Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (1)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

§ 1. Ἡ θεολογία τῆς ἑνότητας

Ἀπὸ τὶς πρῶτες στιγμὲς τοῦ ἱστορικοῦ της βίου ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴ συνείδηση ὅτι ἡ ἑνότητά της δὲν εἶναι γεγονὸς ἰδεολογικῆς ἁπλῶς ὁμοιογένειας ἢ ἀποτέλεσμα ὀργανωτικῆς διάρθρωσης. Οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες δὲν ἐμφανίζονται στὴν Ἱστορία οὔτε σὰν ἰδεολογικὸ κίνημα, οὔτε σὰν ταξικὴ ὀργάνωση, οὔτε καὶ σὰν καινούργιος «θρησκευτικός» θεσμὸς τοῦ κοινωνικοῦ βίου. Τὸ ὄνομα ποὺ ἐκφράζει τὴν κοινωνιολογικὴ - ἱστορική, ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσιαστικὴ ταυτότητα τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων εἶναι ἡ ἑλληνικὴ λέξη ἐκκλησία. Καὶ ἐκκλησία σημαίνει σύναξη, συναγωγή, ἕνα ἀφετηριακὸ γεγονὸς κοινωνίας καὶ ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων, πρὶν ἀπό κάθε ἄλλο προσδιορισμό3.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι δημιουργία κοινωνίας, ἑνὸς συγκεκριμένου τρόπου ἀνθρώπινης κοινωνίας. Αὐτὸς ὁ τρόπος τείνει νὰ πραγματώση δυναμικὰ τὴν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων ὄχι σὰν συμβατική συμβίωση ἢ ἀποτέλεσμα ἰδεολογικῶν καὶ βιοτικῶν συνθηκῶν, ἀλλὰ ὡς ὑπαρκτικὸ γεγονός: Τὴν ἑνότητα ὡς ὀντολογικὴ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τὸν «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ' ἀλήθειαν» τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου.[ΦΟΒΕΡΗ ΟΜΟΒΡΟΝΤΙΑ. ΕΤΣΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ, ΡΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ]

Η πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας διαφέρει ἀπὸ τὰ πολιτικὰ καὶ ἰδεολογικὰ συστήματα κοινωνικῆς ὀργάνωσης ἀκριβῶς ὡς πρὸς τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τῆς ἑνότητας ποὺ ἐπιδιώκει. Οἱ προσπάθειες τῶν ἐπιμέρους ἀνθρώπινων κοινωνιῶν ἢ κοινωνικῶν ὁμάδων, ἔτσι ὅπως ἐκφράζονται στὰ προγράμματα καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τῆς πολιτικῆς ἢ στοὺς ἰδεολογικούς στόχους καὶ τὶς φιλοσοφικές τους θεμελιώσεις ἀποβλέπουν στὴ βελτίωση (ὀρθολογικὴ ἢ ἠθική) τῶν ὅρων καὶ τῶν συνθηκῶν τῆς συμβίωσης τῶν ἀνθρώπων, μὲ τελικό σκοπὸ τὴν πληρέστερη ἱκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν ἀναγκῶν τῆς κάθε κοινωνικῆς μονάδας.[ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΗΤΑΝ Η ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ]

᾿Αλλὰ ὅταν ὁ τελικός στόχος τοῦ κοινωνικοῦ βίου καὶ τῆς δυναμικῆς του βελτίωσης εἶναι ἡ ἱκανοποίηση καὶ κατοχύρωση τοῦ ἀτόμου, τότε ἡ ἀλήθεια τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων ἐξαντλεῖται ἀναπόφευκτα στὴ φαινομενολογία τῆς συμβίωσης ἑνὸς ἀθροίσματος ἀτομικοτήτων. [ΧΑΣΑΜΕ ΗΔΗ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ] Η κοινωνική ζωὴ εἶναι τότε ἕνα ἐπιφαινόμενο ἀντικειμενικῶν ρυθμίσεων, τυπικὰ θεσμοποιημένων σχέσεων, ταυτισμοῦ συμφερόντων ἢ ἰδεολογικῶν ἐπιδιώξεων. Μὲ ἄλλα λόγια: Ἡ συμβατικὴ ἀντίληψη τῆς κοινωνικῆς ἑνότητας προϋποθέτει σὰν ὁρισμὸ καὶ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου τὴν αὐτονομημένη ἀτομικότητα, τὴν ὀντική-χρονικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τὸ ψυχολογικὸ «ἐγώ», τὴν ἱστορικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου. Ο τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀτομικότητα (βιολογική, ψυχολογική, ἱστορικὴ καὶ πάντοτε ὀντικὴ ἀτομικότητα) ποὺ προηγεῖται τοῦ συμβατικοῦ γεγονότος τῆς κοινωνικῆς συμβίωσης. Η κοινωνικότητα, ἔστω καὶ ὡς «εἰδοποιὸς διαφορὰ» τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, κατανοεῖται σὰν ἰδιότητα τῆς ἀτομικῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου4.

Στοὺς ἀντίποδες βρίσκεται ἡ πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ αὐτὴ προϋποθέτει: Προυποθέτει τὴ δυναμικὴ αὐθυπέρβαση τῆς ἀτομικότητας, τὸν ἄνθρωπο ὡς ὑπαρκτικὸ γεγονὸς κοινωνίας καὶ σχέσης. Ὁρισμὸς καὶ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κοινωνία καὶ σχέση, δηλαδή ή πραγματικότητα τοῦ προσώπου5, ἡ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως ἀποκαλύπτεται αὐτὴ ἡ εἰκόνα στὸ ἰδρυτικό γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ἵδρυτικὸ γεγονὸς τῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ, ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὄχι μιὰ καινούργια θρησκευτική διδασκαλία, ὄχι μιὰ νέα μεταφυσική θεωρία, ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς μὲ συγκεκριμένες ἱστορικὲς συντεταγμένες, γεγονὸς ποὺ τέμνει στὰ δυὸ τὴ σύνολη Ἱστορία τῶν ἀνθρώπων: Ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας, ἐν ἔτει πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος6, ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, συγκεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο, Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς τοῦ Θεοῦ.

Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἱδρύει τὴν Ἐκκλησία: ἀποκαλύπτει ἔνσαρκη μέσα στὴν Ἱστορία τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν κοινό τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου «ἐνυπόστατον» στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.[ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΗ. ΤΟΝ ΧΑΡΗΚΑΝ ΠΟΛΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΤΡΟΠΟ ΥΠΑΡΞΕΩΣ]

Τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρώπισης τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει καταρχὴν τὸν ἄχρονο τρόπο τῆς θείας ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη (Α΄ Ἰωαν. 4.8), ἡ ἀγάπη ὄχι σὰν ἠθικὴ ἰδιότητα (ἰδιότητα συμπεριφορᾶς), ἀλλὰ ὡς ὀντολογικὴ πραγματικότητα ποὺ θὰ πῆ: ὑπαρκτικὴ ἀλήθεια, ἀλήθεια ἑνότητας, κοινωνίας καὶ σχέσης7.[ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΟΣΚΟΥΣ ΔΕΧΤΗΚΕ ΜΕ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ Ο ΗΡΩΔΗΣ] Αὐτὴ ἡ ἑνότητα φανερώνει μέσα στὴν Ἱστορία τὴ Θεότητα ὡς Τριάδα Προσώπων καὶ Μονάδα Φύσεως,[ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ] οὐσιαστικὴ Μονάδα καὶ ὑπαρκτικὴ Τριάδα, τριαδική κι ὡστόσο ἑνιαία θέληση καὶ ἐνέργεια. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἑνὸς καὶ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται στὸν κενωτικό τρόπο προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸν Λόγο: Ονομάζουμε κένωση τὴ δυναμικὴ «αὐτοαπόκρυψη» τῆς Θεότητας τοῦ Λόγου στὴ σχέση κοινωνίας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, σχέση ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ «ἄδειασμα» ἀπὸ κάθε στοιχεῖο ἀτομικῆς αὐτοτέλειας, δηλαδὴ ἕνα καινούργιο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία καὶ τὶς ἀνθρώπινες κατηγορίες τρόπο ὑπάρξεως: Εἶναι ὁ ὑποστατικὸς τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Λόγου, ποὺ σαρκοῦται ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος γιὰ νὰ φανερώση τὸν Πατέρα, ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς τριαδικῆς «ἀλληλοπεριχώρησης», τῆς θείας ἀγάπης8.[ΠΟΥ ΣΑΡΚΟΥΤΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ;]

Καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἑνὸς καὶ Τρισυπόστατου Θεοῦ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἑνὸς καὶ μυριυπόστατου ἀνθρώπου: [ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΟ ΕΚΘΕΣΗ ΙΔΕΩΝ] Φανερώνει καὶ ἑρμηνεύει τὸν «κατ᾿ ἀλήθειαν» ἄνθρωπο, τὴν ὑπαρκτικὴ προυπόθεση καὶ τὸ δυναμικό «τέλος» αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ποὺ εἶναι ἡ προσωπική (ὑποστατική καὶ ὄχι ἀτομικὴ) ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ εἰκόνα τῆς τριαδικῆς κοινωνίας στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἡ συγκεκριμένη ἱστορικὴ πραγματικότητα τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιὰ δυνατότητα βιωματικοῦ συντονισμοῦ μὲ τὸν ὑποστατικό τρόπο τῆς ὑπάρξεως, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ γνησιότητα τῆς ὑπάρξεως, τὴν «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ᾿ ἀλήθειαν» ὕπαρξη.[Η ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΚΕΝΩΣΗ ΛΟΙΠΟΝ ΜΑΛΛΟΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΑΡΚΩΘΕΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ] Τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δὲν εἶναι παρὰ αὐτὸς ὁ βιωματικός συντονισμός μὲ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τὸ «ἄδειασμα» ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ἀτομικῆς αὐτοτέλειας, τὸ ἐπίτευγμα τῆς προσωπικῆς πληρότητας, ἡ πραγματοποίηση τοῦ τριαδικοῦ πρωτοτύπου τῆς κοινωνίας τῶν ὑποστάσεων.[ΠΩΣ ΝΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ; ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ; ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΟ ΕΙΝΑΙ; ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ; ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΟΛΗ ΑΥΞΑΝΕΣΘΕ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΕΣΘΕ;]

Ἡ ἴδια ἡ δυναμικὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης (τὰ ἔκτακτα φανερώματα τῶν χαρισμάτων της ἢ ἡ βαθύτερη σπουδὴ τῶν ὑπαρκτικῶν της δυνατοτήτων) ἀποκαλύπτει τὸ τριαδικό πρωτότυπο τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ἡ εἰκόνα τῆς Τριάδος δὲν εἶναι ἐξωτερικὰ ἢ ἐκ τῶν ὑστέρων ἐπιβεβλημένη, κανόνας ἢ σχῆμα ζωῆς, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ γνησιότητα καὶ ἀλήθεια τῆς φύσεώς μας, τὸ ὀντολογικό της πρωτότυπο, ἡ «εὐγένεια» τῆς καταγωγῆς μας. Αὐτὴ τὴ γνησιότητα τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου τείνει νὰ ἀποκαταστήση δυναμικὰ ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.

Καὶ ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ ἀποκατάσταση τῆς γνησιότητας καὶ ὄχι γιὰ προσθήκη ἐξωτερικῶν στοιχείων στὴν ἀνθρώπινη φύση (οἱ ὑπαρκτικὲς δυνατότητες ποὺ ἀξιοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία προϋπάρχουν «δυνάμει» στὸν ἄνθρωπο), γι' αὐτὸ καὶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε μιὰν ἀνταύγεια τῆς ἀλήθειας τῆς ᾿Εκκλησίας ἀκόμα καὶ στὶς πιὸ παρεφθαρμένες μορφὲς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο μιλᾶμε στὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας καὶ γιὰ προϋπαρξη τῆς Ἐκκλησίας – γιὰ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστὸ – ὑπογραμμίζοντας τὴν «ἐκκλησιαστικὴ» φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπισημαίνοντας μιὰ κατάσταση γνησιότητας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης πρὶν ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση καὶ παραφθορά της9. Ἡ εἰκόνα τοῦ τριαδικοῦ πρωτοτύπου ἀποτυπώθηκε στὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιὰ νὰ πραγματώση τὴν Ἐκκλησία.[Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ ΜΑΛΛΟΝ. ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ. ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΑ ΤΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ; ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΛΟΙΠΟΝ Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ. ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ]

Σημειώσεις

3. Ἐκκλησία δὲ καλεῖται φερωνύμως, διὰ τὸ πάντας ἐκκαλεῖσθαι καὶ ὁμοῦ συνάγειν. ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις 18, 24-P. G. 33, 1044. – Τὸ γὰρ τῆς ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλὰ ἑνώσεὡς ἐστι καὶ συμφωνίας ὄνομα... τὴν ἐπὶ τῆς οἰκουμένης μίαν δεῖ εἶναι ἐκκλησίαν, καίτοι τόποις πολλοῖς κεχωρισμένην. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλία εἰς τὴν Α΄ Κορινθ. - Ρ. G. 61, 13. – Βλ. καὶ R. BULTMANN, Theologie des Neuen Testaments Tübingen (Mohr) 1961, σελ. 40 - 41. καὶ 96. – Ἰωάννου ΚΑΡΜΙΡΗ, ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησιολογία, ᾿Αθῆναι 1973, σελ. 11 - 18.
4. Βλ. Casimir KOBLERNICZ, Individual and Collective Marxism, Communism and Western Society, τόμος IV, σελ. 234, κ.έ. - Herder (N.Y.) 1972. P. A. SOROKIN, Society Culture and Personality, New York 1947. K. LÖWITH, Das Individuum in der Rolle des Mitmenschen, München 1928.
5. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, §§ 1, 2, 4, 5.
6. Λουκ. 3, 1-2.
7. Το τέλος ἐνεδείξατο τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀγάπην· ὅπερ ἐστὶ ἡ κατ' ἔφεσιν τοῦ φύσει ἀγαθοῦ τῶν μετεχόντων ἀδιάσπαστος ἡδονὴ καὶ ἀδιαίρετος ἕνωσις· διὰ δὲ τῆς ἀληθείας, τὸ πέρας πασῶν ἐπεσήμανε τῶν γνώσεων· καὶ αὐτῶν πάντων τῶν γινωσκομένων, εἰς ὅπερ ὡς ἀρχὴν καὶ πέρας πάντων τῶν ὄντων, αἱ κατὰ φύσιν κινήσεις, γενικῷ τινι λόγῳ συνέλκονται. Πάντα νικώσης κατὰ φύσιν ὡς ἀληθείας τῆς τῶν ὄντων ἀρχῆς καὶ αἰτίας καὶ πρὸς ἑαυτὴν συνελκούσης τῶν γεγονότων τὴν κίνησιν. ΜΑΞΙΜΟΥ Ομολογητού, Περὶ διαφόρων ἀπόρων, P. G. 90, 516A.
8. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, § 84γ.
9. Γιὰ τὴν προϋπαρξη τῆς Ἐκκλησίας, βλ. Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησιολογία, σελ. 19 - 44. – Ἐπίσης, Κων. ΣΚΟΥΤΕΡΗ, Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ ᾿Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ᾿Αθῆναι 1969, σελ. 39 -49
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: