Συνέχεια από Τρίτη, 13 Οκτωβρίου 2020
ΕΡΩΤΗΣΗ ΤΡΙΤΗ
Τώρα, πάτερ, γνώρισα ακριβέστερα, ότι εκείνοι που γράφουν εναντίον των ησυχαστών, όχι μόνο δεν έχουν ιδέα από τα (πνευματικά) έργα και δεν έχουν γνώση της πείρας του βίου, η οποία είναι η μόνη σίγουρη και ασφαλής, αλλά και είναι τελείως αμαθείς στους πατερικούς λόγους. Φυσιούμενοι (αλαζονικοί) χωρίς λόγο (επιπόλαια), σύμφωνα με τον απόστολο, και εισχωρώντας με το σαρκικό νου τους σε πράγματα πού δεν τα έχουν δει, εκτράπηκαν τόσο πολύ από την ευθεία οδό, ώστε εκείνους βέβαια να τους συκοφαντούν φανερά, προς τον εαυτό τους όμως να μη συμφωνούν καθόλου· γι’ αυτό, επιχειρώντας να μιλήσουν για φωτισμό, απορρίπτουν βέβαια ως πλάνη κάθε φωτισμό που προσλαμβάνεται με τις αισθήσεις, οι ίδιοι όμως θεωρούν κάθε θείο φωτισμό προσληπτό με τις αισθήσεις. Τους φωτισμούς που συνέβηκαν στον παλαιό νόμο προ της παρουσίας του Χριστού μεταξύ των Ιουδαίων και των προφητών αυτών τους θεωρούν συμβολικούς, ενώ εκείνον που πραγματοποιήθηκε στο όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρα και τον άλλο κατά την κάθοδο του αγίου Πνεύματος την Πεντηκοστή, όπως και τους άλλους της ίδιας κατηγορίας τους θεωρούν αισθητούς. Πάνω από την αίσθηση (Ὑπέρ αἴσθησιν) φωτισμό θεωρούν μόνο τη γνώση, γι’ αυτό και αυτήν ανακηρύττουν ανώτερη του φωτός και τέλος κάθε θεωρίας. Όσα ισχυρίζονται ότι άκουσαν από κάποιους, θα σου τα διηγηθώ τώρα με συντομία. Παρακαλώ όμως να με ανεχθείς και να σκέπτεσαι ότι εγώ, επειδή δεν άκουσα ποτέ τέτοια πράγματα από κανένα ησυχαστή, δεν μπορώ να πείσω τον εαυτό μου ότι εκείνοι έχουν ακούσει κάτι παρόμοιο από κάποιον δικό μας. Λέγουν ότι υποκρίθηκαν τους μαθητές, αλλ’ επειδή δεν ήταν ευμαθείς, τους παρακάλεσαν και τους έπεισαν να τους δοθούν γραπτώς από τους διδασκάλους τα λεγόμενα προς αυτούς. Γράφουν λοιπόν οι διδάσκαλοί τους, λέγουν, ότι πρέπει να αφήνουν κατά μέρος κάθε ιερή Γραφή ως πονηρή, και να αφοσιώνονται μόνο στην ευχή, με την οποία απομακρύνονται μεν τα πονηρά πνεύματα, που βρίσκονται ενωμένα ουσιωδώς με τους ανθρώπους, ενώ αυτοί εκπυρώνονται (κατακαίονται) αισθητά και σκιρτούν από χαρά και γεμίζουν από ευφροσύνη, χωρίς να αλλοιώνεται καθόλου η ψυχή, και βλέπουν φώτα αισθητά• και να θεωρούν ως σημάδι των θείων την επιχρωσμένη λευκότητα, ενώ των πονηρών το πυρώδες και ξανθό χρώμα. Γράφουν λοιπόν ότι οι διδάσκαλοί τους βέβαια λέγουν αυτά, αυτοί όμως αποφαίνονται ότι όλα αυτά είναι δαιμονιώδη. Και αν αντιλέγει κάποιος προς αυτούς σε κάτι από τα λεχθέντα, θεωρούν ότι αυτό είναι σημάδι της εμπάθειας, και την εμπάθεια πάλι τη θεωρούν δείγμα της πλάνης. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι επιτίθενται εναντίον αυτών που κατηγορούν με πολλούς τρόπους, μιμούμενοι στα γράμματά τους σε μεγάλο βαθμό τους ποικίλους ελιγμούς και τη δολιότητα του φιδιού, ενεργώντας με μεγάλη πολυστροφία, ξετυλίγοντας πολλές πλοκές και εξηγώντας τα λεγόμενά τους κάθε φορά διαφορετικά και αντιφατικά. Γιατί, μη έχοντας τη βεβαιότητα και την απλότητα της αλήθειας, εύκολα στρέφονται στα αντίθετα, και νιώθοντας ντροπή (αισχυνόμενοι) από τον έλεγχο της συνειδήσεώς τους, προσπαθούν, όπως ο Αδάμ, να κρυφθούν κάτω από την ποικιλία και το γριφοειδές και το αμφίρροπο των λόγων τους προς διάφορα νοήματα.
Συ όμως, πάτερ, αποσαφήνισε ποιά γνώμη έχουμε εμείς για τα λεγόμενα από εκείνους.
1.3
ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΡΙΤΗ
ΛΟΓΟΣ
ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ
ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ Ο ΤΡΙΤΟΣ
ΠΕΡΙ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΥ ΘΕΙΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ
1. Δεν έχουν λοιπόν τοποθετηθεί μόνον οι κακίες δίπλα στις αρετές, αλλά και στους ευσεβείς λόγους φαίνονται να είναι τόσο γειτονικοί οι δυσσεβείς, ώστε με μία πολύ μικρή προσθήκη ή αφαίρεση να μεταβάλλονται εύκολα ο ένας προς τον άλλο και να μετατρέπεται στο εντελώς αντίθετο η έννοια των λέξεων· γι’ αυτό σχεδόν κάθε ψευδοδοξία φέρει προσωπείο της αλήθειας για όσους δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν τη μικρή έλλειψη ή προσθήκη. Είναι βέβαια και αυτό τέχνη δεινή του ευμήχανου προς απάτη πονηρού δαίμονα. Γιατί αυτός, έχοντας τοποθετήσει το ψευδός όχι μακριά από την αλήθεια, κατασκεύασε διπλή απάτη· επειδή δηλαδή διαφεύγει αυτή της προσοχής των πολλών εξαιτίας της ελάχιστης διαφοράς της, ή το ψευδός θα θεωρήσει κανείς αλήθεια, ή και την αλήθεια, ως παραπλήσια με το ψεύδος, ψευδός· και στις δύο περιπτώσεις θα εκπέσει οπωσδήποτε από την αλήθεια. Αυτή την τέχνη έχοντας μυηθεί οι οπαδοί του Αρείου, πρόβαλλαν την ομολογία της πόλεως Νίκης αντί της Νίκαιας, κακοποιώντας τον ορθά διδασκόμενο λόγο της αληθείας. Αυτή την απάτη χρησιμοποιώντας ο ίδιος ο Άρειος, παρά λίγο θα αποκτούσε συλλειτουργούς του εκείνους που αποκήρυξαν αυτόν από την Εκκλησία, εάν ο μεγάλος Αλέξανδρος, ο οποίος μπόρεσε βέβαια να τον αντιληφθεί, αλλ’ όχι και να τον φανερώσει με σαφήνεια, δεν προσέφευγε στον Θεό με προσευχή και δεν προκαλούσε με αυτήν δίκαια σιχαμερό θάνατο σε εκείνον τον βδελυρό και φερώνυμο της μανίας.
2. Την απάτη, αδελφέ, μου φαίνεται ότι χρησιμοποιούν και τώρα με όλα τα μέσα εκείνοι που λέγουν όσα διηγήθηκες. Πράγματι το να αφήνονται οι αρχάριοι να ησυχάζουν μετά από μακρά ανάγνωση και να αφοσιώνονται στη μονολόγιστη ευχή, μέχρι που ν’ αποκτήσουν τη συνήθεια ν’ ασχολούνται με αυτήν αδιάλειπτα κατά διάνοια, και αν ακόμη το σώμα πράττει κάτι άλλο, το εισηγούνται και ο άγιος Διάδοχος, και Φιλήμων ο μέγας, και ο πολύς στα θεία Νείλος, και ο Ιωάννης της Κλίμακος, καθώς και πολλοί από τους πατέρες που ζουν ακόμα, αλλ’ όχι ως ανωφελή και πονηρή· προσθέτοντας όμως αυτοί το «πονηρή», κατέστησαν πονηρές τις αγαθές εισηγήσεις. Γνωρίζουμε όμως ότι όλοι σχεδόν οι άγιοι έδειξαν και με έργα και με λόγους ότι η προσευχή είναι διώκτρια των πονηρών πνευμάτων και παθημάτων, και κάθε συνετός άνθρωπος αυτό δέχεται και διδάσκει, κανένας όμως δεν μάς λέγει ότι αυτά είναι ενωμένα ουσιωδώς με εμάς· αφού όμως αυτοί που αναφέρεις πρόσθεσαν αυτό μόνοι τους, κατέστησαν αποφευκτό το επιδιωκτό. Και ο μέγας Βασίλειος είπε ότι η καρδία σκιρτά σαν να πηδά από τον ενθουσιασμό της αγάπης του αγαθού, και ο μέγας Αθανάσιος θεωρεί αυτό σαν σημείο (σημάδι) της χάριτος. Ότι βέβαια βγαίνει κανείς σαν πυρωμένος από την ευχή, όταν κάνει με αθόλωτο νου την έντευξιν (παράκληση, μεσιτεία, συνομιλία, συνάντηση) προς τον Θεό, το διδάσκει σαφώς και η πείρα και ο Ιωάννης της Κλίμακος, και χωρίς αυτό και την έλευση του φωτός κατά την ευχή και την πραότητα που γεννιέται από αυτήν στην ψυχή, θεωρεί σωματική και ιουδαϊκή την προσευχή. Ότι πάλι στο στόμα των προσευχομένων προκαλείται αίσθημα ηδονής όχι μόνον από την προσευχή, αλλά και από την ψαλμωδία που γίνεται με σύνεση, το δείχνουν με σαφήνεια και πολλοί άλλοι και ο άγιος Ισαάκ. Αλλ’ όλα αυτά έχουν αρχή τη βελτίωση της λογικής ψυχής. Έχοντας όμως αφαιρέσει αυτό τώρα οι συκοφάντες των αγίων τους οποίους αναφέρεις, κατέστησαν τα αξιέπαινα αξιόμεμπτα, και αφού από τον ιερό και θείο φωτισμό περιέκοψαν τα άλλα, όσα είναι ασφαλείς αποδείξεις, και πρόσθεσαν κάτι μικρό και που όμως χωρεί τις διαβολές τους, επιχειρούν, αλλοίμονο, να πείσουν τους άπειρους να θεωρούν δαιμονιώδες το θείο. Το μεγαλύτερο όμως είναι ότι πείθονται βέβαια ότι εκείνος που διατηρείται μέσα στο αιώνιο σκότος (ο διάβολος) φωτίζει, αν και απατηλά, δεν πιστεύουν όμως ότι ο υπέρφωτος και αρχίφωτος Θεός, ο οποίος γεμίζει με νοερό φώς κάθε λογική φύση πρόσφορο για κατάλληλη φωτοληψία, φωτίζει νοητώς.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου