ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
1. Όπως δε τον Λόγον ανεγνωρίσαμε εκ των καθ’ ημάς αναλογικώς επί της υπερκειμένης φύσις κατά τον ίδιον τρόπον θα προχωρήσουμε και προς την περί του Αγίου Πνεύματος εννοία, βρίσκοντες στην δική μας φύσιν κάποιες σκιές και μιμήματα της αφράστου δυνάμεως. Αλλά στην φύσιν μας μεν το πνεύμα είναι η ορμή του αέρος, ενός ξένου πράγματος, το οποίον αναγκαίως εισέρχεται και εξέρχεται δια την σύστασιν (συντήρησιν) του σώματος και το οποίον κατά την καιρό της εκφοράς του λόγου γίνεται φωνή, η οποία φανερώνει εν ἑαυτῆ την δύναμιν του λόγου.
2. Επί της θείας δε φύσεως το ότι μεν υπάρχει Πνεύμα Θεού θεωρείται ευσεβές, όπως έγινε δεκτόν ότι υπάρχει και Λόγος Θεού, ώστε να μη πρέπει να είναι ελλιπέστερος του δικού μας λόγου ο Λόγος του Θεού, πράγμα το οποίον θα συνέβαινε, εάν αυτός θεωρείται μετά πνεύματος, εκείνος δε πιστεύεται άνευ πνεύματος. Πλην όμως δεν είναι θεοπρεπές να νομισθεί ότι το Πνεύμα καθ’ ομοιότητα του δικού μας πνεύματος εισρέει στον Θεόν από έξω και έτσι καθίσταται δικόν του· αλλ’ όπως, ακούσαντες τον Λόγον του Θεού δεν θεωρήσαμε αυτόν ως πράγμα ανυπόστατον, ή αποκτώμενον δια της μαθήσεως ή δια της φωνής φανερούμενον ή μετά την εκφοράν διαλυομένον, ή πάσχοντα ο,τιδήποτε άλλο από όσα παθαίνει ο δικός μας λόγος, αλλά τον θεωρήσαμε ως ουσιωδώς υπάρχοντα (υφεστώτα), προαιρετικόν και ενεργόν και παντοδύναμον· έτσι και ακούσαντες Πνεύμα Θεού, το συμπαρομαρτούν (συνυπάρχον) με τον Λόγον και φανερώνον την ενέργειαν αυτού, εννοούμε όχι ως πνοήν ανέμου (διότι πράγματι το μεγαλείον της θείας δυνάμεως θα κατεβιβάζετο χαμηλά, αν το ἐν τῷ Θεῷ Πνεύμα ενοείτο καθ’ όμοιον με το δικόν μας τρόπον), αλλ’ ως δύναμιν ουσιώδη υφισταμένην εφ’ εαυτής εις ιδιαιτέραν υπόστασιν θεωρούμενη, μη δυναμένην να χωρισθεί του Θεού εις τον οποίον ευρίσκεται ή τον Λόγον του Θεού, εις τον οποίον συμπαρομαρτεί (συνυπάρχει), ούτε αναχεομένην προς το ανύπαρκτον, αλλά καθ’ ομοιότητα προς τον Θεόν Λόγον υπάρχουσαν καθ’ υπόστασιν προαιρετικήν, αυτοκίνητον, ενεργόν, πάντοτε εκλέγουσαν το αγαθόν και προς πάσαν πρόθεσιν (θέλησιν) έχουσαν συνηνωμένην (σύνδρομον) με την βούλησιν την δυναμίν (ισχύν) της.
1. Ο δε ζητών τις αποδείξεις τής επιφανείας του Θεού εν σαρκί, ας εξετάσει τις ενέργειες (του ενσαρκωθέντος). Διότι και περί τής υπάρξεως Θεού γενικώς δεν είναι δυνατόν να έχει κάποιος άλλη απόδειξη από την μαρτυρία τών ενεργειών. Όπως λοιπόν θεωρούντες το παν και εξετάζοντες τις θείες πρόνοιες στην λειτουργία τού κόσμου και των ευεργεσιών, οι οποίες έρχονται εκ Θεού στην ζωή μας, κατανοούμε ότι υπέρκειται κάποια δύναμις η οποία είναι ποιητική τών γινομένων και συντηρητική τών όντων, έτσι και στην περίπτωσιν τής σαρκικής επιφανείας τού Θεού έχουμε επαρκή απόδειξη τής επιφανείας τής θεότητος τα κατά τις ενέργειες αυτού θαύματα, κατανοήσαντες διά των ιστορηθέντων έργων όλα εκείνα δια των οποίων χαρακτηρίζεται η θεία φύσις.
2. Του Θεού χαρακτηριστικό είναι να ζωοποιεί τους ανθρώπους· του Θεού είναι να συντηρεί δια της προνοίας αυτού τα όντα· του Θεού είναι να χαρίζει βρώση και πόση στα όντα τα οποία έλαβαν την ζωή της σαρκός· του Θεού είναι να ευεργετεί τον έχοντα ανάγκην· του Θεού είναι να επαναφέρει πάλιν στον εαυτόν της δια της υγείας την παρατραπείσα εξ ασθενείας φύσιν· του Θεού είναι να κυβέρνα ομοιοτρόπως πάσαν την κτίσιν, την γην, την θάλασσαν, τον αέρα, τους υπέρ του αέρα τόπους· του Θεού είναι να έχει δύναμιν επαρκή δια τα πάντα και προ πάντων να είναι ανώτερος του θανάτου και της φθοράς. Εάν λοιπόν η ιστορία παρουσιάζει τον Θεό να έχει έλλειψη σε κάποιο από αυτά τα χαρακτηριστικά, ευλόγως οι μη Χριστιανοί θα απέρριπταν το μυστήριον ημών. Εάν δε όλα εκείνα δια των οποίων εννοείται ο Θεός υπάρχουν στις διηγήσεις περί αυτού, τί είναι αυτό που εμποδίζει την πίστιν;
1. Εάν δε νομίζει κάποιος ότι ελέγχει τον ημέτερο λόγο (την θρησκεία μας) με την παρατήρηση ότι ακόμη και μετά την παροχή της θεραπείας είναι πλημμελής ο ανθρώπινος βίος λόγω των αμαρτημάτων, ας οδηγηθεί προς την αλήθεια με την βοήθεια ενός παραδείγματος από τα γνωστότερα. Όπως ο όφις, εάν λάβει καίριο κτύπημα στην κεφαλήν δεν νεκρώνεται αμέσως και ο κατόπιν συρμός, αλλά η μεν κεφαλή αποθνήσκει, το δε ουραίο μέρος του σώματος είναι ψυχωμένο με τον δικό του θυμό και δεν στερείται της ζωτικής δυνάμεως, έτσι είναι δυνατόν να δούμε και την κακία κτυπημένη μεν στο καίριο σημείο, αλλά με τα υπολείμματα αυτής συνεχίζουσα την ενόχληση του βίου μας.
2. Αλλ’ όταν αφήσουν να μέμφονται τον λόγον του μυστηρίου (την θρησκεία μας) ως προς αυτά τα σημεία, κατηγορούν αυτήν δια το ότι η πίστις δεν έφτασε σε όλους τους ανθρώπους. Και λέγουν γιατί δεν ήλθε η χάρις σε όλους τους ανθρώπους, αλλ’ ενώ μερικοί εδέχθησαν τον λόγον, δεν είναι λίγοι οι μη δεχθέντες αυτόν, διότι ο Θεός είτε δεν ήθελε να δώσει αφθόνως όλην την ευεργεσία είτε δεν μπορούσε. Κανένα από τα δύο αυτά δεν είναι εκτός μομφής· διότι δεν αρμόζει στον Θεό να είναι το αγαθόν ούτε αβούλητον ούτε αδύνατον.
3. Εάν λοιπόν η πίστις είναι κάτι αγαθόν, τότε γιατί, λέγουν, δεν δόθηκε η χάρις σε όλους; Εάν βεβαίως και από την δική μας θρησκεία εδιδάσκετο τούτο, ότι δηλαδή η πίστις των ανθρώπων ρυθμίζεται από το θείο θέλημα, και ότι άλλοι μεν καλούνται σε αυτήν, άλλοι δε δεν καλούνται, τότε θα είχε θέση η κατηγορία αυτή (τούτο το έγκλημα), εκφραζόμενη κατά της θρησκείας μας. Εάν όμως η κλήσις προς την πίστιν είναι ίση για όλους, χωρίς να διακρίνει ούτε αξίωμα ούτε ηλικία ούτε έθνη (δια τούτο δε κατά την αρχήν του χριστιανικού κηρύγματος οι κήρυκες του λόγου απευθύνθηκαν προς όλα τα έθνη με μία γλώσσα κατά θεία έμπνευση, ώστε κανείς να μην είναι αμέτοχος των αγαθών), τότε πώς θα ήταν εύλογο να κατηγορούν τον Θεόν ότι δεν επεκράτησε παντού ο λόγος; Πράγματι ο έχων την εξουσία επί του παντός ένεκεν υπερβολικής τιμής προς τον άνθρωπον αφήνει κάτι να ευρίσκεται εντός του πλαισίου της δικής μας εξουσίας, για το οποίον ο καθένας είναι μόνος κύριος. Αυτό δε το κάτι είναι η προαίρεσις, ένα αδούλωτο και αυτεξούσιο αγαθόν, ευρισκόμενο στη ελευθερία της διανοίας μας. Επομένως δικαιότερο θα ήταν να προσαφθεί η κατηγορία προς εκείνους οι οποίοι δεν προσήλθαν στην πίστιν παρά προς εκείνον ο οποίος τους εκάλεσε προς την πίστιν. Ούτε και στην περίπτωσιν του Πέτρου, ο οποίος κήρυξε τον λόγον αρχικώς σε πολυάριθμη συνάθροιση Ιουδαίων και τρεις χιλιάδες παρεδέχθησαν την πίστιν, οι μη πιστεύσαντες οι οποίοι ήσαν περισσότεροι των πιστευσάντων εμέμφθησαν τον απόστολον διότι δεν πίστευσαν. Αφού η χάρις προσεφέρθη δημοσία δεν θα ήταν πρέπον ο εκουσίως απορρίψας αυτήν να κατηγορεί όχι τον εαυτόν του, αλλά κάποιον άλλον για την αποτυχία.
Το Πρωτότυπο κείμενο
Κεφάλαιο 30
1. Εἰ δέ τις ἐλέγχειν οἴεται τὸν ἡμέτερον λόγον, ὅτι καὶ μετὰ τὸ προσαχθῆναι τὴν θεραπείαν ἔτι πλημμελεῖται διὰ τῶν ἁμαρτημάτων ὁ ἀνθρώπινος βίος, ὑποδείγματί τινι τῶν γνωρίμων ὁδηγηθήτω πρὸς τὴν ἀλήθειαν. ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ ὄφεως, εἰ κατὰ κεφαλῆς τὴν καιρίαν λάβοι, οὐκ εὐθὺς συννεκροῦται τῇ κεφαλῇ καὶ ὁ κατόπιν ὁλκός, ἀλλ' ἡ μὲν τέθνηκε, τὸ δὲ οὐραῖον ἔτι ἐψύχωται τῷ ἰδίῳ θυμῷ καὶ τῆς ζωτικῆς κινήσεως οὐκ ἐστέρηται, οὕτως ἔστι καὶ τὴν κακίαν ἰδεῖν τῷ μὲν καιρίῳ πληγεῖσαν, ἐν δὲ τοῖς λειψάνοις ἑαυτῆς ἔτι διοχλοῦσαν τὸν βίον.
2. ἀλλ' ἀφέντες καὶ τὸ περὶ τούτων τὸν λόγον τοῦ μυστηρίου μέμφεσθαι, τὸ μὴ διὰ πάντων διήκειν τῶν ἀνθρώπων τὴν πίστιν ἐν αἰτίᾳ ποιοῦνται. καὶ τί δήποτε, φασίν, οὐκ ἐπὶ πάντας ἦλθεν ἡ χάρις, ἀλλὰ τινῶν προσθεμένων τῷ λόγῳ οὐ μικρόν ἐστι τὸ ὑπολειπόμενον μέρος, ἢ μὴ βουληθέντος τοῦ θεοῦ πᾶσιν ἀφθόνως τὴν εὐεργεσίαν νεῖμαι, ἢ μὴ δυνηθέντος πάντως; ὧν οὐθέτερον καθαρεύει τῆς μέμψεως. οὔτε γὰρ ἀβούλητον εἶναι τὸ ἀγαθὸν προσήκει τῷ θεῷ, οὔτε ἀδύνατον.
3. εἰ οὖν ἀγαθόν τι ἡ πίστις, διὰ τί, φασίν, οὐκ ἐπὶ πάντας ἡ χάρις; εἰ μὲν οὖν ταῦτα καὶ παρ' ἡμῶν ἐν τῷ λόγῳ κατεσκευάζετο, τὸ παρὰ τοῦ θείου βουλήματος ἀποκληροῦσθαι τοῖς ἀνθρώ ποις τὴν πίστιν, τῶν μὲν καλουμένων, τῶν δὲ λοιπῶν ἀμοιρούντων τῆς κλήσεως, καιρὸν εἶχεν τὸ τοιοῦτον ἔγκλημα κατὰ τοῦ μυστηρίου προφέρεσθαι· εἰ δὲ ὁμότιμος ἐπὶ πάντας ἡ κλῆσις, οὔτε ἀξίας, οὔτε ἡλικίας, οὔτε τὰς κατὰ τὰ ἔθνη διαφορὰς διακρίνουσα· διὰ τοῦτο γὰρ παρὰ τὴν πρώτην ἀρχὴν τοῦ κηρύγματος ὁμόγλωσσοι πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν οἱ διακονοῦντες τὸν λόγον ἐκ θείας ἐπιπνοίας ἀθρόως ἐγένοντο, ὡς ἂν μηδεὶς τῆς διδαχῆς τῶν ἀγαθῶν ἀμοιρήσειεν· πῶς ἂν οὖν τις κατὰ τὸ εὔλογον ἔτι τὸν θεὸν αἰτιῷτο τοῦ μὴ πάντων ἐπικρατῆσαι τὸν λόγον; ὁ γὰρ τοῦ παντὸς τὴν ἐξουσίαν ἔχων δι' ὑπερβολὴν τῆς εἰς τὸν ἄνθρωπον τιμῆς ἀφῆκέ τι καὶ ὑπὸ τὴν ἡμετέραν ἐξουσίαν εἶναι, οὗ μόνος ἕκαστός ἐστι κύριος. τοῦτο δέ ἐστιν ἡ προαίρεσις, ἀδούλωτόν τι χρῆμα καὶ αὐτεξούσιον, ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ τῆς διανοίας κείμενον. οὐκοῦν ἐπὶ τοὺς μὴ προσαχθέντας τῇ πίστει δικαιότερον ἂν τὸ τοιοῦτον ἔγκλημα μετατεθείη, οὐκ ἐπὶ τὸν κεκληκότα πρὸς συγ κατάθεσιν. οὐδὲ γὰρ ἐπὶ τοῦ Πέτρου κατ' ἀρχὰς τὸν λόγον ἐν πολυανθρώπῳ τῶν Ἰουδαίων ἐκκλησίᾳ κηρύξαντος, τρισχιλίων κατὰ ταὐτὸν παραδεξαμένων τὴν πίστιν, πλείους ὄντες τῶν πεπιστευκότων οἱ ἀπειθήσαντες ἐμέμψαντο τὸν ἀπόστολον ἐφ' οἷς οὐκ ἐπείσθησαν. οὐδὲ γὰρ ἦν εἰκός, ἐν κοινῷ προτεθείσης τῆς χάριτος, τὸν ἑκουσίως ἀποφοιτήσαντα μὴ ἑαυτόν, ἀλλ' ἕτερον τῆς δυσκληρίας ἐπαιτιᾶσθαι.
1. Αλλά δεν στερούνται επιχειρημάτων (οι εχθρεύοντες την πίστιν) σε τέτοια θέματα εριστικής αντιλογίας. Λέγουν δηλαδή ότι ο Θεός μπορούσε, εάν ήθελε, να προσελκύσει αναγκαστικά στην παραδοχή του κηρύγματος και όσους είναι εναντίον. Πού όμως βρίσκεται σε αυτούς το αυτεξούσιον; Πού είναι ο έπαινος των κατορθούντων; Πράγματι μόνον των αψύχων και των αλόγων είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα να κινούνται με ξένη θέληση προς το δοκούν.
2. Η δε λογική και νοερά φύσις όταν χάσει την ελευθερία (το κατ’ εξουσίαν), τότε χάνει μαζί και την χάριν της νοήσεως. Διότι που θα χρησιμοποιήσει κανείς την νόησιν (την διάνοια) εάν η εξουσία της προαίρεσης κατά διάθεσιν (γνώμιν) βρίσκεται σε κάποιον άλλον; Εάν δε η προαίρεσις μένει άπρακτος, τότε κατ’ ανάγκην χάνεται η αρετή, εμποδιζόμενη από την ακινησία της προαιρέσεως. Όταν δε δεν υπάρχει αρετή, ο βίος είναι άτιμος. Και εάν η διάνοια προχωρεί κατά τις επιταγές της ειμαρμένης, αφαιρείται ο έπαινος γι’ εκείνους οι οποίοι κάτι κατορθώνουν. Τότε η αμαρτία είναι ανίκητος και η διαφορά του τρόπου της ζωής άκριτος. Διότι πώς θα ήταν τότε δίκαιον να κατακρίνει κανείς τον ακόλαστο και να επαινεί τον σώφρονα, αφού ο καθείς θα είχε πρόχειρη την απόκριση τούτη, ότι δεν εξαρτάται από εμάς η εκλογή των πράξεών μας αλλ’ οι προαιρέσεις των ανθρώπων κατευθύνονται από κάποιαν ανωτέρα δύναμιν προς ό,τι ο κυρίαρχος αποφασίζει; Επομένως το γεγονός ότι η πίστις δεν επικρατεί σε όλους δεν είναι έγκλημα της αγαθότητος του Θεού, αλλά της διαθέσεως των δεχομένων το κήρυγμα.
Το πρωτότυπο κείμενο
Κεφάλαιο 31
1. Ἀλλ' οὐκ ἀποροῦσιν οὐδὲ πρὸς τὰ τοιαῦτα τῆς ἐριστικῆς ἀντιλογίας. λέγουσι γὰρ δύνασθαι τὸν θεόν, εἴπερ ἐβούλετο, καὶ τοὺς ἀντιτύπως ἔχοντας ἀναγκαστικῶς ἐφελκύσασθαι πρὸς τὴν παραδοχὴν τοῦ κηρύγματος. ποῦ τοίνυν ἐν τούτοις τὸ αὐτεξούσιον; ποῦ δὲ ἡ ἀρετή; ποῦ δὲ τῶν κατορθούντων ὁ ἔπαινος; μόνων γὰρ τῶν ἀψύχων ἢ τῶν ἀλόγων ἐστὶ τῷ ἀλλοτρίῳ βουλήματι πρὸς τὸ δοκοῦν περιάγεσθαι.
2. ἡ δὲ λογική τε καὶ νοερὰ φύσις, ἐὰν τὸ κατ' ἐξουσίαν ἀπόθηται, καὶ τὴν χάριν τοῦ νοεροῦ συναπώλεσεν. εἰς τί γὰρ χρήσεται τῇ διανοίᾳ, τῆς τοῦ προαιρεῖσθαί τι τῶν κατὰ γνώμην ἐξουσίας ἐφ' ἑτέρῳ κειμένης; εἰ δὲ ἄπρακτος ἡ προαίρεσις μείνειεν, ἠφάνισται κατ' ἀνάγκην ἡ ἀρετή, τῇ ἀκινησίᾳ τῆς προαιρέσεως ἐμπεδηθεῖσα· ἀρετῆς δὲ μὴ οὔσης, ὁ βίος ἠτίμωται, ἀφῄρηται τῶν κατορθούντων ὁ ἔπαινος, ἀκίνδυνος ἡ ἁμαρτία, ἄκριτος ἡ κατὰ τὸν βίον διαφορά. τίς γὰρ ἂν ἔτι κατὰ τὸ εὔλογον ἢ διαβάλλοι τὸν ἀκόλαστον ἢ ἐπαινοίη τὸν σώφρονα; ταύτης κατὰ τὸ πρόχειρον οὔσης ἑκάστῳ τῆς ἀποκρίσεως, τὸ μηδὲν ἐφ' ἡμῖν τῶν κατὰ γνώμην εἶναι, δυναστείᾳ δὲ κρείττονι τὰς ἀνθρωπίνας προαιρέσεις πρὸς τὸ τῷ κρα τοῦντι δοκοῦν περιάγεσθαι. οὐκοῦν οὐ τῆς ἀγαθότητος τοῦ θεοῦ τὸ ἔγκλημα, τὸ μὴ πᾶσιν ἐγγενέσθαι τὴν πίστιν, ἀλλὰ τῆς διαθέσεως τῶν δεχομένων τὸ κήρυγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου