Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Περί της κατασκευής του ανθρώπου (17)

 Συνέχεια από: Δευτέρα, 31 Μαΐου 2021

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17ο

Τί πρέπει να λέγουμε προς εκείνους που απορούν, αν η παιδοποιΐα ήλθε μετά την αμαρτία, πως θα εγίνονταν oι ψυχές των άλλων σε περίπτωση που οι εξ αρχής άνθρωποι θα διέμειναν αναμάρτητοι

Μάλλον, πριν διερευνήσουμε το προκείμενο ζήτημα, ίσως είναι προτιμότερο να ζητήσωμε τη λύσιν του ισχυρισμού των αντιπάλων μας. Πράγματι λέγουν ότι πριν από την αμαρτία δεν αναφέρεται ούτε γέννα ούτε ωδίνες ούτε ορμή για παιδοποιΐα· όταν όμως οι πρωτόπλαστοι εδιώχθηκαν από τον παράδεισο μετά την αμαρτία κι’ η γυναίκα καταδικάσθηκε στην τιμωρία των ωδίνων, τότε έφθασε ο Αδάμ να γνωρίσει ερωτικώς την γυναίκα του και τότε έγινε η αρχή της παιδοποιΐας. Αν λοιπόν δεν υπήρχε γάμος στον παράδεισο ούτε ωδίνες ούτε γέννα, λέγουν ότι είναι ανάγκη να θεωρούμε ακόλουθο, ότι δεν θα πληθύνονταν οι ψυχές των ανθρώπων, αν δεν μετέπιπτε προς το θνητό η χάρις της αθανασίας και αν δεν διατηρούσε τη φύσιν ο γάμος δια των επιγόνων, αναπληρώνοντας τους αποθνήσκοντες με τους γεννωμένους, ώστε κατά κάποιον τρόπο να έχει ωφελήσει η αμαρτία με το να εισέλθει στη ζωή των ανθρώπων. Διότι το ανθρώπινο γένος θα έμενε στη δυάδα των πρωτοπλάστων, αν δεν παρακινούσε τη φύσιν προς διαδοχή ο φόβος εμπρός στο θάνατο.

Αλλά σ’ αυτά πάλι, ποιά είναι η αλήθεια, μπορεί να είναι γνωστή μόνο σ’ εκείνους που εμυήθηκαν, όπως ο Παύλος, τα απόρρητα στον Παράδεισο. Ο δικός μας λόγος όμως είναι ο εξής. Επειδή κάποτε αντέλεγαν οι Σαδδουκαίοι στο δόγμα της αναστάσεως και για κατοχύρωση του δόγματός τους προέβαλαν την πολύγαμη εκείνη γυναίκα, που συνήλθε με τους επτά αδελφούς, κι’ έπειτα ρωτούσαν ποιού θα είναι η γυναίκα μετά την ανάσταση, αποκρίνεται στην ερώτηση ο Κύριος, όχι μόνο για να διδάξει τους Σαδδουκαίους, αλλά και για να φανερώσει στους μεταγενεστέρους το μυστήριο της ζωής στην ανάσταση. Διότι, λέγει, «στην ανάσταση ούτε νυμφεύονται ούτε υπανδρεύονται», αφού ούτε μπορούν πάλι ν’ αποθάνουν· διότι είναι ισάγγελοι και είναι υιοί θεού, εφ’ όσον είναι υιοί της αναστάσεως.

Εξάλλου η χάρις της αναστάσεως δεν μας υπόσχεται τίποτε άλλο παρά την αποκατάστασιν των πεπτωκότων στην αρχαία τους κατάσταση. Διότι είναι επάνοδος στην πρώτη ζωή η προσδοκωμένη χάρις, που επαναφέρει πάλι στον παράδεισο αυτόν που αποβλήθηκε από εκεί. Αν λοιπόν η ζωή αυτών που αποκαθίστανται είναι οικεία προς τη ζωή των αγγέλων, τότε είναι φανερό ότι ο πριν από την παράβασιν βίος ήταν αγγελικός· γι’ αυτό και η επάνοδος της ζωής μας προς την αρχαία κατάστασίν της αποτελεί ομοίωση με τους αγγέλους. Αλλ’ όμως, όπως έχει λεχθεί, αν και δεν υπάρχει σ’ αυτούς γάμος, οι στρατιές των αγγέλων ανέρχονται σε άπειρες μυριάδες· διότι έτσι διηγείται ο Δανιήλ στις οράσεις του. Κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο, αν δεν είχε γίνει εκ μέρους μας καμμιά παρεκτροπή και απομάκρυνσις από την αγγελική ομοτιμία, λόγω αμαρτίας, ούτε εμείς δεν θα χρειαζόμασταν το γάμο για τον πολλαπλασιασμό.

Βέβαια είναι άρρητος και ακατανόητος από τους ανθρωπίνους στοχασμούς ο τρόπος του πολλαπλασιασμού στην φύσιν των αγγέλων, αλλά πάντως υπάρχει· αυτός λοιπόν ο τρόπος θα ίσχυε και επί των ανθρώπων, που είναι ελαφρώς κατώτεροι των αγγέλων, αυξάνοντας το ανθρώπινο γένος κατά το ωρισμένο από τη βουλή του ποιητού μέτρο. Αν στενοχωρείται κανείς επιζητώντας τον τρόπο τής γενέσεως των ανθρώπων, σε περίπτωση που ο άνθρωπος δεν είχε χρειασθεί τη συνεργία δια του γάμου, θα αντερωτήσωμε κι’ εμείς για τον τρόπο της υποστάσεως των αγγέλων, πως εκείνοι βρίσκονται σε άπειρες μυριάδες, ενώ και μια ουσία είναι και πολυάριθμοι είναι. Πράγματι σ’ εκείνον που ρωτά, «πώς θα υπήρχε ο άνθρωπος χωρίς γάμο;», θ’ αποκριθούμε καταλλήλως τούτο, ότι θα υπήρχε, όπως υπάρχουν οι άγγελοι χωρίς γάμο· διότι το ότι πριν από την παράβασιν ο άνθρωπος ήταν όμοιος μ’ εκείνους, το δείχνει η αποκατάστασις πάλι σ’ εκείνο.

Αφού λοιπόν έτσι διευκρινίσθηκαν τούτα, ας επιστρέψουμε στο προηγούμενο θέμα μας· πώς μετά την κατασκευή της εικόνος ο Θεός επινοεί την κατά το άρρεν και το θήλυ διαφορά στο πλάσμα; Διότι λέγει ότι σ’ αυτό είναι χρήσιμη η προαναφερθείσα θεωρία μας. Πράγματι εκείνος πού έφερε τα πάντα εις το είναι και διεμόρφωσε κατά τη θεία εικόνα τον σύνολο άνθρωπο, δεν περίμενε να ιδεί το πλήρωμα του αριθμού των ψυχών με τη βαθμιαία προσθήκη των απογόνων. Αλλά δια της προγνωστικής ενεργείας συνέλαβε αθρόως σ’ αυτό το πλήρωμα όλη την ανθρωπίνη φύσιν και την ετίμησε με την υψηλή και ισάγγελη αξία· επειδή δε με τη διορατική δύναμιν προείδε ότι η προαίρεσίς της δεν θα εβάδιζε ευθέως προς το καλό, και γι’ αυτό θα εξέπιπτε από την αγγελική ζωή, για να μη κολοβωθεί το πλήθος των ανθρωπίνων ψυχών εκπτίπτοντας από εκείνον τον τρόπο κατά τον όποιο αυξήθηκαν οι άγγελοι, γι’ αυτό εγκαθιδρύει στη φύσιν την κατάλληλη γι’ αυτούς που κατολίσθησαν στην αμαρτία επινόηση της αυξήσεως· έτσι αντί της αγγελικής μεγαλοφυΐας εμφύτευσε στην ανθρωπότητα τον κτηνώδη και άλογο τρόπο της διαδοχής του ενός από τον άλλο.

Γι’ αυτό τονίζω ότι και ο μέγας Δαβίδ ελεεινολογώντας την αθλιότητα του ανθρώπου, θρηνεί τη φύσιν του με τούτα τα λόγια· «ο άνθρωπος δεν κατάλαβε σε πόση τιμή ήταν», με τη λέξη ‘τιμή’ εννοώντας την ομοτιμία προς τους αγγέλους. Γι’ αυτό, συνεχίζει, «παραβλήθηκε με τα κτήνη τα ανόητα κι’ έγινε όμοιος με αυτά». Διότι πράγματι έγινε κτηνώδης αυτός που εδέχθηκε στη φύσιν του αυτόν τον ρευστό τρόπο γενέσεως εξ αίτιας , της ροπής του προς τα υλώδη.

Το πρωτότυπο κείμενο


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖʹ.

Τί χρὴ λέγειν πρὸς τοὺς ἐπαποροῦντας, εἰ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν ἡ παιδοποιΐα, πῶς ἂν ἐγένοντο αἱ ψυχαὶ, εἰ ἀναμάρτητοι διέμειναν οἱ ἐξ ἀρχῆς ἄνθρωποι. 

Μᾶλλον δὲ, πρὶν τὸ προκείμενον διερευνῆσαι, κρεῖττον ἴσως τοῦ προφερομένου παρὰ τῶν μαχομένων ἡμῖν ἐπιζητῆσαι τὴν λύσιν. Λέγουσι γὰρ πρὸ τῆς ἁμαρτίας μήτε τόκον ἱστορεῖσθαι, μήτε ὠδῖνα, μήτε τὴν πρὸς παιδοποιΐαν ὁρμήν· ἀποικισθέντων δὲ τοῦ παραδείσου μετὰ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ τῆς γυναικὸς τῇ τιμωρίᾳ τῶν ὠδίνων κατακριθείσης, οὕτως ἐλθεῖν τὸν Ἀδὰμ εἰς τὸ γνῶναι γαμικῶς τὴν ὁμόζυγον, καὶ τότε τῆς παιδοποιΐας τὴν ἀρχὴν γενέσθαι. Εἰ οὖν γάμος ἐν τῷ παραδείσῳ οὐκ ἦν, οὔτε ὠδὶς, οὔτε τό κος, ἀνάγκην εἶναί φασιν ἐκ τοῦ ἀκολούθου λογίζεσθαι, μὴ ἂν ἐν πλήθει γενέσθαι τὰς τῶν ἀνθρώπων ψυχὰς, εἰ μὴ πρὸς τὸ θνητὸν ἡ τῆς ἀθανασίας χάρις μετέπεσε, καὶ ὁ γάμος διὰ τῶν ἐπιγινομένων συνετήρει τὴν φύσιν, ἀντὶ τῶν ὑπεξιόντων τοὺς ἐξ αὐτῶν ἀντεισάγων, ὥστε λυσιτελῆσαι τρόπον τινὰ, τὴν ἁμαρτίαν ἐπεισελθοῦσαν τῇ ζωῇ τῶν ἀνθρώπων. Ἔμεινε γὰρ ἂν ἐν τῇ τῶν πρωτοπλάστων δυάδι τὸ ἀνθρώπι νον γένος, μὴ τοῦ κατὰ τὸν θάνατον φόβου πρὸς διαδοχὴν τὴν φύσιν ἀνακινήσαντος.

Ἀλλ' ἐν τούτοις πάλιν ὁ μὴν ἀληθὴς λόγος, ὅστις ποτὲ ὢν τυγχάνει, μόνοις ἂν εἴη δῆλος τοῖς κατὰ Παῦλον τὰ τοῦ παρα δείσου μυηθεῖσιν ἀπόῤῥητα. Ὁ δὲ ἡμέτερος τοιοῦτός ἐστιν· Ἀντιλεγόντων ποτὲ τῶν Σαδδουκαίων τῷ κατὰ τὴν ἀνάστασιν λόγῳ, καὶ τὴν πολύγαμον ἐκείνην γυναῖκα, τὴν τοῖς ἑπτὰ γενομένην ἀδελφοῖς, εἰς σύστασιν τοῦ καθ' ἑαυτοὺς δόγματος προφερόντων, εἶτα τίνος μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἔσται πυνθανομένων, ἀποκρίνεται πρὸς τὸν λόγον ὁ Κύριος, οὐ μόνον τοὺς Σαδδουκαίους παιδεύων, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς μετὰ ταῦτα τῆς ἐν τῇ ἀναστάσει ζωῆς φανερῶν τὸ μυστήριον. «Ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει, φησὶν, οὔτε γαμοῦσιν, οὔτε γαμίσκονται·» οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύναν· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι, καὶ υἱοὶ Θεοῦ εἰσι, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες. 

Ἡ δὲ τῆς ἀναστάσεως χάρις οὐδὲν ἕτερον ἡμῖν ἐπαγγέλλεται, ἢ τὴν εἰς τὸ ἀρχαῖον τῶν πεπτωκότων ἀποκατάστασιν. Ἐπάνοδος γάρ τίς ἐστιν ἐπὶ τὴν πρώτην ζωὴν ἡ προσδοκωμένη χάρις, τὸν ἀποβληθέντα τοῦ παραδείσου πάλιν εἰς αὐτὸν ἐπανάγουσα. Εἰ τοίνυν ἡ τῶν ἀποκαθισταμένων ζωὴ πρὸς τὴν τῶν ἀγγέλων οἰκείως ἔχει, δηλονότι ὁ πρὸ τῆς παραβάσεως βίος ἀγγελικός τις ἦν· διὸ καὶ ἡ πρὸς τὸ ἀρχαῖον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐπάνοδος τοῖς ἀγγέλοις ὡμοίωται. Ἀλλὰ μὴν, καθὼς εἴρηται, γάμου παρ' αὐτοῖς οὐκ ὄντος, ἐν μυριάσιν ἀπείροις αἱ στρα τιαὶ τῶν ἀγγέλων εἰσίν· οὕτω γὰρ ἐν ταῖς ὀπτασίαις ὁ Δανιὴλ διηγήσατο. Οὐκοῦν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, εἴπερ μηδεμία παρατροπή τε καὶ ἔκστασις ἀπὸ τῆς ἀγγελικῆς ὁμοτιμίας ἐξ ἁμαρτίας ἡμῖν ἐγένετο, οὐκ ἂν οὐδὲ ἡμεῖς τοῦ γάμου πρὸς τὸν πληθυσμὸν ἐδεήθημεν. 

Ἀλλ' ὅστις ἐστὶν ἐν τῇ φύσει τῶν ἀγγέλων τοῦ πλεονασμοῦ τρόπος, ἄῤῥητος μὲν καὶ ἀνεπινόητος στοχασμοῖς ἀνθρωπίνοις, πλὴν ἀλλὰ πάντως ἐστίν· οὗτος ἂν καὶ ἐπὶ τῶν βραχύ τι παρ' ἀγγέλους ἠλαττωμένων ἀνθρώπων ἐνήργησεν, εἰς τὸ ὡρισμένον ὑπὸ τῆς βουλῆς τοῦ πεποιηκότος μέτρον τὸ ἀνθρώπινον αὔξων. Εἰ δὲ στενοχωρεῖταί τις ἐπιζητῶν τὸν τῆς γενέσεως τῶν ἀνθρώπων τρόπον, εἰ μὴ προσεδεήθη τῆς διὰ τοῦ γάμου συνεργίας ὁ ἄνθρωπος, ἀντερωτή σομεν καὶ ἡμεῖς τὸν τῆς ἀγγελικῆς ὑποστάσεως τρό πον, πῶς ἐν ἀπείροις μυριάσιν ἐκεῖνοι. καὶ μία οὐ σία ὄντες, καὶ ἐν πολλοῖς ἀριθμούμενοι. Τοῦτο γὰρ προσφόρως ἀποκρινούμεθα τῷ προφέροντι, "Πῶς ἂν ἦν δίχα τοῦ γάμου ὁ ἄνθρωπος;" εἰπόντες, ὅτι καθώς εἰσι γάμου χωρὶς οἱ ἄγγελοι· τὸ γὰρ ὅμοιον ἐκείνοις τὸν ἄνθρωπον εἶναι πρὸς τῆς παραβάσεως, δείκνυσιν ἡ εἰς ἐκεῖνο πάλιν ἀποκατάστασις. 

Τούτων οὖν ἡμῖν οὕτω διευκρινηθέντων, ἐπανιτέον ἐπὶ τὸν πρότερον λόγον· πῶς μετὰ τὴν κατασκευὴν τῆς εἰκόνος, τὴν κατὰ τὸ ἄῤῥεν καὶ θῆλυ διαφορὰν ὁ Θεὸς ἐπιτεχνᾶται τῷ πλάσματι. Πρὸς τοῦτο γάρ φημι χρήσιμον εἶναι τὸ προδιηνυσμένον ἡμῖν θεώρημα. Ὁ γὰρ τὰ πάντα παραγαγὼν εἰς τὸ εἶναι, καὶ ὅλον ἐν τῷ ἰδίῳ θελή ματι τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὴν θείαν εἰκόνα διαμορφώ σας, οὐ ταῖς κατ' ὀλίγον προσθήκαις τῶν ἐπιγινομέ νων ἀνέμεινεν ἰδεῖν ἐπὶ τὸ ἴδιον πλήρωμα τὸν ἀριθμὸν τῶν ψυχῶν τελειούμενον· ἀλλ' ἀθρόως αὐτῷ πληρώματι πᾶσαν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν διὰ τῆς προγνωστικῆς ἐνεργείας κατανοήσας, καὶ τῇ ὑψηλῇ τε καὶ ἰσαγγέλῳ λήξει τιμήσας, ἐπειδὴ προεῖδε τῇ ὁρατικῇ δυνάμει μὴ εὐθυποροῦσαν πρὸς τὸ καλὸν τὴν προαί ρεσιν, καὶ διὰ τοῦτο τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς ἀποπίπτουσαν· ὡς ἂν μὴ κολοβωθείη τὸ τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρω πίνων πλῆθος, ἐκπεσὸν ἐκείνου τοῦ τρόπου, καθ' ὃν οἱ ἄγγελοι πρὸς τὸ πλῆθος ηὐξήθησαν· διὰ τοῦτο τὴν κατάλληλον τοῖς εἰς ἁμαρτίαν κατολισθήσασι τῆς αὐξήσεως ἐπίνοιαν ἐγκατασκευάζει τῇ φύσει, ἀντὶ τῆς ἀγγελικῆς μεγαλοφυῖας τὸν κτηνώδη τε καὶ ἄλογον τῆς ἐξ ἀλλήλων διαδοχῆς τρόπον ἐμφυτεύσας τῇ ἀνθρωπότητι. 

Ἐντεῦθέν μοι δοκεῖ καὶ ὁ μέγας Δαβὶδ κατοικτιζόμενος τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀθλιότητα, τοιούτοις λόγοις καταθρηνῆσαι τὴν φύσιν· ὅτι «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε·» τιμὴν λέγων, τὴν πρὸς τοὺς ἀγγέλους ὁμοτιμίαν. Διὰ τοῦτο, φησὶ, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις, καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς. Ὄντως γὰρ κτηνώδης ἐγένετο ὁ τὴν ῥοώδη ταύτην γένεσιν τῇ φύσει παραδεξάμενος, διὰ τὴν πρὸς τὸ ὑλῶδες ῥοπήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: