Συνέχεια από: Τρίτη 6 Μαΐου 2025
Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού
A' - Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
1. Ἡ μεταφυσικὴ ἄρνηση τῆς θεϊκότητας τοῦ Θεοῦ (3η συνέχεια)
Ἡ αὐτονόμηση τῶν δυνατοτήτων τῆς νόησης στὰ πλαίσια μιᾶς «φυσικῆς θεολογίας» συμπληρώνεται ἐνδεικτικὰ μὲ τὸν Λάϊμπνιτς (Leibniz). Τὸ ἔργο του Περὶ Θεοδικίας (Essais de théodicée sur la bonté de Dieu, la liberté de l'homme et l'origine du mal – 1710) καθιερώνει τὸν Λάϊμπνιτς ὡς τὸν συνεπέστερο συνεχιστὴ τῆς ἐμμονῆς τῶν σχολαστικῶν στὴν ταύτιση φυσικῆς καὶ μεταφυσικῆς11: Ἡ γνώση τόσο τῆς μεταφυσικῆς ὅσο καὶ τῆς φυσικῆς πρέπει νὰ ὑπακούει στὶς ἀπαιτήσεις τῆς αὐστηρῆς ἐπιστήμης, δηλαδὴ τῆς ἀποδεικτικότητας ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ νοησιαρχικὴ demonstratio.[ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΕΩΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ. ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ]
Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ὁ Λάϊμπνιτς συστηματοποιεῖ τὶς λογικὲς ἀποδείξεις γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς συγκεφαλαιώνει σὲ τέσσερις:
Πρώτη εἶναι ἡ ὀντολογικὴ ἀπόδειξη, διατυπωμένη ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν ᾿Ανσελμο12: Ὁ Θεὸς συλλαμβάνεται μὲ τὴ νόηση ὡς κάτι «γιὰ τὸ ὁποῖο τίποτε μεγαλειωδέστερο δὲν μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε» (aliquid quo nihil majus cogitari possit). Αὐτὸ τὸ «κάτι» δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει. Γιατὶ ἂν δὲν ὑπάρχει, ἡ ἀνυπαρξία του μειώνει τὴ μεγαλειότητά του, ἄρα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἡ σκέψη μας συνέλαβε ὡς τὸ μεγαλειωδέστερο ἀπὸ κάθε τι ἄλλο. Μὲ ἄλλα λόγια: Εἶναι λογικὰ ἀντιφατικὸ νὰ συλλαμβάνουμε τὴν ἰδέα ἑνὸς ἀνύπαρκτου Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ περιλαμβάνει κάθε τελειότητα καὶ ἡ ὕπαρξη εἶναι μιὰ τελειότητα σὲ σχέση μὲ τὴν ἀνυπαρξία.
Δεύτερη ἀπόδειξη εἶναι ἡ κοσμολογική, γνωστὴ ἐπίσης ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν σχολαστικῶν13, ποὺ ὁ Λάϊμπνιτς τὴν προσφέρει συμπληρωμένη: Ὅλα τὰ ὄντα εἶναι λογικῶς ὑπαρκτά, ἐφόσον ὁ «ἀποχρῶν λόγος» τῆς ὕπαρξής τους ἐμπεριέχεται ὡς αἰτία σὲ μιὰ ἄλλη ὑπαρκτὴ πραγματικότητα. Γιὰ τοὺς σχολαστικούς, ὅπως καὶ γιὰ τὸν ᾿Αριστοτέλη, αὐτὴ ἡ ὀπισθοβατικὴ ἀλληλουχία αἰτίας καὶ ἀποτελέσματος ἐντοπίζεται κατεξοχήν στὸ γεγονὸς τῆς κίνησης καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄπειρη, ἀλλὰ καταλήγει στὴ λογικὴ ἀναγκαιότητα ἑνὸς ὄντος ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη αἰτία τῆς κίνησης καὶ τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξής του, τὴν ἀρχικὴ αἰτία κάθε ὄντος: Εἶναι τὸ «πρῶτον κινοῦν», ὁ Θεός. Γιὰ τὸν Λάϊμπνιτς, τὸ σύμπαν ὡς ὅλον πρέπει νὰ ἔχει κάποιον ἀποχρῶντα λόγο ποὺ νὰ ἐμπεριέχεται ὡς αἰτία σὲ μιὰ ὑπαρκτὴ πραγματικότητα «ἐκτὸς» τοῦ σύμπαντος. Καὶ ὁ ἀποχρῶν αὐτὸς λόγος τοῦ σύμπαντος εἶναι ὁ Θεός.
Τρίτη, εἶναι ἡ ἀπόδειξη τοῦ Θεοῦ ὡς συνισταμένης τῶν αἰώνιων ἀληθειῶν: ῾Η ἀλήθεια τῶν ἐμπειρικῶν μας γνώσεων ἔχει τὸν δικό της «ἀποχρῶντα λόγο» ποὺ ἐμπεριέχεται ὡς αἱτία σὲ γενικὲς προτάσεις-ἀρχὲς ἀδιάψευστες καὶ γι' αὐτὸ λογικὰ ὑποχρεωτικές. Εἶναι αὐτοαλήθειες, ἀλήθειες αἰώνιες. ᾿Αλλά, ἂν ἡ δική μας χρονικά περιορισμένη διάνοια περιέχει τοὺς ἀποχρῶντες λόγους τῆς ἐμπειρικῆς γνώσης, ὁ ἀποχρῶν λόγος τῶν αἰώνιων ἀληθειῶν πρέπει νὰ εἶναι, κατὰ λογική ἀναγκαιότητα, μιὰ αἰώνια-θεία διάνοια. Γιατὶ ὁ λόγος τοῦ ὑπαρκτοῦ εἶναι καὶ ὁ ἴδιος ὁπωσδήποτε ὑπαρκτός. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἀποδείχνεται ὑπαρκτὴ διάνοια, συνισταμένη τῶν αἰώνιων ἀληθειῶν, μεταφυσικῶν, μαθηματικῶν καὶ ἠθικῶν – τῶν κανόνων τοῦ ἀληθοῦς, τοῦ τελείου καὶ τοῦ δικαίου. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε λογικὰ αὐθαίρετο στὶς θεῖες ἀποφάσεις. Ολόκληρο τὸ σύμπαν εἶναι ὀργανωμένο μὲ βάση τὴν «καθαρή λογική», ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ λογικότητα14.
Τέταρτη ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ τελεολογική. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ λογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς αἰτίας, ὑπάρχει καὶ ἡ λογικὴ ἀναγκαιότητα τοῦ σκοποῦ (τέλους) τῶν ὄντων. Τὰ ὄντα ἐμπεριέχουν τὸν σκοπὸ ἢ τὸ «τέλος» τῆς ὕπαρξής τους – κάθε ἀτομικὴ ὑπόσταση («μονάδα» τοῦ ὄντος) ὑπάρχει, ἐφόσον καὶ ἐπειδὴ ἀνταποκρίνεται στὴν «τελική» πληρότητα τῆς ἐννοίας της. Αὐτὸς ὁ προκαθορισμός τῶν ὑποστάσεων ἀπὸ τὸ τελεολογικό τους περιεχόμενο συναθέτει τὴν παγκόσμια ἁρμονία, ποὺ προϋποθέτει τὴν καθολική σύλληψη καὶ σύνθεση τῶν ἐπιμέρους σκοπῶν (harmonia praestabilita), ἄρα προϋποθέτει καὶ μιὰ ἄπειρη καὶ τέλεια διάνοια ποὺ πραγματοποιεῖ αὐτὴ τὴν καθολική σύλληψη καὶ σύνθεση. Ἡ ἁρμονία τῆς κτίσης εἶναι λογικὰ ἀνεξήγητη δίχως τὴν ἀνταπόκριση τῶν ἐπιμέρους «μονάδων» τοῦ ὄντος στὸ συνολικό «τέλος» ποὺ ἐνυπάρχει σὲ μιὰ ὑποχρεωτικῶς ὑπαρκτή θεία διάνοια15.
Μὲ ἐνδεικτικοὺς καὶ μᾶλλον κορυφαίους σταθμούς τὸν Ντεκάρτ, τὸν Σπινόζα καὶ τὸν Λάϊμπνιτς, ἡ λεγόμενη «φυσικὴ θεολογία» τοῦ μεσαιωνικοῦ σχολαστικισμοῦ, δηλαδή ή μετατροπὴ τῆς θεολογίας σὲ ὀρθολογικὰ ὀργανωμένη scientia, καταλήγει ἱστορικὰ καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐμπέδωση τῆς νοησιαρχίας ὡς ἀποκλειστικῆς ὁδοῦ μεταφυσικῆς γνώσεως.
᾿Αλλὰ ἡ ἐμπέδωση τῆς νοησιαρχίας εἶναι μόνο ἡ πρώτη φάση στὴν καινούργια ἐποχὴ ποὺ ἐγκαινιάζει ἱστορικὰ ἡ intellectus fidei - ἐποχὴ ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν «μονισμὸ τοῦ ὑποκειμένου». Στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ «μονισμοῦ» ἕνα ἑπόμενο βήμα ἦταν ἡ μετάθεση τῆς γνωστικῆς προτεραιότητας ἀπὸ τὴ διάνοια στὴν αἰσθητὴ ἐμπειρία – στὴ γνώση ποὺ ἐξασφαλίζουν οἱ πληροφορίες τῶν αἰσθήσεων τοῦ ὑποκειμένου. «Οὐδὲν ἐν τῇ νοήσει, ὃ μὴ πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει». Ὁ θετικιστικὸς αὐτὸς ἐμπειρισμὸς θὰ φτάσει στὸ κορύφωμά του μὲ τὸν Χόμπς (Hobbes), τὸν Λόκ (Locke) καὶ τὸν Χιούμ (Hume), μεταθέτοντας τὴν «ἀρχὴ» τῆς αὐθεντίας ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ διάνοια στὴν ἀτομικὴ αἰσθητὴ ἐμπειρία – ἐγκλωβισμένος στὴν ἴδια ἐκείνη ἀπαίτηση τῶν σχολαστικῶν γιὰ τὴν ὑποκειμενικὴ διαχείριση τῆς ὁποιασδήποτε auctoritas16. Δὲν ἦταν βέβαια κάτι καινούργιο στὸν 17ο αἰώνα αὐτὴ ἡ μετάθεση ἀπὸ τὴ νοησιαρχία στὸν ἐμπειρισμό, ἀφοῦ ἡ ἐναλλαγὴ ἢ ἡ διαμάχη γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς διάνοιας ἢ τὴν προτεραιότητα τῶν αἰσθήσεων εἶχε μᾶλλον καθιερώσει ἕνα εἶδος ἰσοτιμίας καὶ τῶν δύο ἐπιλογῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας τοῦ Βάκωνα (Bacon - 13ος αἰώνας).
Όλο καὶ περισσότερο ὁ ὅρος «μεταφυσική» παίρνει καθαρὰ γνωσιοθεωρητικὴ καὶ ἐπιστημολογικὴ σημασία, ἐνῶ ὁ Θεὸς τῆς μεταφυσικῆς γίνεται ἕνα ἀδιάφορο μέγεθος. Αὐτὸ τὸ «υπέρτατο Ὄν» τῆς ὀρθολογικῆς βεβαιότητας καὶ τῶν νοησιαρχικῶν «ἀποδείξεων» χωρίζεται ἀπὸ τὶς δυνατότητες τῆς ὑποκειμενικῆς ἐμπειρίας μὲ τὸ ὅριο που διαστέλλει τὴν πραγματικὴ διαπίστωση ἀπὸ τὴν ἁπλὴ εἰκασία, τὸ ἐμπειρικὰ ὑπαρκτὸ ἀπὸ τὸ ἐμπειρικὰ ἀνύπαρκτο. Ἡ ἐπιστήμη ἐγκαταλείπει τὴ διερεύνηση τοῦ ὑπερ-εμπειρικοῦ «ἐπέκεινα» δοκιμάζοντας τὴ δυνατότητα ποὺ ἔχει ἡ ἀτομικὴ διάνοια νὰ κατανοήσει τὸν «μηχανισμὸ» τῆς φύσης καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ χρήσιμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀποτελέσματα18.
Σημειώσεις
11. Bλ. Fritz-Joachim RINTELEN, Leibnizens Beziehungen zur Scholastik, στο Archiv für Geschichte der Philosophie, 1903, σελ. 157 κ.ε. 307 κ.ε. – Martin GRABMANN, Geschichte der scholastischen Methode, Graz (Akadem, Druck) 1957, τόμος 1, σελ. 3. – GILSON, La philosophie au moyen-âge, Paris (Payol) 1962, σελ. 247, 263, 464. – Παν. ΚΟΝΔΥΛΗ, Η κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς..., σελ. 276 κ.ε.
12. Γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῶν «ἀποδείξεων» ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, βλ. D. SCHLUTER, Gottesbeweis, στο Historisches Wörterbuch der Philosophie (Hrsg. v. J. RITTER), τόμος 3, Basel/Stuttgart (Schwabe - Verl.) 1974, στ. 818-830. – Επίσης, GRABMANN, Geschichte der scholastischen Methode, 1, 321 – GILSON, La philosophie au moyen-âge, 243 κ.ε.. – A. GRÉGOIRE, Immanence et transcendance, Paris 1939, σελ. 138-157. – G. GRUNWALD, Geschichte der Gottesbeweise im Mittelalter bis zum Ausgang der Hochscholastik, Münster 1907.
13. B2. THOMAS de AQUINO, Summa Theologiae 1, 2, 3, έλλην. μτφρ. Ιωάν. Καρμίρη, τόμος Α΄, τεῦχος 1, ᾿Αθῆναι 1935, σελ. 80. – Βλ. καὶ GRUNWALD, Geschichte der Gottesbeweise, σελ. 87-94.
14. Καὶ αὐτῆς τῆς ἐπιχειρηματολογίας ή καταγωγή ἀνάγεται στους σχολαστικούς: Βλ. THOMAS de AQUINO, Summa Theologiae la Ilae, 71, 2. –Étienne GILSON, L'esprit de la philosophie médiévale, Paris (Vrin) 1969, σελ. 307-311. – ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Le thomisme, Paris (Vrin) 1972, σελ. 327.
15. Γιὰ τὴν ἐπεξεργασία καὶ τῆς τελεολογικῆς ἀπόδειξης ἀπὸ τοὺς σχολαστικούς βλ. ἐνδεικτικὰ τὸ ἔργο τοῦ Ρ. ABAELARDUS, Dialogus inter Philosophum Judaeum et Christianum, καθὼς καὶ στὴ δυπιπιa Theologiae τοῦ THOMAS de AQUINO 1, II, 1, 2 – 1, 15, 1 καὶ 2, 16, 1 – 1, 5, 5 – I, 65, 2. – Οἱ «ἀποδείξεις» γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξαντλοῦνται στις τέσσερις ποὺ ἐδῶ ἀναφέραμε. Στὰ πλαίσια τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς ἐμφανίστηκαν ἀκόμα ἡ ἀξιολογικὴ ἡ εὐδαιμονολογικὴ ἀπόδειξη, ἡ δεοντολογική - ἠθική, ἡ ἱστορικὴ - ἐθνολογικὴ – ἴσως καὶ ἄλλες.
16. Βλ. ἐνδεικτικὰ τὶς παρατηρήσεις τοῦ GILSON γιὰ τὴ σχέση τοῦ ἐμπειρισμοῦ μὲ τὶς προϋποθέσεις τῆς σχολαστικής γνωσιοθεωρίας στο βιβλίο του Τα philosophie au moyen-âge, σελ. 718 καὶ 761.
17. Χαρακτηριστική ἡ διατύπωση τοῦ HIRSCHBERGER: «Γιὰ τὸν ἐμπειρισμὸ ὅλα σχετικοποιοῦνται στὸ ἐπίπεδο τοῦ χωρικοῦ, τοῦ χρονικοῦ, τοῦ ἀνθρώπινου, κάποτε τοῦ ὑπερβολικὰ ἀνθρώπινου. Τὸ νοητὸ κατατροπώνεται ἀπὸ τὸ αἰσθητό, τὸ ίδεατὸ ἀπὸ τὸ χρήσιμο, τὸ καθολικό ἀπὸ τὸ ἀτομικό, τὸ αἰώνιο ἀπὸ τὸ χρονικό, το χρέος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, τὸ ὅλο ἀπὸ τὸ μερικό, τὸ δίκαιο ἀπὸ τὴ δύναμη»: Geschichte der Philosophie, Herder - Verl. 1965, τόμος ΙΙ, σελ. 188.
18. Γιὰ τὴ σχέση τοῦ ἐμπειρισμοῦ μὲ τὸν «θάνατο τοῦ Θεοῦ» τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς βλ. ἐνδεικτικά: Gerald CRAGG, The Church and the Age of Reason, Penguin Books 1976, σελ. 76 καὶ 168. – W. SCHLUCHTER, Die Entwicklung des okzidentalen Rationalismus, Tübingen (Mohr-Verl.) 1979, σελ. 253 κ.ε. – D. F. NORTON, Hume - Common Sense Moralist, Sceptical Metaphysician, Princeton N. J. 1982. – J. KEMP, Ethical Naturalism: Hobbes and Hume, London New York, 1970.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου