Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού
A' - Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
1. Ἡ μεταφυσικὴ ἄρνηση τῆς θεϊκότητας τοῦ Θεοῦ (2η συνέχεια)
᾿Απὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας τῆς καρολίνειας «ἀναγέννησης» τοῦ 9ου αἰώνα, κυρίως ὅμως μὲ τὴ ριζικὴ ἀλλοτρίωση τῆς ἀριστοτελικῆς γνωσιοθεωρίας ἀπὸ τὸν σχολαστικισμό6, ἡ εὐρωπαϊκὴ μεταφυσικὴ οἰκοδομεῖται πάνω στὴν προϋπόθεση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ προοδευτικὰ ἀποκλείει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς ταυτίζεται μὲ τὴ νοητικὴ σύλληψη τῆς ἀπρόσωπης καὶ ἀφηρημένης «πρώτης αἰτίας» τοῦ κόσμου (causa prima) ἢ τῆς ἀπόλυτης «αὐθεντίας» στὴν ᾿Ἠθική (principium auctoritatis). Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ νοητικὴ ἀναγκαιότητα, κατοχυρωμένη μὲ ἀποδεικτικὴ ἐπιχειρηματολογία, ἀλλὰ ἄσχετη μὲ τὴν ἱστορικὴ ἐμπειρία καὶ τὴν ὑπαρκτικὴ περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπου.
᾿Ακριβῶς ἐπειδὴ προσφέρει μιὰν ἀπολυτοποιημένη ὀρθολογικὴ κατάφαση τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐρωπαϊκὴ μεταφυσική προετοιμάζει καὶ τὴ δυνατότητα τῆς ὀρθολογικῆς του ἀναίρεσης. Ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ» εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης αὐτοῦ τοῦ ἀπολυτοποιημένου καὶ δίκοπου ὀρθολογισμοῦ στὸν χῶρο τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν κοινωνιῶν, στη διάρκεια μιᾶς χιλιετηρίδας περίπου7.
Ὁ Χάϊντεγγερ ὑπογραμμίζει ἐνδεικτικὰ τὴν ὀξύτατη ἀντίθεση τοῦ Νίτσε πρὸς τὸν Ντεκάρτ (Descartes)8. Ο Ντεκὰρτ εἶναι ἡ κορυφαία μᾶλλον ἔκφραση τοῦ ἱστορικοῦ πειρασμοῦ τῆς Δύσης νὰ κατοχυρωθεῖ ὀρθολογικὰ – ἀποδεικτικὰ ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Στὸ περίφημο τέταρτο κεφάλαιο τοῦ Λόγου περὶ τῆς μεθόδου (Discours de la méthode, 1637) ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀποδείχνεται μὲ ἀποκλειστικὸ ὄργανο τὴ νοητικὴ ἱκανότητα τοῦ ὑποκειμένου. ᾿Απὸ τὴ νοητικὴ ἐποπτεία τῆς δικῆς μου περιορισμένης ὕπαρξης καὶ νόησης συνάγω τὴν ἰδέα μιᾶς τέλειας ὕπαρξης καὶ νόησης – ἑνὸς ὄντος ποὺ ἐμπεριέχει ὅλες τὶς τελειότητες τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς νόησης. Καὶ ἀφοῦ ἡ νοητικὴ σύλληψη εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος γιὰ νὰ βεβαιώσουμε μιὰν ἀλήθεια, ἀποδείχνουμε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ συλλαμβάνοντας τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ. Συλλαμβάνουμε μὲ τὴ νόηση τὸν Θεὸ ὡς ἕνα τέλειο ὄν, ἑπομένως ἡ ὕπαρξη περιλαμβάνεται στὴν ἰδέα αὐτὴ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ περιλαμβάνεται στὴν ἰδέα ἑνὸς τριγώνου ἡ ἀλήθεια ὅτι τὸ ἄ-θροισμα τῶν γωνιῶν του ἰσοῦται μὲ δύο ὀρθές, ἢ καὶ ἀκόμα προφανέστερα. Επομένως, τὸ ὅτι ὁ Θεός, ποὺ εἶναι αὐτὸ τὸ τέλειο ὄν, ὑπάρχει ἢ ὑφίσταται, εἶναι ἐξίσου βέβαιο ὅσο καὶ ὁποιαδήποτε γεωμετρικὴ ἀλήθεια.
Ὁ Θεὸς τῶν σχολαστικῶν καὶ τοῦ Ντεκάρτ ἐμφανίζεται τελικὰ ὡς παράγωγο ἢ προϊὸν τῆς γνωστικῆς αὐτάρκειας που ἐξασφαλίζει στὸ ὑποκείμενο ἡ ratio – πέρα ἢ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ πραγματικοῦ ἢ τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι πάντα ἐμπειρία σχέσης.[ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ] Ο Νίτσε καταλογίζει στὸν Ντεκάρτ αὐτὴ τὴν κραυγαλέα, ἀλλὰ ἀνομολόγητη ἀντίφαση: Ὅτι οἱ λογικὲς ἀποδείξεις γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀναιροῦν τὸν Θεὸ ὡς ἀντι-κείμενη πραγματική παρουσία. Ο «μονισμὸς τοῦ ὑποκειμένου» ποὺ ἐπιβάλλεται στὴν εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία μὲ τὸν Ντεκάρτ, ἔχει ὡς λογικὸ ἐπακόλουθο ὄχι τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸ ἀπολυτοποιημένο ἀκριβῶς ὑποκείμενο, τὸν «ὑπεράνθρωπο» (Übermensch)10. Ὅμως ὁ Ντεκάρτ δὲν τόλμησε νὰ προχωρήσει ὣς αὐτὴ τὴν ἔσχατη συνέπεια τῶν πρωτείων τοῦ ὑποκειμένου. Καθιέρωσε τὸ ὑποκείμενο ὡς ἀπόλυτη προσδιοριστικὴ ἀρχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς γνώσης, ὑπέταξε τὸν Θεὸ στὸν ἀπολυτοποιημένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ δὲν διέβλεψε ὅτι ἡ στάση του ἦταν κήρυγμα «θανάτου τοῦ Θεοῦ» καὶ ἐπιβολῆς τοῦ «ὑπερανθρώπου». ᾿Αντίθετα, εἶχε τὴ συνείδηση –πολλαπλά ἐκφρασμένη– ὅτι ὑπηρετεῖ καὶ στηρίζει τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐρωπαϊκῆς μεταφυσικῆς.[ΣΤΗΝ ΛΕΞΗ DIO ΑΦΑΙΡΕΙΤΑΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ D]
Τὸ ἑπόμενο ἐντυπωσιακὸ βῆμα στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ «ἀθεϊστικοῦ θεϊσμοῦ» εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Σπινόζα (Spinoza)-κυρίως μὲ τὸ βιβλίο του Ethica ordine geometrico demonstrata (1677). Ὁ Θεὸς τοῦ Σπινόζα εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ ἀναγκαιότητα τῆς Φύσης, Φύση καὶ Θεὸς ταυτίζονται (Deus sive Natura) – ταυτίζονται στὴ μία καὶ μοναδικὴ καὶ αἰώνια καὶ ἄπειρη ὑποστατικὴ οὐσία (substantia) ποὺ ὑπάρχει ἀπολύτως καθεαυτὴν καὶ νοεῖται καθεαυτὴν (quod in se est et per se concipitur), αὐτοαιτία καὶ αὐτοΰπαρξη, διακρινόμενη μόνο σὲ φύση δημιουργικὴ καὶ φύση δημιουργημένη (natura naturans-natura naturata). Τὰ ὄντα καὶ οἱ ἰδέες εἶναι οἱ δυὸ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ὑπάρχει καὶ φανερώνεται ἡ κοινὴ αὐτὴ οὐσία Φύσης καὶ Θεοῦ – ἐνυπάρχουν σὲ αὐτὴ τὴν οὐσία ὡς ἀναγκαῖες ἀκολουθίες της καὶ ἀποτελοῦν τὶς παροδικὲς ἐμφανίσεις της.[ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ] Μιὰ τέτοια καθολική σύλληψη τοῦ ὑπαρκτοῦ, ἀπόλυτα ἐλεγχόμενη τόσο ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς διάνοιας ὅσο καὶ ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τῶν αἰσθήσεων, δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ὕπαρξη ἢ γιὰ Θεὸ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐνδοκοσμικῆς πραγματικότητας. Μέσω τῆς αἰσθητῆς ἐμπειρίας τῶν ὄντων καὶ τῆς νοητικῆς σύλληψης τῶν ἰδεῶν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὶς δυὸ ἰδιότητες τῆς θείας οὐσίας τοῦ κόσμου: τὴ σκέψη καὶ τὴ διαστατικότητα. Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη εἶναι ἡ αὐτεπίγνωση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διαστατικότητα τῶν ὄντων εἶναι ἡ αἰώνια «διάσταση» τοῦ Θεοῦ.
Σημειώσεις
6. Γιὰ τὴν ἀλλοτρίωση τῆς ἀριστοτελικῆς γνωσιοθεωρίας ἀπὸ τὸν σχολαστικισμό, βλ. τὸ ἄρθρο μου: Ὁ ἀποφατικός ᾿Αριστοτέλης, στὸ περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 135/15.1.1986, σελ. 14 κ.ε., καθὼς καὶ τὰ βιβλία μου: Ὀρθός λόγος καὶ κοινωνική πρακτική, σελ. 205 κ.ε. – Σχεδίασμα Εἰσαγωγῆς στὴ Φιλοσοφία §§ 18, 25, 28.
7. Bλ. HEIDEGGER, Nietzsche, τόμος 11, σελ. 60. – Holzwege, σελ. 196-197. – Γιὰ τὴ γένεση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μηδενισμοῦ καὶ ἀθεϊσμοῦ μέσα ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς θεολογικής νοησιαρχίας τοῦ σχολαστικισμοῦ βλ. τὴ μελέτη τοῦ Παν. ΚΟΝΔΥΛΗ, Η κριτική τῆς μεταφυσικῆς στὴ νεότερη σκέψη, ὅπου καὶ ἐπαρκὴς βιβλιογραφία. – Έμμεσες, ἀλλὰ ἐξαιρετικά διαφωτιστικές πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα παρέχουν οἱ ἐργασίες: Μ.-D. CHENU, La théologie au XIIe siècle, Paris (Vrin) 1966 – ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, La théologie comme science au XIIIe siècle, Paris (Vrin) 1969 – E. GILSON, Le rôle de la pensée médiévale dans la formation du système cartésien, Paris (Vrin) 1975.
8. Βλ. Nietzsche, II, 61-62.
9. Bλ. HEIDEGGER, Sein und Zeit, Tübingen (Niemeyer - Verl.1963, σελ. 25: «Πόσο ἐξαρτημένος εἶναι ὁ Ντεκάρτ ἀπὸ τὸν μεσαιωνικό σχολαστικισμό καὶ ὅτι τὴ δική του ὁρολογία χρησιμοποιεῖ, τὸ βλέπει κάθε γνώστης τοῦ μεσαίωνα».
10. Βλ. NIETZSCHE, Der Wille zur Macht, § 484.- ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Jenseits von Gut und Böse, § 16. – Επίσης, HEIDEGGER, Nietzsche, II, 62.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου