Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ - Δημήτριος Δουμάνης (3)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΑΠΘ

Σύμβουλος Καθηγητής κ. Χρ. Σταμούλης

Μεταπτυχιακός Φοιτητής: Δημήτριος Δουμάνης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015

ΚΕΦΆΛΑΙΟ Α΄: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Α) Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Η εκκλησία, λοιπόν, ως Θεανθρώπινος οργανισμός με κεφαλή αυτόν τον Τριαδικό Θεό και μέλη της, αγγέλους και ανθρώπους, έλκει την καταγωγή της από Αυτόν τον Τριαδικό Θεό και την αρχή της ως προς μεν την κεφαλή, ανάρχως και προαιωνίως από τον Χριστό, ως προς δε το σώμα της με την αρχή της δημιουργίας. Η ιστορία προϋποθέτει την Εκκλησία και όχι η Εκκλησία την ιστορία. Η Εκκλησία του Χριστού υπάρχει και προ Χριστού, γιατί και ο Χριστός, ως άσαρκος Λόγος, αλλά και ως Θεάνθρωπος, υπάρχει και προ της θείας αυτού σαρκώσεως εξαιτίας του Ανάρχου και Προαιώνιου Θεϊκού Του προσώπου. Γι' αυτό το λόγο και η Εκκλησία υπάρχει και υπερβαίνει και αυτόν ακόμα το χρόνο. 

α. Προϋποθέσεις
Επειδή την Εκκλησία δεν επιτρέπεται;;; να την δούμε ως μία νέα εμφάνιση στην πορεία του χρόνου, ως ένα νέο ιστορικό φαινόμενο και μάλιστα νέο, μετά Χριστόν αναδυόμενο, πρέπει να την αναζητήσουμε και να την αναγνωρίσουμε ως υπάρχουσα πρό Χριστού. Προκειμένου όμως να μπορέσουμε να μιλήσουμε περί «Εκκλησίας του Χριστού πρό Χριστού», πρέπει πρωτίστως να αποσαφηνίσουμε, όσο το δυνατόν, δύο βασικές προϋποθέσεις: α) Τι εννοούμε λέγοντας Εκκλησία, και β) Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για Εκκλησία του Χριστού πρό Χριστού τη στιγμή που θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο Χριστός ως Θεάνθρωπος εμφανίζεται μετά την Θεία Του Ενσάρκωση. Στα επόμενα κεφάλαια θα γίνει μια προσπάθεια ανάλυσης αυτών των δύο προϋποθέσεων. Όπως είναι φανερό, η σύνδεση ανάμεσα στην προαιωνιότητα του Χριστού και στον χαρακτηρισμό της Εκκλησίας προ Χριστού, ως Εκκλησίας του Χριστού είναι προφανής.[Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΤΑΥΤΙΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΙΔΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ. ΒΑΘΑΙΝΕΙ Η ΑΝΟΗΣΙΑ ΟΣΟΝΟΥΠΩ.]

β. Χριστός και Εκκλησία
Ένα σημαντικό λάθος που γίνεται πολλές φορές αναφορικά με την Εκκλησία του Χριστού, είναι ότι ομιλώντας γι’ αυτήν, δεν αναφερόμαστε σχεδόν καθόλου στον ίδιο τον Χριστό. Κατά κάποιον τρόπο εξοβελίζουμε τον Χριστό από την Εκκλησία Του θεωρώντας την ως ένα ανθρώπινο καθίδρυμα ή κατασκεύασμα. Με αυτό τον τρόπο όμως οδηγούμαστε άθελα ή ηθελημένα στην αθεΐα του «Δεϊσμού»46, βασική θέση του οποίου ήταν το «Deus creator sed non gubernator», δηλαδή «ο Θεός είναι δημιουργός όχι κυβερνήτης». Οι διώκτες της Εκκλησίας όμως, δεν είναι διώκτες μόνο των μελών του σώματος Της, των ανθρώπων, αλλά και αυτής της Θείας κεφαλής Της, του Χριστού «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;»47. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Χριστός δεν υπάρχει μόνο στην κεφαλή της Εκκλησίας, αλλά βρίσκεται και στο σώμα της, αφενός μέσω της κατά χάριν ένωσής του με τα μέλη του σώματος τους πιστούς και αφετέρου μέσω του πνεύματός Του, του αγίου Πνεύματος το οποίο «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας»48, «συνέχει», και «συντρέχει» το σώμα της Εκκλησίας, τους πιστούς. Ο Χριστός λοιπόν βρίσκεται εις το σώμα και δια των θείων μυστηρίων. Δια του μυστηρίου της Βαπτίσεως κάθε μέλος του σώματος Χριστόν ενεδύθη κατά το «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε Χριστόν ενεδύσασθε»49. Δια του μυστηρίου της Θείας Μεταλήψεως, κατά το «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ»50. Χριστός η Θεία Κεφαλή της Εκκλησίας παρών και εις το σώμα της Εκκλησίας συνολικά, αλλά και σε κάθε μέλος ξεχωριστά51.

γ. Η αμφισβήτηση του Θεϊκού προσώπου του Χριστού
Η αμφισβήτηση της ύπαρξης της Εκκλησίας προ Χριστού, ουσιαστικά αποβαίνει αμφισβήτηση της ύπαρξης του προσώπου του Χριστού πριν την εκ Παρθένου γέννησή Του. Όσοι πιστεύουν ότι το Χριστολογικό δόγμα διατυπώθηκε ξεκάθαρα με την Γ’ και κυρίως με την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, και είναι ευρύτερα αποδεκτό χωρίς καμία αντίρρηση, δυστυχώς δεν δικαιώνονται από την εκκλησιαστική ιστορία. Η προσπάθεια του Ιουστινιανού με την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο και με όλες τις άλλες του ενέργειες δείχνει, ότι ο θεολόγος αυτοκράτορας, είχε επίγνωση της υπάρξεως του Χριστολογικού προβλήματος, ένα αιώνα σχεδόν μετά την Χαλκηδόνα52. Ακόμη και η αίρεση της εικονομαχίας είχε ως κύριο αίτιο την αμφισβήτηση του προσώπου του Χριστού.53 Γι‘ αυτό το λόγο ο Μ. Φώτιος τους εικονομάχους τούς χαρακτηρίζει και χριστομάχους: «...η μεγάλη και οικουμενική εβδόμη Σύνοδος συνεκροτήθη, την των εικονομάχων ή χριστομάχων θριαμβεύεσασα και καθελούσα δυσσέβειαν»54.[Ο ΟΡΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΣΑΡΚΩΘΕΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟ, ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ. ΔΕΝ ΤΟΝ ΤΑΥΤΙΣΑΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ. ΜΟΝΟΝ Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΑΝ PERSONA DEI]
Φυσικά είναι περιττό να αναφέρουμε την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία οι πατέρες της Εκκλησίας για άλλη μια φορά πολέμησαν απέναντι στην αμφισβήτηση της μοναδικότητας της εκφράσεως των δύο θελημάτων και ενεργειών των δύο του Χριστού φύσεων, από το Θείο Αυτού Προαιώνιο και Άναρχο πρόσωπο.[ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΡΕ ΦΙΛΕ ΟΤΙ ΕΙΧΕ ΔΥΟ ΦΥΣΕΙΣ Ο ΑΙΔΙΟΣ ΥΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΔΙΟ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ; ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΛΑΘΟΣ] Έτσι ο καθορισμός του Χριστολογικού δόγματος που είχε αρχίσει με την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, μπορούμε να πούμε ότι πήρε την τελική του μορφή με την ΣΤ΄55. Εκεί έγινε πλέον σαφές, ότι η ορθόδοξη Εκκλησία, στηριζόμενη στις θέσεις του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, δεν μπορεί να δεχτεί κολοβωμένη την ανθρώπινη φύση του Χριστού χωρίς ενέργεια και θέληση.[Η ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΟΠΩΣ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΥΣΙΟ ΟΥΣΙΑ]
Δεδομένου ότι και οι Χριστολογικές και λοιπές δογματικές έριδες έλαβαν προσωρινά τέλος, εξαιτίας της οριστικής απώλειας των ακριτικών ανατολικών ρωμαϊκών εδαφών από τους άραβες (637-640). Η απώλεια αυτών των περιοχών, οι οποίες ήταν η αιτία, λόγω των μονοφυσιτικών τους τάσεων, συμβιβαστικών προσπαθειών και παραχωρήσεων από τους αυτοκράτορες, έπαυσε και το ενδιαφέρον του Βυζαντίου για ένταξή τους στο Ορθόδοξο πλήρωμα της Εκκλησίας και άρα εξέλειπαν και τα αίτια δογματικών ερίδων.

δ. Χριστολογία και Άκτιστες Θεϊκές Ενέργειες
Βέβαια το θέμα της Χριστολογίας γενικά, αλλά και του τρόπου ενώσεως των δύο του Χριστού φύσεων στο Θείο Του πρόσωπο ειδικά, επανήλθε στο προσκήνιο τον 14ο αιώνα, την εποχή της ησυχαστικής έριδας ανάμεσα στον Βαρλαάμ Καλαβρό και τους οπαδούς του από την μία και στους ησυχαστές, με προεξάρχοντα τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, από την άλλη56. Αυτή την φορά το πρόβλημα ήταν οι σωτηριολογικές προεκτάσεις της σαρκώσεως και ο τρόπος ενώσεως του κτιστού με το Άκτιστο. Ο ορθολογισμός της νοησιαρχίας του Βαρλαάμ, επιβάλλει την θεώρηση των πραγμάτων με βάση τα ανθρώπινα δεδομένα. Οι ενέργειες του Θεού, κατά τον Βαρλαάμ, είναι κτιστές. Απ’ εναντίας η σωτηρία ως οντολογικό γεγονός, περιγράφεται από τους ησυχαστές μοναχούς, ως μετοχή στη θεία ζωή, ως μετοχή, μέσω των μυστηρίων, στο σώμα του Χριστού. Οι ενέργειες του Θεού είναι Άκτιστες Θεϊκές Ενέργειες. [ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΠΑΡΟΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΠΩΣ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ]. Με τους θεολογικούς του αγώνες ο Άγιος απέδειξε ότι ο θεολογικός του αντίπαλος Βαρλαάμ Καλαβρός και οι οπαδοί του αμφισβητούσαν και αυτοί τις αποφάσεις της Δ΄ και της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου περί του προσώπου του Χριστού. «Κατά τον Παλαμά, ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του, αρνούμενοι την ύπαρξη και το μεθεκτό των ακτίστων ενεργειών συγκαταλέγονται στους θιασώτες των δύο βασικών χριστολογικών αιρέσεων του Μονοφυσιτισμού και του Μονοθελητισμού ή Μονοενεργητισμού.

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο
Και με την εκπλήρωση του πατρικού θελήματος μας κάνει μετόχους της λατρείας των αγγέλων, που θα δείχνομε με τον τρόπο της ζωής μας, κατά πιστή μίμηση των αγγέλων, την επουράνια ευαρέστηση. Κι από εκεί πάλι μας ανεβάζει στην ακρότατη κορυφή των θείων, στον Πατέρα των φώτων, και μας κάνει κοινωνούς της θείας φύσεως(Β΄Πετρ. 1, 4) με την κατά χάρη μέθεξη του Πνεύματος. Στην κατάσταση αυτή θα είμαστε τέκνα Θεού, έχοντας μέσα μας όλοι χωρίς περιορισμό, με άκρα καθαρότητα, όλο τον κατά φύση Υιό του Πατέρα και χορηγό αυτής της χάρης, από τον οποίο και μέσω του Οποίου και μέσα στον οποίο έχομε και θα έχομε την ύπαρξη, την κίνηση και τη ζωή(Πραξ. 17, 28).
Γράφει ο άγιος προς τον Βαρλαάμ στο έργο του υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων: “Είπε δη μοι, πόθεν εν δυσίν ενεργείαις και φύσεσιν έγνωμεν Χριστόν, εί μη αί του θεού φυσικαί ενέργειαι άκτιστοι είσι; Πόθεν δε και εν δυσί θελήσεσι γινώσκομεν αυτόν, εί μη και ως θεός θέλησιν είχε φυσικήν και θείαν; Τι ουν το του θεού θέλημα ουχί φύσεως έστιν ενέργεια θεού; Αρ’ ουν κτιστόν έστι το του ακτίστου θέλημα; Άρα δε και υπό χρόνον και αρχήν έστι και θέλησιν έσχεν, ην ουκ είχε προ αιώνων; Τι ουν; αναγκασθείς ή μεταβουλευθείς; Ούτω ταις καινοφωνίαις ο ταλαίπωρος ούτος, ου τη θεία φύση μόνον αλλά και τη δια σαρκός επιδημία του σωτήρος επηρεάζει και χριστιανοκατήγορος έθελων είναι του χριστιανών ευσεβούς πληρώματος εαυτόν εξέβαλε, μονοφυσίτης τε και μονοθελήτης και των πώποτε αναφανέντων χείρων υπό των οικείων λόγων εξελέγχθεις. Εί γάρ πάσα ενέργεια θεού, χωρίς της τα πάντα πρώτος ενεργούσης ουσίας του θεού, κατά τους εκείνου λόγους, χρονικήν έσχεν αρχήν και κτιστή έστιν έξ ανάγκης πάσα ενέργεια Θεού, λοιπόν ουκ είχεν ο Χριστός κτιστάς και ακτίστους ενέργειας φυσικώς, αλλά κτιστάς μόνον, μιας άρα ενεργείας ήν και ταύτης ού θείας, ως οι κακόδοξοι εκείνοι έλεγον , υπό γαρ το κτιστόν άπασαί είσιν ει δε μίας ήν ενεργείας και μίας φύσεως έξ ανάγκης ήν, και ταύτης αύθις ού θείας, κατά τούς πάλαι ποτέ μονοφυσίτας, αλλά κτιστής ής γαρ φύσεως η ενέργεια κτιστή, άκτιστος αυτή ουκ έστι57”.

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο

Και διδάσκει εμάς που με την κλήση της χάρης έχομε υιοθετηθεί λόγω της πίστεως για να λάβομε επίγνωση της αλήθειας, να γνωρίζομε μιά φύση και μία δύναμη της θεότητας. Δηλαδή ένα Θεό σε τρεις υποστάσεις, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ως Νου που είναι μόνος αναίτιος και υπάρχει ουσιωδώς, γεννήτορα του μόνου άναρχου Λόγου που υπάρχει ουσιωδώς και πηγή της μόνης αιώνιας ζωής που υπάρχει ουσιωδώς, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος· Τριάδα σε Μονάδα και Μονάδα σε Τριάδα. Η θεότητα δεν είναι σαν κάτι μέσα σε άλλο· γιατί η Τριάδα δεν είναι για τη Μονάδα σαν γνώρισμα σε ουσία, ή αντίστροφα, η Μονάδα για την Τριάδα, επειδή η θεότητα είναι χωρίς ιδιότητες. Ούτε είναι κάτι και κάτι άλλο· γιατί η Μονάδα δε διαφέρει από την Τριάδα από ετερότητα φύσεως, αφού είναι μία και απλή φύση. Ούτε είναι κάτι και κάτι παραπλήσιο· γιατί η Τριάδα δε διακρίνεται από τη Μονάδα λόγω μειωμένης δυνάμεως, ή η Μονάδα από την Τριάδα, μήτε παραλλάζει η Μονάδα από την Τριάδα, ως κοινό και γενικό γνώρισμα που θεωρητικά μόνο διακρίνεται από τα επιμέρους, αφού είναι ουσία απολύτως αυθύπαρκτη και δύναμη όντως αυτοδύναμη. Ούτε πάλι η θεότητα είναι κάτι που προήλθε από κάτι άλλο· γιατί η Τριάδα δεν προήλθε από αύξηση της Μονάδας, αφού είναι αγέννητη και αυτοφανέρωτη. Αλλά είναι η ίδια αληθινά και Μονάδα και Τριάδα, και λεγόμενη και νοούμενη· Μονάδα κατά τον λόγο της ουσίας, Τριάδα κατά τον τρόπο της υπάρξεως. Η ίδια είναι όλη Μονάδα που δε μερίζεται από τις υποστάσεις, και η ίδια είναι όλη Τριάδα που δε συγχέεται στη Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισάγε- ται ούτε η πολυθεΐα με το μερισμό, ούτε η αθεΐα με τη σύγχυση. Στην αποφυγή αυτών έγκειται το μεγαλείο του κατά Χριστόν λόγου.

Η Χριστολογία κατά τον αγιορείτη άγιο αποκαλύπτει τη δυνατότητα του κατ’ εικόνα Θεού ανθρώπου να επανέβρει και στερεώσει τη σχέση του με τον Δημιουργό58, “ως και ενωθήναι τούτο δύνασθαι καθ ΄ υπόστασιν και συνδιαιωνίζειν αυτό αδιαίρετον59” . Η ένωση των δύο φύσεων του Χριστού, όμως δεν συμπεριλαμβάνει και δύο αντίστοιχες υποστάσεις ,διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε εξ ανάγκης και την αμοιβαία σύγχυση και τροπή της θεότητας και της ανθρωπότητας. Άν η κτιστή ανθρώπινη φύση ενώνονταν “κατ’ ιδίαν υπόστασιν” με τη θεία ουσία τότε , ή η ανθρωπότητα θα εκμηδενιζόταν ,λόγω της χαοτικής διαφοράς κτιστού και ακτίστου, ή η θεότητα θα έπαυε να είναι Τρισυπόστατη και άκτιστη…. Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι οι σύνοδοι του ΙΔ’ αιώνος επικυρώντας τη θεολογική διδασκαλία του Αγ. Γρηγορίου την εντάσσουν στη Χριστολογία της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου θεωρώντας την όχι ως προσθήκη αλλά ως ανάπτυξη εκείνης. “Επί τούτοις η θεία σύνοδος , προς ήν φατέ δυσχεραίνειν ,φησί, προσθήκην, ήτις ουδέ προσθήκη αν καλοίτο δικαίως ,ως ανάπτυξις ούσα της αγίας και οικουμενικής ΣΤ΄ συνόδου, ουδέν έτερον έστιν η αποκήρυξις Βαρλαάμ τε και Ακινδύνου60”.»61.

ε. Νεότερη αμφισβήτηση του Χριστού
Το ζήτημα της αμφισβητήσεως του Θεϊκού Προσώπου του Χριστού επανήλθε εκ νέου στο προσκήνιο τον 19ο αιώνα τα χρόνια ακριβώς μετά την απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Οθωμανούς. Η αρχή έγινε με την πραξικοπηματική ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας το 1833. Τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή την κίνηση, καθώς και ο αντίκτυπός τους και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στις υπόλοιπες ορθόδοξες Εκκλησίες, είναι λίγο πολύ γνωστά και δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσης εργασίας62.
Το σημαντικό είναι ότι ο νεοελληνικός διαφωτισμός και η νεωτεριστική έξαρση των ελλήνων διανοουμένων της εποχής, εξαιτίας της απολυτοποίησης της φιλοσοφίας, με προεξάρχοντα τον «πρύτανη» του Ελληνικού διαφωτισμού Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833), άρχισε να δείχνει δείγματα ακύρωσης του παρελθόντος της Ελλάδος. Εκτός από την γνωστή του αποστροφή για την λεγόμενη Βυζαντινή περίοδο της Ορθοδοξίας και της ιστορίας, έρχεται και η στάση του απέναντι στην Εκκλησία63. Φυσιολογικά αυτό έχει ως αποτέλεσμα και την λάθος θεώρηση του Χριστού, δεδομένου ότι λάθος θεώρηση για την Εκκλησία, έχει ως αποτέλεσμα και την λάθος θεώρηση για τον Θεάνθρωπο και αντίστροφα. Πλέον τονίζεται η ανθρώπινη πλευρά του Χριστού και σε πολλές περιπτώσεις μόνο αυτή, φανερά επηρεασμένη από τις απόψεις των Λούθηρου-Καλβίνου64.

στ. Συμπερασματικά
Καθίσταται σαφές από τα ανωτέρω, ότι πριν αναλύσουμε το γιατί και πως η Εκκλησία του Χριστού υπάρχει και προ Χριστού, πρέπει να αναλύσουμε ορισμένες αναγκαίες προϋποθέσεις. Βασική προϋπόθεση να καταδείξουμε τι εννοούμε λέγοντας Εκκλησία. Σε τι είδους σχέση αναφερόμαστε. Να επισημάνουμε το ρόλο της Πεντηκοστής και τη θέση της στη πορεία της Εκκλησίας. Να μιλήσουμε για τη σχέση Εκκλησίας και Βασιλείας του Θεού και φυσικά για τη σχέση σωτηρίας ανάμεσα σε αυτές και στην Παλαιά Διαθήκη. Τότε θα ξεκαθαρίσει και το τοπίο για την ορθόδοξη θεώρηση, όχι μόνο του προσώπου του Χριστού, αλλά και του όλου Χριστού ως Θεανθρώπου. Αυτό το πρόσωπο του Χριστού που οι πατέρες της Εκκλησίας υπερασπιζόμενοι κατέφυγαν και σε φαινομενικά παράδοξους όρους, όπως «σύνθετη υπόσταση»65. Έτσι, θα μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε την ιστορική πορεία της Εκκλησίας, όταν κατανοήσουμε την ολότητα της σχέσης Της με τον Χριστό και την εξάρτησή της από Αυτόν. Όταν κατανοήσουμε ότι η σωστή Χριστολογία οδηγεί και σε σωστή Εκκλησιολογία. Αυτήν την σχέση έχοντας ως οδηγό θα οδηγηθούμε στην πληρέστερη, κατά το δυνατόν, κατανόηση του μυστηρίου της Εκκλησίας και της σχέσης της με την Τριαδική Θεότητα, καθόσον, όπως θα αναφερθούμε στη συνέχεια, τα δόγματα, Εκκλησιολογικό, Χριστολογικό, Σωτηριολογικό και Τριαδολογικό, είναι αλληλένδετα μεταξύ τους.

* Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄ (σελ. 252-269).

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο

Γιατί στο λογικό έχει κατά φύση ενωθεί η ιερότητα της θείας εικόνας που πείθει την ψυχή να μεταπλασθεί κατά την προαίρεση και να ομοιωθεί με το Θεό και να γίνει πάμφωτο κατοικητήριο της μεγάλης Βασιλείας που συνυπάρχει ουσιωδώς ως υπόσταση με το Θεό και Πατέρα των όλων, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και να δεχτεί —αν επιτρέπεται να πούμε— ολόκληρη κατά το δυνατόν την εξουσία της γνώσεως της θείας φύσεως

«Ελάτε σεις οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου να κληρονομήσετε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας αφότου θεμελιωνόταν ο κόσμος»(Ματθ. 25, 34), και σε άλλο σημείο είπε στον δούλο που εργάστηκε πιστά: «Έλα να συμμετάσχεις στη χαρά του Κυρίου σου»(Ματθ. 25, 21). Και ο θειος Απόστολος στη συνέχεια έλεγε: «Θ’ ακουστεί σάλπισμα και θ’ αναστηθούν πρώτα άφθαρτοι όσοι πέθαναν πιστοί στο Χριστό· έπειτα εμείς που θα έχουμε απομείνει ζωντανοί, θ’ αρπαγούμε μαζί μ’ αυτούς από σύννεφα για να προϋπαντήσομε τον Κύριο στον αέρα. Κι έτσι για πάντα θα είμαστε μαζί με τον Κύριο».(Α΄Θεσ. 4, 16-17)

Όταν λοιπόν όλα αυτά είναι έτσι υποσχεμένα σ’ όσους αγαπούν τον Κύριο, ποιος θα περιορίσει το νου του στο γράμμα μόνο της Γραφής και θα πει ότι ο ουρανός και η βασιλεία που έχει ετοιμαστεί από καταβολής κόσμου, και η χαρά του Κυρίου η κρυμμένη μυστικά, και η αιώνια και αχώριστη διαμονή και εγκατάσταση των αξίων κοντά στον Κύριο, πώς είναι ταυτόσημα με τη γη,

Γιατί ο Θεός έγινε Άνθρωπος; (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής)

  

"Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον, δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος"
«᾿Αλλὰ μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάστηκε σὰν ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, κι ἦταν βέβαια προορισμένος πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φανερώθηκε γιὰ χάρη μας αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια»1. 

Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τὸ ὀνόμασε Χριστὸ καὶ τὸ βεβαιώνει μὲ σαφήνεια ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «τὸ μυστικὸ σχέδιο, ποὺ ἦταν κρυμμένο ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές, φανερώθηκε τώρα»2, ἐννοώντας δηλαδὴ ὡς τὸν Χριστό, τὸ μυστικὸ σχέδιο μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερα ἡ ἄρρητη καὶ ἀκατάληπτη ὑποστασιακὴ ἕνωση τῆς θεότητας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ταυτότητα πλήρη τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴ θεότητα ἐξαιτίας τῆς ὑπόστασης καί, κάνοντας μία τὴν ὑπόσταση τὴ σύνθετη ἀπὸ τὰ δύο, χωρὶς ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῆς οὐσίας τους νὰ προκαλέσει σ᾿ αὐτὴν καμμιὰ μείωση σὲ ὁτιδήποτε. 
Τὸ μυστήριο τοῦτο [τοῦ Χριστοῦ] προγνώριζε ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.
῾Ο Πατέρας γιατὶ ἔτσι εὐδόκησε, ὁ Υἱὸς γιατὶ ἦταν ὁ αὐτουργός, καὶ τὸ Πνεῦμα γιατὶ συνεργαζόταν σ᾿ αὐτό. Γιατὶ εἶναι μία ἡ γνώση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ εἶναι μία καὶ ἡ οὐσία καὶ ἡ δύναμη. Δὲν ἀγνοοῦσε δηλαδὴ ὁ Πατέρας ἢ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, γιατὶ ὑπῆρχε σὲ ὁλόκληρο τὸν Υἱό, ποὺ αὐτουργοῦσε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας μὲ τὴ σάρκωσή Του, ὅλος κατὰ τὴν οὐσία Του ὁ Πατέρας, ὄχι βέβαια μὲ σάρκωσή Του, ἀλλὰ εὐδοκώντας γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν οὐσία Του ὑπῆρχε στὸν Υἱό, ὄχι λαμβάνοντας σάρκα, ἀλλὰ συνεργώντας μὲ τὸν Υἱὸ στὴν ἀπόρρητη γιὰ μᾶς σάρκωσή Του.
Εἴτε λοιπὸν πεῖ κάποιος Χριστό, εἴτε μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόγνωση γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴν οὐσία τὴν ἔχει μόνη ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἄς μὴν ἀναρωτηθεῖ κανένας πῶς ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, γίνεται ἀντικείμενο πρόγνωσής της, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι δὲν ἔγινε πρόγνωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπου, ἔγινε δηλαδὴ πρόγνωση τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν σάρκωσής του γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὅ,τι ὑπάρχει αἰώνια ποτὲ δὲν προγνωρίζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο αἰώνιο. Γιατὶ ἡ πρόγνωση γίνεται γιὰ ὅσα ἔχουν ἀρχὴ στὸ εἶναι καὶ γιὰ κάποια αἰτία. 
Σημειώσεις


46. Βλ. σχετικά την εξονυχιστική παρουσίαση, αλλά και ανάλυση του φαινομένου της αθεΐας από τον γνωστό Γάλλο πανεπιστημιακό καθηγητή Ζώρζ Μινουά, στο έργο του: Η ιστορία της Αθεΐας, μετάφραση Βάλιας Σερέτη, εκδ.: Νάρκισσος Αθήνα 1998. Από το εν λόγω βιβλίο αντιγράφουμε πολύ λίγα από αυτά που αναφέρει για τον δεϊσμό στη σ. 478. « Η προσωπική διαδρομή του Diderot (σ.σ. Γάλλος υπέρμαχος του διαφωτισμού ένας από τους λεγομένους εγκυκλοπαιδιστές) είναι ασαφής. Εγκαθιδρύει επιπλέον τη διάκριση μεταξύ «ντεϊστή» και «θεϊστή»: «Ο ντεϊστής», γράφει, «είναι αυτός που πιστεύει μέν στον Θεό, αλλά αρνείται την οιαδήποτε αποκάλυψη, ο θεϊστής, αντιθέτως, είναι αυτός που προθύμως αποδέχεται την αποκάλυψη και, βεβαίως, αποδέχεται ήδη την ύπαρξη ενός Θεού»….. Ο Lefranc de Pompignan συμφωνεί: “ονομάσαμε θεϊστές όσους πιστεύουν όχι μόνο στην ύπαρξη Θεού, αλλά επίσης στην υποχρέωση της προς αυτόν απόδοσης λατρείας, στον φυσικό νόμο του οποίου αποτελεί την πηγή, στο αυτεξούσιο του ανθρώπου, στην αθανασία της ψυχής, στις τιμωρίες και τις ανταμοιβές μιάς άλλης ζωής. Διατηρήσαμε το όνομα ντεϊστές για όσους, περιοριζόμενοι στην ύπαρξη και μόνο του Θεού, εκτοπίζουν όλα τα υπόλοιπα στον χώρο των σφαλμάτων ή των προβλημάτων”».

47. Πραξ.,Θ΄,4.

48. «Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το άγιον, βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας. Ομοούσιε και ομόθρονε, τω Πατρί και τω Υιώ, Παράκλητε δόξα σοι». Γ’ στιχηρό του εσπερινού της Πεντηκοστής.

49. Ελαφρά παραλλαγή του Παύλειου χωρίου……. Η οποία ψέλνετε κατά την Θεία λειτουργία συγκεκριμένες φορές το χρόνο στην θέση του Τρισαγίου ύμνου.

50. Ιωαν. Στ΄, 54.

51. Α΄ Κορ., 12, «Καθάπερ γαρ το σώμα έν έστι και μέλη έχει πολλά, πάντα δε τα μέλη του σώματος του ενός, πολλά όντα, έν έστι σώμα, ούτω και ο Χριστός..» και ο.π., 27 «Υμείς εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους».

52. Βλ: Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΈ, Οικουμενικά παραδείγματα στην ιστορία της Εκκλησίας. εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2002 σ.19-70. Ενδεικτικά αναφέρουμε από την σελίδα 29-30 ένα απόσπασμα από το «έδικτο» του Ιουστινιανού προς τους Κωσταντινουπολίτες (533): «Τούτων τοίνυν ούτως εχόντων αναθεματίζομεν πάσαν αίρεσιν, εξαιρέτως δε Νεστόριον τον ανθρωπολάτρην και τους τα αυτού φρονήσαντας ή φρονούντας, τους διαιρούντας τον ένα κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον υιόν του Θεού και Θεόν ημών και μη ομολογούντες κυρίως και κατά αληθείαν την αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν Θεοτόκον, τουτέστιν μητέρα θεού, αλλά δύο υιούς λέγοντας, άλλον μεν τον εκ του πατρός Θεόν Λόγον, άλλον δε τον εκ της αγίας αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, χάριτι δε και σχέσει και οικειώσει τη προς τον Θεόν Λόγον αυτόν γεγενήσθαι και αρνουμένους και μη ομολογούντες τον δεσπότην ημών Ιησούν Χριστόν τον Υιό του Θεού και Θεόν ημών, τον σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα και σταυρωθέντα ένα είναι της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος».(βλ. Cod. Iust. I, 1, 6). Επίσης από την σελ.: 36 ένα απόσπασμα από το έδικτο (επιστολή) του, προς τον πατριάρχη Επιφάνιο(26.3.533): «Πάντες γάρ οι ιερείς…. Ομολογούσι και δοξάζουσι, κηρύττοντες τον δεσπότην ημών Ιησούν Χριστόν τον μονογενή Υιόν του Θεού και Θεόν ημών, τον πρό αιώνων και αχρόνως εκ του Πατρός γεννηθέντα και επ’ εσχάτων των ημερών κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και της αγίας ενδόξου και αειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας και ενανθρωπήσαντα και σταυρωθέντα ένα είναι της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος».(βλ. Cod. Iust Ι, 1, 7)….. επίσης από του ιδίου, Λόγος Θεολογίας Β΄, θεσ/νίκη 2009, σ.σ.80-93.

53. ΒΛ.ΦΕΙΔΆ, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄ σ.σ. 780,782.

54. ΙΩΑΝ. ΚΑΡΜΊΡΗ : Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, Εγκύκλιος επιστολή Φωτίου «Προς τους της ανατολής αρχιερατικούς θρόνους» (866),σ. 329. Επίσης στου Γ. ΜΑΡΤΖΈΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄ εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2007, σ. 203-4: «Ανεξάρτητα από το αν η Εκκλησιολογία του Δαμασκηνού αποτέλεσε ή όχι τη βάση για την Εικονολογία των Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, είναι γεγονός αναντίρρητο ότι με τη θεμελίωση της Εικονολογίας του πάνω στην πραγματικότητα της θείας ενανθρωπήσεως έδωσε στους μεταγενέστερους εικονόφιλους Πατέρες όλες τις αναγκαίες δογματικές προϋποθέσεις, ώστε να αντιμετωπίσουν την Εικονομαχία κατά τη β΄ φάση της αποκλειστικά ως χριστολογική αίρεση, θεωρώντας την μάλιστα ως τη συνισταμένη των χριστολογικών αιρέσεων του παρελθόντος».

55. Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2010. σ.324.

56. Βλ. αναλυτική παρουσίαση του προβλήματος στο: Χ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΉ, Εκκλησιαστικοί συγγραφείς και κείμενα 12ου-15ου αιώνα. εκδ. Π. Πουρναρά θεσ/νίκη 2007 σ.σ. 81-91. Αντιγράφουμε από τις σελίδες 83-87: « Κατ` αρχήν και στο βαθύτερο πυθμένα των προβληματισμών το ζήτημα παρέμενε στα όρια της Χριστολογίας και των δεδομένων από την πίστη για την ένωση του ανθρώπου και του Θεού στο πρόσωπο του Θεού Λόγου . Η μεγάλη διαμάχη που ξέσπασε τον 5ο αιώνα σχετικά με τον τρόπο ένωσης της ανθρωπότητας και της Θεότητας στην υπόσταση του Λόγου ,επανήλθε και διεκδίκησε εκ νέου λεπτομερέστερη διατύπωση ,ως προς τις σωτηριολογικές της προεκτάσεις αυτή τη φορά. Το σωτηριολογικό θέμα, δηλαδή τι είναι η σωτηρία, ποιο το περιεχόμενο της, πως επιτυγχάνετε και αποδεικνύετε από τον παρόντα βίο, βρισκόταν εκ νέου σε αμφισβήτηση ως προς την ερμηνεία της πίστης, όπως αυτή διατυπώθηκε στις Οικουμενικές Συνόδους. Επίσης το ερώτημα, που απασχόλησε τον εκκλησιαστικό βίο, για το ποιος ενεργεί τη σωτηρία, ποιος είναι ο «πρωταγωνιστής», ο άνθρωπος ή ο Θεός, επανήλθε με έντονο και σαφή τρόπο. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι του 14ου αιώνα χωρίστηκαν σε δύο μεγάλες παρατάξεις. Εκπρόσωποι της μίας πλευράς θεωρούνται οι Βαρλαάμ Καλαβρός, Γρηγόριος Ακίνδυνος και Νικηφόρος Γρηγοράς. Εκπρόσωποι της άλλης οι Γρηγόριος Σιναίτης, Γρηγόριος Παλαμάς και Φιλόθεος Κόκκινος. Η θεολογική παράδοση που εκπροσωπούσαν οι πρώτοι έβλεπε την σωτηρία με ορθολογικό-σχολαστικιστικό τρόπο, στο επίπεδο της γνωσιολογίας. Η Πλατωνική θεολογία και η Αριστοτελική γνωσιολογία επέβαλαν συγκεκριμένους δρόμους κατανόησης τόσο του μυστηρίου του Θεού, όσο και των σχέσεων αυτού με τον άνθρωπο. Στηρίγματα έβρισκαν στην προγενέστερη πατερική παράδοση την οποία ερμήνευαν στατικά (εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι κατά παρόμοιο τρόπο ερμήνευαν την προγενέστερη αγιογραφική και πατερική παράδοση και οι κατά καιρούς αιρεσιάρχες).Ο άνθρωπος σύμφωνα με τις τάσεις που εκπροσωπούσαν αυτοί οι θεολόγοι, μπορεί να κατακτήσει τη σωτηρία μέσα από τις ικανότητες του. Περιέγραφαν τη γνώση του Θεού ως ενέργεια του ανθρώπου , ως κίνηση του ανθρώπου ικανή να κατακτήσει τη σωτηρία. Ο ανθρώπινος λόγος επιζητά να διεισδύσει στη θεότητα ή στην περί Θεού γνώση με εργαλεία τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία ο Θεός δώρισε στον άνθρωπο κατά την δημιουργία του (κατ’ εικόνα – νους και ανώτερες λειτουργίες του ανθρώπου ). Η πλατωνική ανθρωπολογία και γνωσιολογία σ’ αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα αισθητή. Παράλληλα όμως ο θεός είναι ολότελα ακατάληπτος και «καθ’ εαυτόν» και ως προς τα «περί αυτόν». Ότι γνωρίζουμε για αυτόν οφείλεται είτε στην αποκάλυψη (αποκαλυπτική θεολογία) είτε στη γνώση που παράγεται από την παρατήρηση της δημιουργίας (φυσική Θεολογία)……. Ως προς τη σωτηριολογία, αυτή στη σκέψη των ανωτέρω «θεολόγων», παρέμενε στα πλαίσια της γνωσιολογίας. Η σωτηρία κατακτάτε μέσω της μίμησης ενός ηθικού προτύπου που εκπροσωπεί ο ίδιος ο Χριστός. Η νοησιαρχία είναι το επικρατούν σύστημα. Επιβάλλει τον ορθολογισμό και την διαχείριση των ευκαιριών και τον τρόπο δικαίωσης, με βάση τα ανθρώπινα δεδομένα. Η γνώση των βασικών χαρακτηριστικών της εν Χριστώ ζωής, έτσι όπως περιγράφετε στα αγιογραφικά κείμενα και διασώζεται στην ηθική διδασκαλία των πατέρων, σε συνδυασμό με την στέρεη φιλοσοφική κατάρτιση, είναι αρκετά για την μίμησή τους και την επίτευξη της σωτηρίας. Αυτή έχει τα χαρακτηριστικά της δικαίωσης σε μία μετά θάνατον πραγματικότητα. Η βασιλεία του θεού είναι ένας υπερβατικός «χώρος» ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ένας «νέος» διαφορετικός «παράδεισος», τον οποίο έχει δημιουργήσει ο Θεός, (άρα είναι κτιστός), για τους αγαθούς……. Η αντίπαλη παράταξη, οι ησυχαστές μοναχοί, έβλεπε την σωτηρία ως ένα οντολογικό γεγονός στο οποίο η βούληση, ως πόθος των ανθρώπων να ζήσουν εν Χριστώ και να κληρονομήσουν τα αγαθά των επαγγελιών του Χριστού, διαδραμάτιζε αποφασιστικό ρόλο. Μέσω των χαρισμάτων του Πνεύματος, αποδεχόμενοι τις ποιότητες και τις αποδοχές του ίδιου του Χριστού, και γινόμενοι οι ίδιοι μέσω των μυστηρίων Σώμα Χριστού, γινόμαστε κοινωνοί της Θείας ζωής. Η δικαίωση και η σωτηρία περιγράφονται ως μετοχή μας σε αυτή τη ζωή….».

57. Τριάδες 3, 3, 7, σ.685-86. Πρβλ. Αντιρ. 1, 25,σ.57.

58. Σ.σ. Με Δεσμό Άσειστο, με δεσμό Άκτιστο, ο Άκτιστος αυτός δεσμός είναι των Ακτίστων Θείων Ενεργειών.

59. Ομ. ΙΣΤ’, 11.

60. ΙΩΑΝ. ΚΑΡΜΊΡΗ, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Ι, Αθήναι, 1960, σ.378.

61. Το κείμενο και οι παραπομπές είναι από: ΣΤ. ΓΙΑΓΚΆΖΟΓΛΟΥ, Κοινωνία Θεώσεως, Χριστολογία και πνευματολογία στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Διατριβή επί Διδακτορία υποβληθείσα στο Τμήμα θεολογίας του Α. Π. Θ. Θεσ/νίκη 1995, σ. 232-234.

62. Βλέπε αναλυτικότατη παρουσίαση των επιπτώσεων της ανακήρυξης του Ελλαδικού αυτοκέφαλου, ιδιαίτερα σε εθνικό επίπεδο, στο Α. ΝΑΝΆΚΗ, Εκκλησία εθνάρχουσα και εθνική, εκδ. Βάνιας, Θεσ/νίκη 2007, σ.σ. 12-15 και Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος, σημειώσεις β΄ εξαμήνου, Ξηρογραφία, Θεσ/νίκη 2008, σ.σ. 48-49 και 10-12.

63. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΎ, Παράδοση και Αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001, σ. 152: «Ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας της εθνικής ζωής, που διαφυλάχτηκε στα χρόνια της δουλείας, υποχωρεί εντυπωσιακά μετά το 1833, γιατί τώρα τα πάντα εξελίσσονται μέσα στη χοάνη του δυτικού-ρασιοναλιστικού-εκκοσμικευμένου κράτους. Η Εκκλησία (όχι ως ιεραρχία, αλλ’ ως εν Χριστώ κοινωνία) από περιέχον, που ήταν μέχρι την Επανάσταση, γίνεται περιεχόμενο…». Επίσης Α. ΝΑΝΆΚΗ, Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος, σημειώσεις β΄ εξαμήνου, Ξηρογραφία, Θεσ/νίκη 2008, σ.σ.8-9, 10-12 και σ.15 «Γι αυτό ο ετερόδοξος Όθωνας ετοποθετείτο κεφαλή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η δε Σύνοδος μεταβαλλόταν σε μη εκλεγμένο συμβούλιο σωματείου. Όπως παρατηρεί ο αείμνηστος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: “Οι συντάκται του διατάγματος, μη δυνηθέντες να εκτιμήσωσι τους υψηλούς της Εκκλησίας σκοπούς και την θείαν αυτής αποστολήν εν τη κοινωνία, εταπείνωσαν αυτήν, μετασχηματίσαντες εις απλούν σωματείον, κινούμενον κατά τας διαταγάς του κοσμικού κυριάρχου, προσαρμόσαντες αυτή προς τας πολιτικάς ανάγκας και όργανον της πολιτείας καταστήσαντες. Το διάταγμα είναι όλως ξένον προς τους κανόνας της ορθοδόξου Εκκλησίας, προς τας παραδόσεις αυτής και το ιστορικόν παρελθόν”.».

64. Είναι χαρακτηριστική η κριτική που ασκεί ο γνωστός αιρετικός, Απ. Μακράκης στον Κοραή ως θρησκευτική προσωπικότητα. Αντιγράφουμε από το κεφάλαιο, Ο Αδ. Κοραής και η ορθοδοξία, του Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΎ, Παράδοση και Αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001, την σελίδα 159: « Η κρίση του Μακράκη για την απολυτοποίηση της φιλοσοφίας από τον Κοραή και την μετατροπή στη σκέψη του της χριστιανικής πίστης σε απλή ancilla philosophiae δείχνει, πόσο μπόρεσε ο Μακράκης να εισδύσει στην ουσία του Κοραϊκού στοχασμού. Έτσι, φτάνει σε σημείο να διερωτάτε, αν ο Κοραής “έσωζεν εν τη ψυχή του ίχνος ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως”, αμφισβητώντας καθαρά την ορθοδοξία του. Σύνολο δε το έργο του Κοραή χαρακτηρίζει με τον ακόλουθο, απόλυτο βέβαια, τρόπο: “Ανδράποδον ο Κοραής της πειραματικής ψευδοφιλοσοφίας της Γαλλίας, εις ήν εδούλευε”, “επεχείρησε να ελευθερώση τους ομοφύλους του Έλληνας ουχί από την τυραννίαν των βαρβάρων Τούρκων, αλλ’ από την κατ’ αυτόν δεισιδαίμονα ανθρωπολατρείαν, ήτοι από την πίστην εις τον Θεάνθρωπον Ιησούν Χριστόν και εις την μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν”.». Να τονιστεί ότι στο συγκεκριμένο βιβλίο υπάρχει πλούσια αναφορά σε όλα τα στοιχεία που αφορούν τις θέσεις του Κοραή, καθώς και την κριτική, θετική και αρνητική, συγχρόνων του, αλλά και νεώτερων θεολόγων.

65. Βλέπε το σχετικό κεφάλαιο της παρούσης για τον όρο από τον Ιωάννη Δαμασκηνό.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Λίγη βοήθεια για έναν άσχετο:
ποια η διαφορά οικονομικής και αϊδου τριάδος;
Ευχαριστώ.

amethystos είπε...

«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου». Πρεπόντως ο Κύριος διδάσκει αμέσως ν’ αρχίσουν οι [προσευχόμενοι] από τη θεολογία· επίσης εισάγει στο μυστήριο του τρόπου που υπάρχει η Αιτία που δημιούργησε τα όντα, Αυτός που είναι κατά την ουσία αίτιος των όντων. Γιατί τα λόγια της προσευχής περιέχουν φανέρωση του Πατέρα, και του ονόματος του Πατέρα, και της βασιλείας του Πατέρα, για να μάθομε ευθύς εξ αρχής να σεβόμαστε την εν Μονάδι Τριάδα και να την επικαλούμαστε και να την προσκυνούμε. Επειδή όνομα του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι ο Μονογενής Υιός. Και βασιλεία του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι το Άγιο Πνεύμα. Γιατί εκείνο που λέει εδώ ο Ματθαίος βασιλεία, αλλού άλλος Ευαγγελιστής το ονομάζει Πνεύμα Άγιο, λέγοντας: «Ας έρθει το Πνεύμα το Άγιο και ας μας καθαρίσει». Γιατί ο Πατέρας δεν απόκτησε εκ των υστέρων το όνομα, ούτε ως αξίωμα που έλαβε εκ των υστέρων νοούμε τη βασιλεία· δεν έχει αρχή στο είναι Του, για να αρχίσει να είναι και Πατέρας και Βασιλεύς, αλλά καθώς πάντοτε υπάρχει, είναι και πάντοτε Πατέρας και Βασιλεύς, χωρίς να λάβει ποτέ αρχή να είναι Πατέρας και Βασιλεύς. Αν τώρα, με το να υπάρχει πάντοτε, είναι πάντοτε και Πατέρας και Βασιλεύς, άρα πάντοτε και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα συνυπάρχουν κατά την ουσία ως υποστάσεις με τον Πατέρα. Από Αυτόν παίρνουν την ύπαρξη και είναι μέσα σ’ Αυτόν φυσικώς πάνω από αιτία και λόγο, όχι όμως ύστερα από Αυτόν, ούτε και έγιναν αργότερα από κάποια αιτία. Γιατί η σχέση μεταξύ των τριών Προσώπων υποδηλώνει τη συνύπαρξή Τους και δεν επιτρέπει αυτά, των οποίων είναι και λέγεται σχέση, να θεωρούνται μεταγενέστερα το ένα από το άλλο.

amethystos είπε...

Θεολογία διδάσκει ο Λόγος του Θεού με τη σάρκωσή Του, καθώς φανερώνει στον εαυτό Του τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Γιατί όλος ο Πατέρας και όλο το Άγιο Πνεύμα ήταν κατά την ουσία σε όλο τελείως τον Υιό και κατά τη σάρκωσή Του, χωρίς Αυτοί να σαρκωθούν, αλλά ο μεν Πατέρας ευδοκούσε, το δε Πνεύμα συνεργούσε με τον Υιό που δεχόταν ο ίδιος τη σάρκωση, αφού βέβαια ο Λόγος εξακολούθησε να έχει Νου και Ζωή, μη χωρώντας σε απολύτως τίποτε άλλο κατά την ουσία Του, παρά μόνο στον Πατέρα και το Πνεύμα, και πραγματοποιώντας την υποστατική Του ένωση με τη σάρκα από αγάπη προς τον άνθρωπο.
Αυτή είναι η οικονομική Τριάδα κατά τόν Αγιο Μάξιμο.

Ανώνυμος είπε...

Σ 'ευχαριστώ για άλλη μια φορά φίλε αμέθυστε.