Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Ο Χρήστος Γιανναράς, η Μεταπολίτευση και ο «Μάης του ’68» στην Ορθόδοξη θεολογία και ηθική

  Μύρων Ζαχαράκης




Για ακόμη μια φορά, οι τοποθετήσεις του Χρήστου Γιανναρά, στην πρόσφατη συνέντευξή του, έφεραν ποικίλες αντιδράσεις. Ορισμένοι επέκριναν αυστηρά τους προβληματισμούς του για την Τεχνητή Νοημοσύνη και τις δηλώσεις του εναντίον του ευρωπαϊκού κόσμου, ενώ άλλοι εγκωμίασαν τη σταθερή προσήλωσή του στον γνήσιο ανθρώπινο έρωτα και την ανησυχία του για την παρακμή του σύγχρονου κόσμου. Κοινός παράγοντας και των δύο, ήταν ότι οι σκέψεις του, είτε για να απαξιωθούν είτε για να εγκωμιασθούν συνδέονταν με «συντηρητικές» θέσεις. Και εδώ είναι που προκύπτει το ερώτημα: πώς ο Χρήστος Γιανναράς κατέληξε, από ριζοσπάστης και ανατρεπτικός θεολόγος να κατηγορείται για «οπισθοδρομική» συμπεριφορά; Μήπως οφείλεται σε αλλαγή απόψεων ή πρόκειται για ευρύτερη ιδεολογική μετατόπιση του κοινωνικού περιβάλλοντος το οποίο τον ερμηνεύει;

Ήδη από νωρίς, ο Χρήστος Γιανναράς επεδίωξε να διατυπώσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως την αυθεντική ηθική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και να την αντιδιαστείλει από την εγωκεντρική, νομικίστικη ηθική που μέχρι σήμερα έχει επικρατήσει στις χριστιανικές χώρες. Η κεντρική διαφορά της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ηθικής από οποιαδήποτε άλλη είναι, σύμφωνα με εκείνον, ότι για την Εκκλησία η ηθική ταυτίζεται με την οντολογία: αυτό που πρέπει να είναι ο άνθρωπος ταυτίζεται ουσιαστικά με αυτό που πραγματικά είναι. Αυτό φανερώνεται σ’ ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα έργα του Χρήστου Γιανναρά, την Ελευθερία του ήθους, έργο που επεδίωξε ν’ ανανεώσει τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό στον ελλαδικό χώρο. Το βιβλίο εκείνο, που έχει χαρακτηριστεί ως «ο Μάης του '68 στην Ορθόδοξη Θεολογία και ηθική» και που όταν δημοσιεύτηκε σημείωσε θυελλώδεις αντιδράσεις (κυρίως από τις εν Ελλάδι θρησκευτικές οργανώσεις), προσπαθεί να τεκμηριώσει τη θέση ότι, για την Ορθοδοξία, η αρετή επιδιώκει την αλήθεια και όχι η αλήθεια την αρετή. Αυτός είναι και ο λόγος που έχει δύο συγκεκριμένους υπότιτλους στην αρχή τα αποφθέγματα «διά τήν ἀλήθειάν ἐστιν ἡ ἀρετή, ἀλλ᾿ οὐ διά τήν ἀρετήν ἡ ἀλήθεια» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής) και «Ὅταν ὑπεραναβῇς τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης, τότε προσκολληθήσῃ τῇ ἐλευθερίᾳ ἐν παντὶ πράγματι» (Όσιος Ισαάκ ο Σύρος).

Στο βιβλίο (τουλάχιστον στην παλαιότερη έκδοσή του 1979) υπάρχουν αναφορές στον Berdyaev, αλλά ειδική έμφαση δίνεται στον Dostoevsky και στην πρόκληση που, κατά Γιανναρά, αντιπροσωπεύει ο σοβιετικός κομουνισμός για την Ορθοδοξία στον ρωσικό χώρο. Ο Γιανναράς υποστηρίζει ότι η κύρια αιτία της ιστορικής αποτυχίας του Χριστιανισμού να μεταμορφώσει τον κόσμο υπήρξε η διαστρέβλωση αυτού από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, ο οποίος αντικατέστησε το βίωμα και την προσωπική σχέση των πιστών με την ατομοκεντρική ηθική και τη φιλοσοφία του Σχολαστικισμού. Στη θέση του εκκλησιαστικού βιώματος, η Δύση τοποθέτησε τη «θρησκεία», δηλαδή την έκφραση ατομικών επιδιώξεων σε βάρος της αυτοπαραίτησης που κάθε αυθεντική σχέση έχει. Αυτός είναι ο λόγος που οι ευρωπαϊκοί λαοί έχουν «αποχρωματιστεί» θρησκευτικά. Πρώτα από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, ο οποίος αντιλαμβανόταν το Θεό ως μια αντικειμενική ουσία που μπορεί να γίνει προσιτή με λογικά επιχειρήματα, ύστερα και από τον Προτεσταντισμό, ο οποίος παρά το ότι αξίωνε να λειτουργήσει ως επανάσταση απέναντι στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη θρησκευτικότητά της. Το πολιτισμικό πρότυπο που δημιούργησε η Δυτική Χριστιανοσύνη κατά τον Μεσαίωνα, λέει ο Γιανναράς, οδήγησε στη φυσιοκρατία των Νεώτερων Χρόνων, αρχής γενομένης με την Αναγέννηση, για να βρει τις ακραίες συνέπειές του στον μηδενισμό: πρόκειται για τον «θάνατο του Θεού» που συνέλαβε πρώτος μ’ ενάργεια ο Nietzsche με τον Dostoevsky, και εξέφρασαν συνεπέστατα οι αθεϊστές υπαρξιστές φιλόσοφοι Martin Heidegger και Jean-Paul Sartre.

Επιπρόσθετα, ο Προτεσταντισμός προώθησε την αυτονόμηση του οικονομικού πεδίου από τα υπόλοιπα, δίνοντας το πρώτο έναυσμα για τον φιλελευθερισμό. Αργότερα εμφανίστηκε ο μαρξισμός, ο οποίος δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον οικονομοκεντρικό τρόπο σκέψης του ιδεολογικού του αντιπάλου, του καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένας νέος ολοκληρωτισμός που, στα πρότυπα της μεσαιωνικής Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αλλά με μοντέρνα τεχνικά μέσα, υποτάσσει πάλι βίαια το άτομο στο σύνολο. Αντιδρώντας στον καταπιεστικό χαρακτήρα αυτής της ατομοκεντρικής ηθικής, ο Δυτικός κόσμος σταδιακά απομακρύνθηκε από τον Χριστιανισμό και οδηγήθηκε σε αθεϊστικές κοσμοθεωρίες, οι οποίες είτε επιδιώκουν δικτατορικά την πραγματοποίηση ενός επίγειου παραδείσου (σοσιαλισμός), είτε αρνούνται κάθε διέξοδο από το κακό του κόσμου (υπαρξισμός), ή απλά επιζητούν την ατομική κατανάλωση και ευζωία (καπιταλισμός). Αντίθετα με τον Ρωμαιοκαθολικισμό, που στάθηκε η πρώτη ιστορική εμφάνιση του ολοκληρωτισμού, καθώς και τον Προτεσταντισμό, που είναι βαθιά ατομικιστικός, η Ορθοδοξία είναι μια κοινότητα ελεύθερων προσώπων που ζουν και δρουν το ένα για χάρη του άλλου.

Η Εκκλησία είναι πρωτίστως μια αγαπητική (επι)κοινωνία προσώπων. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν επιδιώκει να προσφέρει στους πιστούς της ορισμένες κοινωνικά ωφέλιμες αρετές που θα τονώσουν την ατομική του ματαιοδοξία, αλλά θέλει να τον μεταμορφώσει φέρνοντάς τον σε κοινωνία με το Θεό, του οποίου αποτελεί εικόνα. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα Ορθόδοξης ηθικής ήταν οι διά Χριστόν σαλοί, άτομα που ταπεινώνονταν, προκαλούσαν και σκανδάλιζαν την πολιτική ορθότητα της εποχής τους, αναζητώντας μονάχα την αυθεντική σχέση με τον Θεό. Η σχέση με τον Θεό, που βρίσκεται παρούσα μέσα στην Εκκλησία, αποτελεί μίαν ελεύθερη σχέση προσώπων. Πρότυπο κάθε σχέσης είναι ο έρωτας, ο οποίος σύμφωνα με εκείνους συνίσταται στην άνευ όρων παράδοση του εαυτού μας στον άλλο. Αυτή την ξεχωριστή πολιτισμική πρόταση διαφυλάσσει μέσα της η ελληνική παράδοση μέχρι σήμερα, έστω και αν αυτές οι εκφράσεις της παραμένουν πεισματικά στο περιθώριο των ξενόδουλων μιμητισμών. Το ήθος του ανθρώπου είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος υπάρχει: δηλαδή η ελευθερία. Ωστόσο, και ο Ορθόδοξος χώρος δεν έμεινε ανέγγιχτος από την προαναφερθείσα αλλοτρίωση. Ως αποτέλεσμα, η Ορθόδοξη Εκκλησία έφτασε να ταυτίζεται με την κοινωνική αστυνόμευση των ηθών (βλ. «ένας καλός κληρικός μπορεί να κατορθώσει περισσότερα από εκατό χωροφύλακες»), χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της οποία αποτελούν στην Ελλάδα οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις «Ζωή» και «Σωτήρ».

Ο Γιανναράς προτείνει λοιπόν μία επανάσταση στη θεολογία. Θεμέλιό της είναι, για τον ίδιο, τα μεγάλα μυθιστορήματα του Dostoevsky, Έγκλημα και Τιμωρία, Ηλίθιος, Δαιμονισμένοι και Αδελφοί Καραμάζοβ, τον οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει δημιουργό μιας μεγάλης θεολογικής σύνθεσης («θεολογία της πτώσης» την ονομάζει χαρακτηριστικά), εφάμιλλο με τον Παλαμά και τον ψευδο-Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Είναι λοιπόν αναγκαίο να πραγματοποιηθεί η επιστροφή στο αυθεντικό ήθος της Εκκλησίας, κατά το οποίο μια κοινότητα προσώπων επικοινωνεί άμεσα και ελεύθερα με το Θεό μέσω των Μυστηρίων, προ παντός δε με τη Θεία Ευχαριστία. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει πρώτα να μεταρρυθμιστεί η ίδια η εκκλησία μας: πρέπει να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα της βιομηχανικής εποχής και της αστικοποίησης, διατηρώντας παράλληλα το σωτήριο και διαχρονικό μήνυμά της. Επίσης επείγουσα κρίνεται η αναδιαμόρφωση του θεσμού της ενορίας, ώστε να υπερκεραστεί η κατάσταση των απρόσωπων σχέσεων των ανθρώπων στις σύγχρονες πόλεις. Για τον Γιανναρά, το πρόβλημα που έθεσε έναν αιώνα πριν ο Dostoevsky παραμένει επίκαιρο: από τη μια μεριά βρίσκεται ο Χριστός που μας ζητά ελεύθερα να έλθουμε κοντά Του, και από την άλλη ο Μέγας Ιεροεξεταστής, που επιδιώκει να συγκεντρώσει βίαια τους ανθρώπους. Χώρος της σύγκρουσης αυτής στάθηκε η πολύπαθη Ρωσία των κομουνιστών. Αν, όμως, οι άνθρωποι βαδίσουν το δρόμο της άσκησης και της υπακοής στην εκκλησιαστική κοινότητα, τότε θα βιώσουν πραγματικά την εμπειρία του Θεού και τη σωτηρία, που υπερβαίνει κάθε λογική και ηθική κατηγοριοποίηση αυτού του κόσμου.

Το συμπέρασμα του Γιανναρά, ο οποίος διαμόρφωσε τις βασικές του θεολογικές απόψεις κατά την ψυχροπολεμική εποχή, είναι ότι η ιδεολογική και γεωπολιτική πόλωση φιλελεύθερου καπιταλισμού και μαρξιστικού σοσιαλισμού συγκεφαλαίωνε το τραγικό δίλημμα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη Δύση, η οποία, χωρίς να το συνειδητοποιεί, αναζητά εναγωνίως την αλήθεια του Χριστού. Στον αντίποδα, η νεοελληνική κοινωνία επιμένει ν’ αντιγράφει («πιθηκίζοντας») καθετί το ξενόφερτο και το «Δυτικό», το οποίο λογαριάζει για προοδευτικό[1]. Αυτό ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Χρήστος Γιανναράς κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών στην Ευρώπη.

Πώς όμως αντιμετωπίσθηκε στον ελλαδικό χώρο; Η Μεταπολίτευση, από την οποία συμπληρώθηκαν πρόσφατα πενήντα έτη, έφερε μεταβολές στο γιανναρικό έργο και στην ευρύτερη πρόσληψή του στην ελληνική κοινωνία. Καθώς προχωρούσαν οι ιστορικές εξελίξεις, με τη σοσιαλιστική ιδεολογία να κερδίζει χώρο και τις συντηρητικές απόψεις του παρελθόντος να συρρικνώνονται, η παρουσία του Γιανναρά, ενός θεολόγου με λαμπρές φιλοσοφικές περγαμηνές και αξιώσεις, που δεν δίστασε να διαλεχτεί στα κείμενά του με αστροφυσική, μαρξισμό και ψυχανάλυση, ενόχλησε σφόδρα το νέο «κατεστημένο», όπως είχε ενοχλήσει προηγουμένως το παλιό. Αυτή τη φορά, όμως, πέτρα του σκανδάλου δεν ήταν η κριτική στις θρησκευτικές οργανώσεις και στον σεξουαλικό πουριτανισμό, αλλά η χριστιανική θεολογία καθαυτή, η οποία, στα μάτια των εκπροσώπων του νέου κατεστημένου, είχε το «θράσος» να προβάλλει τολμηρά μπροστά στα σύγχρονα ερωτήματα, υπονομεύοντας το αφήγημα που ήθελε την Ορθοδοξία, μετά τη σύνδεσή της με τη Χούντα, να πετιέται βιαστικά στο σκοροφαγωμένο ντουλάπι του παρελθόντος.

Έτσι, ο «προοδευτικός» αντιδυτικός θεολόγος επικρίθηκε πρώτα ως «προοδευτικός» και στη συνέχεια ως αντιδυτικός «θεολόγος». Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η ελλαδική κοινωνία αυτή που άλλαξε. Άλλαξε επίσης και ο συγγραφέας του. Συγκεκριμένα, με την πάροδο των χρόνων μπορούμε να δούμε στο γιανναρικό έργο την ενίσχυση επιρροής από τον θεολόγο π. Γεώργιο Florovsky, και ειδικότερα, απ’ τη θεωρία του για τη «δυτική αιχμαλωσία». Ο Γιανναράς θα υποστηρίξει πως ήταν ο ελληνικός πολιτισμός εκείνος που εξέφρασε το γνήσιο χριστιανικό ήθος, με τη σημασία που αναφέρθηκε παραπάνω. Ο λόγος που ο Χριστιανισμός εκφράστηκε στην πληρότητά του μονάχα μέσω του ελληνισμού, θα πει, είναι επειδή ο τελευταίος πρώτος ενσάρκωνε, μέσω του «αποφατισμού» του, την προτεραιότητα των προσωπικών ανθρώπινων σχέσεων απέναντι στην εγωιστική θωράκιση των ατόμων. Έχουμε, λοιπόν, τη βαθμιαία μετατόπιση και διεύρυνση της έμφασης του Χρήστου Γιανναρά, από το θεολογικό πεδίο (δηλ. Ορθοδοξία vs Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμών) στο πολιτισμικό (δηλ. Ελληνισμός vs Δύσης), με τη στροφή να λαμβάνει όλο και πιο αποστεωμένο χαρακτήρα όσο η σύγκλιση της Ελλάδας με τον ευρωπαϊκό χώρο γινόταν μεγαλύτερη, για να κορυφωθεί τελικά στην οικονομική κρίση και τους Ευρωπαίους δανειστές να επιβάλλουν στην τελευταία τα γνωστά επαχθή και δυσβάσταχτα μέτρα.

[1] Αργότερα, στον εικοστό πρώτο αιώνα πλέον, ο ίδιος θα ξαναγράψει σημαντικό τμήμα του βιβλίου, ελαχιστοποιώντας τις αναφορές σε αυτά, ενώ αλλού θα εκφράσει την απογοήτευσή του από την κατάληξη του Χριστιανισμού στον ρωσικό χώρο. Παράλληλα, στην επιφυλλιδογραφία του, δεν θα κρύψει και τον θαυμασμό του για τις «ηγετικές» ικανότητες του Vladimir Putin (τον οποίον και έχει παρομοιάσει με τον Erdogan), εκφράζοντας ελπίδες για εμφάνιση αντίστοιχων ηγετών στον ελλαδικό χώρο. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στο ουκρανικό κράτος, θα εκφρασθεί με μία γενικότερη απογοήτευση για όλες τις πλευρές. Η αντίθεση προς τη Δύση, πάντως, θα διατηρηθεί σταθερή, λαμβάνοντας με τα χρόνια έναν όλο και πιο έντονο χαρακτήρα στο γιανναρικό έργο. Χρόνια μετά, ο Γιανναράς θα δηλώσει τα εξής: «Ιστορικά, στη Δύση, κάθε αντίδραση στη νοησιαρχία ἢ κάθε απόπειρα αποφυγής της είναι αναπόδραστα παγιδευμένη στην ατομοκρατία, στην απολυτοποίηση κάποιας επιμέρους ατομικής ικανότητας για πρόσβαση στην αλήθεια. Έτσι προκύπτουν τα κινήματα του ρομαντισμού (ατομική διαίσθηση, συναίσθημα, αισθητικό βίωμα) αλλά και της αισθησιοκρατίας (“οὐδὲν ἐν τῇ νοήσει ὃ μὴ πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει”), ο μπερξονισμὸς και ο νιτσεϊκός βιταλισμός, η υπαρξιστική φιλοσοφία (γνώση μέσα από την ατομική βίωση “οριακών καταστάσεων” της ύπαρξης), ο ιστορικός υλισμός και ο μηδενισμός (η έξοδος από κάθε υπαρκτικό προβληματισμό για χάρη της κατάφασης των υλικών, καταναλωτικών αναγκών του ατόμου)». Για τη σημασία του αποφατισμού και τη σχέση του με την «κριτική οντολογία», που υπήρξε η γνωσιολογική φιλοσοφική πρόταση του Γιανναρά, μπορεί κανείς να συμβουλευθεί και το παλαιότερο κείμενό μας, εδώ.

 https://antifono.gr/giannaras-mais-68-orthodoxi-theologia/

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"Ο λόγος που ο Χριστιανισμός εκφράστηκε στην πληρότητά του μονάχα μέσω του ελληνισμού, θα πει, είναι επειδή ο τελευταίος πρώτος ενσάρκωνε, μέσω του «αποφατισμού» του, την προτεραιότητα των προσωπικών ανθρώπινων σχέσεων απέναντι στην εγωιστική θωράκιση των ατόμων."
Αυτή η καραμέλα με τις σχέσεις είναι πλέον καινού περιεχομένου. Δεν έχει τίποτα να διδάξει και δεν έχει τίποτα να προτείνει.
Μπορεί πολύ απλά ο Eλληνάς κάποτε να αγάπησε αγνά και από τα βάθη της καρδίας του τον Χριστό. Ακόμα έχω εικόνα από το τότε που ήμουν παιδί με ανθρώπους συντετριμμένους να κλαίνε σιωπηρά σε μία γωνία στην εκκλησία. Αυτό πλέον δεν το συναντάω. Και ίσως αυτό να είναι που λείπει. Μπορεί πλέον εγώ να μην έχω τα μάτια που είχα μικρός και μπορούσαν να τα δουν αυτά. Κάποιοι όμως κάπου σίγουρα Τον αγαπούν ακόμα. Δεν μπορεί να είναι διαφορετικά. Αυτοί όπως δείχνουν τα πράγματα λιγοστεύουν αλλά η αγάπη τους από την άλλη μπορεί να είναι όσων 1000 παλαιότερα. Κανείς δεν ξέρει. Μόνο ο Κύριος.
Σκέφτομαι μερικές φορές τον Κύριο να είναι σαν ένα παιδί μονάχο κάπου εκεί έξω που κανένας δεν σκέφτεται να του δώσει ένα χαμόγελο ή ένα χάδι και κάτι με πιάνει. Κάπως έτσι το νοιώθω. Κάπως έτσι είμαστε απάνθρωποι με τον Θεό μας.