Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Η ΣΚΕΨΗ (Cogito) ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ "PERSONA" ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ.

Image result for καρτεσιος  

Στις Πηγές της Νεωτερικής θεολογίας (ΧV)

Η νοημοσύνη και η ευφυΐα τής Persona (προσώπου) στην τριαδική θεολογία δεν θα μπορούσε να γνωρίσει καμμιά πρόοδο αν δεν αποχωριζόταν τις πολεμικές και τις επαναλήψεις της θεολογίας, η οποία παρέμενε πιστή στο παρελθόν (καθότι η Δυτική θεολογία δεν στηρίχθηκε ποτέ της στην ζωντανή εμπειρία του Κυρίου). Η σχολαστική μονοτονία λοιπόν ξεπεράστηκε μόλις αποκτήθηκε το θάρρος της αντιμετωπίσεως των μοντέρνων εξελίξεων της σκέψης. Μα ακριβώς αυτός ο διάλογος με την εποχή τους ιδιαίτερα με την φιλοσοφία, δεν υπήρξε το Μυστικό που επέτρεψε στους πατέρες της Εκκλησίας να οικειοποιηθούν όρους και έννοιες τους οποίους μεταμόρφωσαν κριτικά και χρησιμοποίησαν στο Μυστήριο του Χριστιανικού Θεού; (Μιας φιλοσοφίας όμως που ήταν και αυτή ζωντανή εμπειρία της ουσίας και του επέκεινα της ουσίας και δεν ήταν οντολογία και λογική).
Ακόμη και ο Karl Barth αναγνώρισε πως στην πραγματικότητα οι θεολόγοι χρησιμοποίησαν από πάντοτε την γλώσσα τής φιλοσοφίας και αυτό ομολόγησε πως θα επαναλαμβάνεται μέχρι το τέλος του κόσμου. Έφτασε δε στο σημείο να "αποκαλύψει" πως οι κορυφαίες στιγμές του Γερμανικού Ιδεαλισμού θα ήταν αδύνατες αν δεν είχαν οικοδομηθεί πάνω στο έδαφος της Χριστιανικής δογματικής. Στην πραγματικότητα, λέει, δεν είναι τίποτε άλλο από παραλλαγές της αποδείξεως της υπάρξεως της Αγίας Τριάδος του Αυγουστίνου.
Για να κατορθώσουμε να συνεχίσουμε την παρακολούθηση τής διαδρομής τής έννοιας τής Persona, πρέπει σ' αυτό το σημείο να μελετήσουμε μιαν άλλη «επανάσταση», αυτή που πραγματοποίησε στην φιλοσοφία ο Καρτέσιος, και από την οποία ξεκινά μια καινούρια εποχή στην Ιστορία της Δυτικής σκέψης.
Παρότι ο Καρτέσιος έχει στις πλάτες του ολόκληρη την Ιστορία της φιλοσοφίας από τον Θαλή τον Μιλήσιο και ολόκληρη την Ιστορία της θεολογίας, και παρότι δεν θέλησε ποτέ του να το ομολογήσει, παρόλα αυτά ξαναξεκίνησε τα πάντα από την αρχή.
Και από αυτό το ξαναξεκίνημα, ξεκινούν και τα προβλήματα του προσώπου. Διότι αναγνωρίζοντας την κεντρική σημασία τού Cogito (της σκέψης), δεν είναι εν πολλοίς αυτονόητο πως απ' αυτό το σημείο θα ξεκινήσει μια διαδικασία μεταμορφώσεως ακόμη δε και διαλύσεως της κλασσικής έννοιας τόσο της ουσίας όσο και του προσώπου;!
Ακόμη στις μέρες μας βεβαίως ο Χάϊντεγκερ εμφανίζεται να δηλώνει πως κατά βάθος «η ουσιότης είναι το οντολογικό μοντέλο για τον ορισμό τού όντος, το μόνο που απαντά στο πρόβλημα τού ποιος». Ακόμη και για τον Καρτέσιο το είναι τής ουσίας ή η ουσιότης πρέπει να χαρακτηρίζεται από την αυτάρκεια, από την έλλειψη ανάγκης, κάτι που μόνον το «τέλειο ον» δηλαδή ο Θεός μπορεί να διαθέτει και μπορεί να ονομασθεί επομένως ουσία με ακρίβεια.
Παρόλα αυτά ο Καρτέσιος εγκαταλείπει το πρόβλημα τής ουσίας. Και το πρόσωπο μπαίνει σε περιπέτειες. Πώς είναι δυνατόν να συνεχιστεί να ορίζεται το πρόσωπο σαν «ατομική ουσία λογικής φύσεως» μαζί με τον Βοήθιο ή ακόμη «ξεχωριστά αυθύπαρκτο λογικής φύσεως» μαζί με τον Θωμά Ακινάτη;
Πώς μπορούν να συνεχίσουν να ισχύουν και όλες οι υπόλοιπες προσπάθειες ορισμού του προσώπου, αφού ο κόσμος ολόκληρος μετεμορφώθη και τοποθετήθη σε νέα βάση, την βάση ακριβώς του Cogito, της σκέψης; Γνωρίζουμε πως με το Cogito ο Καρτέσιος εννοούσε το ιδίωμα τής πνευματικής ουσίας ή res cogitans, το οποίο δεν μπορεί ποτέ του να τεθεί σε αμφιβολία και γι' αυτόν τον λόγο μπορεί να αποτελεί θεμέλιο της υποκειμενικής βεβαιότητος τής υπάρξεως και το μέτρο κάθε άλλης δυνατής βεβαιότητος. Γνωρίσαμε δε μαζί με τον Καρτέσιο πως ακόμη και η ύπαρξη τής υλικής ουσίας ή res extensa εξαρτάται από το Cogito (την σκέψη) αλλά και πως ακόμη και η ύπαρξη της κορυφαίας (πρώτης) πνευματικής ουσίας, που είναι ο Θεός, εξαρτάται από την σκέψη.
Ο Σπινόζα προσπάθησε στην συνέχεια να ενοποιήσει τον δυαλισμό τής res cogitans και τής res extensa (ψυχής και σώματος) σε μια ενότητα η οποία μπορεί να περιέχει τα πάντα και να θεμελιώνει το θείο στην γεωμετρική τάξη του σύμπαντος. Αυτό το μοντέλο τελειοποιήθηκε μέσα στους αιώνες και ισχύει μέχρι σήμερα!
Αυτή η τρικυμία που ακολούθησε την αντικατάσταση τής ουσίας με το Cogito παρέσυρε πολύ γρήγορα και την έννοια την οποία πρέπει να ενώσουμε στον όρο πρόσωπο.
Περιέργως αυτή η καινούργια έννοια η οποία θα δώσει και καινούργιο περιεχόμενο στον όρο πρόσωπο εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία της σκέψης στο ήδη αναφερθέν “Δοκίμιο γύρω από την ανθρώπινη κατανόηση” του John Locke, μπλεγμένο όπως είδαμε στην τριαδολογική διαμάχη της Αγγλίας του 1690.
Σ' αυτό του το έργο ο Locke ανταποκρινόμενος στα αιτήματα που θέτει η εποχή του, δηλαδή της μεταρρυθμίσεως και αναστηλώσεως τής πρωτογενούς πίστεως και ακολουθώντας επιπροσθέτως την επιρροή που ασκούσαν στην εποχή του ο Καρτέσιος, αλλά και ο Hobbes και ο Νεύτων, ο Locke αποφασίζει να αναλύσει τα όρια της ανθρωπίνου νοήσεως και να εξετάσει αυτήν την ίδια την ικανότητά μας να ξεχωρίζουμε ποια αντικείμενα είναι διαθέσιμα στην κατανόησή μας και ποια την υπερβαίνουν. Ο Locke επιβεβαιώνει πως υπάρχει μεγάλη ασάφεια γύρω από τις έννοιες τόσο τής res extensa, της υλικής πραγματικότητος, όσο και της res cogitans, τής πνευματικής.
Όμως ο ζήλος του είναι η κριτική τής ιδέας τής ουσίας, η οποία περιέχεται στο άλλο του βιβλίο “Δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη νόηση”. Αυτή η ιδέα της ουσίας, επιχειρηματολογεί ο Locke, δεν μάς έρχεται ούτε από την αίσθηση ούτε από τον στοχασμό, δηλαδή από τους δύο μοναδικούς δρόμους από τους οποίους δεχόμαστε τις ιδέες. [Εδώ σαν ιδέες εννοούνται οι έννοιες. Οι ιδέες του Πλάτωνος είχαν ήδη χαθεί από καιρό, με την αντικατάσταση του ΝΟΥ από την ψυχή και τα μέρη της εκ μέρους του Αυγουστίνου. Τώρα παρακολουθούμε και την κατάργηση της ουσίας του Αριστοτέλη, με την αντικατάσταση της ψυχής του Αυγουστίνου από το σώμα του Καρτέσιου και Locke. Από το Cogito! Σήμερα αυτό το σώμα ονομάζεται ψυχοειδές, self. Για να καταλάβουμε ακόμη καλύτερα το αγγλοσαξονικό πνεύμα, το οποίο αντικατέστησε και το αρχαιοελληνικό και το ρωμαϊκό, ας δούμε την περιγραφή της ιδέας, από τον Hume με μια εικόνα που έμεινε κλασσική: Σε ένα αριστοκρατικό σαλόνι μια παρέα κυρίες παίρνουν το τσάι τους. Η οικοδέσποινα απευθύνεται σε μια από τις φίλες της: -Ζάχαρη; -Μια ιδέα!!! Η καρικατούρα του Πλάτωνος].
Έτσι λοιπόν, συνεχίζει ο Locke «δεν την γνωρίζουμε καθόλου, τουλάχιστον δεν την γνωρίζουμε ξεκάθαρα, τόσο ώστε η λέξη ουσία δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο για μας από υπόθεση αμφιβόλου αξίας κάποιου πράγματος που δεν γνωρίζουμε, δηλαδή ενός πράγματος του οποίου δεν διαθέτουμε καμία ιδέα (φαινόμενο) αλλά το οποίο υπολογίζουμε σαν το υποκείμενο, αυτό που στηρίζει, περιέχει, υποστηρίζει τις ιδέες που γνωρίζουμε (υποκείμενο με την αριστοτελική έννοια)».
Προσπαθώντας να ελευθερωθεί λοιπόν από τις ψευδαισθήσεις στις οποίες πέφτουμε θύματα, όταν μπερδεύουμε τις λέξεις με τα ίδια τα πράγματα, καταγγέλλει την κοινή χρήση του όρου ουσία και για τον θεό και για τα πεπερασμένα πνεύματα και για τα σώματα, σαν εξόχως προβληματική! Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο λοιπόν τί γίνεται η ιδέα του προσώπου; Τί σημαίνει ακριβώς πρόσωπο;
Σκέπτομαι, λέει ο Locke, ότι πρόσωπο σημαίνει «ένα έξυπνο και σκεπτόμενο ον, που διαθέτει νόηση και στοχασμό και μπορεί να υπολογίσει τον εαυτό του δηλαδή αυτό το σκεπτόμενο πράγμα που είναι, σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, κάτι που μπορεί να επιτύχει μέσω εκείνης της συναίσθησης η οποία είναι αξεχώριστη από την σκέψη και απ’ ότι καταλαβαίνω ουσιώδης σ’ αυτή, καθότι είναι αδύνατον στον καθένα μας να αντιληφθεί κάτι χωρίς να αντιλαμβάνεται ταυτοχρόνως πώς αντιλαμβάνεται. Έτσι η συναίσθηση, συνοδεύοντας πάντοτε την σκέψη και όντας ταυτοχρόνως αυτό, που ο καθένας μας είναι, αυτό που ονομάζει ο εαυτός του, διακρίνοντας ταυτοχρόνως τον εαυτό του από όλα τα υπόλοιπα σκεπτόμενα όντα,δημιουργεί την προσωπική ταυτότητα: Δηλαδή το γεγονός πως ένα λογικό ον είναι πάντοτε το ίδιο.
Η ταυτότης δε αυτή εισχωρεί και στο παρελθόν, σε όλο το παρελθόν όπου είναι δυνατόν να μεταφερθεί αυτή η συναίσθηση, σε κάθε σκέψη και πράξη τού παρελθόντος και δίνει την βεβαιότητα πως είναι το ίδιο Εγώ τώρα, που ήταν και τότε, και πως εκείνη η πράξη πραγματοποιήθηκε από το ίδιο Εγώ το οποίο αυτή την στιγμή τώρα, την αναπαριστά στον στοχασμό του. ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ –δηλώνει ο Locke– ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΣΩΠΟ». (Δοκίμιο στην ανθρώπινη νόηση, ΙΙ, ΧΧVII, 25, σελ. 350).
Και συνεχίζει: «Εάν καταλαβαίνω καλά, πρόσωπο είναι το όνομα αυτού του Εγώ. Οπουδήποτε ένας άνθρωπος βρίσκει αυτό που ονομάζει εαυτό του, εκεί σκέπτομαι πως κάποιος άλλος μπορεί να πει με βεβαιότητα πως βρίσκεται το ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Το πρόσωπο είναι ένας όρος ο οποίος μπορεί να αποδώσει τις πράξεις και την αξία τους, και γι’ αυτό ανήκει μόνον στους έξυπνους φορείς τους δεκτικούς νόμου και ευτυχίας και δυστυχίας». (Δοκίμιο ΙΙ, ΧVII, 28, σελ. 353).
Όπως φαίνεται πλέον ξεκάθαρα η κλασική ερώτηση «τί είναι», δηλαδή η έρευνα στο είναι και τοιουτοτρόπως στην οντολογία τού προσώπου, λόγω της επαναστάσεως που προκλήθηκε από το Cogito (την σκέψη) του Καρτέσιου, η παληά ερώτηση λοιπόν, μεταμορφώνεται στον Locke στο θέμα της ταυτότητος τού προσώπουΑπό την στιγμή λοιπόν που ετέθη το Cogito σαν το μοναδικό βασικό συστατικό τού ανθρώπου και απεκλείσθη η ουσία, το πρόσωπο το οποίο ήταν μέχρι τότε «ουσία λογικής φύσεως», πρέπει να εγκαταλείψει την ουσιότητα, καθώς δεν είναι αυθύπαρκτη και να μειωθεί σε μια καθαρή και απλή νόηση και επομένως στο ΕΓΩ.
Τοιουτοτρόπως με την συμβολή τού Locke, από το πρόσωπο σαν ουσία, περνούμε στο πρόσωπο σαν συνείδηση και μάλλον καλύτερα, σαν αυτοσυνειδησία.
Είναι ενδιαφέρον δε να σημειώσουμε πως από τον Locke στον Berkeley, στον Hume μέχρι τον Russel και τον Carnap, μέχρι των ημερών μας δηλαδή στην αγγλοσαξωνική φιλοσοφία, το πρόβλημα του προσώπου στριφογυρίζει πάντοτε γύρω από το ίδιο ερώτημα που έθεσε ο Locke, δηλαδή γύρω από την ταυτότητα του προσώπου.
Βεβαίως η ταύτιση του προσώπου με την συνείδηση δεν έμεινε μόνον στα εδάφη της Αγγλίας, καθώς ακόμη και για τον Leibniz, για παράδειγμα, η ταυτότης του προσώπου είναι η ταυτότης τής συνειδήσεως δηλαδή «εσωτερικό αναστοχαστικό συναίσθημα αυτού που η ίδια είναι».
Ας παρακολουθήσουμε όμως πολύ σύντομα και στην θεολογία, τί γίνεται, ταυτοχρόνως με την επανάσταση του Locke.
Βλέπουμε λοιπόν, την ίδια χρονιά που εκδίδεται το δοκίμιο τού Locke, το 1690, ο William Sherlock, να εκδίδει το πρώτο θεολογικό δοκίμιο στο οποίο εφαρμόζεται στην Αγία Τριάδα η μοντέρνα έννοια της συνειδήσεως. Για τον Sherlock η αυτοσυνειδησία (self – consciousness) συστήνει την αριθμητική ενότητα ενός πεπερασμένου πνεύματος. Όταν όμως πρόκειται για την άπειρη νόηση (Mind), τα πράγματα αλλάζουν. Εδώ έχουμε να κάνουμε, όπως διδάσκει και η Γραφή, με μια Τριάδα και επομένως με τρία άπειρα πνεύματα ή Αυτοσυνειδησίες, καθεμιά από τις οποίες διακεκριμένη από την άλλη και καθεμιά ολοκληρωτικά συνειδητή τών σκέψεων τής άλλης τόσο πολύ μάλιστα που θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι αριθμητικά ένα μόνο πράγμα.
Μόνον έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό το πιστεύω του Μ. Αθανασίου. Υπάρχει δε μια τέλεια αρμονία ανάμεσα στα πρόσωπα. Η ενότητά τους είναι κάτι περισσότερο από ηθική ενότητα. Είναι η ενότης μιας ειδικής Φύσεως. Δεν υφίσταται καμμία διαφορά εάν ο Θεός γίνεται αντιληπτός σαν μια απλή πράξη ή ενέργεια.
Στον Sherlock απάντησε ο Robert South, ο οποίος με σθένος καταγγέλλει την ταύτιση προσώπου και αυτοσυνειδησίας. Η αυτοσυνειδησία προϋποθέτει την προσωπικότητα η οποία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η διαφορά φανερώνεται εύκολα στην ανθρώπινη Φύση του Χριστού, η οποία ενώ έχει τέλεια συναίσθηση όλων όσων συμβαίνουν στο εσωτερικό της, παρόλα αυτά δεν είναι πρόσωπο!
Καινούριες ερωτήσεις, ριζικές και γεμάτες συνέπειες, διαπερνούσαν την Ευρώπη της εποχής. Ο θεϊσμός, ο κληρονόμος των αντιτριαδιστών, υποχρέωνε σιγά-σιγά τους πάντες να θέσουν τα περιεχόμενα της αποκαλύψεως στο δικαστήριο της νοήσεως. Ο θεϊσμός αντιπροσωπεύτηκε από όλους τους Διαφωτιστές. Σιγά-σιγά λοιπόν η Ευρώπη απαρνείται το υπερφυσικό τού Χριστιανισμού και κατατάσσει το Τριαδικό δόγμα σαν μια περίπλοκη φαντασία. Όπως είδαμε και στον Βολταίρο και στον Ρουσσώ, ο Θεός, αν είναι Θεός, πρέπει να είναι γεμάτος κατανόηση, ανοχή, ένας αρχιτέκτων του Σύμπαντος και όχι ένα απίστευτο ον τρία σε ένα ή ένα σε τρία.

Τί χώρο μπορεί πλέον να βρει μια πίστη, σαν αυτή στην Αγία Τριάδα, σ’ έναν κόσμο στον οποίο βασιλεύει: «η αυτάρκεια τού λογικού ανθρώπου μέσα σ’ έναν λογικό κόσμο;»


Αμέθυστος

O ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΟΝ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΚΑΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ.


Ας πάρουμε μάλλον ως σημείο εκκίνησης τον Ροσμίνι μας με το ισορροπημένο δόγμα του, που ήδη σωστά τονίστηκε από άλλους, την ευαισθησία ως εκείνη την αίσθηση που έχει η ψυχή για τον εαυτό της στην ένωσή της με το σώμα. Ποιο είναι το σώμα που εδώ, σε αυτό το συναίσθημα που ορίζεται από τη Rosmini ως ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ , είναι ένα, αν και όχι ως ταυτότητα, με την ψυχή; Δεν είναι το σώμα, λέει, που μελέτησε ο φυσικός ή ο φυσιολόγος: «Είναι το ίδιο σαν κάποιος να ανατομεί και να αντιλαμβάνεται τα νεύρα ενός άλλου ζωντανού ευαίσθητου όντος, τα οποία όμως νεύρα δεν είναι ευαίσθητα σε αυτόν που τα ανατομίζει. , αλλά σε αυτόν που είναι». Αυτό είναι ένα σώμα που έχει ήδη γίνει εξωτερικό: ένα σώμα «όπως κάθε εξωτερικό σώμα που πέφτει κάτω από τις αισθήσεις και παράγει αισθήσεις μέσα σε αυτό». Το σώμα που περιλαμβάνεται στο θεμελιώδες μας συναίσθημα είναι αυτό που ταυτίζεται μαζί μας, «αισθανόμαστε ότι συναινεί» με την ψυχή μας. Ο Rosmini ονομάζει τον πρώτο τρόπο αντίληψης του σώματός μας εξωυποκειμενικό, τον δεύτερο υποκειμενικό. αλλά, λοιπόν, ακόμη και σε αυτό το δεύτερο διακρίνει δύο τρόπους σκέψης, τους οποίους συνιστά να μην συγχέονται: ο ένας είναι το καθαρό θεμελιώδες αίσθημα της σωματικότητας, ο άλλος είναι αυτό το ίδιο συναίσθημα που καθορίζεται στις τροποποιήσεις και τις μεταλλάξεις των ιδιαίτερών μας αισθήσεων.

Πιστεύουμε ότι πρέπει να εμμείνουμε σε αυτό το δόγμα της Ροσμινίας στα δύο βασικά σημεία, κατά τη γνώμη μας. Τό πρώτο είναι αυτή η αίσθηση της εσωτερικότητας που διακρίνει το συναίσθημά μας από το εξωτερικό του αντικειμένου της. το άλλο είναι ο χαρακτήρας της θεμελιώδους φύσης, δηλαδή της υπερβατικότητας, που αυτό το συναίσθημα διατηρεί ως προϋπόθεση των πολλαπλών αισθήσεων στις οποίες συμβαίνει το γεγονός. Θα απορρίψουμε, ωστόσο, τις περαιτέρω εξελίξεις που δέχονται αυτά τα σημεία λόγω της παρέμβασης, στη Ροσμινιανή θεωρία, μιας διανοητικής ανησυχίας, παρόμοιας με αυτής του Καντ, όπου ανταλλάσσει την αυτοσυνείδηση, ήδη παρούσα στο συναίσθημα, με την ανακλώμενη που κάνει τό αντικείμενό της τήν πρώτη, χαμηλωμένη σε αυτό το σημείο, σε ένα συναίσθημα που δεν είναι πια συναίσθημα. «Η αίσθηση που λέει δεν μπορεί ποτέ να παρατηρήσει τον εαυτό της: είναι η κατανόηση που παρατηρεί την αίσθηση: η επίγνωση που παίρνουμε για την αίσθηση δεν είναι τίποτα άλλο από τη διανοητική αντίληψη τής ίδιας, ή ένας προβληματισμός πάνω σε αυτή καθεαυτή: ωστόσο αυτή η πράξη με που καταλαβαίνουμε ότι η αίσθηση είναι τελείως διαφορετική από αυτή με την οποία είναι η ίδια η αίσθηση, δηλαδή με την οποία νιώθουμε». Εδώ το θεμελιώδες συναίσθημα έχει γίνει μια αίσθηση ανάγκης, όπως όλα τα άλλα, μιας διαφορετικής αρχής για τη θεμελίωση του. Σε άλλο σημείο, όμως, έγραψε ότι «μόνο αυτός που νιώθει τον εαυτό του υπάρχει μέσα του». «Το να νιώθει κανείς τον εαυτό του, να υπάρχει στον εαυτό του, είναι πράξη, όχι απλώς «ζωτική»» (που λόγω έλλειψης καλύτερου όρου ονομάζουμε ΑΙΣΘΗΜΑ , αν και στην τρέχουσα χρήση αυτό έχει μάλλον παθητικό παρά ενεργητικό νόημα). αλλά είναι επίσης μια αρχικά γνωστική, θεωρητική πράξη, καθώς υπονοεί μια ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ , δηλαδή μια «διαίσθηση» στην ίδια την πράξη του συναισθήματος. Με αυτή την έννοια λέμε ότι όλη η αυτοσυνείδηση ​​είναι ήδη παρούσα στην ευαισθησία, έτσι ώστε δεν χρειάζεται να παρεμβαίνει ένα 
INTELLECTUS (ΔΙΑΝΟΙΑ) είτε απ' έξω, όπως στον Αριστοτέλη ή στον Αβερρόη, είτε από ένα εσωτερικό που -ή κατανοείται με τον τρόπο του Αγ. Τόμας, είτε με αυτόν του Λάιμπνιτς, είτε με εκείνον του Καντ, είτε διαλεκτικά – σε κάθε περίπτωση θα ήταν πάντα ένα εξωτερικό σε σύγκριση με την εσωτερικότητα του καθαρού συναισθήματος.



Ο Καντ υποστηρίζει ότι οι έννοιες είναι λειτουργίες του νου, δηλαδή ότι είναι ενεργητικές πράξεις (σε αντίθεση με τις διαισθήσεις που, ως αισθήσεις, έχουν παθητική φύση) των οποίων η λειτουργία είναι να ενοποιούν τις διαφορετικές αναπαραστάσεις. και οι οποίες μπορεί να είναι εμπειρικές ή καθαρές , δηλαδή να περιέχονται a priori στη νόηση. Η θερμότητα, για παράδειγμα, είναι μια εμπειρική έννοια, αφού κατασκευάζεται με υλικά βγαλμένα από την εμπειρία (ας πούμε, τη θερμότητα που εκλύεται από τη φωτιά στο τζάκι). ενώ η ενότητα είναι μια καθαρή έννοια, γιατί τη λαμβάνουμε από κάτι που υπάρχει στο μυαλό πριν από οποιαδήποτε συγκεκριμένη εμπειρία και που του επιτρέπει να ενοποιήσει μια σειρά υλικών που προέρχονται, ακριβώς, από ατομικές εμπειρίες.

Για τον Καντ, οι καθαρές έννοιες δεν είναι τίποτε άλλο από τις παλιές κατηγορίες του Αριστοτέλη , δηλαδή βασικές έννοιες του νου, που δρουν με μια ενοποιητική έννοια σε σχέση με τα πολλαπλά δεδομένα της εμπειρίας. Τώρα, κάθε έννοια είναι το κατηγόρημα μιας πιθανής κρίσης (π.χ.: τα σώματα επεκτείνονται) και επομένως οι κατηγορίες δεν είναι τίποτα άλλο από το εύρος και το φάσμα των πιθανών κατηγορημάτων. Για τον Καντ, η σκέψη είναι η κρίση, δηλαδή η απόδοση ενός κατηγορήματος σε ένα συγκεκριμένο θέμα (π.χ.: όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί). επομένως υπάρχουν τόσες κατηγορίες όσες και οι τρόποι κρίσης. Απαριθμεί δώδεκα κατηγορίες, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί σε έναν τρόπο κρίσης. και τα ομαδοποιεί τρία προς τρία – ποσότητα, σχέση, τρόπος λειτουργίας – σε υποσύνολα των τεσσάρων. Όλες οι πιθανές προτάσεις εμπίπτουν αναγκαστικά σε αυτές τις δώδεκα κατηγορίες: ενότητα, πολλαπλότητα, ολότητα. πραγματικότητα, άρνηση, περιορισμός. ουσία/ατύχημα, αιτία/αποτέλεσμα, παράγοντας-ασθενής. δυνατότητα (ή αδυναμία), ύπαρξη (ή ανυπαρξία), αναγκαιότητα (ή ενδεχόμενο).

Τώρα , είναι εύκολο να δούμε πώς από αυτή τη συστηματοποίηση των καθαρών εννοιών προκύπτει το αναπόφευκτο ερώτημα: εάν οι κατηγορίες είναι υποκειμενικές μορφές του νου μας, πώς μπορούμε να περιμένουμε ότι θα ισχύουν και για τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, τα οποία - προφανώς - δέν είναι  προϊόντα του μυαλού μας, ακόμα κι αν τα αντιλαμβανόμαστε μέσα από αυτό; Ποια εγγύηση έχουμε ότι η φύση πρέπει να συμμορφώνεται με κατηγορίες, αποκαλυπτόμενη σέ μάς σύμφωνα με τα νοητικά μας πρότυπα; Μας φαίνεται ξεκάθαρο, ενστικτωδώς, πώς συμβαίνει αυτό για τις εμπειρικές έννοιες, αφού εκδηλώνονται στο μυαλό μέσω της ευαισθησίας και, επομένως, στο πλαίσιο του χώρου και του χρόνου. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να συλλάβουμε μόνο αντικείμενα που υπάρχουν στο χώρο και στο χρόνο. αλλά, τι γίνεται με τις καθαρές έννοιες; Αν είναι μορφές του μυαλού μας, αν είναι οι σκέψεις μας , τότε γιατί η φύση να μιλάει τη γλώσσα τους;

Σε αυτό το σημείο ο Καντ διατυπώνει το δόγμα του «εγώ σκέπτομαι »,τού νομίζω, δηλαδή της υπερβατικής αυτογνωσίας που υπερβατικό σημαίνει τη γνώση όχι των αντικειμένων, αλλά του τρόπου μας να τα γνωρίζουμε a priori. Το εγώ σκέπτομαι – λέει ο φιλόσοφος από το Königsberg – συνοδεύει όλες τις αναπαραστάσεις του νου. Τώρα, όλες οι σκέψεις προϋποθέτουν το σκέφτομαι ; και τό τελευταίο, με τη σειρά του, σκέφτεται μέσα από κατηγορίες: ergo , όλα τα αντικείμενα σκέψης προϋποθέτουν κατηγορίες. Αυτό εξηγεί γιατί η φαινομενική φύση «υπακούει» στις a priori μορφές του μυαλού μας.

Το νομίζω γίνεται έτσι η υπέρτατη αρχή της ανθρώπινης γνώσης και κάθε πραγματικότητα πρέπει να την υπακούει για να γίνει μέρος της εμπειρίας μας και να γίνει αντικείμενο για εμάς. Χάρη στο εγώ σκέπτομαι  λέμε ότι τα σώματα είναι βαριά. Χωρίς αυτό, θα μπορούσαμε μόνο να πούμε ότι η εμπειρία των σωμάτων συνοδεύεται πάντα από μια εντύπωση βάρους. Νομίζω ότι, πρέπει να μπορεί να συνοδεύει όλες τις παραστάσεις μου. Αλλιώς θα υπήρχε μια αναπαράσταση μέσα μου για κάτι που δεν θα μπορούσε να είναι σκέψη, που ισοδυναμεί με το να λέμε ότι η εκπροσώπηση θα ήταν είτε αδύνατη είτε, για μένα τουλάχιστον, θα ήταν μηδενική.
Κοπέρνικη επανάσταση
Με αυτόν τον τρόπο, ο Καντ φτάνει στην περίφημη (και αυτο-εορταστική) «Κοπέρνικη επανάσταση» της σκέψης του. Όπως ο Κοπέρνικος, για να εξηγήσει τις ουράνιες κινήσεις (και μερικές από τις φαινομενικές ανωμαλίες τους), είχε ανατρέψει τη σχέση μεταξύ παρατηρητή και άστρων, άρα και μεταξύ της Γης και του Ήλιου, έτσι και ο Καντ, για να εξηγήσει την επιστημονική γνώση της πραγματικότητας, ανατρέπει τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, υποστηρίζοντας ότι ο νους δεν διαμορφώνεται παθητικά στην πραγματικότητα (αν συνέβαινε αυτό, η καθολική και απαραίτητη γνώση δεν θα υπήρχε), αλλά η πραγματικότητα διαμορφώνεται στις a priori μορφές μέσω των οποίων την αντιλαμβανόμαστε .

ΑΥΤΑ ΟΛΑ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΝΟΥ, ΟΥΣΙΑΣ. ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ, Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΣ Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ. ΘΑ ΤΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: