Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Πρακτική Φιλοσοφία- Μάθημα 10

 Συνέχεια από: Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025


Πρακτική Φιλοσοφία- Μάθημα 10

https://www.youtube.com/watch?v=LBsp0KuvJgk&list=PLu7RPKIoKODdSp0mgbl8NYmPeguurN4DT&index=10


Lezioni tenute
 dal Prof. Enrico Berti il 5 -6 marzo 2008 e registrate all’Istituto di Studi Filosofici di Lugano

Στο τελευταίο αυτό μισάωρο ήθελα ακριβώς να ολοκληρώσω την επισκόπησή μας σχετικά με την ιδέα της πρακτικής φιλοσοφίας, επιστρέφοντας στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε, δηλαδή στην αναγέννηση ή αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας που συντελείται στα μέσα, λίγο μετά τα μέσα του περασμένου αιώνα, του εικοστού αιώνα. Αν θέλουμε να υποδείξουμε μια συγκεκριμένη χρονολογία, εγώ θα ανέφερα το έτος έκδοσης του σημαντικότερου βιβλίου του Γκάνταμερ, δηλαδή το Αλήθεια και Μέθοδος, που είναι του 1960. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν, δηλαδή η δεκαετία του ’60, του ’70 και επίσης του ’80, χαρακτηρίστηκαν από τη διάδοση αυτής της σκέψης αρχικά στην Ευρώπη και κατόπιν και στην Αμερική, κυρίως στη Βόρεια Αμερική, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά.
Ο Γκάνταμερ, όπως ξέρετε, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του εικοστού αιώνα, υπήρξε άμεσος μαθητής του Μάρτιν Χάιντεγγερ, όμως, όπως είπε κάποιος, επιχείρησε να «εκπολιτίσει» τη φιλοσοφία του Χάιντεγγερ, δηλαδή να την καταστήσει πιο αποδεκτή, πιο κοντά στον κοινό τρόπο σκέψης, ιδίως επαναλαμβάνοντας από τον Χάιντεγγερ την ιδέα ότι η φιλοσοφία είναι θεμελιωδώς ερμηνεία. Ο Χάιντεγγερ, ήδη στα μαθήματά του στις αρχές της δεκαετίας του ’20, που ήταν ακριβώς τα μαθήματα που παρακολούθησε ο Γκάνταμερ όταν ήταν φοιτητής, και παρακολουθούσε τις διαλέξεις του, παρουσίαζε τη φιλοσοφία του ως «ερμηνευτική της Faktizität». Η Faktizität είναι η έκφραση που στο Είναι και Χρόνος θα αντικατασταθεί από το Dasein, το «εδώ-είναι», η ανθρώπινη κατάσταση, και η φιλοσοφία είναι ακριβώς η προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας της ανθρώπινης κατάστασης. Δεν είναι λοιπόν πλέον ούτε η φιλοσοφία του 19ου αιώνα, που είχε ως αντικείμενο τη σκέψη, τη συνείδηση, ούτε η φιλοσοφία του δασκάλου του Χάιντεγγερ, του Έντμουντ Χούσσερλ, που είχε ως αντικείμενό της τις ουσίες και παρέθετε την ύπαρξη σε παρένθεση.
Όχι, εδώ ο Χάιντεγγερ εφαρμόζει τη φαινομενολογική μέθοδο του δασκάλου του, δηλαδή του Χούσσερλ, όχι πλέον στις ουσίες, αλλά στην ύπαρξη, στο Dasein του ανθρώπου, στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος, και υπάρχουν εκείνες οι υπέροχες σελίδες του Είναι και Χρόνος όπου ο Χάιντεγγερ περιγράφει αυτήν την ανθρώπινη κατάσταση: το είναι-στον-κόσμο, το είναι-με-τους-άλλους, και κυρίως το είναι-προς-θάνατον. Η μόνη βεβαιότητα που έχουμε στη ζωή μας, στην ανθρώπινη μας κατάσταση, είναι ο θάνατος, άρα αν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε το Dasein, το εδώ-είναι του ανθρώπου με τον πιο ισχυρό τρόπο, πρέπει να το χαρακτηρίσουμε ως ένα είναι-προς-θάνατον, του οποίου έκφραση είναι η αγωνία. Φυσικά η σκέψη δεν εξαντλείται μόνο σε αυτό, υπάρχει και όλο το θέμα των σχέσεων με τους άλλους, των σχέσεων με το περιβάλλον, αλλά στον πυρήνα της είναι αυτό.
Γι’ αυτό και στη συνέχεια ο Χάιντεγγερ θα θεωρηθεί πρόδρομος του υπαρξισμού ή εκπρόσωπος του υπαρξισμού, αν και ο ίδιος, μετά το Είναι και Χρόνος, είχε τη γνωστή στροφή, τη Kehre, και έστρεψε την προσοχή του όχι πλέον στο Dasein, δηλαδή στο είναι του ανθρώπου, αλλά στο ίδιο το Είναι, στο Sein, όχι πια στο Dasein, και επιχείρησε να ανακτήσει αυτό που υπήρξε επίσης το αντικείμενο της αρχαίας φιλοσοφίας, όχι τόσο της μεταφυσικής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, όσο κυρίως της αυγής της σκέψης των πρώτων φιλοσόφων, των προσωκρατικών —του Αναξίμανδρου, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη— αυτό που αυτοί αποκαλούσαν physis, φύση· για τον Χάιντεγγερ αυτό είναι το αληθινό Είναι, το οποίο όμως μας κρύβεται, κάποιες φορές αποκαλύπτεται, κάποιες φορές μας μιλά, πρέπει να σταθούμε να το ακούσουμε, και τελικά καταλήγει ότι η γλώσσα μέσω της οποίας μας μιλά το Είναι και μπορούμε να το κατανοήσουμε είναι η γλώσσα της ποίησης. Είναι μια δύσκολη σκέψη που από ορισμένες απόψεις φαίνεται να δηλώνει και το τέλος της φιλοσοφίας, γιατί τότε, θα μπορούσε να πει κανείς, αρκεί απλώς να διαβάζουμε ποιητές, αφού μόνο στην ποίηση συναντάται η φωνή του Είναι. Ο Γκάνταμερ «εκπολιτίζει» αυτήν τη σκέψη, δηλαδή διατηρεί θεμελιωδώς την ιδέα ότι η φιλοσοφία είναι ερμηνεία.
Η ερμηνεία δεν σημαίνει εξήγηση· οι επιστήμες εξηγούν, δηλαδή ανάγουν τα φαινόμενα στις αιτίες, στους νόμους, και αυτό είναι το να εξηγείς, το Erklären, ενώ η φιλοσοφία δεν πρέπει να εξηγεί —αυτό το κάνουν ήδη οι επιστήμες— αλλά πρέπει να κατανοεί, Verstehen, όχι Erklären. Επομένως, η κατανόηση δεν εκφράζεται με καθολικές προτάσεις, με αλήθειες διατυπωμένες σε προτάσεις· εμπλέκει τον ίδιο τον άνθρωπο, τον ερμηνευτή, που εμπλέκεται προσωπικά στην ερμηνεία, δεν παραμένει αποστασιοποιημένος, δεν μένει αδιάφορος, δεν είναι όπως ο θεατής που πηγαίνει σε μια παράσταση και παρακολουθεί από έξω — όχι, εμπλέκεται στον λόγο, γιατί ο λόγος τον αφορά, γιατί διακυβεύεται ο ίδιος, το μέλλον του.
Όλα αυτά τα επανεκκινεί και τα αναδεικνύει ο Γκάνταμερ στο βιβλίο του, στο αριστούργημά του, που παραμένει το κορυφαίο του έργο, Αλήθεια και Μέθοδος, όπου ο ίδιος ο τίτλος δηλώνει μια αντίθεση ανάμεσα στην αλήθεια και στη μέθοδο: δηλαδή, η αλήθεια που ενδιαφέρει τον άνθρωπο δεν επιτυγχάνεται μέσω της μεθόδου. Η μέθοδος είναι η μέθοδος των επιστημών, είναι η μέθοδος που χρησιμεύει για να εξηγεί φαινόμενα· όμως υπάρχει μια αλήθεια που συλλαμβάνεται, που συλλαμβάνεται μέσα από την ερμηνεία και επομένως συλλαμβάνεται μέσω της γλώσσας, μέσω της εγκαθίδρυσης ενός είδους διαλόγου με την πραγματικότητα, με την ιστορία, με τους μεγάλους φιλοσόφους του παρελθόντος, προβάλλοντας τις δικές μας προσδοκίες, ακόμη και τις δικές μας προκαταλήψεις, τις προκατανοήσεις μας.
Είναι μια σύνθετη εργασία, συγκρίσιμη με την ερμηνεία, για παράδειγμα, των ιερών κειμένων όπως γίνεται με τη βιβλική ερμηνευτική, ή με την ερμηνεία των νόμων που κάνουν οι νομικοί, ή και την ερμηνεία των ποιητικών κειμένων που κάνουν οι λογοτεχνικοί κριτικοί ή οι φιλόσοφοι. Είναι σαν να ήταν η ανθρώπινη κατάσταση, η πραγματικότητα, η ιστορία, ένα κείμενο προς ερμηνεία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στο βιβλίο αυτό, Αλήθεια και Μέθοδος, σε κάποιο σημείο ο Γκάνταμερ δηλώνει πως το πρότυπο αυτής της ερμηνευτικής —ερμηνευτική σημαίνει ακριβώς η τέχνη της ερμηνείας—, το πρότυπο που στην πραγματικότητα είναι και το πρότυπο της φιλοσοφίας του, γιατί για τον ίδιο η φιλοσοφία πρέπει να είναι ερμηνευτική, είναι η πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Διότι η πρακτική φιλοσοφία θέτει σε λειτουργία έναν τύπο λογικής που δεν περιορίζεται στην εξήγηση αλλά εμπλέκει τον ίδιο τον υποκείμενο, λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις, απαιτεί ορισμένες αρετές όπως η σωφροσύνη και η φρόνηση — δηλαδή, εγκαθιδρύει μια σχέση με το αντικείμενο που δεν είναι η τυπική σχέση των επιστημών, που γνωρίζουν, εξηγούν, δείχνουν τις αιτίες. Όχι, είναι μια σχέση, θα λέγαμε, αλληλεπίδρασης, αμοιβαίας δράσης μεταξύ εκείνου που ερμηνεύει και αυτού που ερμηνεύεται.
Πιστεύω ότι το καλύτερο είναι να διαβάσουμε κάποιες σελίδες, κάποιο απόσπασμα από τον Γκάνταμερ, παρμένο ακριβώς από το Αλήθεια και Μέθοδος, όπου λέει αυτά τα πράγματα. Το έχω εδώ σ’ αυτό το βιβλιαράκι, στις σελίδες 96 και 97. Γράφει ο Γκάνταμερ:

Στο παρόν στάδιο της έρευνάς μας, είναι σε προχωρημένο σημείο του βιβλίου, προκύπτει μια ομάδα προβλημάτων την οποία έχουμε ήδη επανειλημμένα αγγίξει.
Αν το ερμηνευτικό πρόβλημα συνοψίζεται ήδη κατά κάποιον τρόπο στο γεγονός ότι το ιστορικό δεδομένο που μεταδίδεται πρέπει να γίνει κατανοητό ως κάτι πάντοτε ταυτόσημο και όμως πάντοτε διαφορετικό, τότε πρόκειται εδώ, από λογική άποψη, για το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο καθολικό και το μερικό. Αυτό είναι ενδιαφέρον γιατί η σχέση ανάμεσα στο καθολικό και το μερικό είναι αυτή που στη λογική του Αριστοτέλη επιλύεται μέσω της απόδειξης, της παραγωγής. Η παραγωγή είναι το να συναγάγεις από καθολικές προκείμενες ένα μερικό συμπέρασμα.
Ο Γκάνταμερ το εννοεί με διαφορετικό τρόπο· χρησιμοποιεί τη μορφή της εφαρμογής — πρόκειται για την εφαρμογή του καθολικού σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Να γιατί κινούμαστε στον χώρο του πρακτικού: διότι το καθολικό είναι οι κανόνες, είναι οι νόμοι, αλλά οι νόμοι δεν πρέπει απλώς να υπακούονται, πρέπει να ερμηνεύονται, να συσχετίζονται, να εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη κατάσταση μέσα στην οποία καλούμαστε να δράσουμε — και αυτό απαιτεί ερμηνεία.
Και βλέπουμε τι γράφει:
Η κατανόηση είναι, τότε, μια ιδιαίτερη περίπτωση εφαρμογής κάποιου καθολικού σε μια συγκεκριμένη και προσδιορισμένη κατάσταση.
Αυτός την αποκαλεί «κατανόηση», γιατί αντιπαραβάλλει το κατανοείν με το εξηγείν — το Verstehen με το Erklären. Έτσι, γράφει ο Γκάνταμερ, αποκτά για εμάς μια ιδιαίτερη σημασία η αριστοτελική ηθική, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί στις εισαγωγικές μας παρατηρήσεις σχετικά με τη θεωρία των ανθρωπιστικών επιστημών (Geisteswissenschaften). Βέβαια, στον Αριστοτέλη δεν τίθεται το ερμηνευτικό πρόβλημα, και πολύ λιγότερο η ιστορική του διάσταση· πρόκειται, όμως, για την ακριβή αποτίμηση του ρόλου που έχει η λογική στην ηθική πράξη.
Εδώ λοιπόν, ο ρόλος που έχει η λογική είναι ο ρόλος της πρακτικής λογικής· η λογική συμμετέχει στην πράξη, στην ηθική πράξη. Αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ακριβώς το γεγονός ότι πρόκειται για μια λογική και για μια γνώση που δεν είναι αποσπασμένες από ένα «ον που έχει γίνει» (ein gewordenes Sein), αλλά είναι καθορισμένες από αυτό το ον και ταυτόχρονα καθοριστικές γι’ αυτό. Είναι μια δύσκολη γλώσσα· ο Γκάνταμερ εδώ βρίσκεται υπό την επιρροή του δασκάλου του, του Χάιντεγγερ. Τι σημαίνει αυτό; Γνώση και λογική που δεν είναι αποσπασμένες από ένα «ον που έχει γίνει».
Το «ον που έχει γίνει» είμαστε εμείς — αυτό που έχουμε γίνει· και επομένως αυτή η λογική και αυτή η γνώση που σχετίζονται με την πράξη, δεν είναι αποσπασμένες από αυτό που έχουμε γίνει, δεν είναι μια απρόσωπη λογική, θα μπορούσαμε να πούμε· είναι μια λογική που λαμβάνει υπόψη τη δική μας προσωπική, συγκεκριμένη κατάσταση.
Και μετά, πιο κάτω, συνεχίζει: ο Αριστοτέλης, ενάντια στη θεωρία του αγαθού όπως ορίζεται στη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, δηλαδή τη θεωρία κατά την οποία το αγαθό είναι μια ιδέα, η Ιδέα του Αγαθού, η ύψιστη ιδέα ο Αριστοτέλης τονίζει ότι στο ηθικό πρόβλημα δεν μπορεί κανείς να απαιτεί εκείνη την ακριβή καθαρότητα που υπάρχει, για παράδειγμα, στα μαθηματικά. Έχει στο νου του τη Ηθική Νικομάχεια, εκείνο το απόσπασμα που διαβάσαμε χθες.
Μια τέτοια απαίτηση για ακρίβεια θα ήταν εδώ ακατάλληλη· εδώ μπορούμε απλώς να δώσουμε ένα περίγραμμα, μια προσέγγιση σε γενικές γραμμές — θυμάστε, «ἐν τύπῳ» — και με αυτό το περίγραμμα να προσφέρουμε μια βοήθεια στη ηθική συνείδηση. Αυτό συνεπάγεται ότι σε εκείνον που πρόκειται να δεχθεί αυτή τη βοήθεια —δηλαδή στον ακροατή της διδασκαλίας του Αριστοτέλη— πρέπει να υπάρχουν ήδη ορισμένες προϋποθέσεις, και πρέπει να είναι αρκετά ώριμος ως άνθρωπος ώστε να μη ζητά από τη διδασκαλία περισσότερα απ’ όσα μπορεί και πρέπει να προσφέρει.
Ο ακροατής πρέπει να είναι ώριμος — θυμηθείτε τον Αριστοτέλη: η ηθική δεν είναι κατάλληλη για τους νέους, γιατί απαιτεί εμπειρία. Ο ακροατής πρέπει να είναι ώριμος ώστε να μην απαιτεί από τη διδασκαλία περισσότερα απ’ όσα μπορεί και πρέπει να προσφέρει.
«Να αρκείστε», έλεγε ο Αριστοτέλης, πρέπει να αρκούμαστε στον βαθμό ακρίβειας που είναι δυνατός σε αυτόν τον τομέα, και που δεν είναι ο βαθμός ακρίβειας των μαθηματικών.
Και πιο κάτω, ιδού, είναι σαφές πως εδώ μιλάμε για την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Τα κείμενα αναφοράς —το βλέπουμε να αντηχεί στα λόγια του— είναι οι πρώτες σελίδες της Ηθικής Νικομαχείων, όπου ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την πρακτική φιλοσοφία.
Προχωρώντας, διαβάστε τι γράφει ο Γκάνταμερ: «το ότι δεν πρόκειται για γνώση επιστημονική είναι φανερό». Ο Αριστοτέλης είχε ήδη πει ότι δεν είναι γνώση των θεωρητικών επιστημών, δηλαδή των μαθηματικών. Όμως για τον Αριστοτέλη, η πρακτική φιλοσοφία είναι επιστήμη, είναι πολιτική επιστήμη, είναι πρακτική επιστήμη, αλλά είναι επιστήμη.
Αντίθετα, ο Γκάνταμερ γράφει: «με αυτή την έννοια, η διάκριση του Αριστοτέλη ανάμεσα στη γνώση της ηθικής φρόνησης (φρόνησις) και τη θεωρητική γνώση (επιστήμη) είναι σαφής, ιδίως αν έχουμε κατά νου ότι για τους Έλληνες η επιστήμη σκεφτόταν με πρότυπο τα μαθηματικά» — δηλαδή, μια γνώση του αμετάβλητου, μια γνώση που βασίζεται σε αποδείξεις και που για αυτό είναι προσβάσιμη σε όλους.
Προσέξτε, σε αυτό το απόσπασμα υπάρχει η αντίθεση προς τα μαθηματικά, γιατί για τους Έλληνες, όπως σωστά λέει ο Γκάνταμερ, η επιστήμη ήταν κατεξοχήν τα μαθηματικά. Όμως η γνώση που εδώ τίθεται σε αντίθεση με τα μαθηματικά, ο Γκάνταμερ την αποκαλεί «ηθική γνώση της φρόνησης». Εδώ, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει σύγχυση· διότι ως «ηθική γνώση» εννοούμε την πρακτική φιλοσοφία, αλλά τη στιγμή που την αποκαλεί «γνώση της φρόνησης», τότε δεν πρόκειται πλέον για την πρακτική φιλοσοφία, αλλά για την αρετή της φρόνησης· δεν πρόκειται πια για τη γνώση του Σωκράτη, του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη — δηλαδή των φιλοσόφων — αλλά για τη γνώση του Περικλή, του καλού πολιτικού, του καλού οικογενειάρχη, του έντιμου ανθρώπου.
Και δεν θέλω να σταθώ μόνο στον Γκάνταμερ· ο Γκάνταμερ, κατά τη γνώμη μου — τουλάχιστον στο Αλήθεια και Μέθοδος — παρουσιάζει αυτή τη σύγχυση, την οποία όμως σε μεταγενέστερα γραπτά του την έχει εν μέρει διορθώσει. Δεν θέλω τώρα να περιαυτολογήσω, αλλά κάποτε — δεν θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά, κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του ’80 — ο Γκάνταμερ είχε προσκληθεί στα συνέδρια που διοργάνωνε το Κέντρο Φιλοσοφικών Μελετών του Γκαλαράτε. Εκεί προσκλήθηκε φυσικά για να παρουσιάσει τη δική του αντίληψη για την ερμηνευτική, για την πρακτική φιλοσοφία, και εγώ του διατύπωσα την ένσταση ότι, κατά τη γνώμη μου, δεν έδινε επαρκή σημασία στη διάκριση που κάνει ο Αριστοτέλης ανάμεσα στην πρακτική φιλοσοφία και τη φρόνηση.
Ο Γκάνταμερ αντέδρασε κάπως απότομα — η ένστασή μου δεν του άρεσε, επειδή συνειδητοποίησε ότι στον Αριστοτέλη υπάρχει πράγματι αυτή η διάκριση, και το να μην την έχει λάβει υπόψη φαινόταν σαν να ήταν παράλειψη, λάθος από τη μεριά του, και δεν του άρεσε να του το υποδεικνύει κάποιος.
Και πράγματι, σε όλα τα γραπτά του που δημοσιεύθηκαν μετά από εκείνη τη στιγμή, το λάθος δεν υπάρχει πια. Δεν λέω ότι ήμουν εγώ η αιτία, αλλά δεν ξέρω — ίσως και κάποιος άλλος· πάντως στα τελευταία του κείμενα αυτή η σύγχυση έχει αρθεί.

Όμως δεν είναι μόνο ο Γκάνταμερ.

Στην αναγέννηση της γερμανικής πρακτικής φιλοσοφίας, ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο — λιγότερο γνωστό ίσως από τον Γκάνταμερ, αλλά με εξίσου σημαντική επιρροή — ήταν ο Γιοάχιμ Ρίττερ (Joachim Ritter). Ο Ρίττερ ήταν φιλόσοφος — δεν ξέρω αν ζει ακόμα, μάλλον έχει πεθάνει — και έγραφε κι αυτός τη δεκαετία του ’60–’70 του εικοστού αιώνα. Έγραψε μια πολύ ωραία συλλογή με τίτλο Μεταφυσική και Πολιτική (Metaphysik und Politik), όπου και αυτός αναφέρεται στην αριστοτελική ιδέα της πρακτικής φιλοσοφίας.
Μόνο που ενώ ο Γκάνταμερ ήταν Χαιντεγγεριανός, ο Ρίττερ ήταν Χεγκελιανός και πίστευε πως μπορούσε να βρει μια σύγκλιση μεταξύ Αριστοτέλη και Χέγκελ.

Πού βρίσκεται αυτή η σύγκλιση;

Για τον Χέγκελ — το ξέρετε — η φιλοσοφία του αντικειμενικού πνεύματος (objektiver Geist) αρθρώνεται σε τρεις στιγμές: δίκαιο, ηθική, ηθικότητα (Sittlichkeit). Το δίκαιο είναι ο εξωτερικός νόμος, ο νόμος του κράτους· η ηθική είναι ο εσωτερικός νόμος, ο νόμος της συνείδησης, αυτός για τον οποίο μιλά ο Καντ· αλλά σύμφωνα με τον Χέγκελ, ούτε το ένα ούτε το άλλο επαρκούν· αυτό που είναι αναγκαίο είναι η σύνθεση δικαίου και ηθικής, και αυτή δίνεται από αυτό που αποκαλεί ηθικότητα (Sittlichkeit).
Και τι είναι η ηθικότητα για τον Χέγκελ; Είναι το πνεύμα που ενσαρκώνεται στους θεσμούς, και ποιοι είναι οι θεσμοί στους οποίους ενσαρκώνεται η ηθικότητα; Η οικογένεια, η αστική κοινωνία και το κράτος.
Αυτή είναι η ηθική για τον Χέγκελ. Ο Ρίττερ πιστεύει ότι σε αυτό το σχήμα βρίσκει ένα ανάλογο με τον λόγο του Αριστοτέλη για την πόλη (πόλις). Για τον Αριστοτέλη, η ηθική πραγματώνεται μέσα στην πόλη· η έκφραση της ηθικής είναι οι νόμοι της πόλης, οι οποίοι είναι επίσης η έκφραση αυτού που ο Αριστοτέλης αποκαλεί ήθος. Το ήθος στα ελληνικά σημαίνει οι τρόποι, οι συνήθειες, οι παραδόσεις, ακόμη και οι θεσμοί.
Ο σοφός άνθρωπος, ο φρόνιμος (phronimos), είναι αυτός που ξέρει να ερμηνεύει και να ενσαρκώνει το ήθος της πόλης — δηλαδή τον τρόπο, την παράδοση, τους νόμους — και αυτό του επιτρέπει να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του. Και εδώ επανέρχεται η λέξη ήθος, που σημαίνει όχι μόνο έθιμο αλλά και χαρακτήρα — δηλαδή όλα όσα διαμορφώνονται μέσα από τη συνήθεια, τη συμβίωση, την ιστορία — τόσο τη κοινωνική ιστορία όσο και την προσωπική ιστορία.
Ο Ρίττερ λοιπόν βρίσκει μια σύγκλιση μεταξύ αυτού του λόγου του Αριστοτέλη και του λόγου του Χέγκελ για την ηθικότητα. Εξάλλου, η λέξη Sittlichkeit (ηθικότητα) προέρχεται από το Sitten, που σημαίνει έθιμα, και επομένως αναφέρεται στο ήθος για το οποίο μιλούσε ο Αριστοτέλης.
Να λοιπόν, κατά τη γνώμη μου τόσο ο Γκάνταμερ όσο και ο Ρίττερ έχουν από τη μία πλευρά το προσόν να καθιστούν εκ νέου επίκαιρη την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, επειδή την επαναπροτείνουν ως τη μορφή λογικής που σήμερα είναι η μόνη ικανή να αντιμετωπίσει τα προβλήματα νοήματος, να εκφέρει αξιακές κρίσεις, να πει τι είναι καλό και τι είναι κακό, δηλαδή να καθοδηγήσει την πράξη.
Από την άλλη πλευρά, όμως, μου φαίνεται ότι δίνουν μια μειωμένη (ή περιοριστική) εκδοχή της αριστοτελικής πρακτικής φιλοσοφίας: ο Γκάνταμερ τη συρρικνώνει στη φρόνηση, δηλαδή στη phronesis, ενώ ο Ρίττερ τη συρρικνώνει στο ήθος, ethos, στον κοινωνικό τρόπο, ενώ στον Αριστοτέλη η πρακτική φιλοσοφία έχει αυθεντικά φιλοσοφική διάσταση — τρέφεται από συζητήσεις, από αντιπαραθέσεις, από διαλεκτική με την αρχαία έννοια του όρου· δεν περιορίζεται απλώς στη φρόνηση ή στην προσήλωση στα ήθη.
Αυτό είναι ένα ζήτημα που, κατά τη γνώμη μου, ισχύει και για ορισμένους νεοαριστοτελικούς Αμερικανούς. Σκέφτομαι κυρίως τον Alasdair MacIntyre, συγγραφέα του υπέροχου βιβλίου Μετά την αρετή (After Virtue), στο οποίο ο ΜακΙντάιρ δείχνει ότι ολόκληρη η σύγχρονη ηθική, την οποία ο Διαφωτισμός θέλησε να θεμελιώσει στη λογική, κατέρρευσε — και το σημάδι αυτής της αποτυχίας είναι ο αισθηματισμός (emotivism), το γεγονός ότι σήμερα η μοναδική βάση της ηθικής είναι τα συναισθήματα, και το μανιφέστο αυτής της αποτυχίας εκπροσωπείται από τον Νίτσε, ο οποίος διακήρυξε το τέλος της ηθικής στο βιβλίο του Πέρα από το καλό και το κακό (Jenseits von Gut und Böse) με την ανατίμηση όλων των αξιών (Umwertung aller Werte).
Η μόνη δυνατή ηθική για τον ΜακΙντάιρ είναι και πάλι η αρχαία ηθική, η ηθική του Αριστοτέλη. Υπάρχει μια σελίδα στο Μετά την αρετή όπου λέει ότι το δίλημμα μέσα στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα είναι το εξής: Νίτσε ή Αριστοτέλης. Αν θέλουμε να έχουμε ηθική, η μόνη ηθική είναι αυτή του Αριστοτέλη· αν δεν δεχτούμε αυτήν, τότε είμαστε με τον Νίτσε — δεν υπάρχει πια ηθική.
Αλλά τι είναι τελικά για τον ΜακΙντάιρ η αριστοτελική ηθική; Είναι η ηθική των αρετών, δηλαδή οι κοινωνικές πρακτικές που είναι δυνατές μόνο μέσα σε μια κοινότητα, μια μικρή κοινότητα όπου όλοι συμφωνούν, όπου οι αξίες είναι κοινές για όλους. Ιδού ο κοινοτισμός (communitarianism) — που δεν έχει καμία σχέση με τον κομμουνισμό· είναι η ηθική που θεμελιώνεται στην κοινότητα, και εκεί όπου δεν υπάρχει κοινότητα — όπως στις μεγάλες βιομηχανικές κοινωνίες όπου όλοι είναι αναμεμειγμένοι με όλους, όπου υπάρχουν όλες οι κουλτούρες, όλες οι θρησκείες, ένα μεγάλο χάος — εκεί, κατά τον ΜακΙντάιρ, δεν υπάρχει πια χώρος για την ηθική.
Και αυτή μου φαίνεται επίσης ως μια μειωτική εκδοχή της πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, η οποία έχει πολύ μεγαλύτερο εύρος, έχει αυθεντικά φιλοσοφική πνοή, επειδή επιτρέπει τη συζήτηση, επιτρέπει την αντιπαράθεση μεταξύ ανταγωνιστικών εκδοχών. Και ο ίδιος ο ΜακΙντάιρ, όπως και ο Γκάνταμερ, στα μεταγενέστερα βιβλία του, προχώρησε πέρα από το Μετά την αρετή του 1981· συνέχισε να γράφει, γράφει ακόμη, και έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Τρεις ανταγωνιστικές εκδοχές της ηθικής (Three Rival Versions of Moral Enquiry), στο οποίο συγκρίνει διαφορετικές ηθικές θεωρίες — και ο διάλογος αυτός μπορεί να υπάρξει μόνο πάνω στη βάση μιας διαλεκτικής συζήτησης, όχι πια μόνο πάνω στη βάση της κοινότητας, του ήθους, των συνηθειών κτλ.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν αισθάνθηκα ποτέ εντελώς σε αρμονία με τους λεγόμενους νεοαριστοτελικούς, γιατί μου φαίνεται ότι προσφέρουν μια μειωτική εκδοχή της πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, μια εκδοχή που ουσιαστικά είναι ευάλωτη στην κατηγορία του συντηρητισμού.
Στη Γερμανία, ένας άλλος μεγάλος φιλόσοφος που ασχολείται με ζητήματα πρακτικής φιλοσοφίας, ο Γιούργκεν Χάμπερμας, κατηγόρησε τους νεοαριστοτελικούς για συντηρητισμό, ακριβώς επειδή ανάγουν την ηθική στην παράδοση, στο έθος, δηλαδή στην κατεστημένη τάξη — και με αυτή την έννοια θεωρούνται συντηρητικοί.

Τώρα, μπορεί και να είναι έτσι. Δεν μου φαίνεται, ωστόσο, ότι η πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη μπορεί να κατηγορηθεί για συντηρητισμό, ακριβώς λόγω εκείνου του ανοίγματος που επιτρέπει μέσω της διαλεκτικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: