Συνέχεια από Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022
Και η σημασία του για μια χριστιανική φιλοσοφία.Πριν απ’ την ανάγνωση των διαλογισμών του αγ. Αυγουστίνου σχετικά με την ουσία του Θεού, ο οποίος αναφέρεται συχνά (όχι όμως πάντοτε) στο κείμενο της Εξόδου, ας αναρωτηθούμε πώς συνέβη να ταυτίσουν όλοι αυτοί οι χριστιανοί συγγραφείς τον Θεό με το απόλυτο είναι. Ο M. Gilson απάντησε, όπως γνωρίζετε, λέγοντας ότι οι χριστιανοί ανακάλυψαν την ταύτιση αυτή στην Εξοδο, ενώ οι Ελληνες την αγνοούσαν πλήρως. Αναλύοντας την απάντησή του καταλήγουμε σε δυό απόψεις: 1ο Η ταύτιση του Θεού με το απόλυτο Είναι αποκαλύπτεται στην Εξοδο ΙΙΙ 14. 2ο Αυτή η αλήθεια δεν έγινε αντιληπτή απ’ τους Ελληνες. Κι οι δυό όμως αυτές απόψεις είναι εσφαλμένες. Ξεκινώντας απ’ τη δεύτερη άποψη, θα επιθυμούσα να τις αντικαταστήσω με τις ακόλουθες θέσεις.
1. Οι Ελληνες είναι αυτοί που ανακάλυψαν την ιδέα του απόλυτου Είναι (Παρμενίδης – Πλάτων), ενώ οι Εβραίοι την αγνοούσαν πλήρως.
2. Οι Έλληνες είναι αυτοί οι οποίοι αναγνώριζαν, σύμφωνα τουλάχιστον με ορισμένες φιλοσοφικές σχολές και ιδιαίτερα την πλατωνική, ότι το τέλειο και αιώνιο Είναι, το απόλυτα καθαρό και υπερβατικό, είναι ένα θείο Είναι. Αυτή είναι χωρίς αμφιβολία η σκέψη του Πλάτωνα. Τη συναντούμε ξεκάθαρα στον Πλούταρχο, στους Πλατωνικούς της Μικράς Ασίας στα μέσα του 2ου αιώνα και, τέλος, στον Πλωτίνο και τους Νεοπλατωνικούς.
3. Σε ό,τι αφορά στην ταύτiση του Θεού με το απόλυτο Είναι, αυτή δεν αναφέρεται προφανώς στον λαό του Μωυσή. Γι’ αυτόν η εβραϊκή ρήση που μετέφερε ο Μωυσής είχε μάλλον το νόημα «Εγώ ειμί ο Ων» και σήμαινε ότι «Αυτό δεν σας αφορά. Nα έχετε απλώς εμπιστοσύνη και θα γνωρίσετε ποιος είμαι».
4. Οι εβδομήκοντα ερμηνευτές της Εβραϊκής βίβλου, εκπρόσωποι της έντονα συγκριτικής ( συκρητιστικής ; ) αιγυπτιακής γνώσης του τρίτου αιώνα, είχαν πιθανότατα εμπνευσθεί, όταν μετέφραζαν το κείμενο της Εξόδου με τη φράση «Εγώ ειμί ο Ων», απ’ την ελληνική σκέψη.
5. Καταλήγοντας, πιστεύω ότι θα πρέπει να αντιστρέψουμε την άποψη του Μ. Gilson ως εξής: Άν οι Χριστιανοί ανακάλυψαν την ταύτιση του Θεού με το απόλυτο Είναι στην Εξοδο ΙΙΙ 14, είναι επειδή είχαν παραλάβει τη γνώση του απόλυτου Είναι απ’ τους Έλληνες.
Σας καλώ να παρακολουθήσετε τώρα τον Πλούταρχο στον διάλογο Περί του Ε των Δελφών. Πρόκειται για το νόημα του γράμματος Ε που συναντάμε στην είσοδο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες. Ας δούμε όμως πώς το εξηγεί ο Αμμώνιος, ακαδημαϊκός φιλόσοφος και δάσκαλος, που μύησε τον Πλούταρχο στη φιλοσοφία του Πλάτωνα : «Το γράμμα αυτό», λέει, «είναι ένας απολύτως επαρκής τρόπος να καλέσει και να χαιρετήσει κανείς τον θεό, γιατί προσφέρει σ’ αυτόν που το προφέρει και τη στιγμή κατά την οποία το προφέρει την ευφυΐα της θείας ουσίας. Πράγματι, τη στιγμή κατά την οποία πλησιάζει εδώ οποιοσδήποτε από εμάς, ο θεός του απευθύνει, εν είδει χαιρετισμού, το γνωμικό «Γνώρισε τον εαυτό σου», που αντιστοιχεί στο «Χαίρε» . Κι εμείς απαντούμε στον θεό: «Είσαι», αποδίδοντάς του μιαν ακριβή και αληθινή ονομασία, τη μόνη που αναλογεί σ’ αυτόν και δηλώνει ότι υπάρχει.
« Εμείς δεν συμμετέχουμε καθόλου, στην πραγματικότητα, κατά ουσιαστικό τρόπο στην ύπαρξη. Κάθε φθαρτή φύση, που υπόκειται στη γέννηση και τον θάνατο, αποτελεί καθ’ εαυτήν μιαν εικόνα και μια φανέρωση στερούμενη ευκρίνειας και συμπάγειας. Άν προσπαθήσουμε να τη συλλάβουμε με το πνεύμα μας, συμβαίνει ό,τι και με το νερό, άν το πιέσουμε με δύναμη μέσα στη φούχτα μας : όσο περισσότερο το πιέζουμε, τόσο διαφεύγει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μας και χάνεται· αν αναζητήσει επίσης η λογική την απόλυτη καθαρότητα σε κάθε μια απ’ τις περαστικές και μεταβαλλόμενες υπάρξεις, κατευθυνόμενη άλλοτε προς τη γέννηση κι άλλοτε προς τον θάνατό τους, θα χάσει τον δρόμο της, χωρίς να κατορθώσει ποτέ να συλλάβει κάτι το σταθερό και το αληθινά υπαρκτό.
« Ποιό είναι λοιπόν το πραγματικά υπάρχον ον ; Αυτό που είναι αιώνιο, που δεν είχε αρχή και δεν θα έχει τέλος, που δεν μεταβάλλεται σε καμμιά χρονική στιγμή. Ο χρόνος είναι στην πραγματικότητα κάτι που κινείται, φαινομενικά συγκρίσιμος με την κινούμενη ύλη· τρέχει συνεχώς και δεν μπορεί να συγκράτηση τίποτε· είναι σαν τον υποδοχέα κάθε γέννησης και θανάτου ταυτόχρονα. Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε για να τον προσδιορίσουμε, όπως «κατόπιν», «προηγουμένως», «αυτό θα γίνει» κι «αυτό συνέβη», αποτελούν ομολογία της ανυπαρξίας του. Γιατί θα είμαστε ανόητοι και παράλογοι αν ισχυριστούμε ότι υπάρχει αυτό που δεν έχει ακόμη συμμετάσχει στο είναι, ή που σταμάτησε να συμμετέχει.
«Το θείο υπάρχει (χρειάζεται να το πούμε ;) κι η ύπαρξή του δεν τοποθετείται σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του χρόνου, αλλά στην αιωνιότητα, που είναι αμετάβλητη, εκτός χρόνου και κάθε είδους μετάπτωσης, χωρίς προηγούμενη ή επόμενη στιγμή, παρελθόν ή μέλλον, νεότητα ή γήρας. Το θείο ον, που είναι μοναδικό, περιλαμβάνει όλη τη διάρκεια σ’ ένα μοναδικό παρόν. Κι ό,τι υπάρχει μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό μόνο υπάρχει πραγματικά, χωρίς να έχει υπάρξει, ούτε να πρόκειται να υπάρξει, χωρίς να υπόκειται σε μιαν αρχή και σ’ ένα τέλος.
« Γι’ αυτό όσοι το τιμούν, απευθύνονται σ’ αυτό και το χαιρετούν λέγοντας « Είσαι», ή ακόμη « μα τον Δία!», όπως συνήθιζαν να λένε κάποιοι στην αρχαιότητα, «Είσαι το ένα» ».
Μ’ αυτόν τον τρόπο αντιλαμβανόταν ο Έλληνας των αρχών του 2ου αιώνα τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Και τα αποσπάσματα αυτά του Πλούταρχου δεν είναι επ’ ουδενί μια μεμονωμένη μαρτυρία. Εκφράζουν, αντίθετα, με καθαρότητα μιαν επαρκώς διαδεδομένη αντίληψη (βεβαιότητα) των πρώτων αιώνων. Ιδού μερικά ακόμη παραδείγματα.
Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ασέβεια απ’ το να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να αλλάξει Αυτός που είναι αμετάβλητος. Διαβάζουμε λίγο παρακάτω, στην ίδια πραγματεία: « Δεν υπάρχει μέλλον για τον Θεό, που υπέταξε τα όρια του χρόνου. Γιατί δεν είναι χρόνος ο βίος του Θεού, αλλά το αρχέτυπο και το παράδειγμα του χρόνου : δηλαδή η Αιωνιότητα. Και δεν υπάρχει παρελθόν στην αιωνιότητα, ούτε μέλλον, υπάρχει μόνο η παρουσία της ύπαρξης».
Ο Μάξιμος απ’ την Τύρο έχει γράψει μια διατριβή με τίτλο "Τίς ο Θεός κατά Πλάτωνα". Αποκαλεί τον Θεό « ο Ένας Θεός , Βασιλεύς και Πατήρ του παντός », και τον περιγράφει ως «ανώτατο Νου, που σκέπτεται διαρκώς και σκέπτεται τα πάντα, και τα πάντα ταυτόχρονα » . Μήπως δεν πρόκειται κι εδώ για πρόγευση του ορισμού της αιωνιότητας όπως τη συναντήσαμε προηγουμένως στον Πλωτίνο ;
- Και συνεχίζει ως εξής ο Μάξιμος : Ο αγγελιοφόρος της Ακαδημίας μάς πληροφορεί ότι Αυτός [ ο Ένας Θεός, που είναι ο ανώτατος Νους ] είναι Πατήρ και Δημιουργός του σύμπαντος, ακατάληπτος με την αίσθηση, ανέκφραστος απ’ την ανθρώπινη φωνή, ορατός μόνον από το ωραιότερο, το αγαθώτερο και το πνευματικώτερο μέρος της ψυχής. Είναι ωραίος - αλλά με την απολύτως πνευματική ωραιότητα, πηγή της κάθε ορατής ωραιότητας.
Στα μέσα του 2ου αιώνα, στην Αφρική, ο Απούλιος αναφέρεται με τον ίδιον τρόπο στο « unus et solus summus ille, ultramundanus, incorporeus quem partum et architectum huius divini orbis superius ostendimus ».
Πρόκειται για την πλατωνική φιλοσοφία που προηγήθηκε του Πλωτίνου και η οποία επηρέασε, χωρίς αμφιβολία, το πνεύμα των περισσότερων μορφωμένων χριστιανών των πρώτων αιώνων. Κι αυτήν ακριβώς την αντίληψη του τέλειου και αιώνιου συνάντησαν στο κείμενο της Εξόδου, επειδή ήταν ακριβώς παρούσα στο πνεύμα τους.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
1. Οι Ελληνες είναι αυτοί που ανακάλυψαν την ιδέα του απόλυτου Είναι (Παρμενίδης – Πλάτων), ενώ οι Εβραίοι την αγνοούσαν πλήρως.
2. Οι Έλληνες είναι αυτοί οι οποίοι αναγνώριζαν, σύμφωνα τουλάχιστον με ορισμένες φιλοσοφικές σχολές και ιδιαίτερα την πλατωνική, ότι το τέλειο και αιώνιο Είναι, το απόλυτα καθαρό και υπερβατικό, είναι ένα θείο Είναι. Αυτή είναι χωρίς αμφιβολία η σκέψη του Πλάτωνα. Τη συναντούμε ξεκάθαρα στον Πλούταρχο, στους Πλατωνικούς της Μικράς Ασίας στα μέσα του 2ου αιώνα και, τέλος, στον Πλωτίνο και τους Νεοπλατωνικούς.
3. Σε ό,τι αφορά στην ταύτiση του Θεού με το απόλυτο Είναι, αυτή δεν αναφέρεται προφανώς στον λαό του Μωυσή. Γι’ αυτόν η εβραϊκή ρήση που μετέφερε ο Μωυσής είχε μάλλον το νόημα «Εγώ ειμί ο Ων» και σήμαινε ότι «Αυτό δεν σας αφορά. Nα έχετε απλώς εμπιστοσύνη και θα γνωρίσετε ποιος είμαι».
4. Οι εβδομήκοντα ερμηνευτές της Εβραϊκής βίβλου, εκπρόσωποι της έντονα συγκριτικής ( συκρητιστικής ; ) αιγυπτιακής γνώσης του τρίτου αιώνα, είχαν πιθανότατα εμπνευσθεί, όταν μετέφραζαν το κείμενο της Εξόδου με τη φράση «Εγώ ειμί ο Ων», απ’ την ελληνική σκέψη.
5. Καταλήγοντας, πιστεύω ότι θα πρέπει να αντιστρέψουμε την άποψη του Μ. Gilson ως εξής: Άν οι Χριστιανοί ανακάλυψαν την ταύτιση του Θεού με το απόλυτο Είναι στην Εξοδο ΙΙΙ 14, είναι επειδή είχαν παραλάβει τη γνώση του απόλυτου Είναι απ’ τους Έλληνες.
Σας καλώ να παρακολουθήσετε τώρα τον Πλούταρχο στον διάλογο Περί του Ε των Δελφών. Πρόκειται για το νόημα του γράμματος Ε που συναντάμε στην είσοδο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες. Ας δούμε όμως πώς το εξηγεί ο Αμμώνιος, ακαδημαϊκός φιλόσοφος και δάσκαλος, που μύησε τον Πλούταρχο στη φιλοσοφία του Πλάτωνα : «Το γράμμα αυτό», λέει, «είναι ένας απολύτως επαρκής τρόπος να καλέσει και να χαιρετήσει κανείς τον θεό, γιατί προσφέρει σ’ αυτόν που το προφέρει και τη στιγμή κατά την οποία το προφέρει την ευφυΐα της θείας ουσίας. Πράγματι, τη στιγμή κατά την οποία πλησιάζει εδώ οποιοσδήποτε από εμάς, ο θεός του απευθύνει, εν είδει χαιρετισμού, το γνωμικό «Γνώρισε τον εαυτό σου», που αντιστοιχεί στο «Χαίρε» . Κι εμείς απαντούμε στον θεό: «Είσαι», αποδίδοντάς του μιαν ακριβή και αληθινή ονομασία, τη μόνη που αναλογεί σ’ αυτόν και δηλώνει ότι υπάρχει.
« Εμείς δεν συμμετέχουμε καθόλου, στην πραγματικότητα, κατά ουσιαστικό τρόπο στην ύπαρξη. Κάθε φθαρτή φύση, που υπόκειται στη γέννηση και τον θάνατο, αποτελεί καθ’ εαυτήν μιαν εικόνα και μια φανέρωση στερούμενη ευκρίνειας και συμπάγειας. Άν προσπαθήσουμε να τη συλλάβουμε με το πνεύμα μας, συμβαίνει ό,τι και με το νερό, άν το πιέσουμε με δύναμη μέσα στη φούχτα μας : όσο περισσότερο το πιέζουμε, τόσο διαφεύγει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μας και χάνεται· αν αναζητήσει επίσης η λογική την απόλυτη καθαρότητα σε κάθε μια απ’ τις περαστικές και μεταβαλλόμενες υπάρξεις, κατευθυνόμενη άλλοτε προς τη γέννηση κι άλλοτε προς τον θάνατό τους, θα χάσει τον δρόμο της, χωρίς να κατορθώσει ποτέ να συλλάβει κάτι το σταθερό και το αληθινά υπαρκτό.
« Ποιό είναι λοιπόν το πραγματικά υπάρχον ον ; Αυτό που είναι αιώνιο, που δεν είχε αρχή και δεν θα έχει τέλος, που δεν μεταβάλλεται σε καμμιά χρονική στιγμή. Ο χρόνος είναι στην πραγματικότητα κάτι που κινείται, φαινομενικά συγκρίσιμος με την κινούμενη ύλη· τρέχει συνεχώς και δεν μπορεί να συγκράτηση τίποτε· είναι σαν τον υποδοχέα κάθε γέννησης και θανάτου ταυτόχρονα. Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε για να τον προσδιορίσουμε, όπως «κατόπιν», «προηγουμένως», «αυτό θα γίνει» κι «αυτό συνέβη», αποτελούν ομολογία της ανυπαρξίας του. Γιατί θα είμαστε ανόητοι και παράλογοι αν ισχυριστούμε ότι υπάρχει αυτό που δεν έχει ακόμη συμμετάσχει στο είναι, ή που σταμάτησε να συμμετέχει.
«Το θείο υπάρχει (χρειάζεται να το πούμε ;) κι η ύπαρξή του δεν τοποθετείται σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του χρόνου, αλλά στην αιωνιότητα, που είναι αμετάβλητη, εκτός χρόνου και κάθε είδους μετάπτωσης, χωρίς προηγούμενη ή επόμενη στιγμή, παρελθόν ή μέλλον, νεότητα ή γήρας. Το θείο ον, που είναι μοναδικό, περιλαμβάνει όλη τη διάρκεια σ’ ένα μοναδικό παρόν. Κι ό,τι υπάρχει μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό μόνο υπάρχει πραγματικά, χωρίς να έχει υπάρξει, ούτε να πρόκειται να υπάρξει, χωρίς να υπόκειται σε μιαν αρχή και σ’ ένα τέλος.
« Γι’ αυτό όσοι το τιμούν, απευθύνονται σ’ αυτό και το χαιρετούν λέγοντας « Είσαι», ή ακόμη « μα τον Δία!», όπως συνήθιζαν να λένε κάποιοι στην αρχαιότητα, «Είσαι το ένα» ».
Μ’ αυτόν τον τρόπο αντιλαμβανόταν ο Έλληνας των αρχών του 2ου αιώνα τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Και τα αποσπάσματα αυτά του Πλούταρχου δεν είναι επ’ ουδενί μια μεμονωμένη μαρτυρία. Εκφράζουν, αντίθετα, με καθαρότητα μιαν επαρκώς διαδεδομένη αντίληψη (βεβαιότητα) των πρώτων αιώνων. Ιδού μερικά ακόμη παραδείγματα.
Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ασέβεια απ’ το να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να αλλάξει Αυτός που είναι αμετάβλητος. Διαβάζουμε λίγο παρακάτω, στην ίδια πραγματεία: « Δεν υπάρχει μέλλον για τον Θεό, που υπέταξε τα όρια του χρόνου. Γιατί δεν είναι χρόνος ο βίος του Θεού, αλλά το αρχέτυπο και το παράδειγμα του χρόνου : δηλαδή η Αιωνιότητα. Και δεν υπάρχει παρελθόν στην αιωνιότητα, ούτε μέλλον, υπάρχει μόνο η παρουσία της ύπαρξης».
Ο Μάξιμος απ’ την Τύρο έχει γράψει μια διατριβή με τίτλο "Τίς ο Θεός κατά Πλάτωνα". Αποκαλεί τον Θεό « ο Ένας Θεός , Βασιλεύς και Πατήρ του παντός », και τον περιγράφει ως «ανώτατο Νου, που σκέπτεται διαρκώς και σκέπτεται τα πάντα, και τα πάντα ταυτόχρονα » . Μήπως δεν πρόκειται κι εδώ για πρόγευση του ορισμού της αιωνιότητας όπως τη συναντήσαμε προηγουμένως στον Πλωτίνο ;
- Και συνεχίζει ως εξής ο Μάξιμος : Ο αγγελιοφόρος της Ακαδημίας μάς πληροφορεί ότι Αυτός [ ο Ένας Θεός, που είναι ο ανώτατος Νους ] είναι Πατήρ και Δημιουργός του σύμπαντος, ακατάληπτος με την αίσθηση, ανέκφραστος απ’ την ανθρώπινη φωνή, ορατός μόνον από το ωραιότερο, το αγαθώτερο και το πνευματικώτερο μέρος της ψυχής. Είναι ωραίος - αλλά με την απολύτως πνευματική ωραιότητα, πηγή της κάθε ορατής ωραιότητας.
Στα μέσα του 2ου αιώνα, στην Αφρική, ο Απούλιος αναφέρεται με τον ίδιον τρόπο στο « unus et solus summus ille, ultramundanus, incorporeus quem partum et architectum huius divini orbis superius ostendimus ».
Πρόκειται για την πλατωνική φιλοσοφία που προηγήθηκε του Πλωτίνου και η οποία επηρέασε, χωρίς αμφιβολία, το πνεύμα των περισσότερων μορφωμένων χριστιανών των πρώτων αιώνων. Κι αυτήν ακριβώς την αντίληψη του τέλειου και αιώνιου συνάντησαν στο κείμενο της Εξόδου, επειδή ήταν ακριβώς παρούσα στο πνεύμα τους.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου