλετάριος των περασμένων εποχών ήταν πραγματικά το ζώο που κάλυπτε με τη δουλειά του κορμιού του τις ανάγκες και τις πολυτέλειες της ζωής, ενώ αυτός ζούσε μες στην ταπεινωσύνη και τη φτώχεια. Ήταν έτσι μια ζωντανή άρνηση της κοινωνίας του».[4] Στη σημερινή εποχή της λεγόμενης «κοινωνίας της υπερ-αφθονίας», η εργατική τάξη των δυτικών κοινωνιών είναι μέτοχος αυτού που ονομάζουμε, υπερ-κέρδους του μητροπολιτικού κεφαλαίου. Το βιοτικό επίπεδο έχει ανέβει σημαντικά, η εργασία ολοένα αυτοματοποιείται και συνεπώς, καθίσταται λιγότερο κοπιώδης, ο πρωτογενής τομέας της παραγωγής μεταφέρεται συστηματικά στην περιφέρεια του καπιταλισμού, με μισθούς-πείνας[5], οι αντιθέσεις δείχνουν να μειώνονται και ο υπάλληλος μιας εταιρίας ή ένας νέγρος των slams οδηγούν το ίδιο αυτοκίνητο με τον αστό, βλέπουν το ίδιο τηλεπαιχνίδι, ίσως και να συναντώνται στα χαώδη super-markets. Αυτή η γλαφυρή περιγραφή σηματοδοτεί για τον Marcuse μια βαθύτατη ψυχολογική αλλαγή για τον χθεσινό απόκληρο του συστήματος. Ο κοινωνικός πλούτος της κοινωνίας δεν είναι πλέον ερμητικά κλειστός, αντιθέτως, παρέχει κάθε κομφόρ, και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο καταφέρνει την διαιώνιση της εμπορευματικής κοινωνίας και την ομαλή συνοχή στο εσωτερικό της. Ο άνθρωπος αυτής της κοινωνίας δεν νιώθει την ανάγκη για μια ποιοτική αλλαγή, η αφαίρεση των πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων φαντάζει θεμιτό αντάλλαγμα για την είσοδό του στον παράδεισο των εμπορευματικών αγαθών. Συνεπώς, υποστηρίζει ο Marcuse, το να λέμε ότι ο άνθρωπος, και συγκεκριμένα, η δυνάμει επαναστατική εργατική τάξη της Δύσης «έχει να χάσει πολύ περισσότερα από τις αλυσίδες της, ειναι μια χυδαία έκφραση, αλλά είναι, επίσης, σωστή».[6]
Εξαίρεση από τους κλασσικούς στοχαστές της νεωτερικότητας που ασχολήθηκε με διορατικότητα και αυστηρό επιστημονισμό με την τεχνολογία του καιρού του, αποτελεί, φυσικά, ο Karl Marx. Όλες οι σοβαρές και συστηματικές ενασχολήσεις με το πεδίο της τεχνολογίας αντιμετωπίζουν το μαρξικό έργο σαν ένα σύμπαν γνώσης δίχως τέλος. Ο Herbert Marcuse, ιδιαίτερα, είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τη μαρξική θεωρία, παρά το γεγονός ότι απέρριψε ορισμένες πλευρές της. Ταυτόχρονα, όντας μαθητής του Heidegger, ο Marcuse είναι διαποτισμένος από τη χαϊντεγγεριανή φαινομενολογία, χαρακτηριστικό διαπιστώσιμο μέσα στα έργα του, και δη στον Μονοδιάστατο άνθρωπο, έργο που θα μας καθοδηγήσει στο παρόν κείμενο.
Εκκινώντας από μαρξιστικές και φαινομενολογικές αφετηρίες, το έργο του Herbert Marcuse θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η γενέθλια πράξη της φιλοσοφίας της τεχνολογίας στον 20ο αιώνα. Ενώ ο δάσκαλός του έβλεπε την τεχνική της νεωτερικότητας ως μορφή αποκάλυψης και μετασχηματισμού του ανθρώπινου και μη-ανθρώπινου Είναι σε bestand,[ΔΙΑΡΚΕΙΑ] ο Marcuse αναζητά την εσώτερη και κρυμμένη πολιτική διάσταση αυτής της εξωκοινωνικής, για τον Heidegger, δύναμης. Υπό αυτή την έννοια, για τον Marcuse, η διαρκώς αυξανόμενη και εντεινόμενη τεχνικοεπιστημονική πρόοδος αποτελεί, εν τοις πράγμασι, θεραπαινίδα του οικονομικού, πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου. Η τεχνοδομή του συστήματος έχει αλλάξει ριζικά, με ανάλογες αλλάγες στην υπερδομή ή εποικοδόμημα, σύμφωνα με τη μαρξιστική κοινωνιολογία. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η πρώτη σημαντική τομή του φιλοσόφου, σύμφωνα με τον οποίο η μηχανή είναι το «αποτελεσματικότερο πολιτικό μέσο»[3], ένα μέσο που είναι ικανό να επιτρέψει την επίτευξη της συνοχής των κοινωνικών δυνάμεων, με την αναγκαία ενσωμάτωση όλων των αντίρροπων τάσεων εντός της κοινωνίας.
Ο όρος «ενσωμάτωση» είναι κεντρικής σημασίας στην κοινωνική φιλοσοφία του Marcuse.[Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΛΑ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ ΣΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ ΜΕΣΩ ΤΟΥ OETINGER ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΑΙΝΟΜΕΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΑΝ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΜΙΜΗΣΙΝ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΛΑΒΕ ΘΕΣΗ ΣΑΝ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ.]Όπως γράφει, «ο προλετάριος των περασμένων εποχών ήταν πραγματικά το ζώο που κάλυπτε με τη δουλειά του κορμιού του τις ανάγκες και τις πολυτέλειες της ζωής, ενώ αυτός ζούσε μες στην ταπεινωσύνη και τη φτώχεια. Ήταν έτσι μια ζωντανή άρνηση της κοινωνίας του».[4] Στη σημερινή εποχή της λεγόμενης «κοινωνίας της υπερ-αφθονίας», η εργατική τάξη των δυτικών κοινωνιών είναι μέτοχος αυτού που ονομάζουμε, υπερ-κέρδους του μητροπολιτικού κεφαλαίου. Το βιοτικό επίπεδο έχει ανέβει σημαντικά, η εργασία ολοένα αυτοματοποιείται και συνεπώς, καθίσταται λιγότερο κοπιώδης, ο πρωτογενής τομέας της παραγωγής μεταφέρεται συστηματικά στην περιφέρεια του καπιταλισμού, με μισθούς-πείνας[5], οι αντιθέσεις δείχνουν να μειώνονται και ο υπάλληλος μιας εταιρίας ή ένας νέγρος των slams οδηγούν το ίδιο αυτοκίνητο με τον αστό, βλέπουν το ίδιο τηλεπαιχνίδι, ίσως και να συναντώνται στα χαώδη super-markets. Αυτή η γλαφυρή περιγραφή σηματοδοτεί για τον Marcuse μια βαθύτατη ψυχολογική αλλαγή για τον χθεσινό απόκληρο του συστήματος. Ο κοινωνικός πλούτος της κοινωνίας δεν είναι πλέον ερμητικά κλειστός, αντιθέτως, παρέχει κάθε κομφόρ, και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο καταφέρνει την διαιώνιση της εμπορευματικής κοινωνίας και την ομαλή συνοχή στο εσωτερικό της. Ο άνθρωπος αυτής της κοινωνίας δεν νιώθει την ανάγκη για μια ποιοτική αλλαγή, η αφαίρεση των πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων φαντάζει θεμιτό αντάλλαγμα για την είσοδό του στον παράδεισο των εμπορευματικών αγαθών. Συνεπώς, υποστηρίζει ο Marcuse, το να λέμε ότι ο άνθρωπος, και συγκεκριμένα, η δυνάμει επαναστατική εργατική τάξη της Δύσης «έχει να χάσει πολύ περισσότερα από τις αλυσίδες της, ειναι μια χυδαία έκφραση, αλλά είναι, επίσης, σωστή».[6]
Η τεχνολογική κοινωνία για τον φιλόσοφο της Σχολής της Φραγκφούρτης, επιτυγχάνει την αναπαραγωγή της μέσα από αυτό, που στη μαρξιστική γλώσσα ονομάζουμε, ψευδή ή κίβδηλη συνείδηση. Το φαινόμενο της ψευδούς συνείδησης είχε προηγούμενα αναλυθεί με εξαιρετικά σαφή τρόπο από έναν σημαντικό εκπρόσωπο του μαρξισμού, τον György Lukács, στο έργο του Ιστορία και ταξική συνείδηση. Ο Marcuse, εμφανώς, επηρεασμένος από αυτό το έργο, αφιερώνει αρκετές σελίδες στον Μονοδιάστατο άνθρωπο, αναφέροντας ότι η ανάγκη αναζήτησης της αληθινής συνείδησης καταπνίγεται από την κατεστημένη κοινωνία μέσω «της επιστημονικής κατάκτησης της φύσης και του ανθρώπου».[7] Το κοινωνικοοικονομικό κατεστημένο, προβάλλοντας την, φαινομενικά, προοδευτική πολυφωνία και μια απατηλή ελευθερία εκλογής ανάμεσα σε εμπορεύματα ίδιας χρήσης, αποσύρει το όπλο της ωμής βίας, εισάγοντας ένα ευχάριστο και καθόλα ανώδυνο, αυτό της διαρκούς ανανέωσης και διαμόρφωσης πλαστών, μιμητικών αναγκών.
Αυτός ο μηχανισμός παραγωγής καθώς και τα παράγωγά του, ενσαρκώνουν το σύστημα στο σύνολό του. Οι κάθε είδους ανέσεις, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, η κοινή γνώμη, μια όλο και μεγαλύτερη παραγωγή τρόπων διασκέδασης καταφέρνουν να «συνενώσουν τους καταναλωτές με τους παραγωγούς, και μέσα από αυτούς με το σύστημα. Διαμορφώνεται έτσι μια πλαστή συνείδηση, ανίκανη να αισθανθεί την πλαστότητά της». «Αυτός ο τρόπος ζωής είναι καλύτερος από τον προηγούμενο και γι’ αυτό αντιστέκεται σε κάθε ποιοτική αλλαγή»[8]. Το μάθημα που μας έδωσε η ψυχανάλυση του 20ου αιώνα είναι ότι το στατους κβο δεν χρειάζεται τους παλιούς μηχανισμούς καταπίεσης για να επιτύχει την κοινωνική συναίνεση ανάμεσα σε παραδοσιακά ετερόκλητα στοιχεία και ομάδες. Αυτό που ονομάζουμε «totalitarian subordination (ολοκληρωτική υποταγή)» δεν ασκείται μέσω της σωματικής βίας, αλλά δια ενός είδους υπερχειλίζουσας και διαρκώς ανανεούμενης ευδαιμονίας.
Παράλληλα, ενώ, η τεχνολογική πρόοδος και η παραγωγικότητα της εργασίας έχει φθάσει σε ένα επίπεδο, όπου καθίσταται δυνατή η εξάλειψη της παγκόσμιας φτώχειας, η τεχνική αυτή πρόοδος ενσωματώνεται στο σύστημα κι αυτό «έχει σαν φυσικό επακόλουθο να εκδηλώνεται πάντα προς την καθορισμένη από το κατεστημένο κατεύθυνση».[9] Η τεχνολογία γίνεται έρμαιο της εκμεταλλευτικής χρήσης από το κεφάλαιο, ενσωματώνεται σε αυτό, και έτσι είναι σχεδόν αδύνατον να μιλάμε για ουδέτερη τεχνολογία, όταν δεν μπορούμε να την διακρίνουμε από την χρήση για την οποία είναι a priori διαμορφωμένη.
Για να γίνουμε κατανοητοί, ο Marcuse, υπό τη φαινομενολογική θέαση της τεχνικής και της κοινωνίας, βλέπει την τεχνολογία να είναι εμποτισμένη με πολιτικό, ήτοι, καπιταλιστικό περιεχόμενο, να αποτελεί οιωνεί διάσταση του καπιταλιστικού παραδείγματος, και έτσι ακροβατεί μεταξύ μιας τεχνολογίας, που ενσαρκώνει το κεφάλαιο και μιας «δαιμονοποίησης της τεχνολογίας καθεαυτής».[10] Η οργουελλική εικόνα που περιγράφει καταλήγει στην ριζική του αντίθεση με τον ακρογωνιαίο λίθο της μαρξιστικής θεωρίας, σύμφωνα με τον οποίο η ποιοτική αλλαγή συνιστά αναγκαίο υποπροϊόν των εσωτερικών δυνάμεων και αντινομιών της υφιστάμενης κοινωνίας. Κατά την ανάλυσή του, στις νέες μορφές καταπίεσης, ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης καταργείται και παραχωρείται σε νέες αντιπολιτευτικές ομάδες και δυνάμεις απόκληρων και μη ενσωματωμένων στην καπιταλιστική τεχνοδομή. Ως πρωτοπορία του κινήματος ορίζονται οι φοιτητικές και διανοητικές ελίτ, καθώς και οι περιθωριακές ομάδες των γκέττο, αυτές οι ομάδες που αρνούνται ψυχί τε και σώματι την παρούσα κοινωνία.
Για να επιστρέψουμε στην τεχνολογική πρόοδο της καπιταλιστικής κοινωνίας, η απαισιοδοξία του Marcuse έγκειται ακριβώς σε αυτή την κίνηση της προόδου. Είναι προφανές ότι το επίπεδο παραγωγικότητας, το οποίο ο Marx είχε προβλέψει, έχει από καιρό υπερκεραστεί, υπό την έννοια ότι η ανθρώπινη κοινωνία μπορεί να απελευθερωθεί με αντικειμενικούς όρους από την ανέχεια, τη δυστυχία, αλλά και από την αφηρημένη εργασία. Το υψηλό αυτό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικότητας, το αναγκαίο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, δεν δείχνει, όμως, να κατευθύνει την ανθρωπότητα προς το τέλος των εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Είναι αλήθεια ότι όλες οι υλικές και διανοητικές δυνάμεις που μπορούν να συμβάλλουν στην πραγματοποίηση μιας ελεύθερης κοινωνίας είναι παρούσες. Αν δεν δρούν, υποστηρίζει ο Marcuse, είναι διότι «η κατεστημένη κοινωνία έχει κινητοποιηθεί ολοκληρωτικά εναντίον αυτής της δυνατότητας».[11] Σύμφωνα με την μαρκουζιανή φιλοσοφία της τεχνολογίας, η τεχνολογία αποτελεί πραγμοποιημένη ιδεολογία. Η τεχνική πρόοδος επιβάλλει ένα σύστημα κυριαρχίας και ενσωματώνει εξωκοινωνικά τέλη στα ανθρώπινα υποκείμενα και τα φυσικά αντικείμενα, τέλη ουσιωδώς αντιθετικά με τις εσωτερικές αξίες και εγγενείς προσανατολισμούς αυτών των αντικειμένων.
Σε αυτό το σημείο, ο Marcuse φαίνεται ακόμη πιο απαισιόδοξος. Η ανθρωπότητα πόρρω απέχει από τον επίγειο παράδεισο, κι ας προσφέρεται αυτή η δυνατότητα ενώπιόν της. Για την ακρίβεια, τόσο στην Καταπιεστική ανοχή όσο και στην Αντεπανάσταση και εξέγερση, ο Γερμανός φιλόσοφος της Κριτικής Θεωρίας γράφει απερίφραστα ότι στον λαό των ΗΠΑ διακρίνει ένα «πρωτοφασιστικό σύνδρομο». Η γενικότερη δυσαρέσκεια δεν μπορεί να μεταφραστεί σε πολιτική δράση, η κυριαρχία της κίβδηλης συνείδησης και η καλλιέργεια μιας απολίτικης κουλτούρας μπορεί να οδηγήσει, κατά την αποστροφή του Marcuse, αυτόν το λαό στο να «προχωρήσει στο φασισμό με τη δημοκρατική ψήφο»[12]. Εδώ, συναντούμε το πρόβλημα της λεγόμενης «διαπαιδαγωγητικής δικτατορίας», το οποίο ανέδειξε ο Marx και στο οποίο δεν είχε απαντήσει ο Πλάτων. Ποιός θα διαπαιδαγωγήσει τους διαπαιδαγωγητές; Δηλαδή, ποιός είναι αυτός που θα οδηγήσει το λαό στην αναζήτηση του άμεσου συμφέροντός του, στην αναζήτηση της πραγματικής του συνείδησης;
Συνελόντι ειπείν, ο Marcuse θεωρεί ότι η μοντέρνα σφαίρα της τεχνοεπιστήμης έδωσε στο στάτους κβο ένα πολύτιμο όπλο χειραγώγισης και ελέγχου, το οποίο σε συνδυασμό με τον «Λόγο της Απόλυτης Διοίκησης», εξορθολογικοποίησαν την καταπίεση, τις μαζικές σφαγές και την καθημερινή υπαρξιακή κενότητα. Η σύγχρονη τεχνολογία απομαγεύει τον κόσμο, ποσοτικοποιεί την ποιότητα, οριοθετεί το φυσικό περιβάλλον και μεταφράζει σε όρους τυπικής λογικής το ασυνείδητο και το χάος. Ωστόσο, ο Marcuse δεν υποστηρίζει μία μονολιθική θέαση της τεχνικής και της ορθολογικότητας. Αντίθετα, συνδέει την τεχνολογική κυριαρχία με την κοινωνική οργάνωση και υπογραμμίζει την ύπαρξη μίας ριζικής αντι-ουσιοκρατικής ενδεχομενικότητας στη σφαίρα της τεχνικής. Με απλά λόγια, η κοινωνική κατασκευή της ορθολογικότητας και της τεχνικής εργαλειακότητας αφήνει χώρο για δημοκρατική παρέμβαση. Παρά το γεγονός ότι ο Marcuse δεν επεκτάθηκε στο ζήτημα αυτό, εκπίπτοντας σε έναν φιλοσοφικό πεσσιμισμό, αυτή η συνάντηση της πολιτικής με την τεχνική δεν μπορεί να περιοριστεί στην απολιτική ηθική στάση του Marcuse περί της «απόλυτης άρνησης» του υπάρχοντος.
Τέχνη, Φύση και άρνηση της Aρχής της αποδοτικότητας.
Τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του Marx είδαν για πρώτη φορά το φως της δημοσιοποίησης το 1932, μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη διαμόρφωση του πρώτου κύματος μαρξισμού και την επικράτηση του ρεφορμισμού στη Β΄ Διεθνή. Ο ορθόδοξος μαρξισμός αγνοούσε αυτή την ακραιφνή μαρξική διάσταση της σημασίας, που οφείλουμε να αποδίδουμε τόσο στη φύση, όσο και στις ανθρώπινες αισθήσεις, ως αναγκαίες προϋποθέσεις της χειραφέτησης του ανθρώπου. Οι θεωρητικοί του μπολσεβίκικου κόμματος και των λεγόμενων καθεστώτων του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» αντιμετώπιζαν το Κεφάλαιο ως την Καινή Διαθήκη του κομμουνισμού και κατά κάποιον τρόπο φετιχοποίησαν τη λεγόμενη βελτίωση των παραγωγικών δυνάμεων, θέτοντας την ανάπτυξή τους ως αυτοσκοπό. Το αποτέλεσμα ήταν, στις δεκαετίες του 1950 και 1960, τα καθεστώτα αυτά να συναγωνίζονται το «Δυτικό μπλοκ» αναφορικά με την τεχνολογική πρόοδο.
Ο Herbert Marcuse και, γενικότερα, το ρεύμα του μαρξισμού, το οποίο ο Merleau – Ponty ονόμασε «Δυτικό Μαρξισμό»[13], αποδίδει τεράστια σημασία στο θεωρητικό σύμπαν που αποκαλύφθηκε μέσα από την έκδοση των μαρξικών χειρογράφων του 1844. Η έννοια της «αλλοτρίωσης», της «πραγμοποιημένης συνείδησης», της υποδούλωσης της φύσης και των ανθρώπινων ικανοτήτων, που θίγονται από τον νεαρό Marx, διατρέχει ολόκληρο το έργο του Marcuse, ο οποίος δείχνει να θεωρεί τον Marx εκείνης της περιόδου τον μόνο πραγματικό Marx, φιλόσοφο και επαναστάτη.
Ο Marcuse επαναφέρει την ανάγκη επανανακάλυψης της βαθιάς σχέσης μεταξύ του ανθρώπου, ως αριστοτελικού πολιτικού ζώου, και της φύσης, μιας σχέσης συμμαχίας «κατά των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, στις οποίες ο βιασμός της φύσης επιδεινώνει τον βιασμό του ανθρώπου»[14]. Η απελευθέρωση της φύσης και μέσω αυτής, του ανθρώπου, ως είδος, μπορεί να σημάνει «την αποκατάσταση των μαγευτικών δυνάμεων της ζωής στη φύση, τις αισθησιακές αισθητικές ανάγκες, τις ξένες σε μία ζωή, που σπαταλιέται σε ατέλειωτες ανταγωνιστικές ενέργειες».[15] Πρόκειται, με απλά λόγια, για την ανάδυση των «νέων ποιοτήτων της ελευθερίας»[16]. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Marcuse δείχνει να παραπέμπει έμμεσα στον μεγάλο ουτοπικό σοσιαλιστή C. Fourier, ο οποίος μιλούσε για μια κοινωνία, στην οποία, αυτό που αποκαλούμε «ελεύθερη δραστηριότητα» δεν θα είναι τίποτε άλλο από ένα παιχνίδι, μια ερωτική μέθεξη στο κοινωνιακό μας περιβάλλον.
Στο βιβλίο του Αντεπανάσταση και εξέγερση, ο Marcuse φωτογραφίζει εικόνες από το μέλλον και μας τις παραδίδει. Εικόνες που χαρακτηρίζονται από έναν νατουραλισμό που θυμίζει εκείνον του Feuerbach. Στο ποίημα του Brecht Οι ερωτευμένοι, ο φιλόσοφος οραματίζεται το αύριο, την νέα εποχή της απελευθέρωσης του ανθρώπου, που όπως το γεράκι, «ανοίγει τα φτερά του και υπό τη συντροφιά των σύννεφων πετά για απροσδιόριστους προορισμούς». Το στοιχείο του έρωτα, της ερωτικής διάστασης, είναι έντονο και απαραίτητο για την οικοδόμηση ενός κόσμου, στον οποίο η «ευαισθησία καταξιώνεται, η πουριτανική πλαστική ομορφιά απορρίπτεται και ο αισθησιασμός του σώματος προβάλλεται ως άρνηση της Αρχής της απόδοσης».[17]
Η πραγματικότητα του μέλλοντος, που θυμίζει έναν κόσμο περισσότερο φουριερικό, παρά μαρξικό, έχει έναν χαρακτήρα νεο-ρουσσωικό, με μια ρομαντική αναπόληση της προνεωτερικής ζωής του ανθρώπου. Πράγματι, ακόμα και μέσα στον Μονοδιάστατο άνθρωπο, υπάρχουν γραμμές, που παραπέμπουν σε μια επιθυμία επιστροφής στον προτεχνολογικό κόσμο, έναν κόσμο, οπωσδήποτε, καθυστερημένο, ωστόσο, επρόκειτο για έναν κόσμο «που αντιμετώπιζε με καθαρή συνείδηση την ανισότητα και τον πόνο, έναν κόσμο που δεν είχε οργανώσει τον άνθρωπο και τη φύση σαν αντικείμενα και εργαλεία». Με δύο λόγια, έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι «έβρισκαν στον ρυθμό του κάρρου, καιρό για να σκεφτούν, να αναπολήσουν, να αισθανθούν και να διηγηθούν»[18].
Για τον Γερμανό φιλόσοφο, ο αγώνας για το τέλος των εκμεταλλευτικών κοινωνιών και την από κοινού απελευθέρωση του ανθρώπου και της φύσης από τις καταστροφικές συνέπειες της τεχνικής προόδου, θα κατακτηθεί όταν «η αισχρή συμβίωση των αντιθέτων διαρραγεί, όταν η συμβίωση ανάμεσα στο ερωτικό παιχνίδι της θάλασσας και τις ανθηρές βιομηχανίες θανάτου στις ακτές της, ανάμεσα στο πέταγμα των λευκών πουλιών και σε εκείνο των σταχτιών αεροδυναμικών τζετ, ανάμεσα στην ησυχία της νύχτας και τους κροταλισμούς των μοτοσυκλετών»[19] αρθεί. Η ανάγκη για υπαρξιακή ηρεμία προβάλλει έντονη στα συγκεκριμένα έργα, επιβεβαιώνοντας, λιγότερο ή περισσότερο, τον ρομαντικό χαρακτήρα της συγγραφής του Marcuse. Οφείλουμε, ωστόσο, να αποφύγουμε την θέση να αντιμετωπίσουμε τη μαρκουζιανή σκέψη ως νατουραλιστική υπεράσπιση της φύσης και ενός αγαθού αγρίου. Ο Marcuse, με τις ρητές εγελιανές ρίζες, επιμένει σε μία διαλεκτική της υπέρβασης και ενός ποιοτικού άλματος, υπερθεματίζοντας στον ρόλο της άρνησης στο διαλεκτικό σχήμα. Η κριτική του στον Weber και στην μονολιθική νεωτερικότητα έγκειται ακριβώς σε αυτή την επιμονή της ριζικής άρνησης, ακόμα και με όρους αφαίρεσης. Ενώ, δηλαδή, η δημοκρατική ορθολογικότητα συνιστά αντίφαση εν τοις βεμπεριανοίς όροις, στο μαρκουζιανό σύμπαν η εναλλακτική νεωτερικότητα μπορεί να υπάρξει, μέσα από την κατηγορική άρνηση της αποδοτικότητας και τη διαλεκτική αναβίωση της τέχνης και του έρωτα στην τεχνική κοινωνία.
Ο Marcuse, εκτός από την φύση, ως αντικείμενο της ιστορίας, διακρίνει στον κόσμο της τέχνης ένα εγγενές στοιχείο χειραφέτησης. Ο κόσμος της τέχνης δεν μπορεί να ενυπάρχει στον κόσμο της δοσμένης πραγματικότητας. Αυτός ο κόσμος είναι η αντανάκλαση μιας μελλοντικής ζωής που αρνείται ριζικά και εκ θεμελίων το υπάρχον στάτους κβο.[20] Η διάσταση του έρωτα, της φύσης, της αισθητικής και του επαναστατικού χαρακτήρα της τέχνης, οφείλουν τελικά να συνυπολογισθούν ως όπλα για μια άλλη κοινωνία, για μια άλλη ζωή.
Η αισθητική πρακτική, λοιπόν, επιτρέπει στον Marcuse να οραματιστεί ένα μοντέλο εναλλακτικής εργαλειακότητας, ριζικά διαφορετικής από την κατάκτηση της φύσης, που αποτελεί ίδιον της ταξικής κοινωνίας. Όπως ακριβώς οι σουρεαλιστές των αρχών του 20ου αιώνα, έτσι και ο Marcuse πιστεύει ότι ο διαχωρισμός της τέχνης από την καθημερινή πράξη μπορεί να ξεπεραστεί μέσα από την ώσμωση του λόγου και της φαντασίας. Προτείνει, εν ολίγοις, την Aufhebung της διάσπασης ορθού λόγου και τέχνης σε μία ολότελα νέα τεχνική βάση. Στο ίδιο πνεύμα, η φαινομενολογική προσέγγισή του της ζώσας φύσης συνδέεται με την ένωση του ανθρωπίνου υποκειμένου με την αισθαντικότητα της φύσης, ως πηγή νοήματος της ανθρώπινης δράσης. Η φύση, το φυσικό τοπίο και habitat, υπό αυτή την έννοια, είναι πολλά παραπάνω από ένα σύνολο φυσικών χαρακτηριστικών. Κατά τον Marcuse, η φύση είναι επενδυμένη με νοήματα και συμβολικές αναπαραστάσεις. Η φύση ανήκει στην ιστορία και ως ιστορική πραγματικότητα διέπεται από όλες τις αντινομίες που προκύπτουν από τον αρχέτυπο αγώνα ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο, την απελευθέρωση και την κυριαρχία.
Ειπωμένο με άλλα λόγια, για την μαρκουζιανή σκέψη, η φύση του μέλλοντος θα αντιμετωπίζεται ως ένας λεβινασικός Άλλος, η ασφάλεια και η ευημερία του οποίου θα αφορά εμάς, ως θεμελιωδώς υπεύθυνους. Οι αξίες που θα ορίζουν αυτή την ευημερία δεν μπορούν να απορρέουν από τον επιστημονικό Λόγο και την τεχνική εργαλειακότητα του μηχανιστικού καπιταλισμού, αλλά ούτε από το υποκειμενικό γούστο του μοντέρνου αξιακού νιχιλισμού. Αντιθέτως, θα αναδύονται από την ενεργή, απροϋπόθετη εμπειρία μας με τη φύση, αλλά και τις εξεγερσιακές συνιστώσες της αισθητικής διάστασης. Αυτή η οντολογία των αξιών του Marcuse βασίζεται, θα λέγαμε, εν κατακλείδι, σε μία υφέρπουσα καντιανή θεωρία των οικουμενικά αποδεκτών ουσιωδών πραγμάτων, και αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, μία από τις σημαντικότερες προσφορές του φιλοσόφου στην κριτική θεωρία.
Βιβλιογραφία
Καστοριάδης Κ. Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου. Αθήνα. εκδ. Ύψιλον/βιβλία. μτφρ. Ζ. Σαρίκας. 1991.
Κλάιν Ν. NO LOGO. Αθήνα. εκδ. Λιβάνη. 2005.
Lukacs G. Ιστορία και ταξική συνείδηση. Αθήνα. Εκδ. Οδυσσέας. Μτφρ. Γ. Παπαδάκης. 2001.
Marcuse H. Aντεπανάσταση και Εξέγερση. Αθήνα. εκδ. Παπαζήση. 1974.
Marcuse H. Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος. Αθήνα. εκδ. Παπαζήση. 1971.
Merleau – Ponty M. Οι περιπέτειες της διαλεκτικής. Αθήνα. εκδ. Υψιλον/βιβλία. 1984.
Borgmann A. Technology and the character of contemporary life. The University of Chicago Press. 1984.
Feenberg A. Ten paradoxes of technology. Presented at the 2009 Biennial meeting of the society for philosophy and technology. https://www.sfu.ca/~andrewf/paradoxes.pdf.
[1] Καστοριάδης Κορνήλιος, Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου, Αθήνα, εκδ.ύψιλον/βιβλία, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, 1991, σ. 289 – 90.
[2] Feenberg Andrew, Ten paradoxes of technology, presented at the 2009 Biennial meeting of the society for philosophy and technology. https://www.sfu.ca/~andrewf/paradoxes.pdf , p. 6.
[3] Marcuse Herbert, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος, Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση, 1971, σ. 35.
[4] Στο ίδιο. σ. 54.
[5] Κλάιν Ναόμι, NO LOGO, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2005.
[6] Marcuse Herbert, Aντεπανάσταση και Εξέγερση, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 1974, σ. 15.
[7] Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος,ο.π. σ. 27 – 42.
[8] Στο ίδιο, σ. 27 – 42.
[9] Ό΄π. σ. 46 – 47.
[10] Borgmann Albert, Technology and the character of contemporary life, The University of Chicago Press, 1984, pp. 19 – 23.
[11] Στο ίδιο. σ. 13.
[12] Marcuse Herbert, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, Αθήνα, Παπαζήση, 1974, σελ. 31 – 33.
[13] Merleau-Ponty M., Οι περιπέτειες της διαλεκτικής, Αθήνα, εκδ. Υψιλον/βιβλία, 1984.
[14] Αντεπανάσταση και εξέγερση,ό.π. σ. 59.
[15] Στο ίδιο. σ. 60 – 61.
[16] Στο ίδιο. σ. 60 – 61.
[17] Στο ίδιο, σ. 36.
[18] Ο Μονοδιάστατος Ανθρωπος, ό.π. σ. 83.
[19] Αντεπανάσταση και Εξέγερση, ό.π. σ. 120.
[20] Στο ίδιο, σ. 94 – 97.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Κίτρινο με τέσσερις κύβους”, 1975) είναι έργο του, ισπανού, Gerardo Rueda.
Αυτός ο μηχανισμός παραγωγής καθώς και τα παράγωγά του, ενσαρκώνουν το σύστημα στο σύνολό του. Οι κάθε είδους ανέσεις, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, η κοινή γνώμη, μια όλο και μεγαλύτερη παραγωγή τρόπων διασκέδασης καταφέρνουν να «συνενώσουν τους καταναλωτές με τους παραγωγούς, και μέσα από αυτούς με το σύστημα. Διαμορφώνεται έτσι μια πλαστή συνείδηση, ανίκανη να αισθανθεί την πλαστότητά της». «Αυτός ο τρόπος ζωής είναι καλύτερος από τον προηγούμενο και γι’ αυτό αντιστέκεται σε κάθε ποιοτική αλλαγή»[8]. Το μάθημα που μας έδωσε η ψυχανάλυση του 20ου αιώνα είναι ότι το στατους κβο δεν χρειάζεται τους παλιούς μηχανισμούς καταπίεσης για να επιτύχει την κοινωνική συναίνεση ανάμεσα σε παραδοσιακά ετερόκλητα στοιχεία και ομάδες. Αυτό που ονομάζουμε «totalitarian subordination (ολοκληρωτική υποταγή)» δεν ασκείται μέσω της σωματικής βίας, αλλά δια ενός είδους υπερχειλίζουσας και διαρκώς ανανεούμενης ευδαιμονίας.
Παράλληλα, ενώ, η τεχνολογική πρόοδος και η παραγωγικότητα της εργασίας έχει φθάσει σε ένα επίπεδο, όπου καθίσταται δυνατή η εξάλειψη της παγκόσμιας φτώχειας, η τεχνική αυτή πρόοδος ενσωματώνεται στο σύστημα κι αυτό «έχει σαν φυσικό επακόλουθο να εκδηλώνεται πάντα προς την καθορισμένη από το κατεστημένο κατεύθυνση».[9] Η τεχνολογία γίνεται έρμαιο της εκμεταλλευτικής χρήσης από το κεφάλαιο, ενσωματώνεται σε αυτό, και έτσι είναι σχεδόν αδύνατον να μιλάμε για ουδέτερη τεχνολογία, όταν δεν μπορούμε να την διακρίνουμε από την χρήση για την οποία είναι a priori διαμορφωμένη.
Για να γίνουμε κατανοητοί, ο Marcuse, υπό τη φαινομενολογική θέαση της τεχνικής και της κοινωνίας, βλέπει την τεχνολογία να είναι εμποτισμένη με πολιτικό, ήτοι, καπιταλιστικό περιεχόμενο, να αποτελεί οιωνεί διάσταση του καπιταλιστικού παραδείγματος, και έτσι ακροβατεί μεταξύ μιας τεχνολογίας, που ενσαρκώνει το κεφάλαιο και μιας «δαιμονοποίησης της τεχνολογίας καθεαυτής».[10] Η οργουελλική εικόνα που περιγράφει καταλήγει στην ριζική του αντίθεση με τον ακρογωνιαίο λίθο της μαρξιστικής θεωρίας, σύμφωνα με τον οποίο η ποιοτική αλλαγή συνιστά αναγκαίο υποπροϊόν των εσωτερικών δυνάμεων και αντινομιών της υφιστάμενης κοινωνίας. Κατά την ανάλυσή του, στις νέες μορφές καταπίεσης, ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης καταργείται και παραχωρείται σε νέες αντιπολιτευτικές ομάδες και δυνάμεις απόκληρων και μη ενσωματωμένων στην καπιταλιστική τεχνοδομή. Ως πρωτοπορία του κινήματος ορίζονται οι φοιτητικές και διανοητικές ελίτ, καθώς και οι περιθωριακές ομάδες των γκέττο, αυτές οι ομάδες που αρνούνται ψυχί τε και σώματι την παρούσα κοινωνία.
Για να επιστρέψουμε στην τεχνολογική πρόοδο της καπιταλιστικής κοινωνίας, η απαισιοδοξία του Marcuse έγκειται ακριβώς σε αυτή την κίνηση της προόδου. Είναι προφανές ότι το επίπεδο παραγωγικότητας, το οποίο ο Marx είχε προβλέψει, έχει από καιρό υπερκεραστεί, υπό την έννοια ότι η ανθρώπινη κοινωνία μπορεί να απελευθερωθεί με αντικειμενικούς όρους από την ανέχεια, τη δυστυχία, αλλά και από την αφηρημένη εργασία. Το υψηλό αυτό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικότητας, το αναγκαίο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, δεν δείχνει, όμως, να κατευθύνει την ανθρωπότητα προς το τέλος των εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Είναι αλήθεια ότι όλες οι υλικές και διανοητικές δυνάμεις που μπορούν να συμβάλλουν στην πραγματοποίηση μιας ελεύθερης κοινωνίας είναι παρούσες. Αν δεν δρούν, υποστηρίζει ο Marcuse, είναι διότι «η κατεστημένη κοινωνία έχει κινητοποιηθεί ολοκληρωτικά εναντίον αυτής της δυνατότητας».[11] Σύμφωνα με την μαρκουζιανή φιλοσοφία της τεχνολογίας, η τεχνολογία αποτελεί πραγμοποιημένη ιδεολογία. Η τεχνική πρόοδος επιβάλλει ένα σύστημα κυριαρχίας και ενσωματώνει εξωκοινωνικά τέλη στα ανθρώπινα υποκείμενα και τα φυσικά αντικείμενα, τέλη ουσιωδώς αντιθετικά με τις εσωτερικές αξίες και εγγενείς προσανατολισμούς αυτών των αντικειμένων.
Σε αυτό το σημείο, ο Marcuse φαίνεται ακόμη πιο απαισιόδοξος. Η ανθρωπότητα πόρρω απέχει από τον επίγειο παράδεισο, κι ας προσφέρεται αυτή η δυνατότητα ενώπιόν της. Για την ακρίβεια, τόσο στην Καταπιεστική ανοχή όσο και στην Αντεπανάσταση και εξέγερση, ο Γερμανός φιλόσοφος της Κριτικής Θεωρίας γράφει απερίφραστα ότι στον λαό των ΗΠΑ διακρίνει ένα «πρωτοφασιστικό σύνδρομο». Η γενικότερη δυσαρέσκεια δεν μπορεί να μεταφραστεί σε πολιτική δράση, η κυριαρχία της κίβδηλης συνείδησης και η καλλιέργεια μιας απολίτικης κουλτούρας μπορεί να οδηγήσει, κατά την αποστροφή του Marcuse, αυτόν το λαό στο να «προχωρήσει στο φασισμό με τη δημοκρατική ψήφο»[12]. Εδώ, συναντούμε το πρόβλημα της λεγόμενης «διαπαιδαγωγητικής δικτατορίας», το οποίο ανέδειξε ο Marx και στο οποίο δεν είχε απαντήσει ο Πλάτων. Ποιός θα διαπαιδαγωγήσει τους διαπαιδαγωγητές; Δηλαδή, ποιός είναι αυτός που θα οδηγήσει το λαό στην αναζήτηση του άμεσου συμφέροντός του, στην αναζήτηση της πραγματικής του συνείδησης;
Συνελόντι ειπείν, ο Marcuse θεωρεί ότι η μοντέρνα σφαίρα της τεχνοεπιστήμης έδωσε στο στάτους κβο ένα πολύτιμο όπλο χειραγώγισης και ελέγχου, το οποίο σε συνδυασμό με τον «Λόγο της Απόλυτης Διοίκησης», εξορθολογικοποίησαν την καταπίεση, τις μαζικές σφαγές και την καθημερινή υπαρξιακή κενότητα. Η σύγχρονη τεχνολογία απομαγεύει τον κόσμο, ποσοτικοποιεί την ποιότητα, οριοθετεί το φυσικό περιβάλλον και μεταφράζει σε όρους τυπικής λογικής το ασυνείδητο και το χάος. Ωστόσο, ο Marcuse δεν υποστηρίζει μία μονολιθική θέαση της τεχνικής και της ορθολογικότητας. Αντίθετα, συνδέει την τεχνολογική κυριαρχία με την κοινωνική οργάνωση και υπογραμμίζει την ύπαρξη μίας ριζικής αντι-ουσιοκρατικής ενδεχομενικότητας στη σφαίρα της τεχνικής. Με απλά λόγια, η κοινωνική κατασκευή της ορθολογικότητας και της τεχνικής εργαλειακότητας αφήνει χώρο για δημοκρατική παρέμβαση. Παρά το γεγονός ότι ο Marcuse δεν επεκτάθηκε στο ζήτημα αυτό, εκπίπτοντας σε έναν φιλοσοφικό πεσσιμισμό, αυτή η συνάντηση της πολιτικής με την τεχνική δεν μπορεί να περιοριστεί στην απολιτική ηθική στάση του Marcuse περί της «απόλυτης άρνησης» του υπάρχοντος.
Τέχνη, Φύση και άρνηση της Aρχής της αποδοτικότητας.
Τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του Marx είδαν για πρώτη φορά το φως της δημοσιοποίησης το 1932, μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη διαμόρφωση του πρώτου κύματος μαρξισμού και την επικράτηση του ρεφορμισμού στη Β΄ Διεθνή. Ο ορθόδοξος μαρξισμός αγνοούσε αυτή την ακραιφνή μαρξική διάσταση της σημασίας, που οφείλουμε να αποδίδουμε τόσο στη φύση, όσο και στις ανθρώπινες αισθήσεις, ως αναγκαίες προϋποθέσεις της χειραφέτησης του ανθρώπου. Οι θεωρητικοί του μπολσεβίκικου κόμματος και των λεγόμενων καθεστώτων του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» αντιμετώπιζαν το Κεφάλαιο ως την Καινή Διαθήκη του κομμουνισμού και κατά κάποιον τρόπο φετιχοποίησαν τη λεγόμενη βελτίωση των παραγωγικών δυνάμεων, θέτοντας την ανάπτυξή τους ως αυτοσκοπό. Το αποτέλεσμα ήταν, στις δεκαετίες του 1950 και 1960, τα καθεστώτα αυτά να συναγωνίζονται το «Δυτικό μπλοκ» αναφορικά με την τεχνολογική πρόοδο.
Ο Herbert Marcuse και, γενικότερα, το ρεύμα του μαρξισμού, το οποίο ο Merleau – Ponty ονόμασε «Δυτικό Μαρξισμό»[13], αποδίδει τεράστια σημασία στο θεωρητικό σύμπαν που αποκαλύφθηκε μέσα από την έκδοση των μαρξικών χειρογράφων του 1844. Η έννοια της «αλλοτρίωσης», της «πραγμοποιημένης συνείδησης», της υποδούλωσης της φύσης και των ανθρώπινων ικανοτήτων, που θίγονται από τον νεαρό Marx, διατρέχει ολόκληρο το έργο του Marcuse, ο οποίος δείχνει να θεωρεί τον Marx εκείνης της περιόδου τον μόνο πραγματικό Marx, φιλόσοφο και επαναστάτη.
Ο Marcuse επαναφέρει την ανάγκη επανανακάλυψης της βαθιάς σχέσης μεταξύ του ανθρώπου, ως αριστοτελικού πολιτικού ζώου, και της φύσης, μιας σχέσης συμμαχίας «κατά των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, στις οποίες ο βιασμός της φύσης επιδεινώνει τον βιασμό του ανθρώπου»[14]. Η απελευθέρωση της φύσης και μέσω αυτής, του ανθρώπου, ως είδος, μπορεί να σημάνει «την αποκατάσταση των μαγευτικών δυνάμεων της ζωής στη φύση, τις αισθησιακές αισθητικές ανάγκες, τις ξένες σε μία ζωή, που σπαταλιέται σε ατέλειωτες ανταγωνιστικές ενέργειες».[15] Πρόκειται, με απλά λόγια, για την ανάδυση των «νέων ποιοτήτων της ελευθερίας»[16]. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Marcuse δείχνει να παραπέμπει έμμεσα στον μεγάλο ουτοπικό σοσιαλιστή C. Fourier, ο οποίος μιλούσε για μια κοινωνία, στην οποία, αυτό που αποκαλούμε «ελεύθερη δραστηριότητα» δεν θα είναι τίποτε άλλο από ένα παιχνίδι, μια ερωτική μέθεξη στο κοινωνιακό μας περιβάλλον.
Στο βιβλίο του Αντεπανάσταση και εξέγερση, ο Marcuse φωτογραφίζει εικόνες από το μέλλον και μας τις παραδίδει. Εικόνες που χαρακτηρίζονται από έναν νατουραλισμό που θυμίζει εκείνον του Feuerbach. Στο ποίημα του Brecht Οι ερωτευμένοι, ο φιλόσοφος οραματίζεται το αύριο, την νέα εποχή της απελευθέρωσης του ανθρώπου, που όπως το γεράκι, «ανοίγει τα φτερά του και υπό τη συντροφιά των σύννεφων πετά για απροσδιόριστους προορισμούς». Το στοιχείο του έρωτα, της ερωτικής διάστασης, είναι έντονο και απαραίτητο για την οικοδόμηση ενός κόσμου, στον οποίο η «ευαισθησία καταξιώνεται, η πουριτανική πλαστική ομορφιά απορρίπτεται και ο αισθησιασμός του σώματος προβάλλεται ως άρνηση της Αρχής της απόδοσης».[17]
Η πραγματικότητα του μέλλοντος, που θυμίζει έναν κόσμο περισσότερο φουριερικό, παρά μαρξικό, έχει έναν χαρακτήρα νεο-ρουσσωικό, με μια ρομαντική αναπόληση της προνεωτερικής ζωής του ανθρώπου. Πράγματι, ακόμα και μέσα στον Μονοδιάστατο άνθρωπο, υπάρχουν γραμμές, που παραπέμπουν σε μια επιθυμία επιστροφής στον προτεχνολογικό κόσμο, έναν κόσμο, οπωσδήποτε, καθυστερημένο, ωστόσο, επρόκειτο για έναν κόσμο «που αντιμετώπιζε με καθαρή συνείδηση την ανισότητα και τον πόνο, έναν κόσμο που δεν είχε οργανώσει τον άνθρωπο και τη φύση σαν αντικείμενα και εργαλεία». Με δύο λόγια, έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι «έβρισκαν στον ρυθμό του κάρρου, καιρό για να σκεφτούν, να αναπολήσουν, να αισθανθούν και να διηγηθούν»[18].
Για τον Γερμανό φιλόσοφο, ο αγώνας για το τέλος των εκμεταλλευτικών κοινωνιών και την από κοινού απελευθέρωση του ανθρώπου και της φύσης από τις καταστροφικές συνέπειες της τεχνικής προόδου, θα κατακτηθεί όταν «η αισχρή συμβίωση των αντιθέτων διαρραγεί, όταν η συμβίωση ανάμεσα στο ερωτικό παιχνίδι της θάλασσας και τις ανθηρές βιομηχανίες θανάτου στις ακτές της, ανάμεσα στο πέταγμα των λευκών πουλιών και σε εκείνο των σταχτιών αεροδυναμικών τζετ, ανάμεσα στην ησυχία της νύχτας και τους κροταλισμούς των μοτοσυκλετών»[19] αρθεί. Η ανάγκη για υπαρξιακή ηρεμία προβάλλει έντονη στα συγκεκριμένα έργα, επιβεβαιώνοντας, λιγότερο ή περισσότερο, τον ρομαντικό χαρακτήρα της συγγραφής του Marcuse. Οφείλουμε, ωστόσο, να αποφύγουμε την θέση να αντιμετωπίσουμε τη μαρκουζιανή σκέψη ως νατουραλιστική υπεράσπιση της φύσης και ενός αγαθού αγρίου. Ο Marcuse, με τις ρητές εγελιανές ρίζες, επιμένει σε μία διαλεκτική της υπέρβασης και ενός ποιοτικού άλματος, υπερθεματίζοντας στον ρόλο της άρνησης στο διαλεκτικό σχήμα. Η κριτική του στον Weber και στην μονολιθική νεωτερικότητα έγκειται ακριβώς σε αυτή την επιμονή της ριζικής άρνησης, ακόμα και με όρους αφαίρεσης. Ενώ, δηλαδή, η δημοκρατική ορθολογικότητα συνιστά αντίφαση εν τοις βεμπεριανοίς όροις, στο μαρκουζιανό σύμπαν η εναλλακτική νεωτερικότητα μπορεί να υπάρξει, μέσα από την κατηγορική άρνηση της αποδοτικότητας και τη διαλεκτική αναβίωση της τέχνης και του έρωτα στην τεχνική κοινωνία.
Ο Marcuse, εκτός από την φύση, ως αντικείμενο της ιστορίας, διακρίνει στον κόσμο της τέχνης ένα εγγενές στοιχείο χειραφέτησης. Ο κόσμος της τέχνης δεν μπορεί να ενυπάρχει στον κόσμο της δοσμένης πραγματικότητας. Αυτός ο κόσμος είναι η αντανάκλαση μιας μελλοντικής ζωής που αρνείται ριζικά και εκ θεμελίων το υπάρχον στάτους κβο.[20] Η διάσταση του έρωτα, της φύσης, της αισθητικής και του επαναστατικού χαρακτήρα της τέχνης, οφείλουν τελικά να συνυπολογισθούν ως όπλα για μια άλλη κοινωνία, για μια άλλη ζωή.
Η αισθητική πρακτική, λοιπόν, επιτρέπει στον Marcuse να οραματιστεί ένα μοντέλο εναλλακτικής εργαλειακότητας, ριζικά διαφορετικής από την κατάκτηση της φύσης, που αποτελεί ίδιον της ταξικής κοινωνίας. Όπως ακριβώς οι σουρεαλιστές των αρχών του 20ου αιώνα, έτσι και ο Marcuse πιστεύει ότι ο διαχωρισμός της τέχνης από την καθημερινή πράξη μπορεί να ξεπεραστεί μέσα από την ώσμωση του λόγου και της φαντασίας. Προτείνει, εν ολίγοις, την Aufhebung της διάσπασης ορθού λόγου και τέχνης σε μία ολότελα νέα τεχνική βάση. Στο ίδιο πνεύμα, η φαινομενολογική προσέγγισή του της ζώσας φύσης συνδέεται με την ένωση του ανθρωπίνου υποκειμένου με την αισθαντικότητα της φύσης, ως πηγή νοήματος της ανθρώπινης δράσης. Η φύση, το φυσικό τοπίο και habitat, υπό αυτή την έννοια, είναι πολλά παραπάνω από ένα σύνολο φυσικών χαρακτηριστικών. Κατά τον Marcuse, η φύση είναι επενδυμένη με νοήματα και συμβολικές αναπαραστάσεις. Η φύση ανήκει στην ιστορία και ως ιστορική πραγματικότητα διέπεται από όλες τις αντινομίες που προκύπτουν από τον αρχέτυπο αγώνα ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο, την απελευθέρωση και την κυριαρχία.
Ειπωμένο με άλλα λόγια, για την μαρκουζιανή σκέψη, η φύση του μέλλοντος θα αντιμετωπίζεται ως ένας λεβινασικός Άλλος, η ασφάλεια και η ευημερία του οποίου θα αφορά εμάς, ως θεμελιωδώς υπεύθυνους. Οι αξίες που θα ορίζουν αυτή την ευημερία δεν μπορούν να απορρέουν από τον επιστημονικό Λόγο και την τεχνική εργαλειακότητα του μηχανιστικού καπιταλισμού, αλλά ούτε από το υποκειμενικό γούστο του μοντέρνου αξιακού νιχιλισμού. Αντιθέτως, θα αναδύονται από την ενεργή, απροϋπόθετη εμπειρία μας με τη φύση, αλλά και τις εξεγερσιακές συνιστώσες της αισθητικής διάστασης. Αυτή η οντολογία των αξιών του Marcuse βασίζεται, θα λέγαμε, εν κατακλείδι, σε μία υφέρπουσα καντιανή θεωρία των οικουμενικά αποδεκτών ουσιωδών πραγμάτων, και αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, μία από τις σημαντικότερες προσφορές του φιλοσόφου στην κριτική θεωρία.
Βιβλιογραφία
Καστοριάδης Κ. Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου. Αθήνα. εκδ. Ύψιλον/βιβλία. μτφρ. Ζ. Σαρίκας. 1991.
Κλάιν Ν. NO LOGO. Αθήνα. εκδ. Λιβάνη. 2005.
Lukacs G. Ιστορία και ταξική συνείδηση. Αθήνα. Εκδ. Οδυσσέας. Μτφρ. Γ. Παπαδάκης. 2001.
Marcuse H. Aντεπανάσταση και Εξέγερση. Αθήνα. εκδ. Παπαζήση. 1974.
Marcuse H. Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος. Αθήνα. εκδ. Παπαζήση. 1971.
Merleau – Ponty M. Οι περιπέτειες της διαλεκτικής. Αθήνα. εκδ. Υψιλον/βιβλία. 1984.
Borgmann A. Technology and the character of contemporary life. The University of Chicago Press. 1984.
Feenberg A. Ten paradoxes of technology. Presented at the 2009 Biennial meeting of the society for philosophy and technology. https://www.sfu.ca/~andrewf/paradoxes.pdf.
[1] Καστοριάδης Κορνήλιος, Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου, Αθήνα, εκδ.ύψιλον/βιβλία, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, 1991, σ. 289 – 90.
[2] Feenberg Andrew, Ten paradoxes of technology, presented at the 2009 Biennial meeting of the society for philosophy and technology. https://www.sfu.ca/~andrewf/paradoxes.pdf , p. 6.
[3] Marcuse Herbert, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος, Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση, 1971, σ. 35.
[4] Στο ίδιο. σ. 54.
[5] Κλάιν Ναόμι, NO LOGO, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2005.
[6] Marcuse Herbert, Aντεπανάσταση και Εξέγερση, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 1974, σ. 15.
[7] Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος,ο.π. σ. 27 – 42.
[8] Στο ίδιο, σ. 27 – 42.
[9] Ό΄π. σ. 46 – 47.
[10] Borgmann Albert, Technology and the character of contemporary life, The University of Chicago Press, 1984, pp. 19 – 23.
[11] Στο ίδιο. σ. 13.
[12] Marcuse Herbert, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, Αθήνα, Παπαζήση, 1974, σελ. 31 – 33.
[13] Merleau-Ponty M., Οι περιπέτειες της διαλεκτικής, Αθήνα, εκδ. Υψιλον/βιβλία, 1984.
[14] Αντεπανάσταση και εξέγερση,ό.π. σ. 59.
[15] Στο ίδιο. σ. 60 – 61.
[16] Στο ίδιο. σ. 60 – 61.
[17] Στο ίδιο, σ. 36.
[18] Ο Μονοδιάστατος Ανθρωπος, ό.π. σ. 83.
[19] Αντεπανάσταση και Εξέγερση, ό.π. σ. 120.
[20] Στο ίδιο, σ. 94 – 97.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Κίτρινο με τέσσερις κύβους”, 1975) είναι έργο του, ισπανού, Gerardo Rueda.
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ. ΔΕΝ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΑΛΛΑ ΔΙΑΙΩΝΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΕΝΝΟΗΣΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΣΑΝ ΚΙΝΗΤΗΡΙΟ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. ΓΙΑΤΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΕΙΡΗΝΗ; ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΜΑΧΟΝΤΑΙ ΤΟΝ ΑΟΡΑΤΟ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ. ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΝΑΡΩΤΙΟΥΝΤΑΙ: XΩΡΙΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΠΩΣ ΘΑ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ;
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΕΙΠΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΟΥ ΔΙΕΠΕΙ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ. Η ΘΕΣΜΟΠΟΙΗΣΗ. ΟΠΟΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΟΠΟΙΟ ΑΙΤΗΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ, ΘΕΣΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΠΟΛΥ ΓΡΗΓΟΡΑ. ΔΙΑΡΚΕΙ ΟΣΟ ΚΑΙ Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΞΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ ΘΑ ΒΑΖΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΠΑΛΗΟΥΣ ΑΣΚΟΥΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου