Συνέχεια από: Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022
ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΟΝ ΘΕΟ
Τού Antonio Stevenazzi.
Το κακό ανάμεσα στην φιλοσοφία και την Θεολογία (συνέχεια).
Ανάμεσα στήν υπόσχεση και τήν σημασία λοιπόν δέν μπορούμε να αφαιρέσουμε τήν ασυνέχεια, αλλά μπορούμε να δείξουμε ότι αυτή είναι εσωτερική στην ίδια τήν νόηση! Αυτός είναι ο κανονισμός τής σκέψης τής υπόσχεσης, κατά τον οποίο δέν πρόκειται μόνον για τήν αναγνώριση τού αγαθού Θεού, αλλά για την αναμονή τού πιστού Θεού ο οποίος επαναφέρει στην ενότητα τήν διαμάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, η οποία είναι εσωτερική στον ίδιο τον Θεό.
Ο Labbe φτάνει συμπερασματικά σε μία μορφή νοήσεως υποθετικο-αξιωματικής η οποία προσπαθεί να επανακτήσει με μία φιλοσοφική αναζήτηση αυτό που βρίσκεται πέραν τών δυνατοτήτων της. Επανασυνθέτει εννοιολογικά το λογικό περιεχόμενο τής δυνατής υπερβάσεως τού κακού, εγκαθιδρύοντας τόν τρόπο (πώς) πρέπει να σκεφθούμε την σχέση τού Θεού με το κακό ώστε αυτή η υπέρβαση να καταστεί εφικτή, αντί να θεσμοποιήσει τις συνθήκες τής δυνατότητος να σκεφθούμε το συμβάν στο οποίο αυτή η υπέρβαση πραγματοποιείται. Ο καθορισμός τής σκέψης τής υποσχέσεως είναι τοιουτοτρόπως ολοκληρωτικώς κάτω απο το σημείο μιάς σκέψης τού δυνατού, χωρισμένου απο την πραγματικότητα! Όλη η επιχειρηματολογία βρίσκεται κάτω απο την ρήτρα τού "εάν", η οποία καταργώντας τον στοχασμό γύρω απο μία υπόθεση, τήν συνέπεια τής οποίας δέν εξετάζει, μειώνει τον καθορισμό τού "πώς" σε μία νοητική άσκηση χωρίς πραγματική εμβέλεια. Το κεντρικό σημείο το οποίο αποτελεί το αποφασιστικό θέμα και καθοδηγεί ολόκληρο τον στοχασμό, είναι το γεγονός ότι η σκέψη τού γεγονότος στο οποίο το κακό υπερβαίνεται διασταυρώνεται αναγκαίως με το θέμα τής σχέσεως τού ανθρώπου με τον Θεό, και αυτή η σχέση ζεί στην διαλεκτική τής ελευθερίας και τής μή-απαγωγικότητος, κάτι που διαφεύγει στον Labbe : Και πράγματι "καθότι η υποκειμενικότης αναφέρεται στην ολοκλήρωσή της σαν αναγκαία και αδιάθετη ταυτοχρόνως, αυτή πρέπει να το θέλει και απο το άλλο μέρος, δέν μπορεί να γνωρίσει παρά μόνον θέλοντάς το σαν αδιάθετο.
Η συμπεριφορά, η οποία αντιστοιχεί σ'αυτή την προκαταβολική απόφαση, η προφάνεια τής οποίας δέν συμπεραίνεται αλλά πρέπει να αναγνωρισθεί σαν τοποθετημένη απο το απόλυτο θεμέλιο για να γνωσθεί, είναι η θεολογική πίστη η οποία είναι ακριβώς η συμπεριφορά η οποία αντιστοιχεί στον Λόγο τού Θεού, είναι το άκουσμα που δημιουργεί αυτός ο λόγος σαν Λόγος αποκεκαλυμένος. Η πρωτογενής προφάνεια τής σημασίας λοιπόν είναι μία συμβολική προφάνεια " όπου η γνωστική πλευρά και η πρακτική είναι με συνέπεια συσχετιζόμενα και αλληλοεπηρεαζόμενα: δέν πρόκειται δηλαδή να δηλώσουμε σαν πραγματικό, ένα νόημα το οποίο θα ήταν αντιληπτό ταυτόσημα έξω απο την συγκατάθεση, αλλά η σημασία (ή περάτωση) δέν μπορεί να αναγνωρισθεί στην αλήθεια της, παρά μόνον με τον τρόπο της συγκατάθεσης". Γνώση και ελευθερία λοιπόν επηρεάζονται αμοιβαίως, απο την στιγμή που η φανέρωση τού νοήματος εξαρτάται απο την θέση τής θελήσεως απέναντι σ'αυτό, καθότι είναι μία δική του ολοκλήρωση. Δέν μπορούμε λοιπόν να διαχωρίσουμε την απόφαση τής φανερώσεως τού νοήματος και αντίστροφα καθότι και τα δύο δέν είναι πραγματικά παρά μόνον στην σύνθεση (τής συνειδήσεως) σε οποιοδήποτε επίπεδο τής πραγμάτωσής τους! Μια σύνθεση η οποία δέν κατορθώνεται απο τον στοχασμό εάν αυτός δέν προϋποτίθεται σαν ήδη δοσμένος σε μία συμπεριφορά σκέψης διαφορετικής απο τον στοχασμό, που αντιστοιχεί ακριβώς στην συμπεριφορά τής πίστης!
Το αποκαλυφθέν δεδομένο λοιπόν είναι πηγή μιάς αληθινής γνώσεως αλλά σ'αυτή είναι δυνατή η πρόσβαση μόνον μέσω μιάς ελεύθερης ενέργειας, η οποία συστήνει μια ουσιώδη στιγμή τής γνώσεως τής πίστης! Η νόηση λοιπόν μπορεί να στοχαστεί στο αποκαλυφθέν δεδομένο "εάν κατανοείται όχι σαν μία εναλλακτική στιγμή τής εμπειρίας, αλλά η κριτική στιγμή μιάς γνώσεως η οποία ειναι πραγματική στον τρόπο τής ελεύθερης ενέργειας τής συνειδήσεως και η οποία την υπερβαίνει διότι προηγείται! Ο τελικός προορισμός τών εννοιών τού στοχασμού δέν είναι εννοιολογικός αλλά κριτικο-ερμηνευτικός. Οι έννοιες ξαναβρίσκουν την θετική τους σημασία επεμβαίνοντας σαν επαληθεύσιμα κριτήρια στην διάκριση τών συμβολικών προειδοποιήσεων τής πιστεύουσας συνειδήσεως.
Ο Labbe αντιθέτως, επειδή δέν θεματοποιεί τήν διαφορά ανάμεσα στο καταγωγικό πρόδηλο και το εννοιολογικό πρόδηλο, αντί να δικαιώσει την συμπεριφορά τής πίστης ιδιοποιείται εννοιολογικά τα προδρομικά της φαινόμενα, διαιωνίζοντας τον δυαλισμό στο εσωτερικό τής νοήσεως και αποτυγχάνοντας τοιουτοτρόπως στην σύνθεση ανάγκης και δυνατότητος, η οποία είναι συστατική τής ελευθερίας. "Η νόηση, ιδιότητα τού αναγκαίου, βλέπουμε να καταλήγει σε ένα υποθετικό εφικτό, το οποίο δέν αντιστοιχεί ούτε στην ανάγκη τής νοήσεως, ούτε στην δυνατότητα τής ελευθερίας. Όσον αφορά την δικαίωση τού κακού, η λύση τού Labbe, ο οποίος απο την άποψη τού περιεχομένου εντάσσεται στην γραμμή τής ριζικής συμμετοχής τού Θεού στον πόνο και στον θάνατο, καταλήγει στην πραγματικότητα να είναι συστατικώς ανάλογη στην προοπτική τής θεωρητικής σκέψης, με την μόνη διαφορά ότι αυτή σκέπτεται σαν δυνατό αυτό που αυτή δηλώνει σαν αναγκαίο. Επι πλέον καθότι αυτή σκέπτεται σαν δυνατό αυτό που η πίστη βεβαιώνει σαν πραγματικό, συνεπάγεται μαζί και η αδυναμία τής απαγωγής και τής υπερβάσεως (τής εξηγήσεως) τού κακού και δηλώνεται εμμέσως ότι η μορφή τής πραγματικής γνώσεως τής ολοκληρώσεως είναι η πίστη! Μ'αυτή την σημασία η απαγωγή τής έννοιας τής πίστεως είναι η αναγκαία προσέγγιση μιας υπερβατικής θεωρίας τής γνώσεως", η οποία όμως στην ιδιαίτερη εννοιολόγηση τού Labbe δέν μπορεί να συμπεριλάβει μια κριτική νομιμοποίηση τής πίστης διότι την μειώνει σε μία παθητική εξωτερική συμπεριφορά στο σχήμα τής δυνατότητος να σκεφθούμε την ολοκλήρωση και σαν τέτοιο χωρίς την καθολική αναγκαιότητα, με την δραματική συνέπεια ότι η θεολογία παραμένει στα χέρια κριτηρίων και προόδων που δέν δέχονται πλέον υπερβατική νομιμοποίηση και μένει μετέωρη στην αξεπέραστη δραστηριότητα τής πίστης και επομένως στην αδυναμία να δικαιωθεί σαν μορφή κριτικής γνώσεως η οποία έχει σαν αντικείμενο την σχέση ανάμεσα στην καθολική δομή τής γνώσεως και στο γεγονός το οποίο παρουσιάζεται σαν αποκάλυψη τού Θεού. Το τελικό συμπέρασμα τού Bertuletti έχει ώς εξής:
"η φιλοσοφικο-θρησκευτική έρευνα τού Labbe δέν προσφέρει την θεωρητική επεξεργασία την οποία οι πρόσφατες Θεολογίες, οι οποίες τονίζουν ότι ο Θεός σημμερίζεται τον πόνο και τον θάνατο, έχουν τόση ανάγκη, αλλά επιβαρύνει το διφορούμενο τού πράγματος! Η επεξεργασία του σαν σκέψη τής "υπόσχεσης", καταλήγει να εμπνεύσει την απόδοση τού πόνου, τού θανάτου και τής ίδιας τής απιστίας τής αγάπης, στην ίδια τήν ενδοθεϊκή ζωή, αφήνοντας κατά μέρος τήν σχέση με τον άνθρωπο, στο επίπεδο τού οποίου και μόνον εκείνες οι κατηγορίες αντλούν την σημασία τους!
"η φιλοσοφικο-θρησκευτική έρευνα τού Labbe δέν προσφέρει την θεωρητική επεξεργασία την οποία οι πρόσφατες Θεολογίες, οι οποίες τονίζουν ότι ο Θεός σημμερίζεται τον πόνο και τον θάνατο, έχουν τόση ανάγκη, αλλά επιβαρύνει το διφορούμενο τού πράγματος! Η επεξεργασία του σαν σκέψη τής "υπόσχεσης", καταλήγει να εμπνεύσει την απόδοση τού πόνου, τού θανάτου και τής ίδιας τής απιστίας τής αγάπης, στην ίδια τήν ενδοθεϊκή ζωή, αφήνοντας κατά μέρος τήν σχέση με τον άνθρωπο, στο επίπεδο τού οποίου και μόνον εκείνες οι κατηγορίες αντλούν την σημασία τους!
"Μία έρευνα αποκλειστικώς νοητική δέν μπορεί βεβαίως να βασισθεί στην Χριστολογική αλήθεια, αλλά μπορεί να σκεφθεί αποκλειστικώς τον Θεό μόνον έξω απο την σχέση του με τον άνθρωπο, η οποία είναι για οποιαδήποτε άσκηση τής ανθρώπινης σκέψης, ο μοναδικός τόπος στοχασμού και εκφράσεως τού Θεού. Απο αυτή την οπτική γωνία δέν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην φιλοσοφία και την Θεολογία. Η διαφορά αφορά τον τρόπο υπολογισμού τής σχέσης, εν όψει τών ουσιατικών συνθηκών της για την φιλοσοφία, εν όψει τής αδυναμίας απαγωγής τής ολοκληρώσεως για την Θεολογία! Για το πρόβλημα τού κακού αυτό σημαίνει ότι η σχέση τού κακού και τού Θεού μπορεί να γίνει σκέψη απο μία άποψη νοησιαρχική πάντοτε και μόνον ξεκινώντας απο τις συνθήκες τής αποκαλύψεως τού Θεού στον άνθρωπο! Ο Θεός πρέπει κατά κάποιο τρόπο να γίνει παθητικός στην ελεύθερη απάντηση τού ανθρώπου, εάν θέλει να τοποθετήθεί σαν η ολοκλήρωσή του, η πληρότητά του! Μόνον η ύπαρξη τού ανθρώπου η οποία πραγματοποιείται στην ελευθερία μπορεί να αποτελέσει το μέσον τής αποκαλύψεως στην οποία ο Θεός φανερώνεται σαν ανεξάρτητη θέληση τής υπερβάσεως του κακού. Μέχρις εδώ μπορεί και πρέπει να φτάσει ο υπερβατικός στοχασμός. Αλλά αυτό συνεπάγεται ότι η θετική σημασία τής σχέσεως τού Θεού και τού κακού μπορεί να γίνει γνωστή μόνον στο φώς τού γεγονότος τής αποκαλύψεως στο οποίο η υπέρβαση τού κακού προηγείται πραγματικώς. Και ο σκοπός τού στοχασμού συνίσταται στην φανέρωση ότι ο άνθρωπος είναι απο πάντοτε αναφερόμενος σ'αυτό το γεγονός σαν σε αυτό που πρέπει να θελήσει καθότι απαραίτητο και το οποίο μπορεί να γνωρίσει μόνον εάν το θελήσει!
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου