Συνέχεια από: Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019
Η γραφή
ως παράδοση
Η
αποδόμηση τού λογοτεχνικού κανόνα στον
Kafka και Harold
Bloom
Ι. 2 Η ιστορία τής σωτηρίας και η βιογραφία
Στην
«Δίκη» υπάρχουν υποδείξεις για μια
ώριμη ιστορία, η οποία δε επρόκειτο
γραφτεί ποτέ. Είναι η «σύντομη περιγραφή
τής ζωής» τού Κ., η οποία θα έπρεπε «να
εξηγεί, σε κάθε κάπως σημαντικό γεγονός»,
«για ποιο λόγο έπραξε όπως έπραξε, αν ο
τρόπος τής δράσης του είναι σύμφωνα με
την σημερινή του κρίση απορριπτέος ή
αποδεκτός, και ποιούς λόγους θα μπορούσε
να παραθέσει για το ένα ή το άλλο» (P
98). Αλλά η αναφορά αυτή τον βάζει ενώπιον
υπερβολικών περιπλοκών: «Μόνο να μείνεις
στα μισά τού δρόμου, αυτό δεν ήταν μόνο
στις δουλειές, αλλά πάντα και παντού
ότι πιο ανόητο. Αυτή η έκθεση παραπόνου
σήμαινε μια σχεδόν ατέλειωτη δουλειά.
Δεν χρειαζόταν να έχει κανείς ένα πολύ
φοβικό χαρακτήρα για αποκτήσει εύκολα
την πεποίθηση, πως ήταν αδύνατο, να
διεκπεραιωθεί η έκθεση παραπόνου. Όχι
από τεμπελιά ή πονηριά… αλλά γιατί λόγω
άγνοιας τής κατηγορίας και των πιθανών
επεκτάσεών της σ' ολόκληρη την ζωή, ακόμα
και οι ελάχιστες πράξεις και γεγονότα
θα έπρεπε να επαναφερθούν στην μνήμη,
να παρουσιαστούν από όλες τις οπτικές
γωνίες και να εξεταστούν. Και πόσο
θλιβερή ήταν μια τέτοια δουλειά. Ήταν
ίσως κατάλληλη να απασχολήσει, μετά την
συνταξιοδότηση, το πνεύμα που κατάντησε
παιδιάστικο, και να το βοηθήσει να
περάσει τις μέρες του. Αλλά τώρα που ο
Κ. χρειαζόταν όλες του τις σκέψεις για
την δουλειά του, όπου κάθε ώρα περνούσε
με μεγάλη ταχύτητα, καθώς ήταν στην φάση
ανόδου και αποτελούσε απειλή για τον
αντικαταστάτη του διευθυντή, τώρα που
ήθελε να απολαύσει τα σύντομα βράδια
και τις νύχτες σαν ένας νέος άνθρωπος,
τώρα έπρεπε να καταπιαστεί με την σύνταξη
αυτής της έκθεσης παραπόνου. Και η σκέψη
του κατέληξε πάλι σε ένα παράπονο». (P
110)
Το
απόσπασμα αυτό περιγράφει κατ’ αρχάς
την δυσκολία στην οποία βάζει μια
κατηγορία, το περιεχόμενο της οποία
είναι άγνωστο. Ο Josef K.
θεωρεί πως στην άγνωστη κατηγορία πρέπει
να αντιτείνει το περιεχόμενο της ζωής
του. «Ολόκληρη η ζωή» μπορεί να αποδείξει
κάτι, εφόσον η τρομακτική εργασία τής
ανάκλησης στην μνήμη θα έχει διεκπεραιωθεί,
πράγμα που θα επέτρεπε να διηγηθεί
ολόκληρη τήν ιστορία του. Το «πένθος»
όμως για τον άπειρο ορίζοντα τής δουλειάς
πιέζει. Ο Κ. υπολογίζει σαν λογιστής την
οικονομία των ωρών τής ζωής που περνούν
«με ύψιστη ταχύτητα». Και ακριβώς στην
κοσμική παραλλαγή τής μεταφοράς τής
ανόδου, όπως παρουσιάζεται στην ιστορία
τής σωτηρίας, καταλήγει στο επιχείρημα,
πως η εξέταση τής ζωής αποσπά την προσοχή
από την ίδια την ζωή. Για πρώτη φορά
αντιλαμβάνεται, πως τη δίκη, στην οποία
βρίσκεται, την πληρώνει με την ζωή.
Αποθαρρυνμένος από την απρόβλεπτη
πληθώρα τών σημασιών, αναβάλλει την
σύνταξη τής έκθεσης παραπόνου μέχρι το
τέλος τής ζωής του και παραμένει
«παραπονούμενος».
Το
παράδοξο, να ξεκινήσει κανείς να διηγείται
μια ατέλειωτη ιστορία από το τέλος της,
έχει ένα υπόδειγμα, το οποίο ο Κ. αγνοεί.
Γιατί ακριβώς η μετάθεση τής ιστορίας,
η οποία αφήνει πίσω της την ζωή σε
«παράπονο» και εξορία, μέχρι την ημέρα
που θα έρθει ο λυτρωτής, χαρακτηρίζει
την συνηθισμένη μορφή εμφάνισης μια
εβραϊκής βιογραφίας11.
Εφόσον ο Μεσσίας δεν εμφανίζεται,
ολόκληρη η ζωή παραμένει στις διαταγές
εκείνου που έχει ήδη γραφτεί και συμβεί:
τής αρχέγονης ιστορικής κατηγορίας,
τού νόμου και των ερμηνειών του. Έτσι
δεν μπορεί να υπάρχει μια πρόδρομη
δικαιολόγηση τής ζωής- ο χριστιανικός
τρόπος ανάγνωσης μιας τέτοιας αποτυχημένης
ανθρωποδικίας επινόησε τον μύθο του
αιώνιου Εβραίου12-αλλά
μόνο υπακοή στον Νόμο. Με τα λόγια του
πνευματικού: «Προσοχή από την Γραφή»
(P184), στην οποία, αυτό που
υπάρχει και θα υπάρξει στην ιστορία,
έχει ήδη γραφτεί13.
Την
αναβολή τής δικαιολόγησης τής ζωής τού Κ. δεν την επέβαλε κάποια προοπτική τής
ιστορίας τής σωτηρίας, αλλά η αρχέγονη
ιστορική πρόταση περί τής ενοχής τής
ανθρωπότητας. Αντικαθιστά την μεσσιανική
προσδοκία με την υποχρέωση προς μια
πρακτική «άνοδο» στην ζωή. Γιατί οι
εσχατολογικές ιδέες μιας αθώωσης, για
τις οποίες ο Held είχε ήδη
φανερώσει ορισμένα πράγματα και ο
Titorelli θα τις υπενθυμίσει
αργότερα ως «θρύλους» (P133),
προσφέρουν κατά της ταχείας παροδικότητας
της ζωής μόνο μια απορία. Ο Κ., ο οποίος
γνωρίζει μόνο περιφρονητικούς τίτλους
για το τέλος της ζωής14,
χαρακτηρίζει την απορία αυτή ως την
απόλυτη («πάντα και παντού») ανοησία.
Το να μείνεις στα «μισά του δρόμου» μιας
«σχεδόν άπειρης» ιστορίας. Ο Κ. παραβλέπει
πως αυτή είναι η δική του μοίρα. Η
απρόβλεπτη ιστορία δεν βρίσκεται βέβαια
ενώπιον του, αλλά η παντοδύναμη σημασία
της διαφεύγει στο παρελθόν. Από εκεί
όμως, από το παρελθόν έρχεται η αυθεντία
τού δικαστηρίου, που ρίχνεται σαν
«εμπόδιο» στην «βιογραφία» (P115)
τού Κ. και τον εξαναγκάζει στην στασιμότητα.
Δεν τρομάζει απλώς πως σε αυτόν δεν
υπάρχει «καμιά λήθη» (P136),
αλλά το ότι έγραψε για τον Κ. μια ιστορία
ενοχής, που φαίνεται πως νομιμοποιεί
την σύλληψή του. Για πρώτη φορά τώρα,
στην μέση τής δίκης του, αναγνωρίζει το
θράσος που βρίσκεται στο γεγονός, πως
αυτός θα συνεχίσει να ζει, ενώ κάπου
αλλού θα καταγράφονται όλα περί αυτού:
«Ενώ
η δίκη του συνεχιζόταν, ενώ πάνω στο
πατάρι οι υπάλληλοι μελετούσαν τα
ντοκουμέντα της δίκης, αυτός έπρεπε να
διεκπεραιώσει τις δουλειές με την
τράπεζα; Δεν έμοιαζε όλο αυτό με ένα
βασανιστήριο, που είχε αναγνωριστεί
από το δικαστήριο, συσχετιζόταν με την
δίκη και τον συνόδευε;» (P111)
Στην
πραγματικότητα δεν έχει ιδέα, πως η
«θλιβερή» εργασία, την οποία έριξε στο
συνταξιοδοτημένο και «παιδιάστικο
πνεύμα», είναι στ’ αλήθεια η μοναχική
κύρια απασχόληση τού απόλυτου πνεύματος.
Το απόλυτο πνεύμα, σύμφωνα με την ιουδαϊκή
παράδοση σημειώνει όλες τις πράξεις
τού ανθρώπου, και λογαριάζει την ενοχή
τους την ημέρα τής Πρωτοχρονιάς, την
«ημέρα τής δίκης», που είναι και η μέρα
τής σύλληψης του Κ., όπως προκύπτει από
την ανάλυση του κειμένου15.
Αλλά η «αίσθηση» τού Κ. θα μπορούσε να
τον είχε διδάξει, πόσο βαθιά μέσα στο
παρελθόν θα έπρεπε να προεκταθεί η
«σύντομη ιστορία της ζωής του», εάν
ήθελε να συναγωνιστεί το κατηγορητήριο.
Γιατί «μόνο με μια αίσθηση ντροπής»
(P110) εξαναγκάζεται να
δικαιολογήσει την ζωή του. Καθώς δεν
γνωρίζει, πως ο Kafka τον
χρησιμοποιεί για να παραθέσει εκείνη
την Γραφή, που περιγράφει την «πρώτη»
ζωή, και είχε καταστεί το θεμελιώδες
βιβλίο τής ενοχής: η Γένεσις, η συγγραφή
τής οποίας είχε αποδοθεί στο θεϊκό
πνεύμα16.
Και μόνο ένα ανέκδοτο θα μπορούσε να
δώσει εξήγηση για την ντροπιαστική
προσπάθειά του να γράψει, αυτού που
έπρεπε να συναγωνιστεί το θεϊκό βιβλίο,
ώστε να ελευθερωθεί από την ενοχή:
«Θυμήθηκε,
πως κάποτε, ένα πρωινό, καθώς πνιγόταν
στη δουλειά, ξαφνικά τα παραμέρισε όλα
και πήρε το σημειωματάριο, για να
πειραματιστεί με την δημιουργία τού συνειρμού μιας τέτοιας έμπνευσης… και
πως εκείνη ακριβώς την στιγμή άνοιξε η
πόρτα του γραφείου τού διευθυντή και
μπήκε ο υποδιευθυντής με ένα δυνατό
γέλιο. Ήταν πολύ ντροπιαστικό για τον
Κ. τότε, αν και ο υποδιευθυντής δεν γέλασε
με την έμπνευσή του, για την οποία δεν
γνώριζε οτιδήποτε, αλλά για ένα
χρηματιστηριακό ανέκδοτο, το οποίο είχε
μόλις ακούσει, ένα ανέκδοτο, το οποίο
για να γίνει κατανοητό απαιτούσε ένα
σχήμα, το οποίο ο υποδιευθυντής ζωγράφησε
με το μολύβι του Κ., που τού πήρε από το
χέρι και ζωγράφισε στο σημειωματάριο,
που ήταν προορισμένο για την σημείωση
τής έμπνευσης». (P110)
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου