FLORENSKIJ-Φλωρενσκι
Υπάρχει όμως ένας άλλος βαθύτερος λόγος ένεκεν του οποίου η νόηση δέν μπορεί να οδηγηθεί μόνον απο τον νόμο της ταυτότητος και απο τις ταυτολογίες. Λόγω της κεντρικης σημασίας του στύλ και λόγω της αναγνωρίσεως της ατελείωτης ποικιλίας των γλωσσικών στύλ και των στύλ αφηγήσεως.
Αυτό προκύπτει εύκολα απο την ερώτηση που θέτει : «Η προοπτική της ερμηνείας του κόσμου είναι μια φυσική εικόνα της πραγματικότητος, αυθεντικός λόγος του κόσμου, ή είναι αντιθέτως μόνον μια ιδιαίτερη ορθογραφία, μια κατασκευή ανάμεσα σε τόσες άλλες, χαρακτηριστική αυτών που την δημιούργησαν, η οποία ανήκει περισσότερο στον αιώνα και στην αντίληψη αυτών που την επινόησαν (στην νοοτροπία) και η οποία εκφράζει το στύλ τους, την βιοθεωρία τους, τον τρόπο τους, αλλα δέν αποκλείει καθόλου την δυνατότητα άλλων ορθογραφιών, άλλων συστημάτων μεταγραφής τα οποία αντιστοιχούν στην αντίληψη της ζωής και στο στύλ άλλων αιώνων; Επι πλέον, ίσως, δέν αποκλείει τήν δυνατότητα συστημάτων μεταγραφής πιο κοντινών στην αληθινή ουσία αυτής, διότι σε κάθε περίπτωση, η παρακοή αυτής της προοπτικής μεταγραφής στο τέλος-τέλος επηρεάζει τόσο λίγο την καλλιτεχνική αξία της αναπαραστάσεως, όσο τα γραμματικά λάθη στο κείμενο ενός Αγίου ενοχλούν τη ζωτική αλήθεια της εμπειρίας που μεταφέρει».
Κατα την κρίση του Φλωρένσκι λοιπόν η προοπτική είναι το ειδικό στύλ μιας εποχής συγκεκριμένης, και επομένως έχει σχετική αξία, και δέν μπορεί να αξιώσει καμία απολυτότητα.
Συμβαίνει στην ιστορία, σε περιόδους καλλιτεχνικής δημιουργίας και όπου δέν σημειώνεται χρήση της προοπτικής, οι δημιουργοί εικαστικών τεχνών να «γνώριζαν» αλλά να μήν ήθελαν να τήν χρησιμοποιήσουν, ή ακριβέστερα νά ήθελαν να χρησιμοποιούν άλλη αρχή αναπαράστασης απο εκείνη της προοπτικής, διότι το πνεύμα της εποχής συνελάμβανε και ένιωθε τον κόσμο μ’έναν τρόπο που συμπεριλάμβανε εντός του αυτή την μέθοδο αναπαράστασης.
Ο λόγος είναι ότι σε τελική ανάλυση υπάρχουν μόνο δύο εμπειρίες του κόσμου : Η ανθρώπινη εμπειρία και η «Επιστημονική», δηλ. Καντιανή, το ίδιο όπως υπάρχουν δύο στάσεις ζωής, εσωτερική και εξωτερική, καθώς και οι δύο τύποι πολιτισμού, ο θεωρητικός –δημιουργικός και ο αρπαχτικός-μηχανικός.
Μιλώντας για την προοπτική, πρέπει να πούμε πώς ένας πρωταθλητής της προοπτικής υπήρξε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Ο «Μυστικός δείπνος» έχει σαν στόχο να σβήσει το χωρικό σύνορο ανάμεσα σ’εκείνον τον Ευαγγελικό κόσμο και τούτον τον καθημερινό, δείχνοντας έναν Χριστό που έχει μια ιδιαίτερη αξία, όχι μια ιδιαίτερη πραγματικότητα!
Αντιθέτως με τον Ραφαήλ και ιδίως με τον πίνακα του το «Όραμα του Ιεζεκιήλ», έχουμε να κάνουμε με πολλές οπτικές γωνίες και πολλούς ορίζοντες. Ο χώρος του οράματος δέν συνταιριάζει με τον γήινο χώρο, κάτι απαραίτητο όμως διότι στην αντίθετη περίπτωση ο καθήμενος επι τα Χερουβείμ θα φάνταζε απλώς ένας άνθρωπος που δέν πέφτει παρά τους νόμους της μηχανικής.
Εδώ η ισορροπία των δύο αρχών, της προοπτικής και της μή-προοπτικής, αντιστοιχεί στην ειρηνική συνύπαρξη των δύο κόσμων, των δύο χώρων. Λές και σηκώνεται σιωπηρά μπροστά μας η αυλαία ενός άλλου κόσμου και τα μάτια μας αντικρύζουν όχι μια σκηνή η μια οφθαλμαπάτη τούτου του κόσμου, αλλά μια άλλη αυθεντική πραγματικότητα, που μολαταύτα δέν εισβάλλει εδώ.
Τά στύλ λοιπόν δέν ψεύδονται μόνον, αλλά είναι κάι αλλοιωμένα απέξω, λόγω τής συνυπάρξεως μέ άλλα εναλλακτικά στύλ, αλλά καί εκ τών έσω, λόγω παραμορφώσεων καί παραβάσεων, πού αρνούνται νά θεωρήσουν τόν αναπαριστώμενο ορίζοντα στόν οποίο κινούνται, σάν τήν φυσική εικόνα τής πραγματικότητος .
Η προοπτική λοιπόν, αποκτά κάποια αξία μόνον εάν καί εφόσον σ’αυτή μπορούν νά αντιπαρατεθούν τρόποι περιγραφής πού θά μάς επέτρεπαν νά φανταστούμε καί να δούμε διαφορετικά.
Μπορούμε να συμπεράνουμε ήδη λοιπόν πώς η επικουρική βοηθητική λειτουργία τών νοητικών κατασκευών, οι οποίες μέσω τών συσχετίσεών τους μάς δίνουν τό μοντέλο τής πραγματικότητος, καθεαυτές, δέν σημαίνουν ακόμη τίποτε σέ σχέση μέ τήν πραγματικότητα. Οι ιδιότητες τής πραγματικότητος, γιά μιά νοησιαρχική γνώση, πρέπει νά συστηματοποιηθούν σέ κάποιο σημείο, δηλ στό χώρο, στό πράγμα ή στό περιβάλλον, πού όμως συγκεκριμένα δέν είναι ανάγκη νά τό προσδιορίζει η εμπειρία, διότι εξαρτάται από τό στύλ τής σκέψεως καί όχι από τήν δομή τής εμπειρίας.
Γιαυτόν τό λόγο ακριβώς, λόγω τής κεντρικής σημασίας καί λόγω τού πλήθους τών στύλ, η γλώσσα δέν λέει ποτέ πώς είναι η πραγματικότης, αλλά σχεδιάζει τούς δυνατούς εναλλακτικούς τρόπους σύμφωνα μέ τούς οποίους μπορούμε νά μιλήσουμε με τό στύλ πού έχουμε προεπιλέξει. Αυτό σημαίνει πώς έχουν νόημα μόνον οι προτάσεις των οποίων είναι δυνατόν νά σκεφθούμε τήν αντίθετη (πρόταση), καί γιαυτόν τόν λόγο ο νόμος τής ταυτότητος , ο οποίος απαιτεί νά είναι μιά απόλυτη καί καθολική βάση κάθε εμπνεύσεως, θρυμματίζεται καί έρχεται σέ αντίφαση μέ κάθε πραγματική έμπνευση. Διότι κάθε Α, απορρίπτοντας όλα τά άλλα στοιχεία, απορρίπτεται από όλα τά άλλα στοιχεία, γιατί άν καθένα από αυτά γιά τό Α είναι μόνον «όχι –Α», καί τό Α τότε σέ σχέση μέ τό «όχι-Α» είναι μόνο ένα όχι- «όχι –Α».
Όπως επισημάνθηκε καί πιό πάνω, γιά τόν Φλωρένσκι, είναι άλλο τόσο αδύνατον στήν νόηση νά λειτουργήση αποτελεσματικά βασισμένη αποκλειστικώς στόν «νόμο τής επαρκούς νοήσεως» δηλ. πάνω σέ μία κρίση η οποία δίνεται εμμέσως (διαλογικώς), καθώς ακολουθώντας αυτόν τόν δρόμο, κάθε κρίση παραπέμπει σέ μιά άλλη κρίση, καί τοιουτοτρόπως χωρίς τέλος.
Όλη η λογική τής αποδείξεως έγκειται στήν δυνατότητα νά δικαιολογείται κάθε βήμα ή σκαλοπάτι τής κατερχόμενης κλίμακος τών κρίσεων. Δηλ. στήν σταθερή καί απόλυτη δυνατότητα νά κατεβούμε ακόμη ένα τουλάχιστον σκαλί πιό κάτω από κάθε δεδομένο. Αλλά ακριβώς αυτή η ουσία τής αποδείξεως αποτελεί καί τήν Αχίλλειο πτέρνα της, εξηγεί ο Φλωρένσκι. Τό Regressus in indefinitum, η απροσδιόριστη οπισθοδρόμηση, δίνεται εν δυνάμει κι όχι εν ενεργεία, όχι σάν μιά πραγματικότης πεπερασμένη καί πραγματοποιημένη σέ κάποιο χώρο καί σέ κάποιο χρόνο. Η λογική τής αποδείξεως δημιουργεί στόν χρόνο τό όνειρο τής αιωνιότητος, αλλά δέν επιτρέπει τήν απόκτηση τής αιωνιότητος. Γιαυτό καί η λογική τής κρίσεως, δέν προσφέρει τήν βεβαιότητα τής αλήθειας σάν πραγματικά υπαρκτή στήν δικαίωσή της, αλλά μόνον στήν εν δυνάμει δυνατότητα, στήν δικαιολογησιμότητά της.
Τά συμπεράσματα πού πρέπει νά τονίσουμε από τά αναγνωρισμένα όρια τού νόμου τής ταυτότητος κάι τής επαρκούς νοήσεως ή λογικής, είναι ήδη εμφανή, «μιά διανοητική πρόταση μπορεί νά είναι αλήθεια μόνον εάν προβλέπει όλες τίς αντιρρήσεις σέ όλες τίς απαντήσεις. Αλλά γιά νά προβλέψει όλες τίς αντιρρήσεις πρέπει νά τίς προσλάβει όχι σάν κάτι συγκεκριμένο, αλλά πρέπει νά συλλάβει τό όριό τους. Συμπεραίνεται λοιπόν πώς η αλήθεια είναι μιά κρίση η οποία συμπεριέχει καί τό όριο όλων αυτών πού μπορούν νά τήν ακυρώσουν δηλ. η αλήθεια αυτή είναι μιά αυτοαναιρούμενη κρίση. Η απολυτότης τής αλήθειας εκφράζεται απο τυπικής απόψεως στό γεγονός πώς η αλήθεια υπονοεί καί δέχεται προκαταβολικώς τήν άρνησή της καί απαντά στίς αμφιβολίες γιά τήν αληθοφάνειά της δεχόμενη τήν αμφιβολία καθεαυτή, καί μάλιστα οριακά, στό όριό της».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Υπάρχει όμως ένας άλλος βαθύτερος λόγος ένεκεν του οποίου η νόηση δέν μπορεί να οδηγηθεί μόνον απο τον νόμο της ταυτότητος και απο τις ταυτολογίες. Λόγω της κεντρικης σημασίας του στύλ και λόγω της αναγνωρίσεως της ατελείωτης ποικιλίας των γλωσσικών στύλ και των στύλ αφηγήσεως.
Αυτό προκύπτει εύκολα απο την ερώτηση που θέτει : «Η προοπτική της ερμηνείας του κόσμου είναι μια φυσική εικόνα της πραγματικότητος, αυθεντικός λόγος του κόσμου, ή είναι αντιθέτως μόνον μια ιδιαίτερη ορθογραφία, μια κατασκευή ανάμεσα σε τόσες άλλες, χαρακτηριστική αυτών που την δημιούργησαν, η οποία ανήκει περισσότερο στον αιώνα και στην αντίληψη αυτών που την επινόησαν (στην νοοτροπία) και η οποία εκφράζει το στύλ τους, την βιοθεωρία τους, τον τρόπο τους, αλλα δέν αποκλείει καθόλου την δυνατότητα άλλων ορθογραφιών, άλλων συστημάτων μεταγραφής τα οποία αντιστοιχούν στην αντίληψη της ζωής και στο στύλ άλλων αιώνων; Επι πλέον, ίσως, δέν αποκλείει τήν δυνατότητα συστημάτων μεταγραφής πιο κοντινών στην αληθινή ουσία αυτής, διότι σε κάθε περίπτωση, η παρακοή αυτής της προοπτικής μεταγραφής στο τέλος-τέλος επηρεάζει τόσο λίγο την καλλιτεχνική αξία της αναπαραστάσεως, όσο τα γραμματικά λάθη στο κείμενο ενός Αγίου ενοχλούν τη ζωτική αλήθεια της εμπειρίας που μεταφέρει».
Κατα την κρίση του Φλωρένσκι λοιπόν η προοπτική είναι το ειδικό στύλ μιας εποχής συγκεκριμένης, και επομένως έχει σχετική αξία, και δέν μπορεί να αξιώσει καμία απολυτότητα.
Συμβαίνει στην ιστορία, σε περιόδους καλλιτεχνικής δημιουργίας και όπου δέν σημειώνεται χρήση της προοπτικής, οι δημιουργοί εικαστικών τεχνών να «γνώριζαν» αλλά να μήν ήθελαν να τήν χρησιμοποιήσουν, ή ακριβέστερα νά ήθελαν να χρησιμοποιούν άλλη αρχή αναπαράστασης απο εκείνη της προοπτικής, διότι το πνεύμα της εποχής συνελάμβανε και ένιωθε τον κόσμο μ’έναν τρόπο που συμπεριλάμβανε εντός του αυτή την μέθοδο αναπαράστασης.
Ο λόγος είναι ότι σε τελική ανάλυση υπάρχουν μόνο δύο εμπειρίες του κόσμου : Η ανθρώπινη εμπειρία και η «Επιστημονική», δηλ. Καντιανή, το ίδιο όπως υπάρχουν δύο στάσεις ζωής, εσωτερική και εξωτερική, καθώς και οι δύο τύποι πολιτισμού, ο θεωρητικός –δημιουργικός και ο αρπαχτικός-μηχανικός.
Μιλώντας για την προοπτική, πρέπει να πούμε πώς ένας πρωταθλητής της προοπτικής υπήρξε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Ο «Μυστικός δείπνος» έχει σαν στόχο να σβήσει το χωρικό σύνορο ανάμεσα σ’εκείνον τον Ευαγγελικό κόσμο και τούτον τον καθημερινό, δείχνοντας έναν Χριστό που έχει μια ιδιαίτερη αξία, όχι μια ιδιαίτερη πραγματικότητα!
Αντιθέτως με τον Ραφαήλ και ιδίως με τον πίνακα του το «Όραμα του Ιεζεκιήλ», έχουμε να κάνουμε με πολλές οπτικές γωνίες και πολλούς ορίζοντες. Ο χώρος του οράματος δέν συνταιριάζει με τον γήινο χώρο, κάτι απαραίτητο όμως διότι στην αντίθετη περίπτωση ο καθήμενος επι τα Χερουβείμ θα φάνταζε απλώς ένας άνθρωπος που δέν πέφτει παρά τους νόμους της μηχανικής.
Εδώ η ισορροπία των δύο αρχών, της προοπτικής και της μή-προοπτικής, αντιστοιχεί στην ειρηνική συνύπαρξη των δύο κόσμων, των δύο χώρων. Λές και σηκώνεται σιωπηρά μπροστά μας η αυλαία ενός άλλου κόσμου και τα μάτια μας αντικρύζουν όχι μια σκηνή η μια οφθαλμαπάτη τούτου του κόσμου, αλλά μια άλλη αυθεντική πραγματικότητα, που μολαταύτα δέν εισβάλλει εδώ.
Τά στύλ λοιπόν δέν ψεύδονται μόνον, αλλά είναι κάι αλλοιωμένα απέξω, λόγω τής συνυπάρξεως μέ άλλα εναλλακτικά στύλ, αλλά καί εκ τών έσω, λόγω παραμορφώσεων καί παραβάσεων, πού αρνούνται νά θεωρήσουν τόν αναπαριστώμενο ορίζοντα στόν οποίο κινούνται, σάν τήν φυσική εικόνα τής πραγματικότητος .
Η προοπτική λοιπόν, αποκτά κάποια αξία μόνον εάν καί εφόσον σ’αυτή μπορούν νά αντιπαρατεθούν τρόποι περιγραφής πού θά μάς επέτρεπαν νά φανταστούμε καί να δούμε διαφορετικά.
Μπορούμε να συμπεράνουμε ήδη λοιπόν πώς η επικουρική βοηθητική λειτουργία τών νοητικών κατασκευών, οι οποίες μέσω τών συσχετίσεών τους μάς δίνουν τό μοντέλο τής πραγματικότητος, καθεαυτές, δέν σημαίνουν ακόμη τίποτε σέ σχέση μέ τήν πραγματικότητα. Οι ιδιότητες τής πραγματικότητος, γιά μιά νοησιαρχική γνώση, πρέπει νά συστηματοποιηθούν σέ κάποιο σημείο, δηλ στό χώρο, στό πράγμα ή στό περιβάλλον, πού όμως συγκεκριμένα δέν είναι ανάγκη νά τό προσδιορίζει η εμπειρία, διότι εξαρτάται από τό στύλ τής σκέψεως καί όχι από τήν δομή τής εμπειρίας.
Γιαυτόν τό λόγο ακριβώς, λόγω τής κεντρικής σημασίας καί λόγω τού πλήθους τών στύλ, η γλώσσα δέν λέει ποτέ πώς είναι η πραγματικότης, αλλά σχεδιάζει τούς δυνατούς εναλλακτικούς τρόπους σύμφωνα μέ τούς οποίους μπορούμε νά μιλήσουμε με τό στύλ πού έχουμε προεπιλέξει. Αυτό σημαίνει πώς έχουν νόημα μόνον οι προτάσεις των οποίων είναι δυνατόν νά σκεφθούμε τήν αντίθετη (πρόταση), καί γιαυτόν τόν λόγο ο νόμος τής ταυτότητος , ο οποίος απαιτεί νά είναι μιά απόλυτη καί καθολική βάση κάθε εμπνεύσεως, θρυμματίζεται καί έρχεται σέ αντίφαση μέ κάθε πραγματική έμπνευση. Διότι κάθε Α, απορρίπτοντας όλα τά άλλα στοιχεία, απορρίπτεται από όλα τά άλλα στοιχεία, γιατί άν καθένα από αυτά γιά τό Α είναι μόνον «όχι –Α», καί τό Α τότε σέ σχέση μέ τό «όχι-Α» είναι μόνο ένα όχι- «όχι –Α».
Όπως επισημάνθηκε καί πιό πάνω, γιά τόν Φλωρένσκι, είναι άλλο τόσο αδύνατον στήν νόηση νά λειτουργήση αποτελεσματικά βασισμένη αποκλειστικώς στόν «νόμο τής επαρκούς νοήσεως» δηλ. πάνω σέ μία κρίση η οποία δίνεται εμμέσως (διαλογικώς), καθώς ακολουθώντας αυτόν τόν δρόμο, κάθε κρίση παραπέμπει σέ μιά άλλη κρίση, καί τοιουτοτρόπως χωρίς τέλος.
Όλη η λογική τής αποδείξεως έγκειται στήν δυνατότητα νά δικαιολογείται κάθε βήμα ή σκαλοπάτι τής κατερχόμενης κλίμακος τών κρίσεων. Δηλ. στήν σταθερή καί απόλυτη δυνατότητα νά κατεβούμε ακόμη ένα τουλάχιστον σκαλί πιό κάτω από κάθε δεδομένο. Αλλά ακριβώς αυτή η ουσία τής αποδείξεως αποτελεί καί τήν Αχίλλειο πτέρνα της, εξηγεί ο Φλωρένσκι. Τό Regressus in indefinitum, η απροσδιόριστη οπισθοδρόμηση, δίνεται εν δυνάμει κι όχι εν ενεργεία, όχι σάν μιά πραγματικότης πεπερασμένη καί πραγματοποιημένη σέ κάποιο χώρο καί σέ κάποιο χρόνο. Η λογική τής αποδείξεως δημιουργεί στόν χρόνο τό όνειρο τής αιωνιότητος, αλλά δέν επιτρέπει τήν απόκτηση τής αιωνιότητος. Γιαυτό καί η λογική τής κρίσεως, δέν προσφέρει τήν βεβαιότητα τής αλήθειας σάν πραγματικά υπαρκτή στήν δικαίωσή της, αλλά μόνον στήν εν δυνάμει δυνατότητα, στήν δικαιολογησιμότητά της.
Τά συμπεράσματα πού πρέπει νά τονίσουμε από τά αναγνωρισμένα όρια τού νόμου τής ταυτότητος κάι τής επαρκούς νοήσεως ή λογικής, είναι ήδη εμφανή, «μιά διανοητική πρόταση μπορεί νά είναι αλήθεια μόνον εάν προβλέπει όλες τίς αντιρρήσεις σέ όλες τίς απαντήσεις. Αλλά γιά νά προβλέψει όλες τίς αντιρρήσεις πρέπει νά τίς προσλάβει όχι σάν κάτι συγκεκριμένο, αλλά πρέπει νά συλλάβει τό όριό τους. Συμπεραίνεται λοιπόν πώς η αλήθεια είναι μιά κρίση η οποία συμπεριέχει καί τό όριο όλων αυτών πού μπορούν νά τήν ακυρώσουν δηλ. η αλήθεια αυτή είναι μιά αυτοαναιρούμενη κρίση. Η απολυτότης τής αλήθειας εκφράζεται απο τυπικής απόψεως στό γεγονός πώς η αλήθεια υπονοεί καί δέχεται προκαταβολικώς τήν άρνησή της καί απαντά στίς αμφιβολίες γιά τήν αληθοφάνειά της δεχόμενη τήν αμφιβολία καθεαυτή, καί μάλιστα οριακά, στό όριό της».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου