Συνέχεια από Πέμπτη, 14 Μαΐου 2020
Γεώργιος Α. Τσανανάς - «Τα εν τη Εκκλησία χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος κατά τον Μέγα Βασίλειον»
Συμπόσιον χαριστήριον εις τον καθηγητήν Παναγ. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 123-140.
Γ. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει κατά περιστάσεις τα εν τη Κ. Διαθήκη μνημονευόμενα χαρίσματα50, χωρίς όμως κατ’ όνομα να περιορίζηται μόνον εις αυτά και να δίδη την ιδίαν έμφασιν εις πάντα. Άλλωστε και o Παύλος ανέφερε τα κυριώτερα εξ αυτών, και όχι πάντα τα χαρίσματα της αποστολικής Εκκλησίας51, αι δε ανάγκαι και τα αιτήματα της Εκκλησίας της εποχής του Μ. Βασιλείου, εποχής κατ' εξοχήν αιρέσεων, συγχύσεως εκκλησιαστικής και πολέμου, έδιδον διάφορον τόνον ως προς την αξιολόγησιν και βαρύτητα εις μερικά χαρίσματα εν συγκρίσει προς όλα τα άλλα. Κυριαρχούν ούτω τα του λόγου εν γένει, τα οργανωτικά, ποιμαντικά και διακονικά χαρίσματα, ενώ τα θαυματουργικά και εκστασιακά έρχονται εις πολύ δευτέραν μοίραν ή ουδόλως τον απασχολούν, όπως λ.χ. τα των ιάσεων και της γλωσσολαλίας52. Κατ’ ανάγκην η ακολουθούσα παρουσίασις θα είναι ανάλογος προς το προσφερόμενον υλικόν.
1. Προφητεία.
Θεωρεί ταύτην ως «εν των εκ της διαιρέσεως του Πνεύματος χαρισμάτων», σχετιζόμενον προς την αποκάλυψιν των μυστηρίων του Θεού, προσιδιαζούσης ιδίως εις το Αγ. Πνεύμα (κατά Α' Κορ. 11, 10)53. Το χάρισμα τούτο «εναυγάζει» εις τας αχράντους και πάσης κηλίδος κεκαθαρμένας ψυχάς. Διότι, όπως εν ρυπαρόν κάτοπτρον δεν είναι δυνατόν να δεχθή τας «εμφάσεις», ούτω και η ψυχή δεν δύναται να υποδεχθεί τας ελλάμψεις του Αγ. Πνεύματος, τελούσα υπό το βάρος των βιοτικών μεριμνών και υπό το σκότος των εκ του φρονήματος της σαρκός παθών54. Την αποδοχήν πάντως των αποκαλύψεων και την μετάδοσιν των βουλών του Θεού δια του προφητικού χαρίσματος σχετίζει κυρίως προς τα μέλλοντα. Αυτή είναι η γενική εντύπωσις εκ της παρακολουθήσεως των συχνών αναφορών του Μ. Βασιλείου εις τους προφήτας της Π. Διαθήκης. Είναι κυρίως «μελλόντων πρόγνωσις»55.
Εις το Υπόμνημα εις τον προφ. Ησαΐαν ασχολείται εκτενώς περί το χάρισμα της προφητείας εν συνδυασμώ προς το της διακρίσεως των πνευμάτων και του της γνώσεως. «Μέγα μεν και πρώτον χάρισμα», λέγει, «χωρήσαι την θείαν επίνοιαν προς το προφητεύειν τα του Θεού. Δεύτερον δε μετ’ εκείνο... το κατακούειν του βουλήματος των λεγομένων υπό του Πνεύματος, και μη παραστοχάζεσθαι της διανοίας των βουλομένων, αλλ’ ευθυβόλως υπ' αυτού οδηγήσθαι υπό του οικονομήσαντος Πνεύματος γραφήναι την προφητείαν, οδηγούντος και την διάνοιαν των υποδεξαμένων το της γνώσεως χάρισμα». Διευκρινίζων δε σημειώνει, ότι ο παρέχων εαυτόν άξιον όργανον εις την ενέργειαν του Πνεύματος είναι προφήτης, «ο δε την δύναμιν των επαγγελλομένων συνετώς εκδεχόμενος» έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων.
2. Σοφία και γνώσις.
Τα χαρίσματα ταύτα σημαίνοντα εν τη Κ. Διαθήκη το μεν πρώτον βαθυτέραν τινά θεολογικήν κατανόησιν των της πίστεως, δοθείσαν εις μικράν μερίδα εντός της κοινότητος, το δε δεύτερον κατανόησιν θρησκευτικών και θεολογικών αληθειών γενικωτέρας σημασίας και επιρροής εντός αυτής57, εμφανίζονται παρά Μ. Βασιλείω ως τα πλέον ανεπτυγμένα και θεωρητικώτερον συστηματοποιημένα. Η πλήρης παρουσίασις αυτών θα απήτει ολόκληρον έρευναν περί την γνωσιολογίαν και θεολογίαν παρά Μ. Βασιλείω. Ένεκα τούτου και παρακάμπτοντες εμπλοκήν εις την όλην του σοφιολογίαν58 περιοριζόμεθα εις την παράθεσιν ωρισμένων διαφωτιστικών του σημείου τούτου απόψεων και δη εις τα αυστηρώς εν στενή έννοια χαρισματικά πλαίσια.
«Μυστηρίων σύνεσις» και «κεκρυμμένων κατάληψις» είναι δωρεαί εις πνευματοφόρους ψυχάς ελλαμφθείσας παρά του Αγ. Πνεύματος59. Όταν ο νους του ανθρώπου υποδεχθή τας χάριτας του Πνεύματος, τότε καθίσταται «των θειοτέρων καταληπτικός», όσον ενδίδει η χάρις και επιτρέπει η κατασκευή αυτού. Εάν παραδοθή εις την βοήθειαν του Πνεύματος, θα γνωρίση την αλήθειαν και «Θεόν επιγνώσεται»60. Αποτέλεσμα είναι ότι «από μεν των ενεργειών η γνώσις, από δε της γνώσεως η προσκύνησις» του Θεού61.
Σοφία είναι «επιστήμη θείων τε και ανθρωπίνων πραγμάτων, και των τούτοις αιτιών»62. Υπάρχουν βεβαίως οι κατά κόσμον σοφοί· κατ’ εξοχήν όμως σοφοί είναι «οι την αληθινήν σοφίαν τον Κύριον ημών Ι. Χριστόν εκ της εις αυτόν πίστεως υποδεξάμενοι»63. Το Άγιον Πνεύμα λαμβάνει τον πιστεύοντα τελώνην Ματθαίον και τον αναδεικνύει εις ευαγγελιστήν, τον αλιέα Ιωάννην εις θεολόγον, τον μετανοούντα διώκτην Παύλον εις απόστολον εθνών· ο Ιωάννης δεν εγνώριζε την του κόσμου σοφίαν, «αλλ’ εφθέγξατο ρήματα τη δυνάμει του Πνεύματος, οις ουδεμία σοφία προσβλέψαι δύναται»64.
Η γνώσις όμως επιχορηγείται υπό του Πνεύματος εις τους άξιους, και «ο μέλλων προσιέναι τη αναλήψει τής σοφίας, τω σωτηρίω φόβω τα από κακίας αίσχη καθηράμενος προσερχέσθω»· «εφ’ όσον τοις έξω του Θεού σχολάζομεν πράγμασιν, ου δυνάμεθα χωρήσαι γνώσιν Θεού»65.
Τέλος, πλην της καθαράς δωρεάς του Πνεύματος και της προσωπικής ηθικής καθαρότητος, τα υπό εξέτασιν χαρίσματα της σοφίας και γνώσεως κινούνται επί της περιοχής της πίστεως και της βιβλικής και εκκλησιαστικής παραδόσεως66.
Εις το Υπόμνημα εις τον προφ. Ησαΐαν ως εξής καθορίζει και συσχετίζει προς άλληλα τα χαρίσματα της σοφίας και της γνώσεως μετά της διδασκαλίας, ευχόμενος να συνυπάρχουν ομού· «Έστι δε του μεν λόγου της γνώσεως χρεία προς το θεωρείν του Πνεύματος τα απόρρητα· του δε λόγου της σοφίας, προς το κατασκευάσαι και εξεργάσασθαι τα συνεστραμμένως εν βραχυλογίαις εκδεδομένα· ίδιον γάρ της σοφίας το εκτείνειν τους λόγους (Παροιμ. 1, 24). Έπειτα το της διδασκαλίας χάρισμα εις οικοδομήν των ακουόντων», προς την επίτευξιν της οποίας ευκταία η ύπαρξις και του «συνετού ακροατού»67.
3. Διδασκαλία.
Το χάρισμα τούτο, κυρίως υπό την μορφήν του «κηρύγματος του Ευαγγελίου», απαντά παρά Βασιλείω ως το πλέον ωργανωμένον. Επί τους κήρυκας του Ευαγγελίου και τους λόγους αυτών «πλούσια και άφθονος εκκέχυται η χάρις» παρά Θεού, εις την οποίαν οφείλεται η ταχεία διάδοσις του «κηρύγματος» εις ολόκληρον σχεδόν την οικουμένην, και «πάσα ψυχή κεκράτηται δόγμασιν ακινήτοις, δια της χάριτος προς την ασάλευτον εις Χρίστον πίστιν βεβαιουμένη»68.
Η άσκησις του χαρισματικού λειτουργήματος τούτου ούτε του τυχόντος είναι ούτε υπόθεσις ατομική. Οι «εγκεχειρισμένοι» το κήρυγμα του Ευαγγελίου, είτε διάκονοι είναι είτε πρεσβύτεροι, «καθίστανται» μετά δεήσεως και ευχής, έχοντες την μαρτυρίαν του ανεγκλήτου και δεδοκιμασμένου προτέρου βίου69. Ο εκλεγείς δια το έργον αυτό δεν αναλαμβάνει τούτο αφ’ εαυτού, αλλ’ αναμένει τον «καιρόν της του Θεού ευδοκίας», και άρχεται αυτού όταν επιτραπή, κηρύσσει δε προς ους αν αποσταλή. Επίδειξις, εμπορία, κολακεία και αυτοϊκανοποίησις δεν αρμόζουν εις διακονούντας εις το κήρυγμα, διότι ούτοι λαλούν «εις δόξαν Θεού ενώπιον αυτού» (Β' Κορ. 2, 17)70.
Ο έχων το χάρισμα και την κλήσιν της κηρυγματικής διδασκαλίας είναι φορεύς και πλείστων άλλων χαρισμάτων, ως εμφαίνεται εκ των Ηθικών του αγίου Πατρός, ένθα εν είδει μιας charta cerygmatica, ούτως ειπείν, εκθέτει τα περί της προσωπικότητος του κηρύσσοντος και τα των αρχών του κηρύγματος71.
4. Κυβέρνησις.
Το χάρισμα τούτο, νοούμενον εν τη Κ. Διαθήκη ως οικονομία εκκλησιαστικών και πνευματικών πραγμάτων, ως εκκλησιαστική διοίκησις72, προσιδιάζει κυρίως εις τους «προεστώτας» της Εκκλησίας, τους έχοντας την της ιεροσύνης «δωρεάν»73 και εις τους οποίους είναι εμπεπιστευμένα η «θεραπεία του θυσιαστηρίου», η «επιμέλεια» των «ποιμνίων του Χριστού» και η «προστασία» των Εκκλησιών74.
Κυβέρνησις είναι κατ’ αρχήν «επιστήμη ψυχής περί την άστατον φύσιν των ανθρωπίνων πραγμάτων, όπως αυτήν διαπεραιούσθαι προσήκει», και δη «επιστημόνως και ευσταθώς». Απαραίτητοι ικανότητες του κυβερνήτου είναι «το της διανοίας οξύ και το ευπαρακολούθητον»75. Ο «νοήμων κυβερνήτης» είναι ο «εστοχασμένως της υποκειμένης φύσεως μεταχειριζόμενος τα συμπίπτοντα, και όμοιος αεί αυτός εαυτώ διαμένων, μήτε επαιρόμενος εν ταις ευθυμίαις, μήτε καταπίπτων εν ταις συμφοραίς»76. Ο κυβερνήτης είναι απαραίτητος δια να παρακολουθή αταράχως τας μεταβολάς των του βίου, να μη επαναπαύηται εις τα παρόντα ως εις αθάνατα και να μη καταποντίζηται υπό την πίεσιν των σκυθρωποτέρων77.
Δώρον ούσα κατ' αρχήν η κυβέρνησις δύναται να «προσγίνη» και καλλιεργηθή δια της προσβλέψεως προς τον «ήλιον της δικαιοσύνης», της καθοδηγήσεως υπό του θείου νόμου και της συνεργίας του Πνεύματος78.
Τέλος, ως άξιους «κυβερνήτας» εξαίρει ο Μ. Βασίλειος τον Μουσώνιον Νεοκαισαρείας, κατ’ εξοχήν τον Μ. Αθανάσιον και τον Ευσέβιον Σαμοσάτων79. Η χαλεπότης των καιρών απήτει τοιούτους σοβαρούς κυβερνήτας, ακριβώς δε οι «μακάριοι άνδρες» του παρελθόντος της Εκκλησίας διεδείκνυον το «μεγαλοφυές της διανοίας επί των περιστατικών καιρών μάλιστα»80.
5. «Έχει ο οίκος του Θεού, ήτις εστίν Εκκλησία Θεού ζώντος (Α' Τιμ. 3, 15), θηρευτάς, οδοιπόρους, αρχιτέκτονας, οικοδόμους, γεωργούς, ποιμένας, αθλητάς, στρατιώτας». Έχομεν ενώπιόν μας πρωτότυπον κατ’ όνομα και περιεχόμενον ομάδα χαρισμάτων, τα οποία αποτελούν «τέχνας» εν τη Εκκλησία, ορίζει δε ταύτα ως ακολούθως81· «Θηρευτής» (βλ. Ιρεμ. 16, 16) είναι ο μεριμνών δια τους «υπό της κακίας αγριωθέντας», τους οποίους «συλλαβόμενος τω λόγω της αληθείας» προσάγει εις τον «σώζοντα». «Οδοιπόρος» (βλ. Ψαλ. 118, 133), ο σταθερώς πορευόμενος «οδώ βασιλική». «Αρχιτέκτων», ο χριστοκεντρικώς θεμελιών την πνευματικήν ζωήν των αδελφών. «Οικοδόμος» (βλ. Α' Κορ. 3, 11-12), ο εποικοδομών επί του υπό του «αρχιτέκτονος» τεθέντος θεμελίου. «Ποιμήν» είναι ο επιστρέφων το πεπλανημένον, επιδένων το συντετριμμένον, ο ιώμενος το νοσούν. «Γεωργός» (βλ. Λουκ. 13, 8), ο καλλιεργών τους πιστούς εις καρποφορίαν. «Στρατιώτης» είναι ο πολεμών δια το Ευαγγέλιον και κατά του κακού (βλ. Β' Τιμ. 1, 8. 2, 3. Α' Τιμ. 1, 18. Εφεσ. 6, 12-13. Β’ Τιμ. 2, 4). «Αθλητής», τέλος, είναι ο «νομίμως», σοφώς, «νηφόντως και εγρηγορότως» αγωνιζόμενος.
Εις την τεχνητήν πως απαρίθμησιν των ούτως ειπείν «χαρισματικών τεχνών» τούτων βλέπομεν να συμπλέκωνται κατά ιδιότυπον τρόπον αρκετά βιβλικά χαρίσματα, υπό άλλα βιβλικά ωσαύτως ονόματα, σχετιζόμενα προς το διδακτικόν και ποιμαντικόν, ως και πολεμικόν έργον της Εκκλησίας. Άνευ πολλής δυσκολίας δύναται τις να διίδη όπισθεν αυτών το ποιμαντικόν χάρισμα, το της διδασκαλίας, το προφητικόν και αποστολικόν. Δια των όρων δε «οδοιπόρος» και «αθλητής» έχει ίσως προ οφθαλμών το ασκητικό - μοναστικόν χάρισμα, του οποίου τόσον έντονος ήτο η παρουσία κατά την εποχήν του.
Εις το Υπόμνημα εις προφ. Ησαΐαν, όπου το χαρισματικόν στοιχείον απαντά συχνότερον, αναφέρονται και τα εξής χαρίσματα εν τη Εκκλησία·
α. «Δικασταί» και «στοχασταί». «Δικασταί» είναι οι δυνάμενοι να συμβιβάσουν αδελφόν μετ’ αδελφού, «αφ’ ων ο κόσμος κρίνεται, οι και αγγέλους κρινούσιν» (Α’ Κορ. 6, 2), ήτοι οι ειρηνοποιοί. Η απουσία αυτών εκ της Εκκλησίας κρίνεται ως «σημείον εγκαταλείψεως». «Στοχαστής» είναι ο «δια σύνεσιν εκ της του ομοίου παραθέσεως, δια την πείραν των προσλαβόντων, το μέλλον τεκμαιρόμενος»· ο τοιούτος δύναται λ.χ. να λέγη· εάν συμπεριφερθώμεν όπως οι Σοδομίται, θα πάθωμεν τα αυτά με εκείνους· εάν μετανοήσωμεν ως οι Νινευΐται, θα ελεηθώμεν παραπλησίως προς εκείνους 82.
β. «Σύμβουλος». Η παρουσία του «συμβούλου» χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη ευεργεσία», καθόσον αναπληροί «το της συνέσεως ελλείπον των βουλευομένων». Περί της αξίας και σπουδαιότητος της «συμβουλής» λέγει ότι αυτή είναι «ιερόν τι πράγμα... γνώμης ένωσις, αγάπης καρπός, ταπεινοφροσύνης απόδειξις». Ο σύμβουλος εισηγείται τα δέοντα, ο δε αναμένων αυτόν δίδει εις τους ίδιους λογισμούς πλείονα χρόνον ανιχνεύσεως μετά βασάνου και προσοχής του δέοντος. Δεν είναι έκαστος αυτάρκης προς εύρεσιν του δέοντος· δια τούτο ο Θεός ευεργετών «συμβούλους δίδει, αλλ’ ουχί εξουσιαστάς». Κατ’ εξοχήν σύμβουλοι ήσαν ο Μωυσής (βλ. Εξοδ. 18, 21. 22) και ο Παύλος (βλ. Α' Κορ. 8, 25)83. Ασυμβούλευτος άνθρωπος είναι πλοίον ακυβέρνητον· δια τούτο συνιστά ο Μ. Βασίλειος «ευξώμεθα μη αποστερηθήναι θαυμαστού συμβούλου την Εκκλησίαν»84.
6. Ενεργήματα δυνάμεων.
Ως χαρίσματα καθ’ εαυτά δεν τον απασχολούν αι «δυνάμεις» επί εκκλησιολογικής βάσεως εις βαθμόν και έκτασιν, όπως τα προηγούμενα χαρίσματα. Το αναφέρει εις πανηγυρικούς υπέρ άγιων ανδρών λόγους, κυρίως εις το μέγα πρότυπόν του, Γρηγόριον τον Θαυματουργόν.
Τον άγιον τούτο άνδρα κατατάσσει μεταξύ των αποστόλων και προφητών. Πλην του προφητικού χαρίσματος και του ασυνήθους χαρίσματος του λόγου, δια του οποίου εξεχριστιάνισεν εξ ολοκλήρου τον λαόν της περιοχής του ευρών μόνον 17 χριστιανούς εν αυτή, είχε «φοβερόν εκ της του Πνεύματος συνεργίας κατά δαιμόνων το κράτος». Δι’ αυτού «μετέστησε ρείθρα ποταμών» εν τω ονόματι του Χριστού, εξήρανε λίμνην, η οποία απετέλει αφορμήν διαμάχης μεταξύ πλεονεκτών αδελφών. Τόση δε ήτο η υπερβολή των εν αυτώ χαρισμάτων, «των ενεργουμένων υπό του Πνεύματος εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασιν», ώστε να αποκληθή και παρ’ αυτών εισέτι των εχθρών της αληθείας «δεύτερος Μωυσής»85.
Κλείομεν την παρούσαν εργασίαν με την βασικήν παρατήρησιν, ότι ο Μ. Βασίλειος όχι μόνον εδίδαξε περί χαρισμάτων και ειργάσθη υπέρ της καλυτέρας κατ’ άνθρωπον ενεργείας αυτών εν τη Εκκλησία κατά την αυθεντικήν αυτής παράδοσιν και τα αιτήματα της εποχής του, αλλά και ο ίδιος ήτο χαρισματούχος, πολυχαρισματούχος μάλιστα. Εκ της μελέτης της όλης σκέψεως και πολιτείας του εις την Εκκλησίαν πείθεται τις ότι ο μέγας Πατήρ έλαβε και ηξιοποίησε τα πλείστα εκ των γνωστών και αναφερθέντων εν τοις πρόσθεν χαρισμάτων, ιδιαιτέρως δε των θεολογικών, ποιμαντικών και διακονικών.
Δικαίως όθεν Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκωμιάζων τον μέγαν Ιεράρχην της Καππαδοκίας καλεί πάντας να συνεργασθούν εις «ευφημίαν» αυτού, «άλλος άλλο τι των εκείνου καλών διηγούμενοι και ζητούντες· οι των θρόνων τον νομοθέτην... οι του δήμου την ευταξίαν· οι περί λόγους τον παιδευτήν... οι της ερημίας τον πτερωτήν... οι της απλότητος τον οδηγόν· οι της θεωρίας τον θεολόγον... οι εν ευθυμίαις τον χαλινόν· οι εν συμφοραίς την παράκλησιν· την βακτηρίαν η πολιά· την παιδαγωγίαν η νεότης... οι ορφανοί τον πατέρα· οι πτωχοί τον φιλόπτωχον τον φιλόξενον οι ξένοι... οι νοσούντες τον ιατρόν... οι πάντες τον πάντα πάσι γενόμενον, ίνα κερδάνη τους πάντας ή πλείονας»86.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ό Μ. Βασίλειος, λαβών ο ίδιος και ασκήσας εν τη Εκκλησία πάση συνεπεία τα πλείστα χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος, εδίδαξε σαφώς περί αυτών.
Η χαρισματολογία του, εντεταγμένη οργανικώς εις την όλην θεολογικήν του σκέψιν ως πείραν ακεραίας χριστιανικής ζωής, και βασιζομένη πλήρως επί της καινοδιαθηκικής σχετικής διδασκαλίας, αποτελεί θεμελιώδη διάστασιν της εκκλησιολογίας του.
Εννοεί τα χαρίσματα ως ιδιαιτέρας δωρεάς του εν Τριάδι Θεού εις τα μέλη της Εκκλησίας ως σώματος Χρίστου, διανεμομένας και ενεργουμένας υπό του Αγ. Πνεύματος χάριν της οικοδομής αυτού εις σωτηρίαν.
Τα χαρίσματα είναι χαρακτήρος συλλογικού, ως προς δε των φύσιν και την μορφήν χαρισματικά διακονήματα ή λειτουργήματα - ιδιαιτέρως ωργανωμένα εις τα υπ’ αυτού ιδρυθέντα ή ευνοηθέντα μοναχικά κοινόβια· ενεργούν δημιουργικώς και αποτελεσματικώς με προϋποθέσεις την (εν τελευταία αναλύσει ως χάριν διδομένην) καθαρότητα του βίου των χαρισματούχων και την πειθαρχίαν και ευταξίαν αυτών κατά την άσκησιν των χαρισμάτων των, κριτήριον δε την ανιδιοτελή αγάπην.
Αναφέρει μεν πάντα τα εν τη Κ. Διαθήκη απαριθμούμενα χαρίσματα, δίδει όμως ιδιαιτέραν έμφασιν εις τινα εξ αυτών, αναλόγως της κατά τα αιτήματα της εποχής του αναγκαιότητος και παρουσίας αυτών εν τη Εκκλησία. Ως τοιαύτα παρουσιάσθησαν εν τη μετά χείρας ερεύνη τα εξής· προφητεία, σοφία, γνώσις, διδασκαλία, κυβέρνησις, «χαρισματικοί τέχναι» («θηρευταί», «οδοιπόροι», «αρχιτέκτονες», «οικοδόμοι», «γεωργοί», «ποιμένες», «αθληταί», «στρατιώται»), δικασταί, στοχασταί, σύμβουλοι και ενεργήματα δυνάμεων.
ΤΕΛΟΣ
Σημειώσεις
50. Τον κάτωθι πίνακα αυτών θα ηδύνατο τις να καταρτίση συνδυάζων ελευθέρως πως τα αναφερόμενα εν Α' Κορ. 12, 8-10 και 28-30. Ρωμ. 12, 6-8. Εφεσ, 4, 11. Α' Τιμ. 4, 14 καί Β Τιμ. 1, 6· προφητεία, διάκρισις πνευμάτων, λόγος σοφίας, λόγος γνώσεως· απόστολοι, ευαγγελισταί, ποιμένες, ιερωσύνη, κυβέρνησις· διακονία, μετάδοσις, προστασία, αντίληψις, παράκλησις, έλεος· πίστις, ενεργήματα δυνάμεων, χαρίσματα ιαμάτων, γένη γλωσσών, ερμηνεία γλωσσών. Περί του νοήματος και της τάξεως ενός εκάστου εξ αυτών βλ. Π. Τρεμπέλα Υπόμνημα εις τας επιστολάς του Παύλου, Αθήναι 1937, σ. 105-107, 233-243 (258) και Σ. Αγουρίδου, Σύντομος ερμηνεία της Α' προς Κορινθίους επιστολής του Απ. Παύλου. Θεσ/νίκη 1967 (πολυγραφ.)· πρβλ. Ε. Käsemann, Exegetische Versuche und Besinnungen, Bd. I, Göttingen 1960, σ. 109-134.
51. Π. Τρεμπέλα, ενθ' ανωτ., σ. 105-106. 235.
52. Βλ. D. Amand, μν. έργ., σ. 144.
53. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 16, 38. PG 32, 137C.
54. Επιστολή 210, 6. Εκδ. Y. Courtonne (Paris 1961), τόμ. II. σ. 196 (PG 32, 777Β).
55. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 9, 23. PG 32, 109C.
56. 1. Trevisan I, σ. 5. Εξόχως ενδιαφερούσας απόψεις περί προφητείας και προφητών βλ. αυτόθι, πλην παραθέσεων υποσημ. 33, και 6, 8, 102, σ. 19, 21, 25, 27, 289, 291ׄ 148, 178, 185(184), 188(187), 194 (193), 199 (198), 255 (254), τομ. ΙΙ, σ. 31,127, 153, 165,187, 201, 295, 297.
57. Βλ. Σ. Αγουρίδου, μν. έργ., σ. 125. Π. Τρεμπέλα, μν. έργ., σ. 325/6.
58. Βλ. Th. Spidlik, La Sophiologie de St. Basile. Roma 1961.
59. Περί Αγ. Πνεύματος κεφ. 9, 23. PG 32, 109C.
60. Επιστολή 233, 1. Deferrari 111, σ. 366, 368, 370 (PG 32, 865AC. 868B).
61. Επιστολή 234, 1. Ενθ' ανωτ., σ. 376 (869D).
62. Ομιλία Εις την αρχήν των Παροιμιών 3. PG 31, 389C. Πρβλ. Υπόμν. εις προφ. Ησαΐαν 176. Trevisan II, σ. 123.
63. Ομιλία Εις την αρχήν των Παροιμιών 14. PG 31, 416C.
64. Ομιλία 15 Περί πίστεως, 3. PG 31, 469C. 472Α.
65. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 30, 75. PG 32, 217C· Ομιλία Εις την αρχήν των Παροιμιών 5. PG 31. 396A· Ομιλία εις 45 Ψαλμόν 8. PG 29, 428C. Πρβλ. και το πλήρες πικρίας και ειρωνείας· «θεολόγος δε πας τις, και ο μυρίαις κηλίσι την ψυχήν στιγματίσας»! Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 29, 77. PG 32, 213D.
66. Βλ. Περί πίστεως. 1. PG 31, 677 A-D· Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 29, 71-75, PG 32, 200-209 και πολλαχού αλλού αυτόθι.
67. 107. Trevisan I, σ. 303.
68. Ομιλία εις 44 Ψαλμόν 4. PG 29, 397ABC.
69. Ηθικά, oρ. 70. ΡG 31, 816D.
70. Αυτόθι, κεφ. 2 και 23, 820Β, 836A.
71. Αυτόθι. oρ. 80, κεφ. 11-19. 864-865. Βλ. και Κ. Κούρκουλα, Αι περί θείου κηρύγματος ιδέσι του Μ. Βασιλείου, Θεσ/νίκη 1964 (ανάτ. εκ της Επιστ. Επετηρ. Θεολ. Σχ. Παν/μίου Θεσ/νίκης, τόμ. 7).
72. Π. Τρεμπέλα, μν. έργ., σ. 242.
73. Επιστολή 290. Deferrari IV, σ. 188 (PG 32, 1029Α).
74. Επιστολή 222, αυτόθι, τόμ. III. σ. 284 (817C)· επιστ. 51, 1. Courtonne Ι (Paris 1957), σ. 138 (397BC)· επιστ. 102. Courtonne ΙΙ, σ. 2-4 (508Β-509Α) (4κις ο όρος «προστασία»).
75. Ομιλία 12 Εις την αρχήν των Παροιμιών 15 και 17. PG 31, 417Β, 421Β.
76. Αυτόθι 15. 420Α.
77. Αυτόθι, 417C.
78. Αυτόθι, 16 και 17. 420Β και 421CD.
79. Επιστολαί 28, 1. 2· 66, 1· 82 και 136,2. Courtonne Ι, σ. 67/8, 157, 184/5, τόμ. ΙΙ, σ. 52 (PG 32, 305C. 308Β, 424C, 460Β, 576Β).
80. Επιστολή 206. Ενθ' ανωτ., τόμ. ΙΙ, σ. 183 (760Α).
81. Ομιλία εις το Πρόσεχε σεαυτω 4. PG 31, 205BCD. 208ΑΒ.
82. Βλ. Υπόμν. εις προφ. Ησαΐαν 102. Trevisan Ι, σ. 289, 291.
83. Αυτόθι 57, σ. 177, 179.
84. Αυτόθι, 106, σ. 299, 301.
85. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 29, 74. PG 32, 205BC.
86. Γρηγ. Ναζιανζηνού, Λόγος 43 Εις τον Μ. Βασίλειον... επιτάφιος 81. PG 36, 604BC.
" αι δε ανάγκαι και τα αιτήματα της Εκκλησίας της εποχής του Μ. Βασιλείου, εποχής κατ' εξοχήν αιρέσεων, συγχύσεως εκκλησιαστικής και πολέμου, έδιδον διάφορον τόνον ως προς την αξιολόγησιν και βαρύτητα εις μερικά χαρίσματα εν συγκρίσει προς όλα τα άλλα. Κυριαρχούν ούτω τα του λόγου εν γένει, τα οργανωτικά, ποιμαντικά και διακονικά χαρίσματα, ενώ τα θαυματουργικά και εκστασιακά έρχονται εις πολύ δευτέραν μοίραν ή ουδόλως τον απασχολούν"
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΥΠΟΦΕΡΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ.
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΘΕΙ ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ.
Γεώργιος Α. Τσανανάς - «Τα εν τη Εκκλησία χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος κατά τον Μέγα Βασίλειον»
Συμπόσιον χαριστήριον εις τον καθηγητήν Παναγ. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 123-140.
Γ. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει κατά περιστάσεις τα εν τη Κ. Διαθήκη μνημονευόμενα χαρίσματα50, χωρίς όμως κατ’ όνομα να περιορίζηται μόνον εις αυτά και να δίδη την ιδίαν έμφασιν εις πάντα. Άλλωστε και o Παύλος ανέφερε τα κυριώτερα εξ αυτών, και όχι πάντα τα χαρίσματα της αποστολικής Εκκλησίας51, αι δε ανάγκαι και τα αιτήματα της Εκκλησίας της εποχής του Μ. Βασιλείου, εποχής κατ' εξοχήν αιρέσεων, συγχύσεως εκκλησιαστικής και πολέμου, έδιδον διάφορον τόνον ως προς την αξιολόγησιν και βαρύτητα εις μερικά χαρίσματα εν συγκρίσει προς όλα τα άλλα. Κυριαρχούν ούτω τα του λόγου εν γένει, τα οργανωτικά, ποιμαντικά και διακονικά χαρίσματα, ενώ τα θαυματουργικά και εκστασιακά έρχονται εις πολύ δευτέραν μοίραν ή ουδόλως τον απασχολούν, όπως λ.χ. τα των ιάσεων και της γλωσσολαλίας52. Κατ’ ανάγκην η ακολουθούσα παρουσίασις θα είναι ανάλογος προς το προσφερόμενον υλικόν.
1. Προφητεία.
Θεωρεί ταύτην ως «εν των εκ της διαιρέσεως του Πνεύματος χαρισμάτων», σχετιζόμενον προς την αποκάλυψιν των μυστηρίων του Θεού, προσιδιαζούσης ιδίως εις το Αγ. Πνεύμα (κατά Α' Κορ. 11, 10)53. Το χάρισμα τούτο «εναυγάζει» εις τας αχράντους και πάσης κηλίδος κεκαθαρμένας ψυχάς. Διότι, όπως εν ρυπαρόν κάτοπτρον δεν είναι δυνατόν να δεχθή τας «εμφάσεις», ούτω και η ψυχή δεν δύναται να υποδεχθεί τας ελλάμψεις του Αγ. Πνεύματος, τελούσα υπό το βάρος των βιοτικών μεριμνών και υπό το σκότος των εκ του φρονήματος της σαρκός παθών54. Την αποδοχήν πάντως των αποκαλύψεων και την μετάδοσιν των βουλών του Θεού δια του προφητικού χαρίσματος σχετίζει κυρίως προς τα μέλλοντα. Αυτή είναι η γενική εντύπωσις εκ της παρακολουθήσεως των συχνών αναφορών του Μ. Βασιλείου εις τους προφήτας της Π. Διαθήκης. Είναι κυρίως «μελλόντων πρόγνωσις»55.
Εις το Υπόμνημα εις τον προφ. Ησαΐαν ασχολείται εκτενώς περί το χάρισμα της προφητείας εν συνδυασμώ προς το της διακρίσεως των πνευμάτων και του της γνώσεως. «Μέγα μεν και πρώτον χάρισμα», λέγει, «χωρήσαι την θείαν επίνοιαν προς το προφητεύειν τα του Θεού. Δεύτερον δε μετ’ εκείνο... το κατακούειν του βουλήματος των λεγομένων υπό του Πνεύματος, και μη παραστοχάζεσθαι της διανοίας των βουλομένων, αλλ’ ευθυβόλως υπ' αυτού οδηγήσθαι υπό του οικονομήσαντος Πνεύματος γραφήναι την προφητείαν, οδηγούντος και την διάνοιαν των υποδεξαμένων το της γνώσεως χάρισμα». Διευκρινίζων δε σημειώνει, ότι ο παρέχων εαυτόν άξιον όργανον εις την ενέργειαν του Πνεύματος είναι προφήτης, «ο δε την δύναμιν των επαγγελλομένων συνετώς εκδεχόμενος» έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων.
2. Σοφία και γνώσις.
Τα χαρίσματα ταύτα σημαίνοντα εν τη Κ. Διαθήκη το μεν πρώτον βαθυτέραν τινά θεολογικήν κατανόησιν των της πίστεως, δοθείσαν εις μικράν μερίδα εντός της κοινότητος, το δε δεύτερον κατανόησιν θρησκευτικών και θεολογικών αληθειών γενικωτέρας σημασίας και επιρροής εντός αυτής57, εμφανίζονται παρά Μ. Βασιλείω ως τα πλέον ανεπτυγμένα και θεωρητικώτερον συστηματοποιημένα. Η πλήρης παρουσίασις αυτών θα απήτει ολόκληρον έρευναν περί την γνωσιολογίαν και θεολογίαν παρά Μ. Βασιλείω. Ένεκα τούτου και παρακάμπτοντες εμπλοκήν εις την όλην του σοφιολογίαν58 περιοριζόμεθα εις την παράθεσιν ωρισμένων διαφωτιστικών του σημείου τούτου απόψεων και δη εις τα αυστηρώς εν στενή έννοια χαρισματικά πλαίσια.
«Μυστηρίων σύνεσις» και «κεκρυμμένων κατάληψις» είναι δωρεαί εις πνευματοφόρους ψυχάς ελλαμφθείσας παρά του Αγ. Πνεύματος59. Όταν ο νους του ανθρώπου υποδεχθή τας χάριτας του Πνεύματος, τότε καθίσταται «των θειοτέρων καταληπτικός», όσον ενδίδει η χάρις και επιτρέπει η κατασκευή αυτού. Εάν παραδοθή εις την βοήθειαν του Πνεύματος, θα γνωρίση την αλήθειαν και «Θεόν επιγνώσεται»60. Αποτέλεσμα είναι ότι «από μεν των ενεργειών η γνώσις, από δε της γνώσεως η προσκύνησις» του Θεού61.
Σοφία είναι «επιστήμη θείων τε και ανθρωπίνων πραγμάτων, και των τούτοις αιτιών»62. Υπάρχουν βεβαίως οι κατά κόσμον σοφοί· κατ’ εξοχήν όμως σοφοί είναι «οι την αληθινήν σοφίαν τον Κύριον ημών Ι. Χριστόν εκ της εις αυτόν πίστεως υποδεξάμενοι»63. Το Άγιον Πνεύμα λαμβάνει τον πιστεύοντα τελώνην Ματθαίον και τον αναδεικνύει εις ευαγγελιστήν, τον αλιέα Ιωάννην εις θεολόγον, τον μετανοούντα διώκτην Παύλον εις απόστολον εθνών· ο Ιωάννης δεν εγνώριζε την του κόσμου σοφίαν, «αλλ’ εφθέγξατο ρήματα τη δυνάμει του Πνεύματος, οις ουδεμία σοφία προσβλέψαι δύναται»64.
Η γνώσις όμως επιχορηγείται υπό του Πνεύματος εις τους άξιους, και «ο μέλλων προσιέναι τη αναλήψει τής σοφίας, τω σωτηρίω φόβω τα από κακίας αίσχη καθηράμενος προσερχέσθω»· «εφ’ όσον τοις έξω του Θεού σχολάζομεν πράγμασιν, ου δυνάμεθα χωρήσαι γνώσιν Θεού»65.
Τέλος, πλην της καθαράς δωρεάς του Πνεύματος και της προσωπικής ηθικής καθαρότητος, τα υπό εξέτασιν χαρίσματα της σοφίας και γνώσεως κινούνται επί της περιοχής της πίστεως και της βιβλικής και εκκλησιαστικής παραδόσεως66.
Εις το Υπόμνημα εις τον προφ. Ησαΐαν ως εξής καθορίζει και συσχετίζει προς άλληλα τα χαρίσματα της σοφίας και της γνώσεως μετά της διδασκαλίας, ευχόμενος να συνυπάρχουν ομού· «Έστι δε του μεν λόγου της γνώσεως χρεία προς το θεωρείν του Πνεύματος τα απόρρητα· του δε λόγου της σοφίας, προς το κατασκευάσαι και εξεργάσασθαι τα συνεστραμμένως εν βραχυλογίαις εκδεδομένα· ίδιον γάρ της σοφίας το εκτείνειν τους λόγους (Παροιμ. 1, 24). Έπειτα το της διδασκαλίας χάρισμα εις οικοδομήν των ακουόντων», προς την επίτευξιν της οποίας ευκταία η ύπαρξις και του «συνετού ακροατού»67.
3. Διδασκαλία.
Το χάρισμα τούτο, κυρίως υπό την μορφήν του «κηρύγματος του Ευαγγελίου», απαντά παρά Βασιλείω ως το πλέον ωργανωμένον. Επί τους κήρυκας του Ευαγγελίου και τους λόγους αυτών «πλούσια και άφθονος εκκέχυται η χάρις» παρά Θεού, εις την οποίαν οφείλεται η ταχεία διάδοσις του «κηρύγματος» εις ολόκληρον σχεδόν την οικουμένην, και «πάσα ψυχή κεκράτηται δόγμασιν ακινήτοις, δια της χάριτος προς την ασάλευτον εις Χρίστον πίστιν βεβαιουμένη»68.
Η άσκησις του χαρισματικού λειτουργήματος τούτου ούτε του τυχόντος είναι ούτε υπόθεσις ατομική. Οι «εγκεχειρισμένοι» το κήρυγμα του Ευαγγελίου, είτε διάκονοι είναι είτε πρεσβύτεροι, «καθίστανται» μετά δεήσεως και ευχής, έχοντες την μαρτυρίαν του ανεγκλήτου και δεδοκιμασμένου προτέρου βίου69. Ο εκλεγείς δια το έργον αυτό δεν αναλαμβάνει τούτο αφ’ εαυτού, αλλ’ αναμένει τον «καιρόν της του Θεού ευδοκίας», και άρχεται αυτού όταν επιτραπή, κηρύσσει δε προς ους αν αποσταλή. Επίδειξις, εμπορία, κολακεία και αυτοϊκανοποίησις δεν αρμόζουν εις διακονούντας εις το κήρυγμα, διότι ούτοι λαλούν «εις δόξαν Θεού ενώπιον αυτού» (Β' Κορ. 2, 17)70.
Ο έχων το χάρισμα και την κλήσιν της κηρυγματικής διδασκαλίας είναι φορεύς και πλείστων άλλων χαρισμάτων, ως εμφαίνεται εκ των Ηθικών του αγίου Πατρός, ένθα εν είδει μιας charta cerygmatica, ούτως ειπείν, εκθέτει τα περί της προσωπικότητος του κηρύσσοντος και τα των αρχών του κηρύγματος71.
4. Κυβέρνησις.
Το χάρισμα τούτο, νοούμενον εν τη Κ. Διαθήκη ως οικονομία εκκλησιαστικών και πνευματικών πραγμάτων, ως εκκλησιαστική διοίκησις72, προσιδιάζει κυρίως εις τους «προεστώτας» της Εκκλησίας, τους έχοντας την της ιεροσύνης «δωρεάν»73 και εις τους οποίους είναι εμπεπιστευμένα η «θεραπεία του θυσιαστηρίου», η «επιμέλεια» των «ποιμνίων του Χριστού» και η «προστασία» των Εκκλησιών74.
Κυβέρνησις είναι κατ’ αρχήν «επιστήμη ψυχής περί την άστατον φύσιν των ανθρωπίνων πραγμάτων, όπως αυτήν διαπεραιούσθαι προσήκει», και δη «επιστημόνως και ευσταθώς». Απαραίτητοι ικανότητες του κυβερνήτου είναι «το της διανοίας οξύ και το ευπαρακολούθητον»75. Ο «νοήμων κυβερνήτης» είναι ο «εστοχασμένως της υποκειμένης φύσεως μεταχειριζόμενος τα συμπίπτοντα, και όμοιος αεί αυτός εαυτώ διαμένων, μήτε επαιρόμενος εν ταις ευθυμίαις, μήτε καταπίπτων εν ταις συμφοραίς»76. Ο κυβερνήτης είναι απαραίτητος δια να παρακολουθή αταράχως τας μεταβολάς των του βίου, να μη επαναπαύηται εις τα παρόντα ως εις αθάνατα και να μη καταποντίζηται υπό την πίεσιν των σκυθρωποτέρων77.
Δώρον ούσα κατ' αρχήν η κυβέρνησις δύναται να «προσγίνη» και καλλιεργηθή δια της προσβλέψεως προς τον «ήλιον της δικαιοσύνης», της καθοδηγήσεως υπό του θείου νόμου και της συνεργίας του Πνεύματος78.
Τέλος, ως άξιους «κυβερνήτας» εξαίρει ο Μ. Βασίλειος τον Μουσώνιον Νεοκαισαρείας, κατ’ εξοχήν τον Μ. Αθανάσιον και τον Ευσέβιον Σαμοσάτων79. Η χαλεπότης των καιρών απήτει τοιούτους σοβαρούς κυβερνήτας, ακριβώς δε οι «μακάριοι άνδρες» του παρελθόντος της Εκκλησίας διεδείκνυον το «μεγαλοφυές της διανοίας επί των περιστατικών καιρών μάλιστα»80.
5. «Έχει ο οίκος του Θεού, ήτις εστίν Εκκλησία Θεού ζώντος (Α' Τιμ. 3, 15), θηρευτάς, οδοιπόρους, αρχιτέκτονας, οικοδόμους, γεωργούς, ποιμένας, αθλητάς, στρατιώτας». Έχομεν ενώπιόν μας πρωτότυπον κατ’ όνομα και περιεχόμενον ομάδα χαρισμάτων, τα οποία αποτελούν «τέχνας» εν τη Εκκλησία, ορίζει δε ταύτα ως ακολούθως81· «Θηρευτής» (βλ. Ιρεμ. 16, 16) είναι ο μεριμνών δια τους «υπό της κακίας αγριωθέντας», τους οποίους «συλλαβόμενος τω λόγω της αληθείας» προσάγει εις τον «σώζοντα». «Οδοιπόρος» (βλ. Ψαλ. 118, 133), ο σταθερώς πορευόμενος «οδώ βασιλική». «Αρχιτέκτων», ο χριστοκεντρικώς θεμελιών την πνευματικήν ζωήν των αδελφών. «Οικοδόμος» (βλ. Α' Κορ. 3, 11-12), ο εποικοδομών επί του υπό του «αρχιτέκτονος» τεθέντος θεμελίου. «Ποιμήν» είναι ο επιστρέφων το πεπλανημένον, επιδένων το συντετριμμένον, ο ιώμενος το νοσούν. «Γεωργός» (βλ. Λουκ. 13, 8), ο καλλιεργών τους πιστούς εις καρποφορίαν. «Στρατιώτης» είναι ο πολεμών δια το Ευαγγέλιον και κατά του κακού (βλ. Β' Τιμ. 1, 8. 2, 3. Α' Τιμ. 1, 18. Εφεσ. 6, 12-13. Β’ Τιμ. 2, 4). «Αθλητής», τέλος, είναι ο «νομίμως», σοφώς, «νηφόντως και εγρηγορότως» αγωνιζόμενος.
Εις την τεχνητήν πως απαρίθμησιν των ούτως ειπείν «χαρισματικών τεχνών» τούτων βλέπομεν να συμπλέκωνται κατά ιδιότυπον τρόπον αρκετά βιβλικά χαρίσματα, υπό άλλα βιβλικά ωσαύτως ονόματα, σχετιζόμενα προς το διδακτικόν και ποιμαντικόν, ως και πολεμικόν έργον της Εκκλησίας. Άνευ πολλής δυσκολίας δύναται τις να διίδη όπισθεν αυτών το ποιμαντικόν χάρισμα, το της διδασκαλίας, το προφητικόν και αποστολικόν. Δια των όρων δε «οδοιπόρος» και «αθλητής» έχει ίσως προ οφθαλμών το ασκητικό - μοναστικόν χάρισμα, του οποίου τόσον έντονος ήτο η παρουσία κατά την εποχήν του.
Εις το Υπόμνημα εις προφ. Ησαΐαν, όπου το χαρισματικόν στοιχείον απαντά συχνότερον, αναφέρονται και τα εξής χαρίσματα εν τη Εκκλησία·
α. «Δικασταί» και «στοχασταί». «Δικασταί» είναι οι δυνάμενοι να συμβιβάσουν αδελφόν μετ’ αδελφού, «αφ’ ων ο κόσμος κρίνεται, οι και αγγέλους κρινούσιν» (Α’ Κορ. 6, 2), ήτοι οι ειρηνοποιοί. Η απουσία αυτών εκ της Εκκλησίας κρίνεται ως «σημείον εγκαταλείψεως». «Στοχαστής» είναι ο «δια σύνεσιν εκ της του ομοίου παραθέσεως, δια την πείραν των προσλαβόντων, το μέλλον τεκμαιρόμενος»· ο τοιούτος δύναται λ.χ. να λέγη· εάν συμπεριφερθώμεν όπως οι Σοδομίται, θα πάθωμεν τα αυτά με εκείνους· εάν μετανοήσωμεν ως οι Νινευΐται, θα ελεηθώμεν παραπλησίως προς εκείνους 82.
β. «Σύμβουλος». Η παρουσία του «συμβούλου» χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη ευεργεσία», καθόσον αναπληροί «το της συνέσεως ελλείπον των βουλευομένων». Περί της αξίας και σπουδαιότητος της «συμβουλής» λέγει ότι αυτή είναι «ιερόν τι πράγμα... γνώμης ένωσις, αγάπης καρπός, ταπεινοφροσύνης απόδειξις». Ο σύμβουλος εισηγείται τα δέοντα, ο δε αναμένων αυτόν δίδει εις τους ίδιους λογισμούς πλείονα χρόνον ανιχνεύσεως μετά βασάνου και προσοχής του δέοντος. Δεν είναι έκαστος αυτάρκης προς εύρεσιν του δέοντος· δια τούτο ο Θεός ευεργετών «συμβούλους δίδει, αλλ’ ουχί εξουσιαστάς». Κατ’ εξοχήν σύμβουλοι ήσαν ο Μωυσής (βλ. Εξοδ. 18, 21. 22) και ο Παύλος (βλ. Α' Κορ. 8, 25)83. Ασυμβούλευτος άνθρωπος είναι πλοίον ακυβέρνητον· δια τούτο συνιστά ο Μ. Βασίλειος «ευξώμεθα μη αποστερηθήναι θαυμαστού συμβούλου την Εκκλησίαν»84.
6. Ενεργήματα δυνάμεων.
Ως χαρίσματα καθ’ εαυτά δεν τον απασχολούν αι «δυνάμεις» επί εκκλησιολογικής βάσεως εις βαθμόν και έκτασιν, όπως τα προηγούμενα χαρίσματα. Το αναφέρει εις πανηγυρικούς υπέρ άγιων ανδρών λόγους, κυρίως εις το μέγα πρότυπόν του, Γρηγόριον τον Θαυματουργόν.
Τον άγιον τούτο άνδρα κατατάσσει μεταξύ των αποστόλων και προφητών. Πλην του προφητικού χαρίσματος και του ασυνήθους χαρίσματος του λόγου, δια του οποίου εξεχριστιάνισεν εξ ολοκλήρου τον λαόν της περιοχής του ευρών μόνον 17 χριστιανούς εν αυτή, είχε «φοβερόν εκ της του Πνεύματος συνεργίας κατά δαιμόνων το κράτος». Δι’ αυτού «μετέστησε ρείθρα ποταμών» εν τω ονόματι του Χριστού, εξήρανε λίμνην, η οποία απετέλει αφορμήν διαμάχης μεταξύ πλεονεκτών αδελφών. Τόση δε ήτο η υπερβολή των εν αυτώ χαρισμάτων, «των ενεργουμένων υπό του Πνεύματος εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασιν», ώστε να αποκληθή και παρ’ αυτών εισέτι των εχθρών της αληθείας «δεύτερος Μωυσής»85.
Κλείομεν την παρούσαν εργασίαν με την βασικήν παρατήρησιν, ότι ο Μ. Βασίλειος όχι μόνον εδίδαξε περί χαρισμάτων και ειργάσθη υπέρ της καλυτέρας κατ’ άνθρωπον ενεργείας αυτών εν τη Εκκλησία κατά την αυθεντικήν αυτής παράδοσιν και τα αιτήματα της εποχής του, αλλά και ο ίδιος ήτο χαρισματούχος, πολυχαρισματούχος μάλιστα. Εκ της μελέτης της όλης σκέψεως και πολιτείας του εις την Εκκλησίαν πείθεται τις ότι ο μέγας Πατήρ έλαβε και ηξιοποίησε τα πλείστα εκ των γνωστών και αναφερθέντων εν τοις πρόσθεν χαρισμάτων, ιδιαιτέρως δε των θεολογικών, ποιμαντικών και διακονικών.
Δικαίως όθεν Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκωμιάζων τον μέγαν Ιεράρχην της Καππαδοκίας καλεί πάντας να συνεργασθούν εις «ευφημίαν» αυτού, «άλλος άλλο τι των εκείνου καλών διηγούμενοι και ζητούντες· οι των θρόνων τον νομοθέτην... οι του δήμου την ευταξίαν· οι περί λόγους τον παιδευτήν... οι της ερημίας τον πτερωτήν... οι της απλότητος τον οδηγόν· οι της θεωρίας τον θεολόγον... οι εν ευθυμίαις τον χαλινόν· οι εν συμφοραίς την παράκλησιν· την βακτηρίαν η πολιά· την παιδαγωγίαν η νεότης... οι ορφανοί τον πατέρα· οι πτωχοί τον φιλόπτωχον τον φιλόξενον οι ξένοι... οι νοσούντες τον ιατρόν... οι πάντες τον πάντα πάσι γενόμενον, ίνα κερδάνη τους πάντας ή πλείονας»86.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ό Μ. Βασίλειος, λαβών ο ίδιος και ασκήσας εν τη Εκκλησία πάση συνεπεία τα πλείστα χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος, εδίδαξε σαφώς περί αυτών.
Η χαρισματολογία του, εντεταγμένη οργανικώς εις την όλην θεολογικήν του σκέψιν ως πείραν ακεραίας χριστιανικής ζωής, και βασιζομένη πλήρως επί της καινοδιαθηκικής σχετικής διδασκαλίας, αποτελεί θεμελιώδη διάστασιν της εκκλησιολογίας του.
Εννοεί τα χαρίσματα ως ιδιαιτέρας δωρεάς του εν Τριάδι Θεού εις τα μέλη της Εκκλησίας ως σώματος Χρίστου, διανεμομένας και ενεργουμένας υπό του Αγ. Πνεύματος χάριν της οικοδομής αυτού εις σωτηρίαν.
Τα χαρίσματα είναι χαρακτήρος συλλογικού, ως προς δε των φύσιν και την μορφήν χαρισματικά διακονήματα ή λειτουργήματα - ιδιαιτέρως ωργανωμένα εις τα υπ’ αυτού ιδρυθέντα ή ευνοηθέντα μοναχικά κοινόβια· ενεργούν δημιουργικώς και αποτελεσματικώς με προϋποθέσεις την (εν τελευταία αναλύσει ως χάριν διδομένην) καθαρότητα του βίου των χαρισματούχων και την πειθαρχίαν και ευταξίαν αυτών κατά την άσκησιν των χαρισμάτων των, κριτήριον δε την ανιδιοτελή αγάπην.
Αναφέρει μεν πάντα τα εν τη Κ. Διαθήκη απαριθμούμενα χαρίσματα, δίδει όμως ιδιαιτέραν έμφασιν εις τινα εξ αυτών, αναλόγως της κατά τα αιτήματα της εποχής του αναγκαιότητος και παρουσίας αυτών εν τη Εκκλησία. Ως τοιαύτα παρουσιάσθησαν εν τη μετά χείρας ερεύνη τα εξής· προφητεία, σοφία, γνώσις, διδασκαλία, κυβέρνησις, «χαρισματικοί τέχναι» («θηρευταί», «οδοιπόροι», «αρχιτέκτονες», «οικοδόμοι», «γεωργοί», «ποιμένες», «αθληταί», «στρατιώται»), δικασταί, στοχασταί, σύμβουλοι και ενεργήματα δυνάμεων.
ΤΕΛΟΣ
Σημειώσεις
50. Τον κάτωθι πίνακα αυτών θα ηδύνατο τις να καταρτίση συνδυάζων ελευθέρως πως τα αναφερόμενα εν Α' Κορ. 12, 8-10 και 28-30. Ρωμ. 12, 6-8. Εφεσ, 4, 11. Α' Τιμ. 4, 14 καί Β Τιμ. 1, 6· προφητεία, διάκρισις πνευμάτων, λόγος σοφίας, λόγος γνώσεως· απόστολοι, ευαγγελισταί, ποιμένες, ιερωσύνη, κυβέρνησις· διακονία, μετάδοσις, προστασία, αντίληψις, παράκλησις, έλεος· πίστις, ενεργήματα δυνάμεων, χαρίσματα ιαμάτων, γένη γλωσσών, ερμηνεία γλωσσών. Περί του νοήματος και της τάξεως ενός εκάστου εξ αυτών βλ. Π. Τρεμπέλα Υπόμνημα εις τας επιστολάς του Παύλου, Αθήναι 1937, σ. 105-107, 233-243 (258) και Σ. Αγουρίδου, Σύντομος ερμηνεία της Α' προς Κορινθίους επιστολής του Απ. Παύλου. Θεσ/νίκη 1967 (πολυγραφ.)· πρβλ. Ε. Käsemann, Exegetische Versuche und Besinnungen, Bd. I, Göttingen 1960, σ. 109-134.
51. Π. Τρεμπέλα, ενθ' ανωτ., σ. 105-106. 235.
52. Βλ. D. Amand, μν. έργ., σ. 144.
53. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 16, 38. PG 32, 137C.
54. Επιστολή 210, 6. Εκδ. Y. Courtonne (Paris 1961), τόμ. II. σ. 196 (PG 32, 777Β).
55. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 9, 23. PG 32, 109C.
56. 1. Trevisan I, σ. 5. Εξόχως ενδιαφερούσας απόψεις περί προφητείας και προφητών βλ. αυτόθι, πλην παραθέσεων υποσημ. 33, και 6, 8, 102, σ. 19, 21, 25, 27, 289, 291ׄ 148, 178, 185(184), 188(187), 194 (193), 199 (198), 255 (254), τομ. ΙΙ, σ. 31,127, 153, 165,187, 201, 295, 297.
57. Βλ. Σ. Αγουρίδου, μν. έργ., σ. 125. Π. Τρεμπέλα, μν. έργ., σ. 325/6.
58. Βλ. Th. Spidlik, La Sophiologie de St. Basile. Roma 1961.
59. Περί Αγ. Πνεύματος κεφ. 9, 23. PG 32, 109C.
60. Επιστολή 233, 1. Deferrari 111, σ. 366, 368, 370 (PG 32, 865AC. 868B).
61. Επιστολή 234, 1. Ενθ' ανωτ., σ. 376 (869D).
62. Ομιλία Εις την αρχήν των Παροιμιών 3. PG 31, 389C. Πρβλ. Υπόμν. εις προφ. Ησαΐαν 176. Trevisan II, σ. 123.
63. Ομιλία Εις την αρχήν των Παροιμιών 14. PG 31, 416C.
64. Ομιλία 15 Περί πίστεως, 3. PG 31, 469C. 472Α.
65. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 30, 75. PG 32, 217C· Ομιλία Εις την αρχήν των Παροιμιών 5. PG 31. 396A· Ομιλία εις 45 Ψαλμόν 8. PG 29, 428C. Πρβλ. και το πλήρες πικρίας και ειρωνείας· «θεολόγος δε πας τις, και ο μυρίαις κηλίσι την ψυχήν στιγματίσας»! Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 29, 77. PG 32, 213D.
66. Βλ. Περί πίστεως. 1. PG 31, 677 A-D· Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 29, 71-75, PG 32, 200-209 και πολλαχού αλλού αυτόθι.
67. 107. Trevisan I, σ. 303.
68. Ομιλία εις 44 Ψαλμόν 4. PG 29, 397ABC.
69. Ηθικά, oρ. 70. ΡG 31, 816D.
70. Αυτόθι, κεφ. 2 και 23, 820Β, 836A.
71. Αυτόθι. oρ. 80, κεφ. 11-19. 864-865. Βλ. και Κ. Κούρκουλα, Αι περί θείου κηρύγματος ιδέσι του Μ. Βασιλείου, Θεσ/νίκη 1964 (ανάτ. εκ της Επιστ. Επετηρ. Θεολ. Σχ. Παν/μίου Θεσ/νίκης, τόμ. 7).
72. Π. Τρεμπέλα, μν. έργ., σ. 242.
73. Επιστολή 290. Deferrari IV, σ. 188 (PG 32, 1029Α).
74. Επιστολή 222, αυτόθι, τόμ. III. σ. 284 (817C)· επιστ. 51, 1. Courtonne Ι (Paris 1957), σ. 138 (397BC)· επιστ. 102. Courtonne ΙΙ, σ. 2-4 (508Β-509Α) (4κις ο όρος «προστασία»).
75. Ομιλία 12 Εις την αρχήν των Παροιμιών 15 και 17. PG 31, 417Β, 421Β.
76. Αυτόθι 15. 420Α.
77. Αυτόθι, 417C.
78. Αυτόθι, 16 και 17. 420Β και 421CD.
79. Επιστολαί 28, 1. 2· 66, 1· 82 και 136,2. Courtonne Ι, σ. 67/8, 157, 184/5, τόμ. ΙΙ, σ. 52 (PG 32, 305C. 308Β, 424C, 460Β, 576Β).
80. Επιστολή 206. Ενθ' ανωτ., τόμ. ΙΙ, σ. 183 (760Α).
81. Ομιλία εις το Πρόσεχε σεαυτω 4. PG 31, 205BCD. 208ΑΒ.
82. Βλ. Υπόμν. εις προφ. Ησαΐαν 102. Trevisan Ι, σ. 289, 291.
83. Αυτόθι 57, σ. 177, 179.
84. Αυτόθι, 106, σ. 299, 301.
85. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 29, 74. PG 32, 205BC.
86. Γρηγ. Ναζιανζηνού, Λόγος 43 Εις τον Μ. Βασίλειον... επιτάφιος 81. PG 36, 604BC.
" αι δε ανάγκαι και τα αιτήματα της Εκκλησίας της εποχής του Μ. Βασιλείου, εποχής κατ' εξοχήν αιρέσεων, συγχύσεως εκκλησιαστικής και πολέμου, έδιδον διάφορον τόνον ως προς την αξιολόγησιν και βαρύτητα εις μερικά χαρίσματα εν συγκρίσει προς όλα τα άλλα. Κυριαρχούν ούτω τα του λόγου εν γένει, τα οργανωτικά, ποιμαντικά και διακονικά χαρίσματα, ενώ τα θαυματουργικά και εκστασιακά έρχονται εις πολύ δευτέραν μοίραν ή ουδόλως τον απασχολούν"
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΥΠΟΦΕΡΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ.
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΘΕΙ ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ.
1 σχόλιο:
!!!!!!!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου