Συνέχεια από Τρίτη, 6 Απριλίου 2021
HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG
6. ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ: ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ «ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ»
Το πρώτο που μπορούμε να πούμε ως προς την «άρση τού προσωπικού απαράβατου» (βλ. προηγούμενη ανάρτηση) είναι, ότι η έννοια του επονομαζόμενου «κοινωνικού συμβολαίου» δεν περιλαμβάνει τη μονόπλευρη θυσία. Αυτή η «επινόηση» της πολιτικής θεωρίας, που ξεκινά απ’ την πρωτοκαθεδρία τού ατόμου, θεμελιώνει περιορισμούς τής προσωπικής ελευθερίας, που είναι απαραίτητοι για την ύπαρξη της κοινότητας, η οποία υπάρχει απ’ την πλευρά της προς όφελος των ατομικών υπάρξεων. Η αρχή αυτών τών περιορισμών είναι, ότι η γενική τους τήρηση είναι για το καλό όλων: ότι και ο καθένας άρα που συνεισφέρει στη γενική διαφύλαξη του κανόνα, επωφελείται και ο ίδιος απ’ αυτόν. Λαμβάνω υπ’ όψιν μου δηλ. τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, γιατί η γενική τους τήρηση προστατεύει και τα δικά μου· λαμβάνω υπ’ όψιν μου τους κανόνες κυκλοφορίας, γιατί η γενική τους τήρηση εξασφαλίζει και τη δική μου προστασία· κ.ο.κ. Οι υποχρεώσεις είναι εδώ αμφίπλευρες και κοινές, και κανείς δεν θα επιλεγή για μιαν ιδιαίτερη θυσία. Ως περιορισμοί, περαιτέρω, της ελευθερίας μου, αυτοί οι προερχόμενοι απ’ το «επινοημένο» κοινωνικό συμβόλαιο νόμοι ορίζουν σε πολύ υψηλότερο βαθμό τί δεν επιτρέπεται να κάνη κανείς, παρά τί πρέπει να κάνη (όπως στη φεουδαρχική κοινωνία). Ακόμα και οι θετικά καθορισμένες πράξεις (όπως π.χ. η πληρωμή τών φόρων), θεμελιώνονται στο ότι «απολαμβάνω» κι εγώ αυτές τις κατ’ αυτόν τον τρόπο χρηματοδοτούμενες δημόσιες υπηρεσίες. Οι ίδιες οι συνεισφορές που απαιτεί το «κράτος πρόνοιας», και πρόκειται να ωφελήσουν άμεσα συγκεκριμένα και μόνο μέρη τού πληθυσμού (και δεν προβλέπονταν στη φιλελεύθερη εκδοχή τού κοινωνικού συμβολαίου), μπορούν να ερμηνευθούν ως προσωπικές ασφαλιστικές δικλείδες τού ενός ή τού άλλου είδους – είτε απέναντι στο ενδεχόμενο δικής μου ένδειας, είτε απέναντι σε κινδύνους ανομίας στην περίπτωση εκτεταμένης, μη καταπραϋνόμενης ανάγκης, είτε απέναντι στα οικονομικά μειονεκτήματα μιας ελαττωμένης καταναλωτικής αγοράς. Τέτοιες συνεισφορές μπορούν ακόμα να συνυπολογισθούν κάτω από την «αρχή» ενός πεφωτισμένου ιδίου οφέλους. Καμμιά όμως πλήρης άρση τού ιδίου συμφέροντος δεν βρίσκεται, οποτεδήποτε, στο εννοιολογικό πλαίσιο του κοινωνικού συμβολαίου, γι’ αυτό και δεν υφίσταται (καν) σ’ αυτό η «καθαρή» θυσία. Δεν μπορεί δηλ. να απαιτηθή από μένα, υπό τούς υποθετικούς όρους τού «συμβολαίου» και μόνο, να πεθάνω για το κοινό καλό. (Κάτι που το κατέστησε άλλωστε εμφαντικά σαφές ο Thomas Hobbes.) Ακόμα και παραβλέποντας όμως αυτήν την ακρότατη περίπτωση, θέλουμε να πιστεύουμε, ότι δεν θα σηκώση κανείς εξ ολοκλήρου και μονόπλευρα τις «θλίψεις» τών οιωνδήποτε παραιτήσεων, στις οποίες μάς εξαναγκάζει υπό φυσιολογικές συνθήκες η κοινωνία «για το κοινό συμφέρον» – προς όφελος δηλ. των άλλων. Το «υπό φυσιολογικές συνθήκες» είναι μια απαραίτητη, όπως θα δούμε, ρήτρα. Γιατί το «κοινωνικό συμβόλαιο» νομιμοποιεί απαιτήσεις (ή και δικαιώματα) μόνο στις ορατές, δημόσιες πράξεις μας, και όχι στην «αθέατη», ιδιωτική ύπαρξή μας, κάτι για το οποίο θα μιλήσουμε περαιτέρω. Υπάρχει, παρ’ όλ’ αυτά, μια περίπτωση, όπου το δημόσιο συμφέρον και ο δημόσιος έλεγχος μπορούν να επεκτείνονται, κατά κοινή συμφωνία, στην ιδιωτική σφαίρα: στην υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση των παιδιών μας. Θεωρώντας όμως κι εκεί, πως η μάθηση κι ό,τι μαθαίνεται αποβαίνει, ανεξάρτητα από κάθε μελλοντικό όφελος της κοινότητας, και προς «καλό» τής ίδιας της ύπαρξης τού (κάθε) ατόμου. Δεν θα ανεχόμασταν (και θα επιθυμούσαμε σίγουρα να το αποφύγουμε), να εκφυλισθή η σχολική εκπαίδευση στην εξάσκηση ωφέλιμων «ρομπότ» (ωφέλιμων «καθοδηγούμενων») για την κοινωνική μηχανή.
Πρέπει να θυμίσουμε, ότι και οι δυό περιορισμοί τής δημόσιας απαίτησης στο όνομα του κοινού καλού – αυτός που αφορά στη μονόπλευρη θυσία κι εκείνος που αφορά στην ιδιωτική σφαίρα – ισχύουν μόνο με την προϋπόθεση της πρωτοκαθεδρίας τού ατόμου, στην οποία και στηρίζεται ολόκληρη η ιδέα τού «κοινωνικού συμβολαίου». Η ίδια αυτή η πρωτοκαθεδρία αποτελεί ένα ιδιαίτερο αξίωμα στη «δυτική» μας παράδοση, τη μεταφυσική της, ούτως ειπείν, επιλογή, και μια κατάπτωση της δύναμής της – είτε από ολιγωρία είτε από ενδοτικότητα – θα έθετε σε κίνδυνο τα ίδια τα θεμέλια αυτής τής παράδοσης. Ας προσέξουμε παρεμπιπτόντως, ότι εκείνα τα (πολιτικά ή κοινωνικά) συστήματα που θέτουν την εναλλακτική πρωτοκαθεδρία τής κοινωνίας ως αξίωμά τους, δεσμεύονται, φυσικά, λιγότερο στα δικά μας, «αξιωματικά» επίσης όρια. Ενώ εμείς αποποιούμαστε την ιδέα κοινωνικά «περιττών» στοιχείων (ατόμων), και θεωρούμε τα «στοιχεία» εκείνα που δεν χρησιμεύουν ή απειθούν κιόλας στον κοινωνικό σκοπό ως ένα φορτίο που οφείλει να σηκώση η κοινωνία μας (εφ’ όσον το ενυπάρχον και σ’ αυτά τα άτομα αίτημα υπάρξεως είναι τόσο απόλυτο όσο και εκείνο τών πιο χρήσιμων ανάμεσά μας), μπορεί ένα πραγματικά ολοκληρωτικό καθεστώς να θεωρή σωστό το να απαλλάσσεται ο «κολεκτιβισμός» απ’ αυτούς τούς «ενοχλητικούς» ή το να στρατολογή τούς κάπως κατάλληλους ανάμεσά τους στην υπηρεσία ενός κοινωνικού σκοπού (ενώ υπάρχουν βέβαια συνδυασμοί και των δύο «δρόμων»). Δεν παραχωρούμε, υπό φυσιολογικές συνθήκες, στο κράτος – αν δεν υφίσταται δηλ. κάποια έκτακτη ανάγκη – το δικαίωμα να «επιστρατεύη» την εργασία, τη στιγμή που του παραχωρούμε βέβαια το δικαίωμα να εισπράττη (ή και να κατάσχη) χρήματα, γιατί τα χρήματα διαχωρίζονται απ’ τα «πρόσωπα», όχι όμως και η εργασία. Και ανεχόμαστε ακόμα λιγότερο απ’ την καταναγκαστική εργασία έναν «επίσημα» (από την εκάστοτε εξουσία) επιβεβλημένο κίνδυνο, που θα «πλήξη» το σώμα και την αξιοπρέπειά μας.
Σε καιρούς πολέμου αναστέλλει ωστόσο η ίδια μας η κοινωνία τη λεπτή ισορροπία τού «κοινωνικού συμβολαίου», επιτρέποντας να επικρατήση, σχεδόν ανεπιφύλακτα, η δημόσια ανάγκη απέναντι στα ατομικά δικαιώματα. Σε καταστάσεις ανάγκης αυτού τού είδους αίρεται σε μεγάλο βαθμό η (απαραβίαστη κατά τα άλλα) ιερότητα του ατόμου, και τίθεται πρόσκαιρα ένα σχεδόν απολυταρχικό πρακτικά, και κομμουνιστικό τρόπον τινά καθεστώς σε ισχύ. (( Σημ. τ. μετ.: Ο συγγραφέας γράφει αυτό το σχεδόν «προειδοποιητικό» κείμενο πριν 30 χρόνια. Τα «πράγματα» ήταν ήδη δρομολογημένα. Ο συγγραφέας εξακολουθεί να κρατάη, ως ώφειλε, τη λογική του «ισχύ». Σήμερα ωστόσο τα «πράγματα» μοιάζουν να έχουν πάρει μια τρομερή επιτάχυνση, σαν «κάποιοι» να βιάζονται πλέον να ολοκληρώσουν το έργο που ξεκίνησαν ενάντια στους ανθρώπους και την ανθρωπότητα… )) Παραχωρείται στην κοινωνία το δικαίωμα να θέτη τέτοιες απαιτήσεις στα μέλη της, που να ξεπερνούν απολύτως σε είδος και έκταση τις κανονικά επιτρεπόμενες. Θεωρείται τότε δίκαιο, ένα μέρος τού πληθυσμού να αναλαμβάνη δυσανάλογους κινδύνους, και το μεγαλύτερο, υπόλοιπο μέρος να αποδέχεται αυτή τη θυσία, απολαμβάνοντας αργότερα τους καρπούς της – όσο δύσκολο κι αν είναι να δικαιολογήσουμε σύμφωνα με τα φυσιολογικά ηθικά μέτρα κάτι τέτοιο. Το δικαιολογούμε, πέραν, ούτως ειπείν, της ηθικής, λόγω μιας εντελώς ακραίας, συλλογικής κατάστασης ανάγκης, της οποίας νόμιμη εκδήλωση είναι η κήρυξη μιας εμπόλεμης κατάστασης. (( Σημ. τ. μετ.: Σήμερα, η «τρομοκρατία» που ασκείται, σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο, με τους «ιούς» περιγράφεται απ’ τις ιθύνουσες τάξεις ως «κατάσταση πολέμου», κρύβοντας βέβαια πίσω απ’ αυτό όλες τις οικονομικές και πολιτικές σκοπιμότητες… ))
Τα ιατρικά πειράματα σε ανθρώπινα υποκείμενα εμπίπτουν κάπου ανάμεσα σ’ αυτήν την ακραία περίπτωση και τις φυσιολογικές «συναλλαγές» στη βάση τού «κοινωνικού συμβολαίου». Απ’ τη μια μεριά, δεν υφίσταται γενικώς καμμιά συγκρίσιμη, ακραία διακινδύνευση συλλογικής επιβίωσης. Και δεν απαιτείται (σ’ αυτά τα ιατρικά πειράματα σε ανθρώπους) καμμιά συγκρίσιμη, ακραία θυσία ή κίνδυνος (όπως στην περίπτωση ενός πραγματικού πολέμου). Απ’ την άλλη όμως πλευρά, αυτό που εδώ απαιτείται υπερβαίνει αναντίρρητα οτιδήποτε «διαθέτει» κατά τα άλλα, σύμφωνα με τον νόμο και τη δικαιοσύνη, το άτομο από τον εαυτό του (από το «πρόσωπό» του) στο «κοινό καλό». Η ευαισθησία μας απέναντι σ’ αυτό το είδος «εισβολής» και «εκμετάλλευσης» στο πιο οικείο για μας πεδίο τού ίδιου μας του σώματος, για το οποίο και πρόκειται, είναι τέτοια στην πραγματικότητα, ώστε μόνον ένας σκοπός υπερβάλλουσας αξίας ή επιτακτικής και επείγουσας αναγκαιότητας θα μπορούσε να την «καταπραῢνη».
(συνεχίζεται, με το 5ο και 6ο υποκεφάλαιο, «Η υγεία ως ένα δημόσιο αγαθό» και «Τί μπορεί να ανεχθή η κοινωνία»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου