Το εσωτερικό φρούριο, της Αγίας Τερέζας της Άβιλα!
Το
εσωτερικό Φρούριο είναι το πιο πλήρες έργο και το πιο τέλειο της
Μητέρας Τερέζας του Ιησού, όπως λέγεται η Αγία. Έγραψε το κείμενο αυτό
μέσα σε λίγους μήνες στα 1577. Φαντάζεται και εικονίζει την ψυχή σαν ένα
υπέροχο φρούριο από καθαρό κρύσταλλο, χωρισμένο σε επτά κατοικίες.
Το
εσωτερικό φρούριο μάς προσφέρει τις θεμελιακές εμπειρίες, στις οποίες
πρέπει να βασισθούμε για να δώσουμε μιαν ακριβέστατη εικόνα της ψυχής,
έναν ορισμό της ψυχής σαν κέντρο εκείνης της φυσικο-ψυχικής και
πνευματικής σύνθεσης που ονομάζουμε ανθρώπινο όν.
Έτσι
λοιπόν, και πριν μας περιγράψει τί συμβαίνει στο εσωτερικό της ψυχής
τού ανθρωπίνου όντος, μας ξεκαθαρίζει τί πράγμα είναι ακριβώς αυτός ο
εσωτερικός κόσμος. Αυτόν τον σκοπό επιτυγχάνει η εικόνα του κάστρου. Το
σώμα αναπαριστάται με τα τείχη του κάστρου, τα αισθητήρια και οι
πνευματικές δυνάμεις (μνήμη, νόηση και θέληση) πότε είναι υπηρέτες, πότε
φρουροί και πότε είναι απλώς οι κάτοικοι. Η ψυχή με τα πολλά της δώματα
ομοιάζει με τον ουρανό, στον οποίον «υπάρχουν πολλαί μοναί». Τα δώματα
αυτά δεν βρίσκονται κατά μήκος, το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά πρέπει να
φανταστούμε πως στο κέντρο βρίσκεται το παλάτι του βασιλέως και, σαν το
κρεμμύδι, τα υπόλοιπα βρίσκονται γύρω από αυτό το κέντρο και πάνω από
αυτό. Έξω από τα τείχη εκτείνεται ο εξωτερικός κόσμος και στην πιο
εσωτερική πτυχή κατοικεί ο Θεός. Ανάμεσα σ’αυτά τα δύο άκρα υπάρχουν έξι
κατοικίες, που κυκλώνουν ακριβώς την έβδομη. Οι κάτοικοι όμως που
βρίσκονται απ’έξω ή παραμένουν δίπλα στα τείχη, δεν γνωρίζουν τίποτε για
το εσωτερικό τού κάστρου. Η πόρτα για να μπεί κανείς σ’αυτό το κάστρο
είναι η προσευχή και ο διαλογισμός. Σαν προσευχή εννοείται εκείνη στην
οποία είναι γνωστό ποιός προσεύχεται και ποιός είναι αυτός ο οποίος
παρακαλείται.
«Η
πρώτη κατοικία λοιπόν είναι η αυτοσυνείδηση. Μόνον μέσω αυτής
πλησιάζουμε τον Θεό. Μέσω του διαλογισμού λοιπόν του Μεγαλείου του Θεού
γνωρίζουμε την ακάθαρτη καρδιά μας, με την Αγαθότητα Του, την πτωχεία
μας, και από την ταπείνωσή του, κατανοούμε πόσο απέχουμε από αυτές τις
αρετές. Η ψυχή είναι ακόμη σκεπασμένη με τα πράγματα αυτού του κόσμου
και δεν μπορεί να υπολογίσει τον εαυτό της, χωρίς να σκεφτεί ταυτοχρόνως
και τα πράγματα που την κρατούν δεμένη.
Στην
δεύτερη κατοικία η ψυχή αντιλαμβάνεται ήδη μερικές κλήσεις του Θεού. Τα
καλέσματα του Θεού που εισέρχονται σ’αυτήν απ’έξω. Όπως οι λέξεις ενός
κηρύγματος, ένα χωρίο ενός βιβλίου που μοιάζει νά’χει γραφτεί γι’αυτήν,
οι ασθένειες. Η ψυχή ζεί ακόμη μέσα και μέ τον κόσμο.
Στην
τρίτη βρίσκονται οι ψυχές που μετέχουν από καρδίας στα καλέσματα του
Θεού και ενδιαφέρονται πρωτίστως να τακτοποιήσουν την ζωή τους σύμφωνα
με το θέλημα του Θεού. Εδώ αισθάνονται συχνά και κάποια παρηγοριά,
κάποιες συγκινήσεις, ολότελα όμως φυσικές. Δάκρυα μετανοίας, συγκίνηση
στην προσευχή, ικανοποίηση για την πραγματοποίηση πράξεων ελεημοσύνης.
Διαγράψαμε
μέχρι τώρα μία πορεία κανονική και φυσική της ψυχής πρός τον εαυτό της
και πρός τον Θεό. Αυτή η ίδια η πορεία όμως δέν είναι φυσική. Το
ερέθισμα για την συνέχεια τής προσπάθειας ανήκει στην Θεία Χάρη. Όλα όσα
γνωρίζει η ψυχή προέρχονται από την πίστη και η πίστη γεννιέται από όλα
όσα έχουμε ακούσει.
Μόνον
όταν αντιληφθεί μέσα της την παρουσία του Θεού, τότε η ψυχή βρίσκεται
στην τέταρτη κατοικία. Στην θέση της παρηγοριάς έρχονται οι γλυκύτητες
τής προσευχής, που προέρχονται από τον Θεό. Η ψυχή αρχίζει να ησυχάζει
και σιωπά. Όλα αυτά τα δώρα προέρχονται από το κέντρο της ψυχής. Η ψυχή
αρχίζει να αισθάνεται ένα άρωμα να την περιβάλλει, σαν να καίγονται στην
φωτιά αρωματικές ουσίες. Η ψυχή θερμαίνεται και καίει. Οι δυνάμεις της
ψυχής δεν είναι ακόμη ενωμένες με τον Θεό, αλλά έχουν βουτηχτεί σ’Αυτόν.
Ενώ
η ψυχή στην ησυχία της βρίσκεται σαν σε ονειρο, στην πέμπτη κατοικία
αισθάνεται σε πλήρη εγρήγορση για τον Θεό, αλλά κοιμισμένη για τα
πράγματα τού κόσμου καθώς και για τον εαυτό της. Βρίσκεται στην
κατάσταση της ενώσεως με τον Θεό. Κατά την διάρκεια της ενώσεως η ψυχή
δεν κατανοεί τί της συμβαίνει, αλλά ο Θεός τυπώνεται στην ψυχή με
τέτοιον τρόπο, που όταν επιστρέφει στον εαυτό της, δεν μπορεί να
αμφιβάλλει πως υπήρξε στον Θεό, πως φιλοξένησε τον Θεό. Εδώ η ψυχή
κατανοεί πως ο Θεός είναι σε όλα τα πράγματα παρών, με την δύναμη του
και την ουσία του. Είναι δε κάτι εντελώς διαφορετικό από την κατάσταση
κατά την οποία κατοικούσε έξω, αφήνοντας το εσωτερικό της ακατοίκητο! Ο
Θεός στην ένωση τους τής τύπωσε την σφραγίδα του, ώστε η ψυχή να
αναγνωρίζεται σαν ιδιοκτησία του. Η θέληση μας προσφέρεται στο Θείο
Θέλημα. Εδώ πλέον ο Κύριος μάς ζητά μόνον δύο πράγματα! Την αγάπη
γι’Αυτόν και για τον Πλησίον.
Αυτή
η ένωση όμως δεν παύει να είναι μία προετοιμασία για ένα βήμα ακόμη
πιο υψηλο: τον πνευματικό αρραβώνα, ο οποίος πραγματοποιείται στην έκτη
κατοικία.
Παρ’όλα
αυτά όμως ο πόθος της ψυχής αποβλέπει στην διαρκή και μόνιμη ένωση, η
οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον στην έβδομη κατοικία. Όπου και
πραγματοποιείται ο Γάμος. Όπου η ψυχή σχηματίζει ένα μόνον πράγμα με το
πνεύμα και είναι σαν τον ήλιο, ο οποίος είναι ένα μόνον πράγμα με τις
ακτίνες του. Μέσω της θέρμης που έρχεται απο τον ήλιο της δικαιοσύνης, η
ψυχή υψώνεται πάνω από τον εαυτό της. Αυτός ο Γάμος είναι ένα είδος
θεώσεως των ψυχών και είναι η υπέρτατη καταξίωση μίας ψυχής, εδώ στη
Γή.»
Η
ψυχή του ανθρώπου έχει, σαν πνεύμα και σαν εικών του Θεού, το χρέος να
δεχθεί, να γνωρίσει και να αγαπήσει ολόκληρη την Δημιουργία, να συλλάβη
σ’αυτό τον σκοπό της και να τον πραγματοποιήσει με επιτυχία. Στην
βαθμιαία δομή του κτιστού κόσμου αντιστοιχούν οι κατοικίες της ψυχής. Η
πιο εσωτερική κατοικία ανήκει στον Κύριο της κτίσεως, και έτσι
ξεκινώντας από το βάθος, είναι δυνατόν να αποκτήσουμε μία καθολική γνώση
της Δημιουργίας. Έτσι λοιπόν, το να επανεισερχόμαστε στον εαυτό μας
σημαίνει και ένα βαθμιαίο πλησίασμα στον Θεό, όπως το είχε διδάξει
πρώτος ο Αυγουστίνος.
Καθότι
όμως η ψυχή είναι πνεύμα και εικών του Θείου πνεύματος, δεν γνωρίζει
μόνον τον εξωτερικό κόσμο, αλλά και τον εαυτό της. Συνειδητοποιεί όλη
της την πνευματική ζωή και μπορεί να συλλογιστεί γύρω από τον εαυτό της.
Πρέπει όμως να μην ξεχνούμε ότι η ψυχή είναι δυνατόν να συναντήσει και
άλλους, διαφορετικούς εαυτούς, και να σχηματίσει άλλους, αναλόγως της
πόρτας από την οποία εισέρχεται στον εαυτό της.
Μία
πόρτα όπως είπαμε είναι η προσευχή, μία άλλη όμως προσφέρεται από την
σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Διότι η φυσική μας εμπειρία μάς
προσφέρει μία ιδέα αυτών των άλλων και μας λέει ταυτοχρόνως πως και οι
άλλοι έχουν μία ιδέα για μας. Μ’αυτόν τον τρόπο κατορθώνουμε να δούμε
απ’έξω τον εαυτό μας, αλλά δεν μπορούμε να προχωρήσουμε εις βάθος.
Επιπλέον, μία ισχυρή ώθηση αυτοσυνειδησίας έρχεται επίσης από την
σταθεροποίηση της ατομικότητος κατά την περίοδο της εφηβείας. Μόνο που
στην καθαρή ανάγκη αυτογνωσίας, που προκύπτει από την ανακάλυψη αυτού
του εσωτερικού κόσμου, αναμειγνύεται και μία ανάγκη να τελειώνουμε
γρήγορα την διαδικασία και να υποχρεώσουμε σε ισχύ αυτήν την γρήγορη
ματιά που ρίχνουμε αυτήν την εποχή στην ανακάλυψη του εσωτερικού μας
εαυτού.
Μπορούμε
τέλος να επισημάνουμε και την εμπλοκή της επιστήμης στον χώρο της
ψυχής. Της μοντέρνας ψυχολογίας, η οποία κατέληξε γρήγορα σε μία
ψυχολογία χωρίς ψυχή. Τόσο η ουσία της ψυχής, όσο και οι δυνάμεις της
τακτοποιούνται σαν μυθολογικές έννοιες, και η ψυχή ασχολείται μόνο με
ψυχολογικά προβλήματα! Θα μπορούσαμε να πούμε πως το περιεχόμενο αυτής
της ψυχής αποτελείται, από όλο το κάστρο της ψυχής που περιγράφηκε,
μόνον από τα τείχη, και από αυτά τα περισσότερα μέρη είναι γκρεμισμένα
και εγκατελειμμένα.
Μία
διαφορετική, νοησιαρχική προσέγγιση της ψυχής, βλέπει την ουσία της
στην ώθηση της ψυχής για αυτοανάπτυξη. Η ψυχή του ανθρώπου είναι μία
εμβρυακή ζωή, η οποία πρέπει να αυξηθεί μέχρις ολοκληρώσεως. Μία
ιδιότητα της ψυχής είναι λοιπόν η απόλυτη ανάγκη της για να αναπτυχθεί, η
ελεύθερη δραστηριότητα τού προσώπου. Μόνον που αυτή η ψυχή είναι
ουσιαστικώς ένα δημιούργημα, δεν δημιουργεί τον εαυτό της. Δεν γεννά τον
εαυτό της, μπορεί μόνον να τον αυξήσει. Η ζωή αυτής της ψυχής είναι
δεμένη με την δημιουργική αρχή.
Διαθέτουμε
λοιπόν καθαρά σαν δομή της ψυχής τα φαινόμενά της, δηλ. την ταραγμένη
επιφάνεια της ζωής της, τις δυνάμεις της, οι οποίες χτυπούν στην άμεση
συνειδητή ζωή της (όπως είναι π.χ. η διάνοια και η θέληση και η μνήμη
και το συναίσθημα) και τέλος την ουσία της,το κέντρο της.
Έτσι
το Εγώ εμφανίζεται σαν ένα κινητό σημείο μέσα στον χώρο της ψυχής.
Όπου σταθεί και πάρει θέση, εκεί ανάβει το φώς της συνειδήσεως, το οποίο
φωτίζει έναν κάποιο χώρο. Τόσο στον εσωτερικό κόσμο, όσο και στον
εξωτερικό προς τον οποίον είναι στραμμένο. Παραμένει όμως δεμένο με το
κέντρο της ψυχής, στο οποίο και είναι σαν να βρίσκεται στο σπίτι του.
Και δεν καλείται από το κέντρο αυτό μόνο για τον Ιερό Γάμο, αλλά και για
να πάρει τις έσχατες αποφάσεις, στις οποίες και βρίσκεται ο προορισμός
του ανθρώπου σαν ελευθέρου προσώπου.
Στο
κέντρο της ψυχής ακούγεται η φωνή της συνειδήσεως και είναι η βάση των
ελευθέρων προσωπικών αποφάσεων. Είναι δε η ίδια βάση που χρησιμεύει για
την ελεύθερη ένωση με τον Θεό. Όπου εγκαταλείπεται η θέληση στον Θεό.
Αυτό είναι και το μέτρο της ποιότητός μας. Και κατά βάθος φανερώνεται
τοιουτοτρόπως πως πνεύμα και ψυχή είναι ένα μόνο πράγμα, αλλά είναι
επίσης και υποχρεωμένα να διακρίνονται. Διότι η ψυχή μέσω του Εγώ
παίρνει τις αποφάσεις της, αναλαμβάνει τις ευθύνες της, τις αποστολές
της. Διότι θεωρία και πράξη διαθέτουν μία κοινή βάση.
ΑΥΤΟ
ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΘΑΡΩΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ ΤΡΟΠΟ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ. Το αρχαίο
κατ’εικόνα, ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΝΟΥ, για να μπορέσει να υπάρξει το Εγώ, διότι Εγώ
και νούς δέν μπορούν να συνυπάρξουν. Και θα το δούμε αυτό
αναλυτικότερα. Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου