Συνέχεια από: Tετάρτη 3 Απριλίου 2019
Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Του Pierre Aubenque
VI. Η φρόνηση. Φρόνηση και σοφία.
Η πρακτική αλήθεια.
Απο τον Πλατωνισμό ο Αριστοτέλης διατηρεί την ιδέα μίας εξαρτήσεως τής πρακτικής απέναντι στην θεωρία. Παρότι όμως αυτή η εξάρτηση παίρνει μίαν άλλη σημασία για τον Αριστοτέλη παραμένει αληθινό ότι για να πράξουμε πρέπει να γνωρίζουμε αυτό που πρέπει να πράξουμε. Ο άνθρωπος που ενεργεί πρέπει να έχει το βλέμμα του στραμμένο στον σκοπό της πράξης του (1138 b 22). Είδαμε ότι αυτός ο σκοπός πρέπει να τοποθετηθεί στο σωστό μέσο, καθοριζόμενο απο τον ορθό λόγο (1138 b 23-25). Αυτός ο τελευταίος προέρχεται από την γνώση. Εάν διαθέτουμε τον ορθό λόγο, είμαστε στην αλήθεια. Εάν χι είμαστε στο λάθος. Αλλά ποιό είναι το κριτήριο αυτής της αλήθειας; Σ'αυτό το σημείο αρχίζει η διάσταση ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Για τον Πλάτωνα το κριτήριο της ορθότητος είναι η γενική αλήθεια: είναι η συμμόρφωση στην ιδέα, και σ'αυτή την περίπτωση στην ιδέα του αγαθού και στους καθορισμούς που παράγει στην ιδεατή και κοσμική τάξη. Ο Αριστοτέλης όμως απορρίπτει αυτό το πολύ γενικό θεμέλιο, χωρίς να διστάσει να το ονομάσει "κενό" και να το εκτιμήσει σαν άχρηστο για τους σκοπούς της πράξεως. Για τον Αριστοτέλη το κριτήριο του ορθού λόγου δέν αναζητάται σε ένα υπερβατικό Αγαθό, αλλά στην ποιότητα, ενδογενώς καλή, της πράξεως, την οποία αυτός ο κανόνας καθορίζει. Ενώ ο Πλάτων δέν γνώριζε άλλη αλήθεια απο την θεωρητική, ο Αριστοτέλης θεωρεί πώς υπάρχει μία πρακτική αλήθεια και βρίσκεται στην συμμόρφωση στην ορθή επιθυμία (1139 α 36-30).
Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Του Pierre Aubenque
VI. Η φρόνηση. Φρόνηση και σοφία.
Φρόνηση και τεχνική.
Ένα ολόκληρο βιβλίο των Ηθικών (VI Νικομ.) είναι αφιερωμένο στις διανοητικές αρετές, οι οποίες είναι οι αρετές του λογικού μέρους της ψυχής, ενώ οι ηθικές αρετές, όπως είδαμε, είναι οι αρετές του Επιθυμητού, το οποίο μπορεί να υπολογιστεί τόσο σαν το κατώτερο μέρος της λογικής ψυχής, όσο και το ανώτερο μέρος της αλόγου ψυχής. (ΗΘ. Νικομ. 1102 α 29). Θα μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι κάθε μία από αυτές τις αρετές έχει την δική της λειτουργικότητα, θεωρητική το ένα είδος, πρακτική το άλλο και πώς συνυπάρχουν για το καλό του ανθρώπου ο οποίος θα είχε ταυτοχρόνως την τύχη (διότι χρειάζεται μία καλή φύσις, ένας δυνατός χαρακτήρας για να είμαστε ενάρετοι) και την αξία (οι αρετές, τόσο οι διανοητικές όσο και οι ηθικές, είναι μία κατακτημένη διάθεση) να τις κατέχει όλες μαζί.
Η πρακτική αλήθεια.
Απο τον Πλατωνισμό ο Αριστοτέλης διατηρεί την ιδέα μίας εξαρτήσεως τής πρακτικής απέναντι στην θεωρία. Παρότι όμως αυτή η εξάρτηση παίρνει μίαν άλλη σημασία για τον Αριστοτέλη παραμένει αληθινό ότι για να πράξουμε πρέπει να γνωρίζουμε αυτό που πρέπει να πράξουμε. Ο άνθρωπος που ενεργεί πρέπει να έχει το βλέμμα του στραμμένο στον σκοπό της πράξης του (1138 b 22). Είδαμε ότι αυτός ο σκοπός πρέπει να τοποθετηθεί στο σωστό μέσο, καθοριζόμενο απο τον ορθό λόγο (1138 b 23-25). Αυτός ο τελευταίος προέρχεται από την γνώση. Εάν διαθέτουμε τον ορθό λόγο, είμαστε στην αλήθεια. Εάν χι είμαστε στο λάθος. Αλλά ποιό είναι το κριτήριο αυτής της αλήθειας; Σ'αυτό το σημείο αρχίζει η διάσταση ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Για τον Πλάτωνα το κριτήριο της ορθότητος είναι η γενική αλήθεια: είναι η συμμόρφωση στην ιδέα, και σ'αυτή την περίπτωση στην ιδέα του αγαθού και στους καθορισμούς που παράγει στην ιδεατή και κοσμική τάξη. Ο Αριστοτέλης όμως απορρίπτει αυτό το πολύ γενικό θεμέλιο, χωρίς να διστάσει να το ονομάσει "κενό" και να το εκτιμήσει σαν άχρηστο για τους σκοπούς της πράξεως. Για τον Αριστοτέλη το κριτήριο του ορθού λόγου δέν αναζητάται σε ένα υπερβατικό Αγαθό, αλλά στην ποιότητα, ενδογενώς καλή, της πράξεως, την οποία αυτός ο κανόνας καθορίζει. Ενώ ο Πλάτων δέν γνώριζε άλλη αλήθεια απο την θεωρητική, ο Αριστοτέλης θεωρεί πώς υπάρχει μία πρακτική αλήθεια και βρίσκεται στην συμμόρφωση στην ορθή επιθυμία (1139 α 36-30).
Αυτή η πρακτική αλήθεια παρουσιάζεται κατ'αρχάς σαν να είναι προικισμένη μόνον με μία αναλογική σχέση με την θεωρητική αλήθεια: αυτό που η επιβεβαίωση και η άρνηση είναι στην τάξη της κατανοήσεως, είναι στην τάξη της επιθυμίας η επιδίωξη ενός σκοπού και η άρνηση: η αναλογία στηρίζεται στο γεγονός ότι και στην μία και στην άλλη περίπτωση χρειάζεται να πούμε ναί ή όχι (1139 α 21-22). Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο υπάρχουν ένα καλό και ένα κακό στην θεωρητική διάνοια, που αντιστοιχούν στην λήψη αληθινών ή ψευδών κρίσεων, υπάρχουν εξίσου μία αλήθεια και ένα ψεύδος της πρακτικής διάνοιας, που αντιστοιχούν στην λήψη ή όχι της επιλογής της σωστής αποφάσεως.
Αλλά απο την στιγμή που οι διανοητές που ερμήνευσαν αυτό το σημείο δέν είδαν παρά μία απλή διεύρυνση της έννοιας της αλήθειας, προορισμένης να διανοητικοποιήσει την σφαίρα της ίδιας της πρακτικής, ο Χάιντεγκερ πίστεψε ότι αναγνώρισε σ'αυτό το χωρίο μία μαρτυρία της αρχαϊκής και ετυμολογικής σημασίας της α-λήθειας, σαν αφαίρεση του Πέπλου, που κρατά κάτι απόκρυφο [κάτι σαν την υπέρβαση του Ηράκλειτου, που είπε ότι η Φύσι κρύπτεσθαι φιλεί]. Σχετικά με αυτό, η λογική σημασία της αλήθειας σαν προσαρμογή και εναρμόνιση της κρίσεως στα πράγματα δέν θα αντιπροσώπευε παρά έναν φτωχό περιορισμό, τον οποίο δοκίμασε ήδη ο Πλάτων, αλλά απέρριψε ο Αριστοτέλης. Αυτή η τελευταία ερμηνεία είναι χωρίς αμφιβολία η πιό ακριβής ώς πρός την σημαντική του κειμένου, δεδομένου ότι λίγο πιό κάτω ο Αριστοτέλης θα παρουσιάσει σαν άλλους τόσους τρόπους του αληθεύειν τις πέντε διανοητικές αρετές (1139 b 13), όπου συμπεριλαμβάνονται και οι δύο οι οποίες σχετίζονται με την πράξη, δηλαδή την φρόνηση και την τέχνη, στις οποίες θα αναφερθούμε στην συνέχεια.
Αλλά ο Αριστοτέλης δέν μπορεί να διατηρήσει μέχρι τέλους μία αντιδιανοητική θέση, η οποία θα προσέφερε στην επιθυμία την ίδια την ικανότητα να ξεχωρίσει αυτό που πρεπει να προχωρήσει σε πράξη απο αυτό που δέν ενδείκνυται. Όπως αναφέρθηκε και στην ανάλυση των ηθικών αρετών, η ουσιώδης στιγμή στον προσδιορισμό της πράξης είναι η προαίρεσις. (Πράξεως αρχή προαίρεσις. 1139 α 31). Έτσι λοιπόν η επιλογή είναι αδιαρρήκτως επιθυμία και λόγος, δηλαδή επιθυμία ενός σκοπού και κανόνας που καθορίζει το περιεχόμενο αυτού του σκοπού. Χωρίς την επιθυμία, ο λόγος δέν μπορεί να κινήσει την ψυχή, αλλά χωρίς τον λόγο δέν υπάρχει επιλογή, δηλαδή, σύμφωνα με την ετυμολογία της προ-αιρέσεως, επιλεκτική προτίμηση ενός σκοπού αντί ενός άλλου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εν τη απουσία επιθυμίας, η επιλογή είναι κενή και στην απουσία του λόγου, είναι τυφλή.
Η επιλογή γεννιέται απο την σύγκλιση της φωτισμένης, επιθυμίας απο την διάνοια και την ώθηση της διάνοιας απο τον παλμό της επιθυμίας: η επιλογή είναι, σύμφωνα με την εκπληκτική διατύπωση του Αριστοτέλη "ορεκτικός νούς ή όρεξις διανοητική και αυτή η αρχή είναι ο άνθρωπος! (1139 b 4-5). Σχολιάζοντας αυτό το χωρίο ο Ακινάτης αναγνώρισε έναν φαύλο κύκλο. Αλλά ο κύκλος αυτός στην ανάλυση παράγεται μόνον απο την απόρριψη να καθοριστεί μία χρονολογική σχέση αλληλουχίας ανάμεσα στον καθορισμό της επιθυμίας και στον καθορισμό της διάνοιας. Η αλήθεια είναι πώς καμμία απο τις δύο δέν νοείται χωρίς την άλλη. Ο κύκλος εμφανίζεται μόνον σε πρακτικό επίπεδο, όπου μπορούμε να εξακριβώσουμε την αμοιβαία ενέργεια της επιθυμίας στην διάνοια και της διάνοιας στην επιθυμία! Η ορθή επιθυμία (όρεξις) καθιστά την διάνοια διορατική, αλλά μόνον η διάνοια καθιστά, εξασφαλίζει την ορθότητα της επιθυμίας.Ένας κύκλος αυτού του είδους, ανάλογος του κύκλου της παιδείας στην αρετή (πρέπει να είμαστε ενάρετοι για να ενεργήσουμε ενάρετα, αλλά πρέπει να πράξουμε ενάρετα για να αποκτήσουμε ενάρετες συνήθειες), έχει ξεπεραστεί σε ένα είδος χρονικού σπιράλ απο την ίδια την ζωντανή δραστηριότητα. Είναι μία και η αυτή ενέργεια, αυτή μάλιστα συνεχής και προοδευτική στον χρόνο, η οποία "καθιστά τον λόγο αληθινό και την επιθυμία ορθή" (1139 α 24). Και αυτή η σύμπτωση, όπου ο λόγος έχει την σωστή του θέση, συστήνει την πρακτική αλήθεια.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου