του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Από τα όσα ήδη προέκυψαν από δηλώσεις και ενέργειες του Νίκου Αναστασιάδη, του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων κ. Ακιντζί και του εκπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ για το κυπριακό προκύπτει, χωρίς δυνατή αμφιβολία, ότι
α) η ίδια η σύγκληση, αυτή καθ’ εαυτή, της Διάσκεψης της Γενεύης,
β) η συμμετοχή σε αυτήν του κ. Αναστασιάδη και εκπροσώπων της Ελληνικής Δημοκρατίας,
γ) πολύ περισσότερο η υπογραφή οποιασδήποτε συμφωνίας στη Γενεύη,
συνιστούν και αποβλέπουν σε βαριά προσβολή της κυπριακής συνταγματικής τάξης (και ειδικά του άρθρου 183 σε συνδυασμό με το 184 του κυπριακού συντάγματος), των συνθηκών που διέπουν τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης και του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, συγκεντρώνοντας τα χαρακτηριστικά και πραξικοπήματος (stricto sensu) και ανεπίτρεπτης ξένης παρέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία.
(Από νομικής πλευράς, το πλησιέστερο διεθνές ιστορικό παράδειγμα προς ότι επιχειρείται να συμβεί στη Γενεύη, είναι οι αποφάσεις, με συντριπτική πλειοψηφία, της εκλεγμένης γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, στις 10 Ιουλίου 1940, στο Βισύ της Γαλλίας, για τις οποίες καταδικάστηκε σε θάνατο ο αρχηγός του γαλλικού κράτους στρατάρχης Πετέν. Κύρια διαφορά, ο Αναστασιάδης στην Κύπρο ούτε καν συγκάλεσε τη Βουλή, ή πήρε κάποια εξουσιοδότηση για όσα πράττει ή προτίθεται να πράξει, ενώ αρνήθηκε ακόμα και αίτημα της αντιπολίτευσης για κοινοβουλευτική συζήτηση).
Οι πράξεις αυτές συνιστούν απόπειρα κατάλυσης του κυπριακού κράτους και πραξικοπηματικής μεταβολής του συνταγματικού καθεστώτος στην Κύπρο η οποία κινδυνεύει να πλήξει, αν δεν σταματήσει άμεσα, ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού λαού, σε Ελλάδα και σε Κύπρο, και να τον θέσει σε μεγάλο και βέβαιο κίνδυνο για την ασφάλειά του, όπως άλλωστε συνέβη ουκ ολίγες φορές στην πρόσφατη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου. Συνιστούν επίσης σοβαρή απειλή για την ειρήνη στην Κύπρο και μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Όπως προκύπτει με σαφήνεια από τις δηλώσεις και πράξεις των πρωταγωνιστών της Διάσκεψης της Γενεύης αυτή έχει τρεις επιδιώξεις
- να πλήξει βαριά, έως και εξαφανίσεως, την κυριαρχία του κυπριακού κράτους, όπως αυτό έχει γίνει δεκτό στην ΕΕ, ως κράτος πλήρους και ανεμπόδιστης κυριαρχίας, και να το πράξει αυτό από τώρα, προτού δοθεί στους πολίτες οποιαδήποτε δυνατότητα να αποφανθούν για το αν εγκρίνουν οτιδήποτε από αυτά
- να ανατρέψει το διεθνές νομικό καθεστώς που συνιστούν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, με τα οποία ζητείται η αποχώρηση των ξένων δυνάμεων από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να συνδέεται αυτή η υποχρέωση ούτε με οποιαδήποτε λύση, ούτε καν με το αν θα υπάρξει λύση του κυπριακού προβλήματος, ούτε με οποιαδήποτε “μεταβατική περίοδο”. Με αυτό τον τρόπο νομιμοποιείται η παρουσία των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο. ‘Οπως άλλωστε προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από τις δηλώσεις Αναστασιάδη στην εφημερίδα “Πολίτης”, προτίθεται να επιδιώξει την έκδοση νέου ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που θα εγκρίνει, πριν από οποιοδήποτε δημοψήφισμα, τις αποφάσεις της Γενεύης και θα μπορεί, ως πλέον πρόσφατο, να ερμηνευθεί ως υπέρτερης αξίας των υπαρχόντων ψηφισμάτων, που απαιτούν την άνευ όρων αποχώρηση των δυνάμεων αυτών. (Ο λόγος που ο κ. Αναστασιάδης δηλώνει υπέρ της παρουσίας της ΕΕ και των μονίμων μελών του ΣΑ στη Γενεύη, δεν είναι, όπως στο παρελθόν, η συνδρομή τους στην προάσπιση του κυπριακού κράτους, αλλά η νομιμοποίηση της κατάλυσής του). Σύμφωνα με δηλώσεις των κ.κ. Αναστασιάδη και Κοτζιά, θα προβλέπεται η παρουσία τουρκικών δυνάμεων για απροσδιόριστη “μεταβατική περίοδο”, αφού δηλαδή θα έχει διαλυθεί το υπάρχον κυπριακό κράτος και η Εθνοφρουρά του και θα συνδέεται η εκπλήρωση της αυτοτελούς υποχρέωσης της Τουρκίας να αποσύρει τα στρατεύματα που εισέβαλαν με τη λύση του κυπριακού και με αλλαγές στα θεμέλια της συνταγματικής τάξης της κυπριακής πολιτείας. Επιπλέον, οι συμφωνίες αυτές, σύμφωνα με επανειλημμένες δηλώσεις του ίδιου του Αναστασιάδη, θα προβλέπουν την απαγόρευση στο κυπριακό κράτος να ασκεί το δικαίωμα στην αυτοάμυνα και να διαθέτει μέσα να το ασκήσει (Εθνοφρουρά). Η τυχόν συμπερίληψη τέτοιων συμφωνιών σε ψηφίσματα του ΟΗΕ κινδυνεύει να ερμηνευθεί ως οικειοθελής παραίτηση του κυπριακού κράτους από το σχετικό θεμελιώδες δικαίωμα που του παρέχει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ και από μία των πλέον βασικών ιδιοτήτων όλων των κρατών παγκοσμίως, το δικαίωμα να αμύνονται και να έχουν δικά τους μέσα προς τούτο.
- να δημιουργήσει τις νομικές, πολιτικές και διεθνείς συνθήκες αδυναμίας άσκησης της ελεύθερης βούλησης των Κυπρίων πολιτών, πολύ προτού διεξαχθεί, αν διεξαχθεί, οποιοδήποτε δημοψήφισμα
Σαν να μην έφταναν αυτά, δύο μέρες προ της διασκέψεως, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ διετύπωσε έμμεσες πλην σαφείς και ανήκουστες απειλές εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κυπριακού λαού, που δεν είναι δυνατόν να έχουν διατυπωθεί ως αποτέλεσμα δικής του ή πρωτοβουλίας του ΓΓ του ΟΗΕ.
Γι’ αυτό και όλα τα συντεταγμένα όργανα της Κυπριακής και της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και κάθε πολίτης που έχει τη δυνατότητα να το πράξει, έχουν όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση, για να μη θεωρηθούν συνεργοί του επιχειρούμενου σοβαρού εγκλήματος ει;ς βάρος του κυπριακού (και εμμέσως του συνόλου του ελληνικού λαού), αλλά και συνυπεύθυνοι των βαρύτατων συνεπειών που θα έχουν τέτοιες ενέργειες, να δράσουν άμεσα για τη διακοπή της απόπειρας κατάλυσης της κυριαρχίας του κυπριακού κράτους, που δεν είναι άλλωστε η πρώτη στην ιστορία του.
Ιδού αναλυτικά οι λόγοι που τεκμηριώνουν τους παραπάνω ισχυρισμούς
1. Ο Αναστασιάδης,αν και δηλώνει το αντίθετο, δέχτηκε ήδη εν τοις πράγμασι, τη συμμετοχή του στη διάσκεψη της Γενεύης ως ηγέτης των Ελληνοκυπρίων και όχι ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις σχετικές προσκλήσεις του ΟΗΕ αναφέρονται μάλιστα οι Ακιντζί και Αναστασιάδης ως άτομα, με τον κ. Ακιντζί να προηγείται λόγω αλφαβητικής σειράς. Ο ΓΓ του ΟΗΕ αποδέχθηκε επ’ αυτού την άποψη του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ακιντζί, όπως διατυπώνεται σε έγγραφο προς αυτόν. Ο ειδικός απεσταλμένος του ‘Αιντε, με δηλώσεις του, αποποιήθηκε τις σχετικές ευθύνες, αποδίδοντάς τες στους Ακιντζί και Αναστασιάδη. Υπό τέτοιους όρους η διάσκεψη συνιστά, ανεπίτρεπτη επαναφορά της Κύπρου, από νομικής απόψεως, στο καθεστώς που επικρατούσε προ των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, σε καθεστώς δηλαδή ισοδύναμο προς αυτό της “εκλιπούσης Κυπριακής Δημοκρατίας”, όπως αναφέρεται στα τουρκικά διπλωματικά έγγραφα. Σε ότι αφορά τουλάχιστο τις αποφάσεις για το κυπριακό της Διάσκεψης της Γενεύης η Κυπριακή Δημοκρατία έχει ήδη καταλυθεί. Το νόμιμο κυπριακό κράτος δεν εκπροσωπείται ως τέτοιο σε διεθνή διάσκεψη που καλείται να αποφασίσει το μέλλον της Κύπρου και του λαού της.
2. Επειδή η διάσκεψη αυτή έχει ακριβώς τη σύνθεση και την επιδίωξη της διάσκεψης των εγγυητριών δυνάμεων, που προβλέπονται από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η σύγκλησή της μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα αναβίωσης των συμφωνιών αυτών και, επομένως, και των εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων που προέβλεψαν αυτές, και τα οποία επικαλέστηκε η Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο το 1974.
3. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου συνιστούν ανεπίτρεπτη επιβολή της αποικιακής δύναμης επί του κυπριακού λαού, προκειμένου να ακρωτηριάσει το δικαίωμά του στη αυτοδιάθεση και τα δικαιώματα του υπό σύσταση τότε ανεξαρτήτου κράτους του. Οι συμφωνίες αυτές συνήφθησαν υπό καθεστώς ανεπίτρεπτων εκβιασμών και πιέσεων, παρά την αντίθετη γνώμη των παρόντων στο Λονδίνο εκπροσώπων της οργάνωσης που διεξήγαγε τον κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό-αντιαποικιακό αγώνα και ουδέποτε ετέθησαν υπό την κρίση του κυπριακού λαού. Είναι παράνομες σύμφωνα με σχετική απόφαση του ΟΗΕ, που αφορά αποφάσεις που επεβλήθησαν από αποικιακή δύναμη επί λαού αποικίας. Ακριβέστερα, είναι παράνομες ως προς τις υποχρεώσεις που δημιουργούν στο θύμα των πιέσεων και εκβιασμών, δηλαδή την πρώην αποικία, αλλά νόμιμες ως προς τα δικαιώματα που προβλέπουν για αυτήν, όπως τη σύσταση ανεξαρτήτου κράτους, που απορρέει άλλωστε και από πολύ πιο θεμελιώδεις και αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Ο κυπριακός λαός μόνο δύο φορές στην ιστορία του εξέφρασε άμεσα τη βούλησή του επί του καθεστώτος της νήσου, στα δημοψηφίσματα του 1951 και του 2004, με τα οποία απέρριψε το νομικό καθεστώς που προβλέπουν οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου και το οποίο είναι παρά η συνέχιση του συστήματος των “μιλιέτ” με το οποίο κυβερνάτο η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τις “τρεις εγγυήτριες” (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) στη θέση του Οθωμανού Σουλτάνου. Ο ΟΗΕ, με ειδική απόφασή του, έχει χαρακτηρίσει παράνομες τέτοιου είδους συμφωνίες που επεβλήθησαν στους λαούς αποικιών από την αποικιακή δύναμη. Σε κάθε περίπτωση το ειδικό καθεστώς ακρωτηριασμού της κυριαρχίας του κυπριακού λαού και κράτους, που μπορεί να ερμηνευθεί ότι προβλέπουν αυτές οι συμφωνίες, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπέρτερο του καθεστώτος κράτους πλήρους και ανεμπόδιστης κυριαρχίας, που προσδιορίζει η πράξη προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση και οι θεμελιώδεις διατάξεις των συνθηκών που διέπουν τη λειτουργία της ‘Ενωσης και να χρησιμοποιηθεί για τον ακρωτηριασμό βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του κυπριακού λαού.
4. ‘Εως τώρα διεξήγοντο στην Κύπρο διαπραγματεύσεις μεταξύ Ακιντζί και Αναστασιάδη για τη λύση του κυπριακού ζητήματος. Η μεταξύ τους συμφωνία, αν επήρχετο, θα έπρεπε να τεθεί στην κρίση του κυπριακού λαού και να εξασφαλισθούν οι συνθήκες να εκφράσει τη βούλησή του ο λαός υπό συνθήκες απουσίας πιέσεων, εκβιασμών και απειλών. Πουθενά δεν προβλεπόταν και δεν υπήρχε ή δεν προέκυψε λόγος να προβλεφθεί διάσκεψη, όπως αυτή της Γενεύης, όπως δεν έγινε τέτοια διάσκεψη και κατά την προηγούμενη απόπειρα λύσης του κυπριακού, το 2004. Η σύγκλιση κατά τους νόμους αναρμόδιας διεθνούς διάσκεψης για την Κύπρο, συνιστά ανεπίτρεπτη προσπάθεια να δημιουργηθούν τέτοια νομικά, πολιτικά και διεθνή αποτελέσματα , που να καθιστούν άνευ αντικειμένου το δημοψήφισμα, πλήττοντας βάναυσα την παγκόσμια αναγνωρισμένη αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, αλλά και της Εθνικής Κυριαρχίας, αφού τρίτες χώρες, εν προκειμένω η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία καλούνται ουσιαστικά να αποφασίσουν θέματα που αφορούν τον κυπριακό λαό και μόνον αυτόν και επί των οποίων δεν του έχει δοθεί η δυνατότητα αν αποφανθεί.
5. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της διαδικασίας, πλην μερικώς του κ. Ακιντζί, δεν έδωσαν καμμιά ικανοποιητική εξήγηση ούτε από που προέκυψε η ιδέα της διάσκεψης, ούτε για τους λόγους σύγκλισής της, ούτε για την ακριβή ημερήσια διάταξη και αποστολή της. Αν η Διάσκεψη της Γενεύης ήταν μια νόμιμη διαδικασία που αποσκοπούσε στη λύση ενός προβλήματος, δεν θα είχαν κανένα λόγο να μην το πράξουν. Απαντώντας στην εφημερίδα “Πολίτης”, ο Αναστασιάδης είπε ότι συμφώνησε στη διάσκεψη γιατί δεν ήθελε να έχει την ευθύνη απόρριψης της ιδέας, δηλαδή γιατί δεν μπορεί να λέει ‘Οχι. Η ελληνική κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί γίνεται αυτή η διάσκεψη και γιατί προτίθεται να συμμετάσχει. Ο κ. ‘Ειντε, ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για το κυπριακό, είπε ότι επρόκειτο περί πρωτοβουλίας των δύο ηγετών, επιβεβαιώνοντας όμως ότι θα απουσιάζει από τη διάσκεψη για την Κύπρο το κυπριακό κράτος! Μόνο ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων εξήγησε με κάποια σαφήνεια τις επιδιώξεις της διάσκεψης, με τις δηλώσεις του προς τον τουρκοκυπριακό τύπο στις 27 Δεκεμβρίου (αξίζει να σημειωθεί ότι όσα έχει δηλώσει κατά το παρελθόν ο κ. Ακιντζί, έχουν κατά κανόνα αποδειχθεί ορθά και ακριβή). Σύμφωνα με όσα είπε, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα είναι παρούσα στη Διάσκεψη, ούτε θα υπογράψει
καμιά συμφωνία στη Γενεύη. Τις συμφωνίες θα τις υπογράψει η “συσταθησομένη νέα Ομοσπονδιακή Κύπρος”. Δηλαδή είπε ότι στη Γενεύη πρόκειται να καταλυθεί το υπάρχον κυπριακό κράτος και να δημιουργηθεί νέο, η “νέα Ομοσπονδιακή Κύπρος” κατά προφανή παράβαση των πιο θεμελιωδών προβλέψεων του κυπριακού συντάγματος, του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου.
6. Ο Αναστασιάδης στην ίδια συνέντευξη στον Πολίτη άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι προτίθεται να πάει στο Συμβούλιο Ασφαλείας και να προκαλέσει την έκδοση ψηφίσματος που να υιοθετεί τις συμφωνίες της Γενεύης, πολύ προτού υποβληθούν στην κρίση του κυπριακού λαού. Δηλαδή προτίθεται να τις νομιμοποιήσει διεθνώς με δική του πρωτοβουλία.
7. ‘Ολες οι ενέργειες του Αναστασιάδη και αυτές που ο ίδιος δηλώνει ότι προτίθεται να αναλάβει, συνιστούν προφανή κατάχρηση των συνταγματικών εξουσιών του και μπορούν να θεμελιώσουν βάσιμες υποψίες ότι δεν ενεργεί (έστω εσφαλμένα) προς ώφελος των πιο βασικών συμφερόντων του λαού του και της πιο μεγάλης υποχρέωσης ενός αρχηγού κράτους, που είναι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και του πολιτεύματός του. Εγείρεται εκ των πραγμάτων το εύλογο ερώτημα κατά πόσον, διεθνείς δυνάμεις που έχουν ενεργήσει επανειλημμένα και αποδεδειγμένα στο παρελθόν για την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα και του κυπριακού κράτους, όπως οι ίδιοι οι εκπρόσωποί τους έχουν αναγνωρίσει, απολογούμενοι, έχουν και πάλι ενεργοποιηθεί και ασκούν καθοριστική επιρροή στον Κύπριο Πρόεδρο, που δημοσιεύματα ελληνικών, κυπριακών και διεθνών ΜΜΕ, φέρουν επίσης ως αντικείμενο άμεσου διεθνούς εκβιασμού.
8. Επιπροσθέτως προς όλα τα προηγούμενα, ο εκπρόσωπος του ΓΓ του ΟΗΕ κ. ‘Αϊντα προέβη σε ανήκουστες δηλώσεις την 10η Ιανουαρίου, υπενθυμίζοντας σε όλους το προηγούμενο του πολέμου στη Συρία και απειλώντας εμμέσως πλην σαφώς με πόλεμο την Κύπρο. Τέτοιου είδους δηλώσεις απάδουν προς την ιδιότητα διεθνούς διπλωμάτη και δεν θα μπορούσαν να γίνουν αν ο κ. ‘Αιντα ενεργεί όντως ως απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα και όχι ως εκπρόσωπος ισχυρών δυνάμεων που επιδιώκουν την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
9. Η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει τη μεγαλύτερη δυνατή συμπαράσταση και συνδρομή στον κυπριακό λαό για πολλούς λόγους, περιλαμβανομένης και της προστασίας των πιο βασικών συμφερόντων ασφαλείας των πολιτών της Ελλάδας. Αλλά η “συμπαράσταση” δεν μπορεί βέβαια να επεκτείνεται σε πράξεις του Κυπρίου Προέδρου που θέτουν σε κίνδυνο το κράτος του και την ασφάλεια του ελληνικού λαού στο σύνολό του. Η ελληνική πολιτεία δεν επιτρέπεται να υποκαθιστά ή να επιβάλλει στην κυπριακή το τι θα πράξει (όπως επεχείρησαν να πράξουν οι εξ Ελλάδος οπαδοί του σχεδίου Ανάν το 2002-04). Ούτε όμως και η κυπριακή πολιτεία δικαιούται να αποφασίζει για λογαριασμό της Ελλάδας. Η υπογραφή της Ελληνικής Δημοκρατίας και η συμμετοχή της σε οποιαδήποτε ενέργεια που αφορά το Κυπριακό είναι αρμοδιότητα της ίδιας και το ιστορικό βάρος της υπογραφής της το φέρουν οι εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους που δεν μπορούν να το μεταβιβάσουν σε κανέναν, ούτε και στον Πρόεδρο της Κύπρου, αλλά οφείλουν αντίθετα να φροντίσουν ανεπηρέαστοι να συνάδει με τις πιο βασικές αρχές του δικαίου και με τα πιο ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Αθήνα, 11 Ιανουαρίου 2017
.konstantakopoulos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου