Το πόσο καλά λειτουργούσε μία διεθνής συνεργασία σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως το 2008, εξαρτιόταν πάντοτε από το εάν στηριζόταν από μία μεγάλη δύναμη που θα μπορούσε να την επιβάλλει – όπως των Η.Π.Α. στην περίπτωση της Δύσης και του Bretton Woods, της Μ. Βρετανίας πριν από τις Η.Π.Α. ή της Ρώμης στο απώτερο παρελθόν.
Ανάλυση
Ο σημαντικότερος λόγος, για τον οποίο η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 δεν οδήγησε σε μία παγκόσμια, καταστροφική ύφεση όπως συνέβη το 1930, δεν ήταν τόσο η επέμβαση των κεντρικών τραπεζών – αλλά το γεγονός πως όλα τα μεγάλα κράτη συνεργάσθηκαν μεταξύ τους, όταν υιοθέτησαν μέτρα για την άμβλυνση, για το μετριασμό καλύτερα της κρίσης. Εξαίρεση αποτέλεσε δυστυχώς η Γερμανία η οποία, αντίθετα, την εκμεταλλεύθηκε με το χειρότερο δυνατό τρόπο – ενώ, εάν δεν είχε επέμβει η ΕΚΤ το 2012, η νομισματική ένωση θα αποτελούσε ήδη παρελθόν.
Τεκμηριώθηκε λοιπόν με απλά λόγια το γνωστό «Η ισχύς εν τη ενώσει», το οποίο δεν έχουμε δυστυχώς ακόμη κατανοήσει στην Ελλάδα μετά από οκτώ χρόνια βαθιάς ύφεσης, συνεχίζοντας να αναλωνόμαστε σε διαβρωτικές εμφύλιες διαμάχες – με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται τα προβλήματα μας επιδεινούμενα, χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον μας.
Είναι βέβαια σωστό πως τα μέτρα των κεντρικών τραπεζών, όπως ο μηδενισμός των βασικών επιτοκίων και τα πακέτα ρευστότητας (QE), σε συνδυασμό με την αύξηση των κρατικών δαπανών και με τη διάσωση των εμπορικών τραπεζών/λοιπών επιχειρήσεων, ήταν αυτά που τελικά εμπόδισαν την ολοκληρωτική κατάρρευση του παγκοσμίου συστήματος. Εν τούτοις θα ήταν πολύ λιγότερο αποτελεσματικά, εάν οι ισχυρές χώρες δεν είχαν συνεργασθεί μεταξύ τους – όπως στην περίπτωση της ανταλλαγής ρευστότητας σε διάφορα νομίσματα, για να αποφευχθεί η επικίνδυνη χρηματοπιστωτική παγίδα, στην οποία είχαν οδηγηθεί οι εμπορικές τράπεζες.
Ειδικότερα, το Νοέμβριο του 2008 οι μεγάλες βιομηχανικές και αναπτυσσόμενες χώρες συμφώνησαν, κατά τη συνάντηση των G20 στην Ουάσιγκτον και την επόμενη στο Λονδίνο (άνοιξη του 2009), σε μία κοινή αντιμετώπιση της κρίσης. Τότε τοποθετήθηκαν τα θεμέλια αυστηρότερων κανόνων για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παγκοσμίως – ενώ συμφωνήθηκε πως τα κράτη θα στήριζαν την επεκτατική πολιτική των κεντρικών τραπεζών με την αύξηση των δημοσίων δαπανών, για να μην καταρρεύσει η οικονομία. Φθηνή ρευστότητα και άνοδος των δημοσίων επενδύσεων ήταν ουσιαστικά η συνταγή – σημειώνοντας πως στην Ελλάδα επιβλήθηκαν ακριβώς τα αντίθετα μέτρα, εν γνώσει φυσικά των «ξένων σωστικών συνεργείων» που αποστάλθηκαν, με αποτέλεσμα να στραγγαλισθεί εντελώς όπως διαπιστώνεται από την εξέλιξη του ΑΕΠ και του χρέους της ως προς το ΑΕΠ (γράφημα), παρά το PSI (ανάλυση).
Το ότι συμφώνησαν όλες μαζί οι χώρες ήταν σημαντικό, αφού έτσι δεν επετράπη σε καμία να συμπεριφερθεί όπως αυτός που εκμεταλλεύεται τη γενναιοδωρία των άλλων, χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτα – με την πονηρή ελπίδα πως η αύξηση των δαπανών των άλλων θα οδηγούσε στην άνοδο των εξαγωγών του, οπότε στην εξυγίανση και στην επί πλέον ωφέλεια του. Τέτοιου είδους «εγωιστικές» συμπεριφορές θα περιόριζαν προφανώς την ισχύ των μέτρων – αν και οφείλουμε να τονίσουμε ξανά εδώ πως η Γερμανία, έχοντας κρυφτεί πίσω από την Ευρωζώνη, ενήργησε ύπουλα, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι εξαγωγές και τα πλεονάσματα της, οπότε να εκμεταλλευθεί ασύστολα τους πάντες (γράφημα).
Περαιτέρω, πριν από τη Μεγάλη Ύφεση του 1930, είχε συμβεί κάτι εντελώς διαφορετικό, αφού τότε τα κράτη δεν είχαν συνεργασθεί μεταξύ τους – ακολουθώντας το καθένα τα δικά του ιδιοτελή συμφέροντα, έτσι όπως τα αντιλαμβανόταν το ίδιο, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η κρίση. Για παράδειγμα, η Γαλλία είχε διατηρήσει υποτιμημένο το νόμισμα της – σε αντίθεση με τη Μ. Βρετανία που ήταν υπερτιμημένο λόγω της σύνδεσης του με το χρυσό, όπου παρέμενε στον κανόνα του.
Με τον ύπουλο αυτό τρόπο η Γαλλία αφαιρούσε τα αποθέματα χρυσού της Μ. Βρετανίας, μέσω των εμπορικών πλεονασμάτων που είχε απέναντι της με τη βοήθεια του υποτιμημένου της νομίσματος (τότε το έλλειμμα εξοφλούταν με χρυσό) – αναγκάζοντας την να υιοθετήσει μία πολιτική, κυρίως αυξάνοντας τα επιτόκια, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να εντείνει ακόμη περισσότερο την ύφεση, στην οποία είχε βυθιστεί (υπενθυμίζουμε πως τότε η στερλίνα ήταν το νούμερο ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, όπως σήμερα το δολάριο, οπότε η Μ. Βρετανία δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον κανόνα του χρυσού και να το αποδυναμώσει).
Όσον αφορά τη Γερμανία, εισέρρεαν τότε στην οικονομία της μεγάλες ποσότητες χρημάτων με βραχυπρόθεσμες πιστώσεις – τα οποία όμως άρχισαν να εκρέουν μαζικά όταν έσπασε η φούσκα του χρηματιστηρίου με το κραχ του 1929 (κάτι που παρατηρείται πρόσφατα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως στην Τουρκία, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία κλπ. με αποτέλεσμα να έχουν βυθιστεί σε νομισματικές κρίσεις). Η γερμανική κεντρική τράπεζα αναγκάσθηκε λοιπόν με τη σειρά της να αυξήσει τα βασικά επιτόκια, για να αμυνθεί απέναντι στις μαζικές εκροές – οπότε ενέτεινε επίσης την ύφεση που μάστιζε την οικονομία της.
Όλα μαζί τώρα τα κράτη αντέδρασαν στις εξελίξεις αυτές με την αύξηση των δασμών τους – για να στηρίξουν το εξαγωγικό τους εμπόριο που υφίστατο μεγάλες πιέσεις, οπότε για να επιλύσουν με τη βοήθεια των άλλων τα προβλήματα τους. Ως εκ τούτου κατέρρευσε η ζήτηση παγκοσμίως – με τα γνωστά επακόλουθα που οδήγησαν αργότερα στον καταστροφικό 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συνεχίζοντας, οι εμπειρίες αυτές συνετέλεσαν στο να επιδιώξουν τα κράτη μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο μία στενότερη οικονομική συνεργασία, συμφωνημένη μεταξύ τους – γεγονός που ήταν ο στόχος της σύσκεψης του Bretton Woods πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος, όπου 44 χώρες υπό την ηγεσία των Η.Π.Α. σχεδίασαν ένα καινούργιο νομισματικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, από το οποίο «γεννήθηκαν» το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Δυστυχώς όμως το σύστημα αυτό, με αφετηρία τη μονομερή έξοδο των Η.Π.Α. από τον κανόνα του χρυσού το 1971, έχασε την αρχική του δυναμικότητα – ενώ οι στόχοι του ΔΝΤ στη συνέχεια «διαβρώθηκαν», αφού χρησιμοποιήθηκε ως το μακρύ χέρι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, με την άνοδο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.
Σήμερα πάντως λέγεται πως όταν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία συνήθως συμβαίνει ανά δέκα χρόνια, δεν υπάρχουν τα μέσα αντίδρασης ούτε στις κεντρικές τράπεζες (μόνο η Fed έχει καταφέρει να αυξήσει τα βασικά επιτόκια, αλλά δεν έχει απορροφήσει ούτε αυτή την υπερβάλλουσα ρευστότητα – ενώ οι υπόλοιπες μεγάλες συνεχίζουν να τροφοδοτούν με νέα χρήματα το σύστημα), ούτε στα κράτη – αφού η μεγάλη αύξηση των χρεών των ισχυρότερων χωρών, ειδικά των Η.Π.Α. και της Κίνας, καθιστά προβληματικές τις δημόσιες επενδύσεις για τη στήριξη της οικονομίας.
Όσον αφορά την Ευρώπη, τα περισσότερα κράτη της είναι υπερχρεωμένα, ενώ το χρηματοπιστωτικό της σύστημα παραμένει εξαιρετικά προβληματικό – με έναν τεράστιο όγκο ισολογισμού, σχετικά με το ΑΕΠ της. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα όμως είναι η ενδοευρωπαϊκή και η διεθνής συνεργασία – ειδικά η τελευταία που, με κριτήριο τις σχετικά πρόσφατες εξελίξεις, κυρίως την πολιτική του προστατευτισμού που υιοθέτησε ο πρόεδρος Trump, δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν (για τη Γερμανία που επιμένει να παράγει πλεονάσματα εις βάρος των ελλειμμάτων των υπολοίπων χωρών, αυξάνοντας ως εκ τούτου ακόμη περισσότερο τα χρέη τους, ισχύει κάτι ανάλογο).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, δεν υπήρξε ποτέ μία έντιμη, πόσο μάλλον τέλεια συνεργασία μεταξύ των διαφόρων κρατών του πλανήτη – προφανώς ούτε πριν από την εκλογή του προέδρου Trump. Εν τούτοις, το πόσο καλά λειτουργούσε μία διεθνής συνεργασία σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, εξαρτιόταν πάντοτε από το εάν στηριζόταν από μία μεγάλη δύναμη που θα μπορούσε να την επιβάλλει – όπως των Η.Π.Α. στην περίπτωση της Δύσης και του Bretton Woods, της Μ. Βρετανίας πριν τις Η.Π.Α. ή της Ρώμης στο απώτερο παρελθόν.
Σε όλες αυτές τις εποχές αναφερόμαστε στην Pax Romana, στην Pax Britannica ή στην Pax Americana – κάτι που φαίνεται πώς έχει πάψει σήμερα να ισχύει, αφού αλλάζουν οι συνθήκες ισχύος στον πλανήτη, ενώ οι Η.Π.Α. δείχνουν μία τάση απόσυρσης από τα παγκόσμια τεκταινόμενα. Εάν λοιπόν δεν αλλάξουν απόφαση, πριν ξεσπάσει η επόμενη κρίση και με τις προβληματικές συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα – ελπίζοντας φυσικά να μη συμβεί κάτι τέτοιο.
Οφείλουμε πάντως να γνωρίζουμε πως η ηγεμονία του πλανήτη, η «αστυνόμευση» του κοκ., έχουν μεν πολλά πλεονεκτήματα για την κυρίαρχη δύναμη, αλλά κοστίζουν ταυτόχρονα πανάκριβα – οπότε, εξαιτίας του κόστους, πάντοτε η ηγεμονεύουσες χώρες κάποια στιγμή καταρρέουν, μην αντέχοντας τις τεράστιες οικονομικές και λοιπές επιβαρύνσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου