Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ (3)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 6 Απριλίου 2022

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΨΙΜΑΛΑΚΟΥ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ

Προς μία Οντολογία του Προσώπου

Διδακτορική Διατριβή που υπεβλήθη στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (συνέχεια)

Τέλος, θα γίνει αναφορά στην εσχατολογική διάσταση της ανθρώπινης υπάρξεως, θέμα που προκύπτει από την απόλυτη λειτουργία που κατέχει η τελολογική ερμηνεία του ανθρώπου, όπως και του φυσικού σύμπαντος γενικότερα, του οποίου η λειτουργία δεν ερμηνεύεται με μηχανιστικά παραδείγματα. Πρόκειται για ένα ζήτημα που συνδέεται με νοηματοδοτήσεις και σημασιοδοτήσεις. Οι βυζαντινοί στοχαστές;; – ήδη είχαν έλθει στο φως οι σχετικές έρευνες του Βασιλείου Καισαρείας και του Γρηγορίου Νύσσης – υιοθετούν το βιβλικό σχήμα;;; ότι ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εἰκόνα» και «καθ’ ὁμοίωσιν» του Θεού15 και ότι ο ίδιος αναλαμβάνει να αναδείξει τις ερμηνευτικές προκείμενες και προεκτάσεις τού εν λόγω σχεδιασμού δημιουργίας στο πεδίο των επιλογών - ενεργημάτων του με όρους συνειδητότητας.[ΞΕΦΥΓΑΜΕ ΗΔΗ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ] Ούτως ή άλλως, ωστόσο, ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο μίας φυσικοεμπειριστικής αναλυτικής διαδρομής, η οποία ως μη έχουσα απτά δεδομένα αντιστοιχιών δεν θα μπορούσε να διατυπώσει ακριβείς αποφάνσεις, τόσο στο εννοιολογικό όσο και στο ονοματολογικό πεδίο. Το κάτ’ εικόνα αποδίδεται στα διάφορα πνευματικά όργανα του ανθρώπου, τον λόγο, την ψυχή, την καρδιά, το αυτεξούσιον, όλα όσα αποτελούν το σύνολο της ανθρώπινης φύσεως κατά την συνθετική έκφανσή της, την αναφερόμενη στον συνειδητό και ανανεούμενο επί τα βελτίω τρόπο παρουσίας της. Για ορισμένα μάλιστα εξ αυτών θα μπορούσε να διατυπωθεί λόγος ότι είναι υλικά και εκφαίνουν πνευματικές καταστάσεις ή επεξεργασίες. Πρόκειται πάντως για δυνατότητες εν τη εξελίξει τους, που συνδέονται με το «ευ υπάρχειν» και συνιστούν πρωτογενείς παράγοντες πολιτιστικών δραστηριοτήτων, μετάβασης της ιστορίας σε νέους τρόπους σχηματισμών ή τουλάχιστον επιλογών – προοπτικών – στοχεύσεων προσδοκιών. Στον άνθρωπο λοιπόν αναγνωρίζεται, συμπεραίνει ο Χρ. Τερέζης, ένα σαφώς δυναμικό – προοδευτικό στοιχείο, το οποίο τροφοδοτείται από μία κίνηση ανιούσας φοράς επί τα περαιτέρω τού προσιτού16. Σημειωτέον μάλιστα ότι ο εν λόγω ανανεούμενος τρόπος θεωρείται ότι επηρεάζει με ποικίλες παρεμβάσεις και την παρουσία του σώματος17. Πρόκειται για μία θέση που συνυφαίνεται με τις γενικότερες ανθρωπολογικές θέσεις του Χριστιανισμού περί συναμφότερου και περί μη απαξιωτικής προσέγγισης του σώματος – καθώς και της ύλης γενικότερα – στάση που αναδεικνύει ένα αισιόδοξο παράδειγμα αναφορών. Ειδικότερα, ο Μάξιμος, έχοντας ως εφαλτήριο την προοπτική της ανθρώπινης θέωσης, γράφει: «Τὸ σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ κατὰ τὴν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως»18. Το σώμα δηλαδή μετέχει, διά της προσιδιαζούσης προφανώς στην υφή του αναλογίας, στις δωρεές της Αγίας Τριάδος. Υπό την εν λόγω προσέγγιση, η προοπτική για μία καθολική ανακαίνιση του ατόμου έρχεται ως το προϊόν μίας ανθρωπολογικής τελολογίας, ή, με πιο χριστιανικούς όρους, της εσχατολογικής προτύπωσης.

Συνεπώς, ο άνθρωπος και η λογική κτίση στο σύνολό της –περιλαμβανομένων δηλαδή και των αγγέλων - μπορούν ελευθέρως να γίνουν θεόμορφες οντότητες, με την μετοχή βεβαίως στο θείο κάλλος ή με την πραγμάτωση του «καθ’ ομοίωσιν» Θεού, στο οριστικό στάδιο της τελειώσεως του «κατ’ εικόνα»19. Η διαδικασία και η μετάβαση από βαθμίδα σε βαθμίδα για την οριστική περαίωση του «καθ’ ομοίωσιν» είναι απαραίτητες, διότι ο άνθρωπος ως κτιστός και υποκείμενος στο γίγνεσθαι είναι καταρχάς ή προσκαίρως ατελής. Το πλαίσιο της εδώ προοπτικής σαφέστατα αναδύεται και με δομικούς όρους ως τελολογικό, υπό την ρήτρα μίας κατάκτησης ή, πιο σωστά, ανάκτησης που συνυφαίνεται στενά με την ανθρώπινη πρωτοβουλία. Επίσης, σε επίπεδο αυστηρώς ανθρωπολογικό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την τελολογία και ως μεταφυσική ή ως οντολογία του προσώπου, χωρίς να υπεισέρχονται ιδεαλιστικού τύπου γενικότητες, καθ’ότι το συγκεκριμένο σε κάθε στιγμή είναι κυρίαρχο και λειτουργεί με όρους αυτεπίγνωσης και βαθμιαίας αυτοπραγμάτωσης.[ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ] Εξάλλου, τέτοιες συνθήκες πληρότητας ανθρωπολογικά δεν τελούνται με αυτοματισμούς. Με πρότυπο τον Ιησού Χριστό, ως ακεραία εξαρχής τελειότητα!!! οδηγείται επαναληπτικά στο πλαίσιο της Εκκλησίας ως καθιδρύματος που τροφοδοτεί το κοινωνείν, κύριο άξονα της ανακάλυψης του εαυτού. Η βασική λοιπόν έννοια είναι ότι με το «καθ’ ομοίωσιν» πραγματώνεται σε επιμέρους οντικές παρουσίες, ή ενυποστάτως, ό,τι έχει χορηγηθεί ή ορισθεί άνωθεν.[ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΣΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΡΗΜΗΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΓΙΑΤΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ;] Έτσι, το πρόσωπο μπορεί να πραγματοποιείται μέσα στον χρόνο ως γίγνεσθαι, αλλά αποκαλύπτει τον αιώνα ως είναι, οδηγούμενο μάλιστα και σε μία διαλεκτική σύνθεση των δύο καταστάσεων. Φέρει στο προσκήνιο σε κάθε ενυπόστατη [ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΤΟ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΔΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΘΕΛΟΥΝ]παρουσία την μεταφυσική της εμμένειας, η οποία επ’ ουδενί δεν καταργεί την υπερβατικότητα, αλλά την προϋποθέτει. Λειτουργεί μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξειδικεύει και να διευκρινίζει το υπερβατικό αρχέτυπο, το οποίο έτσι στην κάθε υποστατική ιδιαιτερότητα καθίσταται γνωστό και κοινωνήσιμο. Όπως παρατηρεί ο Meyendorff, επειδή ο άνθρωπος είναι κατασκευασμένος, κατ’εικόνα του υπερβατικού Θεού, η ειδική φύση του τού επιτρέπει να υπερβεί τον εαυτό του και να κοινωνήσει στο αρχέτυπό του20. Η πρωτοβουλία, λοιπόν, δεν συνιστά μόνον θεία ιδιότητα, αλλά βαθμιαίως καθίσταται και ανθρώπινη. Μπορούμε, επομένως, να καταλήξουμε στην άποψη ότι, αν κάθε άνθρωπος αποτελεί κατ’ανάγκην μία ορισμένη εικόνα του Θεού, η ομοίωση αναφέρεται στην ελεύθερη προσωπική ευθύνη του να πραγματοποιήσει στο πλαίσιο της ευθύνης που τού αναλογεί την υπάρχουσα δυνατότητα του κατ’εικόνα. Αυτό σημαίνει ότι το αυτεξούσιο και η προσωπική ελευθερία με τα οποία είναι προικισμένος ο άνθρωπος είναι οι παράγοντες που τον οδηγούν προς την ανάπτυξη και την ολοκλήρωση της ύπαρξής του, στην αγαθή ύπαρξη, στο «εὖ εἶναι», στην ομοίωσή του με τον Θεό. Για το σύνολο της έρευνάς μας, είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι η ομοίωση οριοθετεί σαφώς τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο οντότητες που επικοινωνούν. Δεν δηλώνει μία σχέση που ορίζεται από ένα συγκεκριμένο τρίτον με βάση το οποίο και θα εξομοιώνονταν, αλλά ορίζεται σύμφωνα μ’ ένα αρχικό αρχέτυπο που ο ίδιος ο Θεός θέτει. Παράλληλα, αποκλείει ρητά την όποια εκδοχή για ταυτότητά τους.

Τέλος, έχουμε να σημειώσουμε ότι το 1989 εξεδόθη η μελέτη του Joseph P. Farrell, Free choice in St Maximus the Confessor, South Canaan, Pa: St. Tikhon’s Seminary Press, 1989, η οποία ως προς το ένα σκέλος της δικής μας διατριβής παρουσιάζει ορισμενες ομοιότητες. Κατ’ αρχάς πάντως, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η μελέτη δεν υπεισέρχεται συστηματικά στην διαλεκτική αντίθεση μεταξύ ελευθερίας και αναγκαιότητας, ζήτημα το οποίο, προτού καταστεί ηθικό, είναι οντολογικό. Το εγχείρημα που αναλαμβάνουμε και θα φανεί σε πλείστα σημεία της διατριβής μας είναι να αποδείξουμε, σε πλήρη κατά το δυνατόν έκταση, τον οντολογικό πυρήνα των εννοιών, τόσο στην περίπτωση του μεταφυσικού όσο και στην περίπτωση του φυσικού κόσμου. Καταστάσεις όπως η θεία πρόγνωση, η θεία βούληση και η θεία πρόνοια δεν διαφοροποιούνται οντολογικά από το θείο είναι, αλλά αποτελούν τρόπους της εκδήλωσής του, των ενεργειακών προβολών του. Όπως άκτιστη είναι η θεία ουσία, έτσι είναι άκτιστοι και αυτοί οι τρόποι. Το ίδιο ακριβώς σκεπτικό περί ακτίστου ισχύει και στην περίπτωση των θείων ενεργειών, τις οποίες μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις θα συγκρίνουμε –αντιπαραβάλλουμε με αντίστοιχες θέσεις των τις διαφορές του Μάξιμου με τον αρχαιοελληνικό λόγο. Εξάλλου, ο υπότιτλος της διατριβής μας είναι δηλωτικός της στόχευσής μας. Εμπεριέχει βεβαίως τον θεολογικό στοχασμό του Μαξίμου, αλλά η ερευνητική πορεία μας τον εντάσσει σε ό,τι ορίζεται ως χριστιανική φιλοσοφία.

Σημείωση: Προκειμένου να αναδείξουμε ευρύτερα την σχέση ελευθερίας – αναγκαιότητας, είναι αναγκαίο σε ορισμένες περιπτώσεις να την εντοπίζουμε, στις γενικές διατυπώσεις της, και στην φιλοσοφική – θεολογική ατμόσφαιρα του Νεοπλατωνισμού, και ιδιαίτερα στον Πρόκλο (412 - 485), ο οποίος έχει επεξεργασθεί συστηματικά το ζήτημα στα σχόλιά του στους Πλατωνικούς διαλόγους Αλκιβιάδης Α’, κυρίως, Πολιτεία και Τίμαιος, στα οποία μάλιστα αναπτύσσει μία γενικευμένη ανθρωπολογία, με διάχυτη την επεξεργασία της σχέσης που έχει η ψυχή με το σώμα. Την εν λόγω μάλιστα σχέση εξειδικεύει έτι περαιτέρω απ’ ό,τι εμφανίζεται στα κείμενα του Πλάτωνα. Όπου τα κείμενα το επιτρέπουν, θα επιχειρήσουμε ενδεικτικά μία συγκριτική συνεξέταση (ομοιότητες – διαφορές) ανάμεσα στον Μάξιμο και στον Πρόκλο και ευρύτερα ανάμεσα στον Χριστιανισμό και στον Νεοπλατωνισμό, συνάντηση η οποία είχε ήδη τριών τουλάχιστον αιώνων ιστορία, και μάλιστα με γόνιμα προϊόντα στο σύνολο των θεωρητικών κλάδων, όπως τουλάχιστον αποδεικνύουν κυρίως τα κείμενα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, τα οποία έχει σχολιάσει και ερμηνεύσει εξαντλητικά ο Μάξιμος. Χρήζει μάλιστα επισήμανσης ότι ο Πρόκλος επιμένει ιδιαίτερα στο να διαμορφώσει μία συνεκτική θεωρία περί προσώπου και υπό την εν λόγω προοπτική επεξεργάζεται συστηματικά το σύνολο των ηθικών και των διανοητικών αρετών –και μάλιστα κατά την συνθετική συνάφειά τους που συναντάμε στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη και στους Στωϊκούς. Θεμελιώνει βεβαίως σε μεταφυσική κλίμακα την ηθική, εκλαμβάνοντας το θείον ως έσχατη ανώτατη πηγή των αρετών, Νεοπλατωνικών. Μεταφέροντας το ζήτημα στο φυσικό – ανθρωπολογικό πεδίο, θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη βούληση έρχεται να αναδείξει με συγκεκριμένες επιλογές – ενεργήματα την κατ’ εικόνα Θεού δημιουργία του ανθρώπου. Θα επιμείνουμε ιδιαίτερα στο να φέρουμε στο προσκήνιο το πώς το ανθρώπινο δέον εξειδικεύει το ανθρώπινο, με όρους συνειδητούς και ανανενούμενους μέσα στον χρόνο. Ιδιαίτερα μάλιστα θα μας απασχολήσει και η ενδιάμεση κατάσταση της Χριστολογίας, στο πλαίσιο της οποίας θα αναλύσουμε ιδιαίτερα τις σχέσεις των θελημάτων του Ιησού Χριστού με τις φύσεις που περιλαμβάνονται στην υπόστασή του. Στα εισαγωγικά κείμενα και στην εκτύλιξη των επί μέρους ενοτήτων, θα επιχειρήσουμε να κεφαλαιοποιήσουμε σε εδραίες επιστημολογικές βάσεις τα ερευνητικά εγχειρήματά μας. Το κυρίως ζητούμενο σε όλη την έκταση της μελέτης μας είναι η ακριβής οριοθέτηση της έννοιας της αναγκαιότητας και το πώς ο Μάξιμος ο Ομολογητής την αποκλείει, τόσο για το θείο είναι, όσο και για την τελολογική – εσχατολογική πορεία του ανθρώπου προς το καθ’ ομοίωσιν.

Τα ζητήματα αυτά δεν έχουν παρουσιασθεί στην προαναφερθείσα μελέτη και μάλιστα δεν έχουν ανιχνευθεί οι φιλοσοφικές θεμελιώσεις τους. Τα όσα θα αναφέρουμε στη σημείωση που ακολουθεί θα τα διεξέλθουμε στην πορεία της διατριβής μας, ώστε να παρουσιάσουμε τις συναντήσεις ή αλλά θεωρεί ότι ολοκληρώνεται μέσα από την ενεργοποίηση της ανθρώπινης πρωτοβουλίας υπό όρους διϋλισμένης συνειδητότητας, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι το πρόσωπο πραγματοποιείται και ως σχέση, τέτοια που να μεταμορφώνει επί τα βελτίω τα συμβαλλόμενα υποκείμενα της αμοιβαίας αναφοράς. Χρήζει μάλιστα εδώ επισήμανσης ότι ανάμεσα στους θεούς που περιγράφει, θεωρεί ότι έχουν ήδη αναπτυχθεί ποικίλου είδους σχέσεις, οι οποίες στηρίζονται και στον παράγοντα της βούλησης, στην οποία απονέμει ιδιαίτερη σημασία, και μάλιστα οντολογικής τάξης. Βεβαίως στο εν λόγω σημείο εντοπίζεται και μία κεφαλαιώδης διαφορά από τον Χριστιανισμό, καθότι ο πολυθεϊσμός και η συναιτιότητα συνιστούν αποκλειστικό στοιχείο της λεγόμενης εθνικής φιλοσοφίας, όσο και αν και εδώ το μονιστικό στοιχείο τελικά επικρατεί. Ο εσωτερικός πάντως παράγων της προαίρεσης - ως έλλογης διϋλισμένης επεξεργασίας των «προτάσεων» της βούλησης - συνιστά κοινό στοιχείο και στα δύο πολιτιστικά μορφώματα, διά της οποίας έρχεται στο προσκήνιο και μία ολοτελής φιλοσοφία περί υποκειμένου, ή περί της εσωτερικότητας. Ούτως ή άλλως πάντως, το «καθ’ ομοίωσιν» δεν μπορεί να κινηθεί έξω από την δραστηριότητα του «εγώ» και στην προβολή τής εν λόγω συνάφειας θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι ο Μάξιμος είναι αριστοτέχνης και, όποτε χρησιμοποιεί αυστηρά φιλοσοφικούς όρους, ότι είναι εφάμιλλος των νεοπλατωνικών στοχαστών. Και όλα τα ανωτέρω στην προοπτική ότι η ηθική επιχειρεί να ανακαλύψει ή να θεμελιώσει τις παραλληλότητές της με την οντολογία.

Εντελώς ενδεικτικά εδώ θα παραθέσουμε τους ορισμούς που αποδίδονται στην ελευθερία και στην αναγκαιότητα στο λεξικό του Α. Lalande. Συγκεκριμένα, για την ελευθερία σημειώνεται: «Η δύναμη της δράσεως χωρίς άλλη αιτία εκτός από αυτή την ύπαρξη αυτής της δυνάμεως. Δηλαδή, χωρίς κανένα λόγο σχετικόν με το περιεχόμενο της συντελουμένης πράξεως»21 και για την αναγκαιότητα: «Ο καταναγκασμός που ασκείται πάνω στις επιθυμίες και τις πράξεις του ανθρώπου από το αναπόφευκτο αλυσίδωμα των αρχών και των συνεπειών, των αποτελεσμάτων· και των αιτιών. Συχνά προσωποποιείται μ’ αυτή τη σημασία, και μερικές φορές συγχέεται με το Μοιραίο»22. Στην πορεία της μελέτης μας θα διαπιστώσουμε κατά πόσον οι δύο αυτοί ορισμοί μπορούν να περιγράφουν το χριστιανικό σκεπτικό και ιδιαίτερα του Μαξίμου αναφορικά με τις έννοιες που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνάς μας. Οίκοθεν νοείται ότι οι ανωτέρω περιγραφές είναι γενικές και δεν επιμένουν στις εξειδικεύσεις των παραγόντων στους οποίους αναφέρονται. Ωστόσο, συνιστούν μία ικανή αφορμή για ερευνητικές συζητήσεις και συγκριτικές συνεξετάσεις με τα όσα εξειδικευμένα θα διαμειφθούν στην πορεία της εργασίας μας.

Μέθοδος: Σύμφωνα με την ειδική κατεύθυνση της μελέτης μας, θα χρησιμοποιήσουμε καταρχάς την ιστορική – αναλυτική μέθοδο, για να επιχειρήσουμε να αναδείξουμε το πραγματικό περιεχόμενο των κειμένων που θα επεξεργασθούμε, το ιδιαίτερο θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο είναι ενταγμένα. Πρόκειται για μία ρήτρα που, στο μέτρο του εφικτού για κείμενα τέτοιας σημασιολογικής βαθύτητας, εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα και αποτρέπει από οιαδήποτε αυθαίρετη ερμηνευτική προσέγγιση. Εδώ βεβαίως δεν θα διστάσουμε να καταφύγουμε στην χρήση εννοιών που διαμορφώθηκαν σε μεταγενέστερες του Μαξίμου ή και, γενικότερα, του Βυζαντίου εποχές, υπό την προσαρμογή τους όμως στην θεωρητική ατμόσφαιρα του παρελθόντος. Η εννοιολογική παρακαταθήκη που έχει ήδη διαμορφωθεί δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την συνάντησή της με ό,τι έχει ήδη, έστω και στο απώτατο παρελθόν, προηγηθεί.

Εξασφαλίζει την προσεκτική επικαιρική ανάγνωση του χριστιανού διανοητή. Εκ του ότι λοιπόν επιλέγουμε δύο έννοιες οι οποίες έχουν ένα «βαρύ» ιστορικό φορτίο, η έρευνά μας δεν θα κινηθεί με τον μηχανιστικό τρόπο που ακολουθεί την τυπική διάρθρωση της εξέλιξης των στοχασμών σε μία πραγματεία, αλλά θα δομηθεί με εκείνες τις ανακατασκευές στις οποίες θα μάς οδηγήσει η αφαιρετική διαδικασία επί των κειμένων που ενδιαφέρουν την επιστημονική επιλογή μας, με σκοπό να συγκροτηθεί ο προσιδιάζον στο αντικείμενο της έρευνας εννοιολογικός – κατηγοριακός κώδικας. Όθεν, οι όροι που χρησιμοποιεί ο Μάξιμος θα αποτελέσουν την βάση για την συγκρότηση και εκείνων των υπολοίπων που θα επιλέξουμε ή από προηγούμενές του ή από επόμενές του θεωρητικές ανιχνεύσεις, για να αποτυπώσουν συμπληρωματικά τα νοήματά του. Οπότε η εκτίμησή μας υπό την οπτική μίας σύγχρονης προσέγγισης έχει ως ακολούθως: Η χρήση της μεταγενέστερης ορολογίας καθιστά ένα έργο του παρελθόντος πιο οικείο με τις εκάστοτε νέες επιστημονικές συνθήκες, και με το πλαίσιο καταόησης των νέων αναγνώσεων, οπότε η αναδρομικότητα δεν είναι εκτός της ερευνητικής νομιμότητας. Το πόνημά μας ανήκει καταρχάς σε ό,τι ορίζεται ως ιστορία της φιλοσοφίας, κατά τον τρόπο βεβαίως διά του οποίου συνάπτεται ή τουλάχιστον συμπορεύεται με την θεολογία. Ακολούθως, θα καταφύγουμε και στην ερμηνευτική επί των αφορμών και των στοχεύσεων των προς εξέταση κειμένων, προκειμένου να προβούμε σε ορισμένες σημασιολογικές προεκτάσεις, οι οποίες θα αποτυπώσουν το γενικότερο εκείνο κλίμα εντός του οποίου διαρθρώνεται η χριστιανική Ανθρωπολογία και Ηθική. Εξάλλου, σε ένα κείμενο με διάχυτες τις μεταφυσικές θεμελιώσεις δεν είναι εφικτό να αποφευχθούν οι μετα-οντολογικές διαδρομές, καθότι αναγκαστικά η στόχευση είναι να προκύψουν πιο εδραίες προσεγγίσεις αναφορικά με ό,τι υπερβαίνει την αντιληπτικότητα και την εννοιολογική κατηγοριοποίηση. Ο Χριστιανισμός διεπόμενος από τις αρχές ενός ριζικού αποφατισμού δεν μπορεί να παραμείνει στο οντολογικό καθεστώς όπως διαμορφώνεται σ’ ένα αυστηρά φιλοσοφικό πλαίσιο. Υπό το δεύτερο πρίσμα, η μελέτη μας θα προσλάβει στοιχεία και από τον συστηματικό κλάδο, και μάλιστα από έναν ιδιαίτερα απαιτητικό τομέα του, όπως είναι ο ερμηνευτικός, ο οποίος στα θεολογικά κυρίως κείμενα συνδέεται με τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες, ενώ επίσης μετεξελίσσεται και σε μετα-ερμηνευτικόν, προκειμένου να μην υπάρξει ανελαστικότητα ή εγκλωβισμός στα σχήματα σκέψης που διαμορφώνονται εντός των εκάστοτε συσχετισμών των υποκείμενων στην άμεση αντιληπτικότητα περιστάσεων. Εξάλλου, ο Μάξιμος αποτελεί έναν από τους κύριους θεμελιωτές – και ίσως ο έσχατος στην ιστορική διαδρομή της – της χριστιανικής ερμηνευτικής και θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, με ορισμένες καίριες παρεμβάσεις στις οποίες προβαίνει, ολοκληρώνει το έργο του Ωριγένη, ο οποίος προσέδωσε – ακολουθώντας μάλιστα εν πολλοίς τον Πλάτωνα – ιδιαίτερη ώθηση στην φιλοσοφική επεξεργασία θεολογικών κειμένων, στο πλαίσιο της διαλεκτικής συνάντησης ή και αντιπαλότητας του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό. Αναγκαστικά δηλαδή η επεξεργασία δεν μπορεί να απογαλακτισθεί από την αυστηρή φιλοσοφική ανάλυση καθώς και από τους όρους που την καταγράφουν, έστω και με έμμεσο ή ακόμη και υποκρυπτόμενο τρόπο. Σε όποια περίπτωση, τέλος, είναι αναγκαίο, θα καταφεύγουμε και σε προσεγγίσεις του ζητήματος που έχουν παρουσιασθεί στον νεότερο και σύγχρονο θεολογικό και φιλοσοφικό στοχασμό, όπως π.χ. στον Ν. Berdiaeff, ο οποίος έρχεται να συνοψίσει με φιλοσοφικό τρόπο και με την αντίστοιχη εννοιολογία την έως την εποχή του θεολογική διαδρομή. Να διευκρινίσουμε, ωστόσο, πως δεν θα κινηθούμε στον θεωρητικό κλάδο της φιλοσοφίας της θρησκείας παρά μόνον σε ορισμένα σημεία ακροθιγώς, καθότι συνιστά μία θεωρητική έρευνα που στηρίζεται σε διαφορετικού τύπου επιστημολογικές θεμελιώσεις. Εξάλλου, ο Μάξιμος, ως αυθεντικός χριστιανός διανοητής, έρχεται να αποτυπώσει το πώς εκτυλίσσεται η φυσική και η υπερφυσική θεία Αποκάλυψη, χωρίς βεβαίως με την εν λόγω επισήμανση να εννοούμε ότι παραμένει στο πεδίο μίας απλής διαπιστωτικής – αναλυτικής προσέγγισης. Όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε, ο λόγος του οδηγείται μονίμως σε ό,τι θα ορίζαμε, με την ευρεία σημασία του όρου, ως φιλοσοφική σύνθεση, η οποία ακολούθως προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της θεολογικής μετα-σύνθεσης. Ο ερευνητικός στόχος των όσων θα διαμειφθούν θα είναι να αναδειχθούν όψεις ενός προβληματισμού που κινητοποιεί διαχρονικά τον ανθρώπινο στοχασμό ως προς τους όρους τού πράττειν και ως προς τις θεωρητικές αποτυπώσεις που τον πλαισιώνουν. Άρα, η μελέτη μας θα μπορούσε να τοποθετηθεί και σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο από εκείνο που αυστηρά καταγράφει ο σύνθετος, από το ιστορικό και το συστηματικό στοιχείο, όρος «Βυζαντινή Φιλοσοφία».

Σημειώσεις

15. Γένεσις 1, 26.

16. Βλ. Χρ. Τερέζη, «Βυζαντινή ερμηνευτική, ένα παράδειγμα από τον Μάξιμο τον Ομολογητή», Ίνδικτος, τεύχος 15, Δεκέμβριος 2001, σελ. 89.

17. Παν. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Δ΄, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, εκδ. «Κυρομάνος», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 60. Ήδη από τον Απόστολο Παύλο το σώμα θεωρείται ως ναός του Αγίου Πνεύματος, οπότε συνιστά θεοφάνεια και καθηκόντως πρέπει να χαίρει ανάλογης προς την ψυχή επιμέλειας. Για μία θεολογική προσέγγιση της θεωρίας περί σώματος, βλ. Χρ. Γιανναρά, Η μεταφυσική του σώματος, εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα, 1971.

18. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλ. Γνωστικά, 11, 88, P.G. 90, 1168 A. Πρβλ. Vl. Lossky, Κατ’ εἰκόνα και καθ’ὁμοίωσιν Θεού, μτφρ. Μ. Γ. Μιχαηλίδης, εκδ. «Β. Ρηγόπουλου», Θεσσαλονίκη, 1974, σ.σ. 89-92. Επίσης Χρ. Γιανναρά, Ἡ μεταφυσικὴ τοῦ σώματος, σ.σ. 203-233, απ’όπου διαβάζουμε : «Η δόξα του ανθρώπινου σώματος, η σωματική μετοχή του ανθρώπου στο φως της θείας ελλάμψως είναι ένα γεγονός αποκαλύψεως της αλήθειας του Θεού, αλλά και της αλήθειας του ανθρώπου γεγονός «γνώσεως» φανερώσεως του Θεού και του έσχατου ανθρώπινου περιορισμού» (σελ. 218). Επίσης, Χρ. Καψιμαλάκου, «Οι θέσεις του Νικολάου Μεθώνης περί σώματος», Γρηγόριος ο Παλαμάς, τεύχος 838, Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος –Φεβρουάριος, 2011.

19. Βλ. Νικ. Ματσούκα, Κόσμος, Άνθρωπος, Κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 1980, σελ. 289, όπου διαφαίνονται σαφώς και οι τρόποι αποφυγής πανθεϊστικών τάσεων, οι οποίες βεβαίως θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον άνθρωπο να αναπτύξει εγωιστικό φρόνημα, οίηση και αλαζονική στάση τέτοια που θα παραβιάζει το κατά φύσιν. Και μάλιστα υπό το παράδοξο ότι ο άνθρωπος τότε θα εκλαμβάνει τον εαυτό του ως φύσει Θεόν.

20. Βλ. John Meyendorff, «Η κοσμική διαστάση της σωτηρίας: Μάξιμος ο Ομολογητής», σελ. 57.

21. Βλ. A. Lalande, Λεξικόν της Φιλοσοφίας, τόμος δεύτερος, εκδ. «Πάπυρος», σελ. 486.

22. Βλ. A. Lalande, ό.αν., τόμος πρώτος, σελ. 129.

Δεν υπάρχουν σχόλια: