Τά τελευταῖα χρόνια συχνά ἀκοῦμε τούς ὅρους «Νεο-Πατερική Σύνθεση» καί «Μετα-Πατερική Θεολογία».
Οἱ ὅροι αὐτοί ἔχουν καταστεῖ ἀντιλεγόμενοι: κάποιοι θεολόγοι, οἱ «προοδευτικοί», ὑποστηρίζουν, μέ ἐνίοτε ἔντονη καί κάποτε μάλιστα κάπως στερεότυπη φρασεολογία, ὅτι εἶναι ἀνάγκη καί «ἐπείγουσα ἀπαίτηση τῶν καιρῶν» νά προχωρήσει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία σέ «νέες συνθέσεις», ἀπελευθερούμενη ἀπό τό «γράμμα» τῶν κειμένων τῶν Ἁγίων Πατέρων, οὕτως ὥστε νά ἀπαντήσει «στίς ἀγωνίες καί στά ἐρωτήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου».
Ἄλλοι, οἱ «συντηρητικοί», ἀντιτάσσονται μέ σταθερότητα καί ἐπιμονή σέ κάθε τέτοια ἀπόπειρα.
Αὐτό, πού ὅμως δέν συμβαίνει ὅσο συχνά καί μεθοδικά θά ἀνέμενε κανείς, εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἐπικεντρωθεῖ κάθε φορά ἡ συζήτηση σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις, μέ τήν ἀντιπαραβολή κειμένων καί ἀπόψεων, ὥστε νά καταστεῖ σαφές περί τίνος ἀκριβῶς πρόκειται καί πόσο σημαντικό εἶναι αὐτό, πού ἑκάστοτε διακυβεύεται, καθώς καί ἡ “ἰδεολογική συνάφεια”, στήν ὁποία ἐγγράφεται κάθε ἄποψη.
Οἱ ὅροι αὐτοί ἔχουν καταστεῖ ἀντιλεγόμενοι: κάποιοι θεολόγοι, οἱ «προοδευτικοί», ὑποστηρίζουν, μέ ἐνίοτε ἔντονη καί κάποτε μάλιστα κάπως στερεότυπη φρασεολογία, ὅτι εἶναι ἀνάγκη καί «ἐπείγουσα ἀπαίτηση τῶν καιρῶν» νά προχωρήσει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία σέ «νέες συνθέσεις», ἀπελευθερούμενη ἀπό τό «γράμμα» τῶν κειμένων τῶν Ἁγίων Πατέρων, οὕτως ὥστε νά ἀπαντήσει «στίς ἀγωνίες καί στά ἐρωτήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου».
Ἄλλοι, οἱ «συντηρητικοί», ἀντιτάσσονται μέ σταθερότητα καί ἐπιμονή σέ κάθε τέτοια ἀπόπειρα.
Αὐτό, πού ὅμως δέν συμβαίνει ὅσο συχνά καί μεθοδικά θά ἀνέμενε κανείς, εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἐπικεντρωθεῖ κάθε φορά ἡ συζήτηση σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις, μέ τήν ἀντιπαραβολή κειμένων καί ἀπόψεων, ὥστε νά καταστεῖ σαφές περί τίνος ἀκριβῶς πρόκειται καί πόσο σημαντικό εἶναι αὐτό, πού ἑκάστοτε διακυβεύεται, καθώς καί ἡ “ἰδεολογική συνάφεια”, στήν ὁποία ἐγγράφεται κάθε ἄποψη.
Γιά νά καταστήσουμε σαφές αὐτό πού προσπαθοῦμε νά ποῦμε, θά δώσουμε ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα: Θά παρουσιάσουμε πρῶτα μιά θεολογική ἄποψη, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νά καταστεῖ κυρίαρχη στίς ἡμέρες μας καί ἡ ὁποία αὐτοπαρουσιάζεται ὡς τό κατ’ ἐξοχήν δεῖγμα «νέο-πατερικῆς σύνθεσης». Κατόπιν, θά ἀντιπαραβάλουμε σέ αὐτήν ἕνα «κλασσικό» Πατερικό κείμενο, ὅπως αὐτό ἔχει ἀκριβῶς διατυπωθεῖ κατά «τό γράμμα» του.
Ὑποστηρικτής τῆς θεολογικῆς ἄποψης, στήν ὁποία ἀναφερθήκαμε, εἶναι ὁ πιό προβεβλημένος σύγχρονος Ἕλληνας θεολόγος, ὁ Ἐπίσκοπος Περγάμου Ἰωάννης. Ἡ ἄποψή του δέ αὐτή, ἀφορᾶ κατά πρῶτον στήν Ἁγία Τριάδα καί εἰδικότερα τίς σχέσεις τοῦ Πατρός μέ τόν Υἱό. Ἀπό τή συγκεκριμένη δέ παρουσίαση τῶν σχέσεων τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, καί μέ τήν περαιτέρῳ ὑπόρρητη παραδοχή ὅτι ἡ «δομή» τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἐκείνη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά εἶναι ὁμόλογες, ὁ ὡς ἄνω Ἐπίσκοπος ἐπιχειρεῖ νά συνάγει συμπεράσματα, σχετικά μέ τήν ὀργάνωση καί τή διοίκηση τῆς ἐπίγειας Ἐκκλησίας.
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ ἕνα πρόσφατο δημοσίευμα στήν ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος» (βλ. φύλλο τῆς 5ης Ἰουλίου 2019), ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης ἔχει ὑποστηρίξει τά ἑξῆς: «Ἔχουμε νά κάνουμε μέ θεολογικό ζήτημα. Ἡ ἔννοια τῆς ἱεραρχίας ὑποδηλώνει μιά διαβάθμιση. Δηλαδή δέν ἔχουμε αὐτόματα συνύπαρξη, ἀλλά ὕπαρξη πού μεταφέρεται ἀπό ἕνα σέ ἄλλον. Ὀντολογικά ἱεραρχία αὐτό σημαίνει. Καί στήν Ἁγία Τριάδα ἡ πηγή, ἡ ἀρχή εἶναι ὁ Πατήρ. Ἀπό ἐκεῖ πηγάζουν καί ἐμφανίζονται τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄν ποῦμε ὅτι τά πρόσωπα ἐμφανίζονται ξαφνικά καί τά τρία μαζί … τότε καταργοῦμε ὅλη τήν ἔννοια τῆς αἰτιότητας πού ὑπεστήριξαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες…Ἀπό τήν στιγμή, ὅμως, πού εἰσάγουμε αὐτή τήν αἰτιότητα, εἰσάγουμε ἱεραρχία. Δέν εἶναι δυνατόν νά λές ὅτι ὁ Υἱός προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, εἶναι ἐκ τοῦ Πατρός καί συγχρόνως νά βάλεις τόν Υἱόν πάνω ἀπό τόν Πατέρα –πῶς θά Τόν βάλεις– ἤ δίπλα Του; Λοιπόν ἄν μέσα στήν Ἁγία Τριάδα, τό γνησιότερο εἶναι πού εἶναι ὁ Θεός, ἄν ἐκεῖ μέσα ὑπάρχει ἱεραρχία, πῶς εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία, πού εἰκονίζει τήν Ἁγία Τριάδα, νά μή ἀντανακλᾶ αὐτήν τήν κατάσταση;…».
Στό παραπάνω ἀπόσπασμα μπορεῖ κανείς νά παρατηρήσει δύο κρίσιμα στοιχεῖα τῆς ἐν λόγῳ ἄποψης: ὅτι ὁ Πατήρ, ὡς πηγή τοῦ Υἱοῦ, ὑπερέχει ἱεραρχικῶς Αὐτοῦ καί εἶναι ὁ Πρῶτος μεταξύ τῆς Τριάδος τῶν Προσώπων. Ἑπομένως, πρέπει καί στήν Ἐκκλησία νά ἀναγνωρισθεῖ κάποιος (βλ. ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ὁ ὁποῖος, ἔχοντας θέση ὁμόλογη μέ ἐκείνη τοῦ Πατρός, θά ὑπερέχει ὡς Πρῶτος, ὡς φέρων τό Πρωτεῖο τῆς Τιμῆς, σέ ὅλο τό Ἐκκλησιαστικό Σῶμα.
Εἶναι, βέβαια, γνωστή ἡ ἀναστάτωση πού ἤδη ἔχει προκληθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ὑπάρχει κίνδυνος νά ἐνταθεῖ ἔτι περαιτέρῳ ἀπό τήν θεολογική καί ἐκκλησιολογική αὐτή ἄποψη, ὥστε νά μή χρειάζεται νά ποῦμε κάτι περισσότερο ἐπ’ αὐτοῦ.
Εἶναι, βέβαια, γνωστή ἡ ἀναστάτωση πού ἤδη ἔχει προκληθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ὑπάρχει κίνδυνος νά ἐνταθεῖ ἔτι περαιτέρῳ ἀπό τήν θεολογική καί ἐκκλησιολογική αὐτή ἄποψη, ὥστε νά μή χρειάζεται νά ποῦμε κάτι περισσότερο ἐπ’ αὐτοῦ.
Τό Πατερικό κείμενο, περικοπές τοῦ ὁποίου θά παραθέσουμε, γράφηκε ἀπό ἕνα κάπως ξεχασμένο σήμερα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καί ἀφορᾶ στήν Εὐαγγελική ρήση: «Καθώς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν Πατήρ, κἀγώ ζῶ διά τόν Πατέρα καί ὁ τρώγων με, κἀκεῖνος ζήσεται δι’ ἐμέ» (βλ. «Ἑρμηνεία εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον», Πατρολογία Migne, τόμος 73, σελ. 585 κ.ἑ.).
Ἡ βασική θέση στήν ὁποία στηρίζεται ἐδῶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος εἶναι ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁ «ἀκριβής χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός».
Ἡ βασική θέση στήν ὁποία στηρίζεται ἐδῶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος εἶναι ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁ «ἀκριβής χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός».
Βέβαια, ὁ Ἅγιος ἔχει ἐπισημάνει τόν κίνδυνο πού συνεπάγεται ἡ περιέργεια στά θέματα τῆς Πίστης: «Καί περιεργάζεσθαι μέν τό πίστει παραδεκτόν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον οὐκ ἀσφαλές…» (Τό νά περιεργάζεται κανείς ἐκεῖνο πού εἶναι παραδεκτό μέ τήν Πίστη, τίς περισσότερες φορές ἐγκυμονεῖ κινδύνους σφάλματος). Ταὐτοχρόνως, ὅμως, ἔχει ὑποδείξει τήν ἀνάγκη νά ὑποβάλλονται οἱ ἀπόψεις, πού τυχόν ὑποστηρίζονται, σέ ἔρευνα καί ἐξέταση («βασανιστέον»), οὕτως ὥστε νά μή ὑψηλοφρονοῦν οἱ ἑκάστοτε ἀντίπαλοι («ἵνα μή μέγα φρονεῖεν ἐφ’ ἑαυτοῖς οἱ δι’ ἐναντίας»).
Προχωρῶντας, λοιπόν, ὑπό τούς ἄνω ὅρους, στήν ἐξέταση τῆς «σχέσης» τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀναφέρει, μεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς: «….τόν Μονογενῆ τῷ Θεῷ καί Πατρί συνδοξάζομεν, οὐ κατά τινα διαφοράν, ἀλλ’ ἐν ἰσότητι τιμῆς καί δόξης, ὡς Θεόν ἐκ Θεοῦ, καί φῶς ἐκ φωτός καί ζωήν ἐκ ζωῆς» (=δοξάζουμε ἀπό κοινοῦ τόν Μονογενῆ Υἱό μέ τόν Θεό καί Πατέρα, χωρίς νά δεχόμαστε κάποια διαφορά ἀνάμεσά Τους, ἀλλά ἀναγνωρίζοντας τήν ἰσότητά Τους ὡς πρός τήν τιμή καί τήν δόξα πού Τούς ἀπονέμουμε, ὡς Θεόν ἐκ Θεοῦ καί φῶς ἐκ φωτός καί ζωή ἐκ ζωῆς)». Ἀκόμη, ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι: «…Ζωήν εἶναι, φῄς, κατά φύσιν τόν Θεόν καί Πατέρα. Καλῶς. Ἔχει γάρ οὕτως. Ἀλλ’ ἔστι καί ἐν Υἱῷ…. Ἄρα (ὁ Πατήρ) μεταδώσει τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς τῷ ἰδίῳ γεννήματι, καθάπερ δεομένῳ, καί οὐκ ἔχοντι τήν ζωήν ἐξ ἑαυτοῦ; Καί πῶς οὐκ ἀνάγκη πᾶσα νοεῖν ἔρημον εἶναι ζωῆς τόν Υἱόν; Τό δέ ζωῆς ἔρημον, τί ἄν ἕτερον εἴη λοιπόν ἤ φθαρτόν; Ἀλλ’ οὐ μεταδώσει τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς τῷ γεννήματι; Ζωή γάρ καί εἰ μή δέχοιτο παρ’ αὐτοῦ. Πῶς οὖν ἔτι συκοφαντοῦσι τινές ἀθυρογλωττοῦντες ἀφυλάκτως καί διά τοῦτο λέγουσι ζῆν τόν Υἱόν, ἐπείπερ ἔχει ζωήν ὄντα κατά φύσιν ἐν ἑαυτῷ τόν Πατέρα; Εἰ μέν γάρ ζῇ καί δίχα τοῦ Πατρός, ὡς ὑπάρχων οὐσιωδῶς καί αὐτός ζωή, οὐκέτι ζῇ διά τόν Πατέρα, τοὐτέστι διά τήν ἐκ Πατρός μετάληψιν. Εἰ δέ χορηγόν τῆς ἰδίας ζωῆς ἔχει τόν Πατέρα, ζωήν ἰδίαν οὐκ ἔχων αὐτός ἀναδειχθήσεται δανείζεται γάρ τήν παρ’ ἑτέρου….(Λέγεις ὅτι ὁ Θεός καί Πατήρ εἶναι κατά τή φύση Του Ζωή. Καλῶς. Πράγματι, ἔτσι εἶναι. Ἀλλά –ἡ Ζωή– εἶναι καί στόν Υἱό… Ἄρα –ὁ Πατήρ– θά μεταδώσει τή δική Του Ζωή στό δικό Του Γέννημα –τόν Υἱό–, ὡσάν νά τό εἶχε ἀνάγκη –ὁ Υἱός– καί νά μή εἶχε Ζωή ἀπό μόνος Του; Καί πῶς δέν θά ἦταν κανείς ἀναγκασμένος νά σκεφτεῖ ὅτι ὁ Υἱός θά ἦταν –σέ μιά τέτοια περίπτωση–ἔρημος ἀπό ζωή; Τό νά εἶναι δέ κάτι ἔρημο ζωῆς, τί ἄλλο σημαίνει ἀπό τό ὅτι θά ἦταν φθαρτό; Ἑπομένως, δέν θά μεταδώσει –ὁ Πατήρ– τή δική Του ζωή στό Γέννημά Του – στόν Υἱό. Διότι –ὁ Υἱός– εἶναι ζωή, ἀκόμη καί ἐάν δέν δεχόταν –ζωή– ἀπό Αὐτόν –τόν Πατέρα. Πῶς λοιπόν ἀκόμη συκοφαντοῦν κάποιοι ἀθυρόστομοι καί λέγουν χωρίς νά φυλάγονται ὅτι ὁ Υἱός ζῆ γιά τόν λόγο αὐτό, ἐπειδή δηλαδή ἔχει ἐν Ἑαυτῷ τόν Πατέρα κατά φύσιν; Διότι ἐάν ζῆ καί χωρίς τόν Πατέρα, διότι ὑπάρχει καί ζῆ οὐσιωδῶς, δέν ζῆ διά τόν Πατέρα, λόγῳ τοῦ ὅτι, δηλαδή, μεταλαμβάνει τήν ζωή ἀπό τόν Πατέρα. Ἐάν δέ ἔχει χορηγό τῆς δικῆς Του ζωῆς τόν Πατέρα, θά φανερωθεῖ ὅτι Αὐτός –ὁ Υἱός– δέν ἔχει δική Του ζωή, διότι δανείζεται τή ζωή ἀπό ἄλλον…). Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Κύριλλος γράφει: «Ὅταν οὖν λέγῃ: “Ζῶ διά τόν Πατέρα”, μή νομίσῃς ὅτι διά τό δέχεσθαι τήν παρά τοῦ Πατρός ζωήν, ζῆν ἑαυτόν ὁμολογεῖ, ἀλλ’ ἐπείπερ ἐκ ζῶντος ἐγεννήθη Πατρός, διά τοῦτο καί ζῆν ἑαυτόν διϊσχυρίσατο. Οὐ γάρ ἐνεχώρει μή ζῆν τόν ἐκ ζῶντος Πατρός…» (Ὅταν λοιπόν λέγη –ὁ Υἱός– “Ζῶ διά τόν Πατέρα”, μή νομίσεις ὅτι ὁμολογεῖ γιά τόν Ἑαυτό Του ὅτι ζῆ, ἐπειδή δέχεται τήν ζωή ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς γεννήθηκε ἀπό ζῶντα Πατέρα, γι’ αὐτό καί ἰσχυρίζεται ὅτι ζῆ ὁ ἴδιος – ὁ Υἱός. Διότι δέν θά ἦταν δυνατό νά μή ἔχει ζωή Αὐτός πού προέρχεται ἀπό τόν ζῶντα Πατέρα…). Καί ἀκόμη, «ἐπεί πῶς ἔσται χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ γεννήσαντος αὐτόν, πῶς δέ εἰκών καί ὁμοίωσις ἀκριβής; Ἤ πῶς οὐκ ὀρθῶς ἐποίει λέγων ὁ Φίλιππος “δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα καί ἀρκεῖ ἡμῖν;”….» (διότι πῶς θά εἶναι ἀκριβές ἀντίγραφο τῆς ὑποστάσεως τοῦ Γεννήσαντος Αὐτόν, πῶς δέ θά εἶναι ἀκριβής εἰκών καί ὁμοίωσις; Ἤ δέν ἔκανε καλά ὁ Φίλιππος πού εἶπε “δεῖξε μας τόν Πατέρα καί μᾶς ἀρκεῖ;”…). Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «Πῶς γάρ ἄν καί ἀληθεῦσαι λέγων “Ἐγώ εἰμί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή;” Ζωή γάρ ἐστίν τό ζωογονοῦν, οὐ τό παρ’ ἑτέρου ζωῆς ἐπιδεές» (πῶς λοιπόν θά ἔλεγε τήν ἀλήθεια –ὁ Χριστός– ὅταν εἶπε: “Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή; ”Διότι ζωή εἶναι αὐτό πού ζωογονεῖ, ὄχι ἐκεῖνο πού ἔχει ἀνάγκη νά λάβει ζωή ἀπό ἄλλον). Καί ἀκόμη: «Ὁρᾶς ἀληθεύοντα τόν Ψαλμῳδόν… ὅτε φησί πρός τόν τῶν ὅλων Πατέρα Θεόν: “Ὅτι παρά σοί πηγή ζωῆς;” ἦν γάρ καί ἔστι παρ’ αὐτῷ πηγή ζωῆς ὁ Υἱός» (βλέπεις ὅτι ὁ Ψαλμῳδός Δαβίδ λέγει τήν ἀλήθεια, ὅταν λέγει πρός τόν Πατέρα τῶν ὅλων Θεόν: ὅτι δίπλα σέ Σένα –τόν Πατέρα– ὑπάρχει ἡ πηγή τῆς ζωῆς – ὁ Υἱός. Διότι ἦταν καί εἶναι δίπλα Του ὁ Υἱός ὡς πηγή ζωῆς).
Ἤδη ἔχουμε ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος, Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ἐπισημάνει πώς εἶναι ἐπικίνδυνο νά πολυπραγμονεῖ κανείς τά ζητήματα τῆς Πίστεως.
Συνεπῶς, δέν πρόκειται νά προβοῦμε σέ κάποιο ἰδιαίτερο σχόλιο οὔτε, πολύ λιγότερο, νά ἐπιχειρήσουμε νά ἐπεξεργασθοῦμε τό ἰδιαίτερα δύσκολο καί ὑψηλό κείμενό του, πού προπαραθέσαμε.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁμολογεῖ ἄλλωστε, ὅτι «ἀσυμφανέστερος μέν τῶν προκειμένων ὁ νοῦς καί οὐ τῇ τυχούσῃ δυσχερείᾳ κατημφιεσμένος» (τό νόημα τοῦ ἑρμηνευτέου εὐαγγελικοῦ κειμένου δέν εἶναι καθόλου φανερό καί περιβάλλεται μέ ὄχι τυχαία δυσκολία). Ἁπλῶς, θελήσαμε μέ τήν παράθεση κάποιων περικοπῶν του νά ἐπιστήσουμε τήν προσοχή στά θέματα πού ἀναπτύσσει: ὅτι, δηλαδή, ὁ Υἱός εἶναι Αὐτοζωή καί Ἴσος ὡς πρός τήν Τιμή καί τή Δόξα μέ τόν Πατέρα, εἶναι «παρά τῷ Πατρί» (δίπλα στόν Πατέρα) καί ὅτι ἑπομένως δέν ὑπάρχει Πρωτεῖο Τιμῆς μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Συνεπῶς, δέν πρόκειται νά προβοῦμε σέ κάποιο ἰδιαίτερο σχόλιο οὔτε, πολύ λιγότερο, νά ἐπιχειρήσουμε νά ἐπεξεργασθοῦμε τό ἰδιαίτερα δύσκολο καί ὑψηλό κείμενό του, πού προπαραθέσαμε.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁμολογεῖ ἄλλωστε, ὅτι «ἀσυμφανέστερος μέν τῶν προκειμένων ὁ νοῦς καί οὐ τῇ τυχούσῃ δυσχερείᾳ κατημφιεσμένος» (τό νόημα τοῦ ἑρμηνευτέου εὐαγγελικοῦ κειμένου δέν εἶναι καθόλου φανερό καί περιβάλλεται μέ ὄχι τυχαία δυσκολία). Ἁπλῶς, θελήσαμε μέ τήν παράθεση κάποιων περικοπῶν του νά ἐπιστήσουμε τήν προσοχή στά θέματα πού ἀναπτύσσει: ὅτι, δηλαδή, ὁ Υἱός εἶναι Αὐτοζωή καί Ἴσος ὡς πρός τήν Τιμή καί τή Δόξα μέ τόν Πατέρα, εἶναι «παρά τῷ Πατρί» (δίπλα στόν Πατέρα) καί ὅτι ἑπομένως δέν ὑπάρχει Πρωτεῖο Τιμῆς μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Περαιτέρῳ, μένοντας μόνο στήν πρώτη ἐντύπωση ἀπό τήν ἁπλῆ ἀνάγνωση τῶν κειμένων, ἀνακύπτει τό ἑξῆς ἐρώτημα: Ποιό ἀπό τά δύο κείμενα πού ἀντιπαραβάλαμε φαίνεται νά εἶναι περισσότερο σύνθετο, πιό πολυδιάστατο, πιό βαθύ καί ἀκριβές, πιό σύμφωνο μέ τό “πνεῦμα” καί τό “γράμμα” τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Ποιό πάλι φαίνεται νά ἀναπαράγει ἀπόψεις παγανιστῶν φιλοσόφων, ὅπως τοῦ Πλωτίνου, πού δίδασκε ὅτι ἐντός τῆς θεότητας ὑπάρχουν τρεῖς ὑποστάσεις διαβαθμισμένες σέ τρεῖς βαθμούς–«ἀνόμοιες» καί «ἔκφυλες»; Μέ τίς τρέχουσες ἀντιλήψεις πού περιορίζουν τή σκέψη μας θά ἀνέμενε, ἴσως, κανείς ὅτι τό χρονολογικά ὕστερο –ἄς τό ποῦμε Νέοπατερικό– κείμενο, τό ὁποῖο παραθέσαμε ἐδῶ πρῶτο, θά ἦταν καί τό πιό «στέρεο», τό πιό «μοντέρνο» καί «ζωντανό». Ἐνῷ τό ἀρχαιότερο Πατερικό κείμενο θά ἔπρεπε νά ἦταν «ξεπερασμένο», «συντηρητικό» καί «ἀποστειρωμένο». Νομίζουμε, ὅμως, ὅτι ἡ ἔστω πρόχειρη ἀνάγνωσή τους δέν δικαιολογεῖ καθόλου ἕνα τέτοιο συμπέρασμα.
Γιά νά μή θεωρηθεῖ δέ ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφωνοῦσε ὡς πρός τό ζήτημα αὐτό μέ τούς Καππαδόκες Πατέρες, τούς ὁποίους ἐπικαλεῖται ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης, παραθέτουμε τό ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπό τόν Γ’ Θεολογικό Λόγο τοῦ Καππαδόκη Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, περί τοῦ ὅτι ὁ ὅρος «Μοναρχία» δέν σημαίνει Μοναρχία τοῦ Ἑνός Πατρός ἐπί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τήν ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος «ὁμοτιμία», τή «σύμπνοια τῆς γνώμης», τήν «ταυτότητα τῆς κινήσεως» καί τή «σύννευση»: «Ἡμῖν δέ μοναρχία τό τιμώμενον, μοναρχία δέ οὐχ ἕν περιγράφει πρόσωπον, ἔστι γάρ καί τό ἕν στασιάζον πρός ἑαυτό πολλά καθίστασθαι, ἀλλ’ ἥν φύσεως ὁμοτιμία συνίστησι καί γνώμης σύμπνοια καί ταυτότης κινήσεως καί πρός τό ἕν τῶν ἐξ αὐτοῦ σύννευσις…» (Ἀπό ἐμᾶς τιμᾶται ἡ μοναρχία. Ὄχι ὅμως ἡ μοναρχία, ὅπου ἡ ἐξουσία ἀνήκει μόνο σέ ἕνα πρόσωπο, διότι εἶναι δυνατόν καί τό ἕνα νά γίνεται πολλά, σέ περίπτωση πού ἐπαναστατήσει κατά τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλά ἐκείνη –ἡ μοναρχία–, ἡ ὁποία συνίσταται ἀπό τήν ὁμοτιμία τῆς φύσης, ἀπό τή σύμπνοια τῆς γνώμης, ἀπό τήν ταυτότητα τῆς κίνησης καί ἀπό τήν συναίνεση τῶν δύο πρός τό ἕνα, ἀπό τό ὁποῖο προῆλθαν…)
ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ
Πηγή: «Ἐνοριακή Εὐλογία», Αὔγ. – Σεπτ. 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου