Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (15)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» 
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

2.1.3 Η ανασκευή των βαρλααμικών επιχειρημάτων
α) Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, οι όντως θεοφόροι μπορούν να υψωθούν πάνω από κάθε γνώση και να «αποφάσκουν» έτσι το θείο από όλα τα κτιστά, ακόμα και από εκείνα τα οποία είτε δε γνωρίζουμε, είτε δεν είναι δυνατό να γνωρίσουμε4. Ο απ. Παύλος λέει ότι ο Χριστός κάθισε πάνω από κάθε όνομα, όχι μόνο από εκείνα που ονομάζονται, που είναι δηλαδή γνωστά στον παρόντα αιώνα, αλλά και από εκείνα που είναι άγνωστα και θα γίνουν γνωστά στο μέλλοντα αιώνα5. Αλλού πάλι, αφού εγκωμίασε τη μεγαλοσύνη του Θεού από εκείνα που δεν είναι γνωστά σ’ αυτόν, είπε ότι κανένα από αυτά δε μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού6. Αφού απαρίθμησε όλα τα αισθητά και νοητά, τα παρόντα και τα μέλλοντα, πρόσθεσε ότι κανένα άλλο κτίσμα δε μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, «ἐκ τῶν ὄντων καὶ τὰ μὴ ὄντα συνορῶν καὶ κατ’ εκείνων ὡς ὄντων ἀποφαινόμενος»7. Πρώτα απαρίθμησε τα γνωστά όντα για να αποδείξει ότι κανένα από αυτά δεν είναι ικανό να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, και από αυτά πάλι συμπέρανε κατ’ αναλογίαν ότι και τα μη όντα είναι αδύνατο να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού. Η φράση «ἐκ τῶν ὄντων καὶ τὰ μὴ ὄντα συνορῶν» σημαίνει ότι από τα όντα γίνεται κατανοητό κατ’ αναλογία ότι και τα μη όντα δε μπορούν να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού, γι’ αυτό και ο απ. Παύλος διατυπώνει τη γνώμη του γι’ αυτά ως να ήταν όντα. Η αναλογία αυτή στηρίζεται στη σχέση όντων-μη όντων, γι’ αυτό και δε συνεπάγεται οποιαδήποτε σύγχυση ανάμεσα στα θεία και στα κτιστά. Αυτό δηλαδή που ισχύει για τα όντα σε σχέση με την αγάπη Θεού, ισχύει κατ’ αναλογία και για τα μη όντα σε σχέση με την αγάπη του Θεού: ότι δηλαδή κανένα από τα δύο δε μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού. Πρόκειται για μία αναλογία την οποία μόνο οι πιστοί μπορούν όχι απλά να γνωρίσουν με το μυαλό τους, αλλά και να βιώσουν μέσα από την ίδια τη ζωή τους. Διότι, μόνο αυτοί, αφού υψωθούν πάνω από τη φυσική γνώση, μπορούν να αποκτήσουν τη βεβαιότητα ότι αν και ο Θεός μπορεί να φέρει στην ύπαρξη τα μη όντα, ωστόσο η θεία αγάπη στον άνθρωπο δεν επηρεάζεται καθόλου από αυτά8. Συνεπώς, μόνο εκείνοι που πιστεύουν πραγματικά μπορούν να αποφανθούν για τα μη όντα κατ’ αναλογία προς τα όντα και να κατανοήσουν έτσι ότι δεν επηρεάζουν καθόλου τη δύναμη της θείας αγάπης μέσα τους.
β) Οι πιστοί, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, μπορούν να κατανοήσουν από το ένα τα πολλά και από τα μερικά τα πάντα, με τον εξής τρόπο: πρώτα αναγνωρίζουν το Θεό ως αίτιο όλων, στη συνέχεια αφαιρούν Εκείνον από όλα αυτά, και τέλος προσθέτουν με την πίστη τους αυτό που υπερβαίνει τη θεογνωσία μέσω των όντων, ότι δηλαδή όλα ήλθαν στην ύπαρξη «ἐξ οὐκ ὄντων» με μόνο το λόγο του9. Η σύνδεση των όντων με τα μη όντα οφείλεται άρα σε τρεις διαδοχικές πράξεις, τις οποίες μόνο οι πιστοί μπορούν να εκτελέσουν:
(Α) στην αναγνώριση ότι ο Θεός είναι η αιτία των πάντων,
(Β) στην αφαίρεση του άκτιστου Θεού από όλα τα κτιστά όντα,
(Γ) στην εκ πίστεως παραδοχή ότι όλα τα όντα ήλθαν στην ύπαρξη «ἐξ οὐκ ὄντων» με μόνο το λόγο του Θεού.
γ) Αυτή η πάνω από τη σκέψη γνώση, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, δεν παρέχει τη θεογνωσία διαμέσου των όντων ή τα μη όντων, από το σύνολο δηλαδή των κτιστών, αλλά διαμέσου του ακτίστου φως το οποίο είναι δόξα του Θεού και του Χριστού Θεού10. Το άκτιστο φως, δεν παρέχει τη γνώση του Θεού κατά την αιτία ή κατ’ αναλογία, όπως παρέχεται από την καταφατική ή την αποφατική οδό11. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, για να φανερώσει τον πνευματικό και υπερ-φυσικό χαρακτήρα της θεογνωσίας που παρέχει στον άνθρωπο το άκτιστο φως, χρησιμοποιεί την αναλογία του γάμου: «Ἆρ’ εἰ καὶ μὴ γάμου τις λάβοι πεῖραν, οὐ τὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν οἶδε συνάφειαν, ἐπεὶ τὴν ἀναλογίαν ἐξ ἐκείνου συνορᾶν οὐκ ἔχει;»12. Για να γνωρίσει ο πιστός το μυστήριο του γάμου και της ένωσης του Χριστού με την Εκκλησία, δεν είναι απαραίτητο να δοκιμάσει εκ πείρας και το συζυγικό γάμο. Η ύπαρξη της αναλογίας ανάμεσα στον ανθρώπινο και στο θείο γάμο, δεν αποτελεί απαραίτητο όρο για να μπορέσει ο πιστός να γνωρίσει το μυστήριο της ένωσης του Χριστού με την Εκκλησία του. Ο πιστός μπορεί να γνωρίσει το γάμο της Εκκλησίας με το Χριστό, ακόμα και όταν δεν έχει πείρα του συζυγικού γάμου. Αυτό εννοεί ο απ. Παύλος, σημειώνει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, λέγοντας ότι το μυστήριο του γάμου είναι μεγάλο, αλλά αναφέρεται στο Χριστό και στην Εκκλησία13. Γι’ αυτό και το μυστήριο του γάμου Θεού και Εκκλησίας, μπορεί να βιωθεί και μέσα από τον παρθενικό βίο14.

2.1.4 Τα όρια της αναλογίας ως γνωστικής ικανότητας
Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος δεν είδε τον Υιό του Θεού να στέκεται στα δεξιά του Πατρός ούτε με νοητό τρόπο, ούτε αισθητό, ούτε αποφατικά, «μήτε κατ’ αἰτίαν ἢ ἀναλογίαν διανοούμενος τὰ θεῖα»15. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς διακρίνει ανάμεσα σε τέσσερις διαφορετικούς τρόπους γνωστικής προσπέλασης των πραγμάτων που προσπίπτουν στην ανθρώπινη αντίληψη:
α) τη νοερή αντίληψη,
β) την αισθητή αντίληψη,
γ) την «ἐξ ἀποφάσεως» αντίληψη,
δ) την «κατ’ αἰτίαν ἢ ἀναλογίαν» αντίληψη.
Κανένας από τους τέσσερις αυτούς φυσικούς τρόπους γνωστικής προσέγγισης όσων προσπίπτουν στην ανθρώπινη αντίληψη, δεν είναι δυνατό να ανταποκριθεί στην ενατένιση των θείων και άρρητων μυστηρίων16. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι, ενώ ο Στέφανος έβλεπε τη θεία λαμπρότητα του Ιησού, οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να δουν τίποτα. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ο τρόπος με τον οποίο ατένισε ο πρωτομάρτυρας τον Υιό του Θεού είναι «πνευματικός και αποκαλυπτικός»17. Η ενατένιση της θείας λαμπρότητας από όποιον είναι άξιος δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε δικιά του διανοητική προσπάθεια, αλλά στην καθαρότητα της καρδιάς του και στην ορθή του πίστη18. Μόνο τότε θα έλθει το Άγιο Πνεύμα και θα τον καταστήσει ικανό να δει με τρόπο πνευματικό εκείνα που είναι αόρατα από το νου και τη διάνοια19. Όσοι γνωρίζουν από πείρα τα απόρρητα, προσπαθούν να διηγηθούν με αισθητά ή νοητά σύμβολα τα μυστήρια του Πνεύματος, για χάρη όσων η πίστη είναι ακόμη μέτρια και έχουν ανάγκη από καθοδήγηση20. Το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται αισθητά ή νοητά σύμβολα για τη φραστική διατύπωση αυτού του θαύματος, δεν δηλώνει κάποια ομοιότητα ή αναλογία ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά. Τα κοινά ονόματα, που χρησιμοποιούνται τόσο για τα άκτιστα όσο και για τα κτιστά, όταν διανοούμαστε αναλογικά περί τα θεία, είναι μεταξύ τους ομώνυμα και εντελώς διαφορετικά ως προς το περιεχόμενό τους21. Τα ονόματα που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τα άκτιστα, δεν έχουν κάποιο περιεχόμενο το οποίο μπορεί να συμπεριλάβει μέσα στον εαυτό του οτιδήποτε ανήκει στην περιοχή του ακτίστου22. Ο χαρακτήρας τους είναι μεν αναγωγικός, οδηγητικός και δεικτικός κατευθύνσεως προς την οποία πρέπει να τείνουν τόσο ο νους όσο και οι αισθήσεις, ωστόσο δεν αντιστοιχούν με κανένα τρόπο ως προς το περιεχόμενό τους με όσα είναι πέρα από κάθε ανθρώπινη αντίληψη, και γίνονται γνωστά μόνο με την επενέργεια της ακτίστου χάριτος του Αγίου Πνεύματος.

2.1.5 Απόρριψη της αναλογίας ως φυσικής δυνατότητας ένωσης με το Θεό
Η θεοποιός ενέργεια, σύμφωνα με τον Βαρλαάμ, είναι μίμηση του Θεού, η οποία αποτελεί έξη της νοερής και λογικής φύσεως, «ἀπὸ τῆς πρώτης διακοσμήσεως ἀρχομένη καὶ τοῖς ἐσχάτοις ταῶν λογικῶν περατουμένη»23. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αντιτείνει ότι η θεοποιός ενέργεια δεν είναι μίμηση, αλλά μάλλον αμιμησία24. Διότι, εάν η χάρη της θεώσεως είναι φυσική έξη, πράγμα το οποίο σημαίνει ενεργοποίηση και φανέρωση φυσικής δυνάμεως, τότε εκείνος που θεώνεται θα είναι αναγκαστικά φύσει θεός, εφόσον η θέωση γίνεται κατά φυσική δύναμη και είναι καμωμένη ώστε να εμπεριέχεται μέσα στους κτιστούς όρους της φύσεως25. Αν ίσχυε όμως αυτό, τότε δε θα ήταν χάρη, αλλά φανέρωση της ενέργειας κατά φυσική δύναμη. Το συμβάν δε θα ήταν παράδοξο, διότι «κατὰ δεκτικὴν δύναμιν φύσεως ἡ θέωσις εἴη», δηλαδή η θεία ένωση θα συνέβαινε ανάλογα με τη δεκτική δύναμη της φύσεως26. Η θέωση, έτσι, θα ήταν έργο της φύσεως και όχι δώρο του Θεού27. Ο μέτοχός της συνεπώς, θα μπορούσε να ονομάζεται και κυριολεκτικά φύσει Θεός, διότι η κατά φύσιν δύναμη του κάθε όντος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η απαράβατη κίνηση της φύσεως προς την ενέργεια28. Η χάρη της θεώσεως, σύμφωνα με τους πατέρες, λέει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, βρίσκεται πάνω από την αρετή, τη φύση και τη γνώση29. Η αρετή και η μίμηση του Θεού, καθιστά κατάλληλο τον κάτοχό της προς θεία ένωση, και η χάρη είναι εκείνη η οποία τελεσιουργεί αυτή την απόρρητη ένωση30. Ο άνθρωπος γίνεται ένα με το Θεό μέσω της «ενυπόστατης υιοθεσίας», η οποία συμβαίνει με τη χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος31.

2.1.6 Συμπεράσματα
Στο κεφάλαιο αυτό θεωρήσαμε ότι οι απαντήσεις του αγ. Γρηγορίου Παλαμά στις θέσεις του Βαρλαάμ σχετικά με το ζήτημα της θεολογικής γνώσεως, αναφέρονται εμμέσως και στο ζήτημα της αναλογίας του όντος, δεδομένου ότι η αναλογία του όντος αποτελεί το «μέσο» ενοποίησης της φυσικής με την υπερφυσική γνώση, επί της οποίας θεμελιώνεται η θεολογική σκέψη τόσο των σχολαστικών όσο και των αντιπαλαμικών θεολόγων. Επικεντρώσαμε το ενδιαφέρον μας στα σημεία εκείνα, όπου ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς είτε καταφέρεται άμεσα στη χρήση της αναλογίας για την εξίσωση ανάμεσα στη φιλοσοφική και στη θεολογική γνώση, είτε τη χρησιμοποιεί ο ίδιος στην προσπάθεια του να αποδείξει ότι η φιλοσοφική και η θεολογική γνώση αποτελούν δύο εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες.
Διαπιστώσαμε, έτσι, ότι η αναλογία αποτελεί για το Βαρλαάμ ένα διανοητικό τρόπο κατανόησης των πραγμάτων, με βάση τον οποίο θεωρεί ότι η σχέση των όντων προς την αιτία τους μπορεί να οδηγήσει καταφατικά στη γνώση του ίδιου Θεού.
Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο, και με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια γνωρίζει κανείς κάποιες πληροφορίες σχετικά με τα κτιστά όντα, τόσο περισσότερο διαφέρει από τους άλλους ως προς τη γνώση του Θεού. Ο Βαρλαάμ ισχυρίζεται ότι για να επιτευχθεί η οποιαδήποτε γνώση του Θεού, απαιτείται η άριστη γνώση όλων των όντων, ακόμη κι όταν πρόκειται για την αποφατική οδό, η οποία περιφρονεί την καταφατική γνώση των όντων ως κατώτερη της γνώσης του Θεού.
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η αληθινή θεογνωσία αποτελεί μια γνώση η οποία είναι ανώτερη από κάθε σκέψη, γι’ αυτό δεν μπορεί να αποκτηθεί διαμέσου της γνώσης των όντων ή των μη όντων (από το σύνολο δηλαδή των κτιστών), αλλά από το άκτιστο φως το οποίο είναι φυσική δόξα του Θεού. Το άκτιστο φως, δεν παρέχει τη γνώση του Θεού κατά την αιτία ή κατ’ αναλογία, όπως συμβαίνει με την καταφατική ή την αποφατική οδό, αλλά κατά τρόπο υπερ-φυσικό, θείο και πνευματικό.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς διακρίνει γενικά τέσσερις διαφορετικούς τρόπους γνωστικής προσπέλασης των πραγμάτων που προσπίπτουν στην ανθρώπινη αντίληψη, ένας από τους οποίους είναι η «κατ’ αἰτίαν ἢ ἀναλογίαν» αντίληψη. Η ενατένιση της θείας λαμπρότητας από όποιον είναι άξιος, ωστόσο δε στηρίζεται σε οποιαδήποτε δικιά του διανοητική προσπάθεια, αλλά στην καθαρότητα της καρδιάς του και στην ορθή του πίστη. Μόνο τότε θα έλθει το Άγιο Πνεύμα και θα τον καταστήσει ικανό να δει με τρόπο πνευματικό εκείνα που είναι αόρατα από το νου και τη διάνοια.
Ο Βαρλαάμ θεωρεί ότι η θεοποιός ενέργεια είναι μίμηση του Θεού, η οποία αποτελεί έξη της νοερής και λογικής φύσεως, αρχίζοντας από την πρώτη νοερή διακόσμηση και φθάνοντας έως τα τελευταία ανάμεσα λογικά όντα. Η χάρη της θεώσεως, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, δεν αποτελεί φυσική έξη, διότι αυτό υπονοεί κάποια ενεργοποίηση και φανέρωση φυσικής δυνάμεως. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο τότε εκείνος που θεώνεται θα είναι αναγκαστικά φύσει θεός, εφόσον η θέωση γίνεται κατά φυσική δύναμη και είναι καμωμένη ώστε να εμπεριέχεται μέσα στους κτιστούς όρους της φύσεως. Το σωστό αντίθετα, είναι να πούμε ότι η αρετή και η μίμηση του Θεού καθιστά κατάλληλο τον κάτοχό της προς θεία ένωση, ενώ η άκτιστη χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι εκείνη η οποία τελεσιουργεί αυτή την απόρρητη ένωση.
(Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «ἤ, εἴ τι ἀγνοεῖ, τοῦτο ἥγηται Θεόν˙ὅ γάρ ἀγνοεῖ, ἀφαιρεῖν αὐτοῦ τὸ θεῖον, ὡς οὗτος ἔφησεν, ἀδύνατον».
2. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «Καί εἰ, ὧν αὖθις γινώσκει τις, τούτων μόνων αἴτιον γινώσκει Θεόν, ὅσα τὴν γνῶσιν αὐτοῦ διαπέφευγε, τούτων οὐκ αἴτιον ἡγεῖται Θεόν».
3. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «οὐκοῦν, συμμετρήσει τῷ κόσμῳ τὴν θείαν δύναμιν, οὐ γὰρ πλείω γνώσεται τοῦδε τοῦ παντὸς οὗτος».
4. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «εὐχερεστάτων ὄν καὶ ἐκ πάντων ὁλικῶς ἀποφάσκομεν τὸ θεῖον, κἀκ τῶν μήπω ἐγνωσμένων γινώσκομεν τὴν ἀπειροδύναμον δύναμιν».
5. Ἐφ. 1, 20-21.
6. Ρωμ. 8, 35-39.
7. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598.
8. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «Ἀλλ᾿ ἡμεῖς, ὑπεραρθέντες τῆς γνώσεως, μυρίους ἀναπεπείσμεθα κόσμους, οὐχ ὁμοίους μόνον ἀλλὰ καὶ διαφόρους, Θεῷ προαγαγεῖν τῶν εὐχερεστάτων ὄν καὶ ἐκ πάντων ὁλικῶς ἀποφάσκομεν τὸ θεῖον, κἀκ τῶν μήπω ἐγνωσμένων γινώσκομεν τὴν ἀπειροδύναμον δύναμιν».
9. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «Οἱ δὲ ἐξ ἑνὸς μυρίους καὶ ἐκ τοῦ πεπερασμένου τὴν ἄπειρον συνιέντες δύναμιν, πῶς οὐκ ἐκ μετρίων τῶν κατ᾿ αὐτόν ἅπαντα γνωσόμεθα, ὡς ἐξ ὀνύχων φασί τὸν λέοντα καὶ ἐκ κρασπέδου τὸ ὕφασμα, καὶ οὕτω πάντων αἴτιον ἐπιγνωσόμεθα Θεόν καὶ ἀπὸ πάντων τούτων ἀφαιρήσομεν καὶ τὸ τὴν ἐκ τῶν ὄντων θεογνωσίαν ὑπερβαῖνον, ὡς ἐξ οὐκ ὄντων λόγῳ μόνῳ ἅπαντα παρήχθη, διὰ πίστεως προσθήσομεν;».
10. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,66, σελ. 599.
11. Όπως πολύ σωστά το θέτει ο T. ANASTOS, Gregory PalamasRadicalization of the Essence, Energies, and Hypostasis Model of God, GOThR, 38:1-4 (1993), σελ. 348, τόσο η καταφατική όσο και η αποφατική θεολογία βασίζονται πρωταρχικά στη δυνατότητα γνώσης του Θεού διαμέσου των κτισμάτων, των οποίων η σύσταση οφείλεται στη δράση των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Η αληθινή θεογνωσία ωστόσο προσφέρεται σ’ εκείνους μόνο που θα αξιωθούν της χάριτος του ακτίστου φωτός, οι οποίοι δεν μεταβαίνουν απλά από το οντολογικό επίπεδο του κτιστού στο οντολογικό επίπεδο του ακτίστου (δηλαδή από ένα κατώτερο οντολογικό επίπεδο σε ένα άλλο ανώτερο) όπως νομίζει ο T. ANASTOS, αλλά σε μία εντελώς καινούρια ύπαρξη η οποία υπερβαίνει όλες τις οντολογικές-κτιστές κατηγοριοποιήσεις του όντος.
12. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,67, ό.π., σελ. 600.
13. Ἐφ. 5, 32.
14. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,67, σελ. 600, «Ἀλλ᾿ ὑπό Παύλου ἐξελεγθήσῃ, ὅς, ἄγαμος ὤν, «τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί» πρῶτος ἐξεβόησεν, «ἀλλ᾿ εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν».
15. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,30, ό.π., σελ. 441.
16. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή η άποψη του ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Γρηγόριος Παλαμάς, Επιστολή προς Παύλον Ασάνην, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 116, σύμφωνα με την οποία «κατά την χριστιανική διδασκαλία η πορεία του ανθρώπου προς το καθ’ ομοίωσιν συνυφαίνεται στενά και με το βαθμό των νοητικών-επιστημονικών αναπτύξεών του, με το πόσο θα κατανοήσει τους δημιουργικούς λόγους των όντων».
17. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,30, ό.π., σελ. 441, «πνευματικῶς, ὡς καὶ τοὺς τὸ ἀκήρατον φῶς δι’ ἀποκαλύψεως ὁρῶντας».
18. Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο καθηγητής Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ΠΘΣΓΠ, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 89, «ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀπευθυνόμενος προς τους σχολαστικούς τούς διαβεβαιώνει ὅτι μέσα στην ὀρθόδοξη κοινότητα ὑπάρχει ἡ ἀληθινή θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ γεύση μιᾶς ὑπέρτατης ἐμπειρίας, τά ἔργα και ὁ βίος, πού εἶναι το ἀπαρασάλευτο και πραγματικό ἐπιστητό τῆς θεολογίας. Καμιά ἀνάγκη δεν ὑπάρχει οἱ θεολόγοι να ξεκινήσουν ἀπό τις κοινές ἔννοιες και τους συλλογισμούς, γιατί ἁπλούστατα γι’ αὐτούς ἡ θεία παρουσία εἶναι πράγμα».
19. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,30, σελ. 441, «ἄν πλήρης πίστεως καὶ Πνεύματος ἁγίου καταστῆς, τὰ καὶ νῶ ἀόρατα πνευματικῶς θεάση». Αντίθετα, ο K. WΑRΕ, The Debate about Palamism, ECR 9 (1977), σελ. 49-50, νομίζοντας πως συμφωνεί με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, υποστηρίζει ότι ο φυσικός λόγος αποτελεί δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, με βάση το οποίο τόσο οι παλαιοί πατέρες της Εκκλησίας, όσο και οι σύγχρονοι μεγάλοι ορθόδοξοι θεολόγοι, κατάφεραν να διευρύνουν τις θεολογικές τους πεποιθήσεις με τρόπο νοητικό.
20. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,30, ό.π., σελ. 441, «πίστιν γὰρ ἔχων μετρίαν γοῦν, εὐλαβῶς ἀκούση τῶν διηγουμένων κατὰ τὸ ἐκχωροῦν ἐκ τῆς πείρας τὰ ἀπόρρητα».
21. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,30, ό.π., σελ. 441, «μήτε πρὸς τὰ αἰσθητὰ ταῦτα κατασπῶν ἢ τὰ νοητά, εἰ καὶ ὁμωνύμως λέγονται».
22. Όπως το θέτει ο Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογία καί Γλώσσα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002, σελ. 44-45, «ἐάν ἡ γλώσσα μέ τήν ὁποία ἐκφράζεται ἡ ἀλήθεια ἦταν καί αὐτή ἀποκάλυψη, τότε ἀσφαλῶς θά ζητούσαμε ταυτότητα γλώσσας και ἀλήθειας ἤ τουλάχιστον ἀναλογία μεταξύ γλώσσας καί θεολογίας». Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει, ο λόγος ένεκα του οποίου μπορεί κανείς να οδηγηθεί σ’ αυτή την πλάνη, έγκειται στην ύπαρξη αναλογίας ανάμεσα στο είναι του σημαινομένου και του σημαίνοντος, εφόσον αμφότερα αποτελούν ανθρώπινες επινοήσεις.
23. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1, 25, ό.π., σελ. 637.
24. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1,25, ό.π., σελ. 637, «οὐ μᾶλλον οὖν μίμησις ἢ ἀμιμησία».
25. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1,26, ό.π., σελ. 638. Αποδεικνύεται άρα εσφαλμένη η άποψη του N. RUSSEL, Theosis and Gregory Palamas: Continuity or Doctrinal Change?, SVThQ, 50:4 (2006), σελ. 365, σύμφωνα με την οποία ο Βαρλαάμ συμφωνούσε με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά σχετικά με τα όρια του ανθρώπινου λόγου. Αυτό που τους διαφοροποιεί δεν είναι μόνο η θεωρία περί του αισθητού και συνάμα υπερ-αισθητού χαρακτήρα του θείου φωτός, όπως διατείνεται ο N. RUSSEL, αλλά και η εντελώς διαφορετική θεώρηση που είχαν σχετικά με τα όρια του κτιστού λόγου κατά την πορεία προς τη θέωση.
26. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1,26, ό.π., σελ. 638.
27. Ερμηνεύοντας τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ο ΓΡ. ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἠθικο-Πατρολογικὴ Συμβολὴ εἰς τὴν Ἱστορίαν τῶν Ἡσυχαστικῶν Ἐρίδων τοῦ ΙΔ’ αιῶνος, Πετρούπολις-Ἀλεξάνδρεια 1911, σελ. 74, σημειώνει ότι «ἡ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἕνωσις καὶ ἡ θέωσις δὲν δύναται νὰ ἦνε ἀποτέλεσμα μιμήσεως ἁπλῆς καὶ προσωπικῆς, ἀτομικῆς διαθέσεως καθ’ ὁμοίωσιν τῶν ὁμοήθων καὶ ἀγαπώντων ἀλλήλους, διότι ἐν τοιαύτη περιπτώσει εἶσθαι ἔργον τῆς φύσεως, οὐχὶ δὲ τῆς χάριτος καὶ οὐχὶ δῶρον θεῖον». Πρβλ. Ν. Α. ΝΗΣΙΩΤΗ, Ἡ Θεολογία ὡς ἐπιστήμη καὶ ὡς δοξολογία, στο συλλογικό έργο: Θεολογία, Ἀλήθεια καὶ Ζωή, Πνευματικὸν Συμπόσιον, εκδ. Ζωή, Αθήνα 1962, σελ.180.
28. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1,26, ό.π., σελ. 638.
29. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1, 27, ό.π., σελ. 639.
30. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1,27, ό.π., σελ. 639.
31. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1,27, ό.π., σελ. 639, «ἐν αὐτῶ εἶναι καταξιώσαντα διὰ τῆς ἐνυποστάτου κατὰ δωρεὰν καὶ χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος υἱοθεσίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια: