Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Περί Θειας και Θεοποιού Μεθέξεως ή περί τής Θείας και Υπερφυούς απλότητος (2)

  Συνέχεια από: Κυριακή 4 Μαΐου 2025

 Περί Θειας και Θεοποιού Μεθέξεως ή περί τής Θείας και Υπερφυούς απλότητος

-Τα ζώα και τα άψυχα δεν μετέχουν αγιότητας
-Κτιστές χάριτες δεν Θεώνουν
Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά
Κείμενο - Μετάφραση

Πηγή αρχαίου κειμένου: ΕΠΕ τ. 3 κεφ. 41. Σελ. 212-219.


13. Ταυτα εκθέτει λεπτομερέστερα καί ο θείος Κύριλλος, ανατρέπων καί εκείνους οι οποίοι λέγουν ότι τό θείον εμφύσημα κατέστη ψυχή του άνθρώπου. Συνοψίζων αυτός τα επιχειρήματα λέγει, «το εμφυσηθέν από αυτόν οπωσδήποτε νοείται ότι είναι καί ίδιον αυτού, δηλαδή από την ουσίαν του. Τότε πώς είναι δυνατόν το εκ του Θεού Πνεύμα νά μεταθληθή εις φύσιν ψυχής; «Επομένως», συνεχίζει, «τό μέν ζώον εψυχώθη κατά άρρητον δύναμιν Θεού, καί με την προς αυτόν ομοίωσιν έγινεν ό,τι εκ φύσεως προωρίζετο να είναι, αγαθόν καί δίκαιον καί δεκτικόν πάσης αρετής. Ηγιάσθη δέ αφού απεδείχθη μέτοχον του θείου Πνεύματος, τό οποίον καί απέβαλε λόγω τής αμαρτίας»Που είναι οι λέγοντες κτιστήν καί φυσικήν μίμησιν τήν θεοποιόν δωρεάν του Πνεύματος, αλλ’ όχι θείαν καί απόρρητον καί απορρήτως πραγματοποιουμένην ενέργειαν; Καί μάλιστα, ενώ ο άγιος Μάξιμος λέγει, «υφιστάμεθα τήν θέωσιν ως υπερφυσικόν γεγονός, αλλά, δεν ποιοίμεν (πράττομεν) αυτήν». Καί πάλιν, «δέν υπάρχει τίποτε το φυσικόν τό οποίον πράττει τήν θέωσιν».

[13. Αυτά τα εξηγεί πιο αναλυτικά και ο Άγιος Κύριλλος, αντικρούοντας εκείνους που λένε ότι το θεϊκό φύσημα έγινε η ψυχή του ανθρώπου. Συνοψίζοντας τα επιχειρήματά του λέει: «Το εμφυσούμενο από τον Θεό θεωρείται ότι προέρχεται από τη δική Του ουσία. Τότε πώς είναι δυνατόν το Πνεύμα του Θεού να αλλάξει και να γίνει φύση ψυχής;». Και συνεχίζει: «Το ζωντανό ον εμψυχώθηκε με απερίγραπτη δύναμη Θεού και με το να γίνει όμοιο με Αυτόν, έγινε όπως είχε από τη φύση του προοριστεί να είναι: αγαθό, δίκαιο και δεκτικό κάθε αρετής. Αγιάστηκε, αφού έγινε μέτοχο του θείου Πνεύματος, το οποίο όμως έχασε εξαιτίας της αμαρτίας». Πού είναι αυτοί που λένε ότι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος είναι κτιστή και φυσική μίμηση, και όχι θεία και μυστική ενέργεια; Και μάλιστα, ενώ ο Άγιος Μάξιμος λέει: «Υφιστάμεθα τη θέωση ως υπερφυσικό γεγονός, αλλά δεν την πραγματοποιούμε εμείς οι ίδιοι». Και πάλι: «Δεν υπάρχει τίποτα φυσικό που να πραγματοποιεί τη θέωση».]


14.
 Αλλ’ έπανελθόντες εκεί άπό όπου, εκάμαμεν τήν παρέκβασιν, θά συνεχίσουμε τήν διαπραγμάτευσιν του θέματος. Δεν ύπάρχει λοιπόν τίποτε το οποίον να μας εμποδίζη να λέγουμε ακόμη ότι, όπως «κανείς δεν είναι άγαθός παρά μόνον είς, ο Θεός», έτσι τίποτε δεν μετέχει του Θεου παρά μόνον οί άγαθοί εκ των αγγέλων και οι εκ των ανθρώπων δεχθέντες μυστικώς πάλιν το θείον εμφύσημα, το οποίον είς τήν αρχήν απεμακρύνθη από τον Αδάμ λόγω της αθετήσεως του θείου προστάγματος. Ευχαρίστως θα ρωτούσα τον αρνούμενον την γνώμην· άραγε δεν είναι αναγκαιον το μέλλον να μετάσχει κάποιου άλλου, να προϋπάρχει τής μεθέξεως αυτου και καθ’ έαυτό να είναι κάτι προηγούμενον; Τα ζώντα επομένως διά μετοχής τού Θεού αισθητικώς ή λογικώς ή νοερώς, ποιαν αίσθησιν ή λόγον ή νουν θα κατείχον, αν δεν ειχαν ακόμη μετάσχει του Θεού; Θά μπορούσε να πει κανείς ότι εκείνα έχουν τό είναι, εις το οποιον οι δυνάμεις αυτές προσετέθησαν. Αλλ’ όμως καί τούτο, τό είναι, έχουν διά μεθέξεως του Θεου. Άρα είναι φανερόν ότι ταύτα δέν μετέχουν του Θεού κατ’ άκρίβειαν, αλλά λέγεται ότι μετέχουν ως άποτελέσματα τής δημιουργικής εκείνου ενεργείας και δυνάμεως, όπως θα ήταν δυνατόν να λεχθεί ότι καί όλα τα τεχνητά κατ’ αμυδράν απήχησιν μετέχουν τής διανοίας του τεχνίτου, ενώ είναι τελείως άμοιρα ενεργούς διανοίας.

[14. Επιστρέφοντας τώρα εκεί από όπου κάναμε την παρέκβαση, συνεχίζουμε το θέμα. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα που να μας εμποδίζει να πούμε ότι, όπως «κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ο Θεός», έτσι και κανείς δεν μετέχει του Θεού εκτός από τους αγαθούς αγγέλους και τους ανθρώπους που δέχθηκαν εκ νέου μυστικά το θείο φύσημα, το οποίο στην αρχή απομακρύνθηκε από τον Αδάμ εξαιτίας της παράβασης της θείας εντολής. Θα ήθελα πολύ να ρωτήσω αυτόν που διαφωνεί: δεν είναι απαραίτητο αυτό που μετέχει κάποιος, να προϋπάρχει και να είναι κάτι ξεχωριστό από αυτόν; Τα όντα που ζουν μέσω της μετοχής στον Θεό, αισθητά ή λογικά ή νοερά, τι αίσθηση, λόγο ή νου θα είχαν, αν δεν είχαν μετάσχει του Θεού; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουν την ύπαρξη στην οποία προστέθηκαν αυτές οι δυνάμεις. Αλλά ακόμη και αυτή η ύπαρξη είναι αποτέλεσμα μετοχής στον Θεό. Άρα, είναι φανερό ότι δεν μετέχουν στον Θεό κατά κυριολεξία, αλλά λέγεται ότι μετέχουν ως αποτελέσματα της δημιουργικής Του ενέργειας και δύναμης – όπως και όλα τα τεχνικά δημιουργήματα μετέχουν εξ αποστάσεως στη διάνοια του δημιουργού τους, αλλά είναι τελείως ξένα προς ενεργό διάνοια].

15. Oί δε άγιοι, έχοντες προϋποκειμένην την κτιστήν φύσιν προσαποκτούν επάνω εις αύτήν την υπερφυά και θείαν μετοχήν, όχι όπως προσαποκτούν την τέχνην τα παράγωγά της, αλλ’ όπως όσοι αναλαμβάνουν καί δέχονται την έπιστήμην, «πάντοτε μεν συμπαρούσαν, ενεργεία δε εκδηλουμένη όταν χρειάζεται», σύμφωνα με τους διάφορες ιδέες των χαρισμάτων του Πνεύματος. «Καί όπως είναι ο μέσα μας (ο εν ημίν) λόγος», λέγει, «έτσι είναι καί το πνεύμα μέσα μας· άλλοτε μέν είναι ο ίδιος ο εγκάρδιος, όταν το Πνευμα συμμαρτυρεί με το πνεύμα μας, καί όταν κράζη στις καρδίαις μας, αββά ο πατήρ, άλλοτε δε είναι ως ο προφερόμενος με την γλώσσαν. Διότι δεν είσθε σεις οι ομιλούντες, λέγει αυτός ο οποίος δίδει την σναντίρρητον σοφίαν, αλλά το Πνεύμα τού Πατρός υμών το λαλούν μέσα σας». Αλλά θα μπορούσε έπίσης να νοηθεί ως εν όλον σε μέρη, συνεχίζει, κατά την διανομήν των χαρισμάτων. Διά τούτο και 'όλοι είμεθα μέλη αλλήλων'». Επιπλέον δε «καί όπως είναι η δύναμις της οράσεως στον υγιή οφθαλμόν, έτσι και η ενέργεια του πνεύματος είς τήν καθαρμένην ψυχήν
». Δια τούτο ο ίδιος ονομάζει απόρροιαν του Πνεύματος τον εξ αυτού φωτισμόν. «Οπως δηλαδή», λέγει, «τα παρακείμενα στα ανθηρά χρώματα χρωματίζονται καί αυτά από την περιρρέουσαν αυγήν, έτσι ο εναργώς ενατενίσας εις το Πνεύμα μεταμορφώνεται κάπως από την δόξαν εκείνου προς το φωτεινότερον, καταλαμπόμενος διά της εκ του πνεύματος αληθείας σαν από κάποιο φως». Ο δε Γρηγόριος, ο επώνυμος της θεολογίας, αφού απερίθμησε τα συμβάντα στην αδελφήν του Γοργονίαν, όταν απεδήμησε, καί είπε, «γνωρίζω καλώς ότι τα τώρα παρόντα σου είναι ανώτερα καί πολυτιμότερα από τα βλεπόμενα, ήχος εορταστών, χορός αγγέλων, παράταξις ουρανία, θεωρία δόξης, καί της άλλης καί της υψίστης Τριάδος, έλλαμψις καθαρωτέρα καί τελειότερα, καθώς αστράπτει στις ψυχές μας με όλον το φώς τής θεότητος», αφού λοιπόν είπε ταύτα απευθυνόμενος προς αυτήν, έπειτα συνεχίζων τόν λόγον καί συνοψίζων λέγει, «απολαύεις όλων εκείνων, των οποίων είχες τας απορροίας ακόμη καί όταν ήσουν επί της γής λόγω τής γνήσιας ροπής πρός αυτά». Τοιαύτη είναι πράγματι η φύσις τής απορροίας, καί όταν μεταδίδεται, να μένει αχώριστος από τόν μεταδίδοντα, ο οποίος δεν ύφίσταται ούτε τήν παραμικράν μείωσιν διά τής μεταδόσεως. Πώς θα μπορούσε νά πάθει κάτι παρόμοιον το φώς λόγω της ακτίνος ή πάλιν η ακτίνα λόγω της αυγής;

[15. Οι άγιοι, αν και έχουν κτιστή φύση, προσλαμβάνουν πάνω σε αυτήν την υπερφυσική και θεία μετοχή – όχι όπως τα εργαλεία προσλαμβάνουν την τέχνη, αλλά όπως αυτοί που αποκτούν και δέχονται την επιστήμη: «πάντοτε παρούσα, αλλά φανερώνεται ενεργά όταν χρειάζεται», ανάλογα με τα χαρίσματα του Πνεύματος. Και όπως είναι ο εσωτερικός μας λόγος, λέει, έτσι είναι και το Πνεύμα μέσα μας. Άλλοτε εκδηλώνεται μέσα στην καρδιά μας, όταν το Πνεύμα συμμαρτυρεί με το πνεύμα μας και φωνάζει μέσα μας: «Αββά, Πατέρα», άλλοτε δε εκφράζεται προφορικά. «Δεν είστε εσείς που μιλάτε», λέει ο Χριστός, «αλλά το Πνεύμα του Πατέρα σας που μιλά μέσα σας». Μπορεί επίσης να νοηθεί ως ένα ον που εκδηλώνεται κατά μέρη, ανάλογα με τη διανομή των χαρισμάτων· γι’ αυτό και «όλοι είμαστε μέλη αλλήλων». Και όπως η όραση υπάρχει στον υγιή οφθαλμό, έτσι και η ενέργεια του Πνεύματος υπάρχει στην καθαρμένη ψυχή. Γι’ αυτό και το φως που προέρχεται από το Πνεύμα λέγεται απόρροιά του. «Όπως», λέει, «τα αντικείμενα κοντά στα λουλουδένια χρώματα παίρνουν κι αυτά χρώμα από την αυγή που τα περιβάλλει, έτσι και όποιος βλέπει καθαρά στο Πνεύμα μεταμορφώνεται προς το φωτεινότερο από τη δόξα εκείνου, φωτιζόμενος από την αλήθεια που προέρχεται από το Πνεύμα, σαν να λούζεται σε φως». Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αφού απαρίθμησε τα πνευματικά που συνέβησαν στην αδελφή του Γοργονία μετά την κοίμησή της, είπε: «Ξέρω καλά ότι αυτά που τώρα βιώνεις είναι ανώτερα από όσα βλέπονται: πανηγυρικός ήχος, χορός αγγέλων, ουράνια διάταξη, θέα της δόξας της Αγίας Τριάδας, καθαρότερη και τελειότερη λάμψη, όπως αστράφτει στις ψυχές μας με όλο το φως της θεότητας». Και συνοψίζοντας της λέει: «Απολαμβάνεις τώρα όσα ήδη λάμβανες ως απόρροιες ακόμη κι όταν ήσουν στη γη, λόγω της γνήσιας κλίσης σου προς αυτά». Αυτή είναι η φύση της απόρροιας: όταν μεταδίδεται, παραμένει αχώριστη από τον μεταδίδοντα, που δεν υφίσταται καμία απώλεια. Πώς θα μπορούσε να πάθει κάτι παρόμοιο το φως εξαιτίας της ακτίνας του ή η ακτίνα εξαιτίας της αυγής;]

16. Καί μη μου φέρεις είς την μέσην τας υλικάς απορροίας· αλλά αφού καθαρίσεις πρός αυτήν πασαν επισκοτίζουσαν σημασίαν, τότε εξέτασε κατά δύναμιν τον τρόπον τής πρός τούς αξίους χορηγίας τού Πνεύματος. Πώς ελλάμπει κατ’ άπόρρητον τρόπον εμφανώς είς όλους τους αξίους; «Όπως ακτινοβολίες», λέγει, «φωτίζοντας ένα νέφος τα κάμνουν να λάμπει καθιστώντας χρυσοειδή την όψιν του». Σκέψου καί τις νεφέλες ταύτες, τα σκεύη τού φωτός, οι όποιοι έχουν θείαν αίσθησιν τού φωτός εκείνου καί ως οφθαλμοί κατάλληλοι έχουν εκ φύσεως τήν ιδιότητα διά της μεταλήψεως τού φωτός να καθίστανται παραπλήσιον φώς καί να χρησιμοποιούν τοιούτο φώς. Έτσι λοιπόν κυρίως μόνον οι άγιοι μετέχουν του Θεού, γινόμενοι ένθεοι και θεοειδείς· μή μετέχοντες μόνον, αλλά και μεταδίδοντες, καί μή λαμβάνοντες γνώσιν μόνον των γεγονότων, αλλά γνωρίζοντες και μερικά εκ των μη παραχθέντων εκ μή όντος, καί μή ζώντες μόνον, αλλά καί ζωοποιούντες, ιδιότητες οι οποίες δεν ανήκουν σε κτιστήν δύναμιν. Πρέπει όμως μετά την απόδειξιν τής αληθείας να ακούωμεν καί τούς κήρυκες τής άληθείας, οι οποίοι λέγουν ότι μόνον οί άγιοι μετέχουν του Θεού· διότι τούτους προβάλλομεν εμείς πάντοτε ως μάρτυρες τής αληθείας.

[16. Μην ανακατεύεις εδώ τις υλικές ροές και φαινόμενα· αλλά, αφού απομακρύνεις από το θέμα κάθε σκοτεινό και υλικό νόημα, εξέτασε — όσο μπορείς — με ποιον τρόπο το Άγιο Πνεύμα χαρίζεται στους άξιους. Πώς, δηλαδή, τους φωτίζει με έναν μυστικό και υπερφυσικό τρόπο, εμφανώς όμως, ώστε να το βλέπουν όλοι οι άξιοι; Λέει ο λόγος: «Όπως οι ακτίνες, διαπερνώντας τα σύννεφα, τα κάνουν να λάμπουν και τους δίνουν χρυσαφένια όψη». Σκέψου κι αυτά τα σύννεφα ως σκεύη του φωτός — ανθρώπους δηλαδή που έχουν θεία αίσθηση του φωτός και οι οποίοι, σαν κατάλληλοι οφθαλμοί, έχουν εκ φύσεως την ιδιότητα, με τη συμμετοχή τους στο φως, να μεταμορφώνονται και αυτοί σε φως και να λειτουργούν μέσα σε αυτό. Έτσι, κυρίως οι άγιοι μετέχουν στον Θεό, γίνονται θεοφόροι και θεοειδείς. Και όχι μόνο μετέχουν, αλλά μεταδίδουν τη χάρη σε άλλους· όχι μόνο γνωρίζουν τα παρόντα, αλλά και κάποια από τα μέλλοντα· όχι μόνο ζουν εν Χριστώ, αλλά και δίνουν ζωή. Αυτές είναι ιδιότητες που δεν προέρχονται από κάποια κτιστή δύναμη.
Αφού λοιπόν αποδείξουμε την αλήθεια, ας ακούσουμε και τους θεοφόρους Πατέρες, τους κήρυκες αυτής της αλήθειας, οι οποίοι διαβεβαιώνουν ότι μόνο οι άγιοι μετέχουν του Θεού. Αυτούς ακριβώς προβάλλουμε πάντα ως μάρτυρες της αλήθειας.]

17. Λέγει πράγματι ο μέγας Βασίλειος. «Μόνον λοιπόν, αφού ο άνθρωπος καθαρθεί από το αίσχος το οποίον του έχει αποτυπωθή δια της κακίας και επανέλθει προς το φυσικόν κάλλος και αποδώσει πάλιν την αρχαίαν μορφήν ως σε βασιλικόν άγαλμα, τότε μόνον είναι δυνατόν νά προσεγγίσει τον παράκλητον»· καί πάλιν, «τό Πνεύμα το άγιον είναι απρόσιτον μέν κατά τήν φύσιν, χωρητόν δέ λόγω άγαθότητος· γεμίζει μέν τα πάντα διά τής δυνάμεως, είναι δέ μεθεκτόν μόνον από τούς άξιους, μή μετεχόμενον μέ ενιαίον μέτρον, αλλά κατανέμον τήν ένέργειαν κατά τήν αναλογίαν τής πίστεως»· καί πάλιν, «το αχώρητον λοιπόν στον κόσμον, θεωρητόν δέ μόνον από τους άγιους λόγω καθαρότητος καρδίας, τί πρέπει να νομίζεται ή ποίες τιμές είναι δυνατόν νά είναι σύμμετρες προς αυτό»; Καί πάλιν, «ο Κύριος, αφού διά των διδαγμάτων του προέβαλεν στούς μαθητές του καθαρότητα ζωής, τώρα πλέον τούς καθιστά καί εποπτικούς καί θεωρητικούς τοΰ πνεύματος»
· καί πάλιν, «οί καταπατούντες τα γήινα καί γενόμενοι υπεράνω αύτών έχουν αποδειχθεί μάρτυρες τής δωρεάς τοα αγίου Πνεύματος».

[17. Λέει πράγματι ο Μέγας Βασίλειος: «Μόνο όταν ο άνθρωπος καθαρθεί από τη ντροπή της κακίας και επανέλθει στο φυσικό κάλλος, ανακτώντας την αρχαία θεοειδή μορφή του, όπως ένα βασιλικό άγαλμα, τότε μπορεί να πλησιάσει τον Παράκλητο». Και αλλού λέει: «Το Άγιο Πνεύμα είναι από τη φύση του απρόσιτο, όμως γίνεται προσιτό λόγω της αγαθότητάς του. Γεμίζει τα πάντα με τη δύναμή του, αλλά μετέχεται μόνο από τους άξιους, όχι με τον ίδιο τρόπο και μέτρο, αλλά ανάλογα με την πίστη του καθενός».
Και πάλι λέει: «Αυτό που δεν χωράει στον κόσμο είναι ορατό μόνο στους αγίους, λόγω της καθαρότητας της καρδιάς τους. Ποια αξία μπορεί να του αποδοθεί, και ποια τιμή είναι αντάξια αυτού;». Και αλλού: «Ο Κύριος, αφού καθάρισε τους μαθητές του με τη διδασκαλία του, τους κάνει ικανούς να γίνουν και οπτικοί και θεωρητικοί δέκτες του Πνεύματος».
Και ακόμη: «Όσοι καταπατούν τα γήινα και γίνονται ανώτεροι από αυτά, αποδεικνύονται μάρτυρες της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος»].

18. Δια να σου παραστήσωμεν δε καί παραδειγματικώς δι' αμυδράς εικόνος τήν διαφοράν τών μεθέξεων τούτων, μετέχει βέβαια του πυρός η πηλίνη χύτρα διασώζουσα ίχνη του πυρός καί όταν εξαχθή από την κάμινον προς χρήσιν. Πράγματι το ερυθροειδές του χρώματος, καθώς καί τό εξαιρετικώς ξηρόν και στερεόν τής ύλης προέρχονται κατ’ ευθείαν από το πυρ καθ όσον αφού εξαντληθή από εκεί το υγρόν καί φαγωθή από το πυρ και δια της καύσεως αμαυρωθή, τότε συμπλέκεται το ξανθόν του πυρός με τήν φυσικήν λευκότητα του γεώδους, έτσι δέ από την ανάμιξιν του ξανθού καί λευκού καί μέλανος, καθώς πυρώνεται καί φυραται, αποκτά τήν βαφήν, τό χαλαρόν τής γεώδους ύλης σφίγγεται καθώς κλείονται οι εις το βάθος πόροι από τήν βίαν του πυρός, ώστε να μην επιτρέπει πλέον διείσδυσιν εις το παχυμερές ύδωρ. Κατ’ αυτόν τον τρόπον καί περιρρεόμενον εις τό εξής με ύδωρ είναι αδιάλυτον λόγω τής σκληρότητας. Αλλά είναι επίσης έλαφρότερον καί θερμότερον από ισόμετρον λίθον καί χώμα, ιδιότητες τις όποιας προσέλαβεν οπωσδήποτε από το πύρ. Μετέχει λοιπόν τό πήλινον του πυρός καί ευρισκόμενον εις χρήσιν πλέον· αλλά μετέχει καί όταν ευρίσκεται εις την καιομένην κάμινον καί είναι πυρακτωμένον, καθώς είναι συνημμένον με το πυρ. Αλλά τότε μεν δεν μετέχει μόνον των αποτελεσμάτων, αλλά καί όλων σχεδόν των ενεργειών του πυρός καί δεν στερείται τής θερμότητος καί καυστικής δυνάμεως. Δύναται δέ να μεταδώση και την ενέργειαν, τής οποίας μεταλαμβάνει αυτό, σε καθε πλησιάζον, αν αυτό είναι επιτήδειον προς μετάληψιν, μολονότι έχει αμετάβλητον τήν φύσιν και κατ’ αύτήν είναι χώμα. Το μεταφερθέν όμως έξω από τήν κάμινον δοχείον προς χρήσιν, των μέν αποτελεσμάτων τής ένεργείας του πυρός μετέχει, των δε ενεργειών όχι πλέον τώρα.
[18. Για να κατανοήσεις — έστω και με μια αμυδρή εικόνα — τη διαφορά αυτών των μεθέξεων, σκέψου το εξής: Μια πήλινη στάμνα μετέχει στο πυρ, κρατώντας ίχνη του φωτός ακόμη και αφού βγει από τον φούρνο. Το κοκκινωπό χρώμα της, η ξηρότητα και η στερεότητά της προέρχονται άμεσα από το πυρ, αφού πρώτα το υγρό στοιχείο εξατμιστεί και καεί, και μέσα από τη θέρμανση, το λευκό του πηλού ενώνεται με το κόκκινο του πυρός. Έτσι προκύπτει το τελικό χρώμα.
Το πήλινο αγγείο γίνεται πλέον σκληρό και αδιάβροχο, αφού οι πόροι του έχουν σφραγιστεί από τη θερμότητα του πυρός, και γι’ αυτό δεν μπορεί να διαβραχεί. Γίνεται επίσης ελαφρύτερο και θερμότερο από έναν όμοιο λίθο ή χώμα — ιδιότητες που έλαβε από το πυρ.
Μετέχει λοιπόν στο πυρ και μετά τη χρήση του, αλλά μετέχει πολύ περισσότερο όταν είναι μέσα στον φούρνο και πυρακτώνεται. Τότε μετέχει όχι μόνο στα αποτελέσματα, αλλά και στις ίδιες τις ενέργειες του πυρός. Και έχει τη δύναμη να μεταδίδει αυτή τη θερμότητα σε όποιον πλησιάζει — εφόσον ο άλλος μπορεί να την δεχτεί — παρότι η φύση του παραμένει πηλός.
Το αγγείο όμως που έχει απομακρυνθεί από το πυρ και βρίσκεται σε χρήση, μετέχει μόνο στα αποτελέσματα του πυρός, όχι πλέον στις ενέργειες].

19. Συνάγων λοιπόν από τα σκεύη τα χρήσιμα δι' εξέτασιν του προκειμένου, κατανόησε ότι η μέν φυσική ζωή και ύπαρξις, η γνώσις καί τα παρόμοια είναι αποτελέσματα των θείων ενεργειών, όχι δέ κυρίως ενέργειες. Των δέ πραγματικά ζώντων κατά τρόπον θείον  και υπερφυώς η ένθεος ζωή καί χάρις είναι ενέργεια αληθώς θεία καί υπερφυής, κατά τήν οποίαν πραγματοποιείται ένωσις του Θεού και των αξίων του Θεού. Υπάρχουν βεβαίως και αποτελέσματα των θείων ενεργειών κτιστά, αλλά δεν είναι κυριολογικώς ενέργειες όσα παρήχθησαν εκ μη όντων δια δημιουργικού προστάγματος. Αφού όμως εις τούς άξιους κατά τήν έπαγγελίαν έκαμε μονήν ο Κύριος μετά του Πατρός, τα εγγινόμενα εις τούς θεοφόρους δέν τελούνται διά δημιουργικού προστάγματος, αλλά δια θείας ενώσεως καί ενοικήσεως Θεού, δια θεουργικής δυνάμεως καί χάριτος μεταδίδοντος εις τούς συνημμένους με αύτόν άπό τά έκ φύσεως προσόντα του. Αρα οι άγιοι μετέχουν αγγελομιμήτως καί αγγελοπρεπώς όχι μόνον των αποτελεσμάτων, αλλά καί αυτών των ενεργειών του Θεού. Ο μέγας Βασίλειος λέγει ότι η διαφορά μεταξύ αγγέλων καί άγιου Πνεύματος είναι αυτή, «ότι εις αυτό μέν υπάρχει φύσει η αγιωσύνη, σ' αύτούς δέ υπάρχει εκ μετουσίας τό αγιάζεσθαι».
[19. Αναλογιζόμενος τα σκεύη αυτά, κατανόησε: η φυσική ζωή, η ύπαρξη, η γνώση και τα συναφή είναι αποτελέσματα των θείων ενεργειών — όχι όμως οι ίδιες οι ενέργειες.
Η ζωή όμως των αληθινά θεοφόρων ανθρώπων, αυτών που ζουν με θεϊκό τρόπο, είναι αποτέλεσμα θείας και υπερφυσικής ενέργειας. Είναι η ίδια η χάρη που πραγματοποιεί ένωση του Θεού με αυτούς που τον αγαπούν.
Υπάρχουν μεν κτιστά αποτελέσματα των ενεργειών του Θεού, αλλά αυτά δεν είναι αυστηρά ενέργειες· είναι αποτελέσματα που προήλθαν από το μηδέν με δημιουργική εντολή.
Αντίθετα, στους αγίους, που σύμφωνα με την υπόσχεση γίνονται κατοικητήρια του Θεού και του Πατρός, τα όσα γίνονται δεν είναι καρπός δημιουργικής εντολής, αλλά καρπός θείας ενώσεως και παρουσίας του Θεού μέσα τους. Έτσι, με θεουργική δύναμη και χάρη, τους χαρίζονται θεία χαρακτηριστικά.
Οι άγιοι λοιπόν μετέχουν όπως οι άγγελοι — όχι μόνο στα αποτελέσματα, αλλά και στις ίδιες τις ενέργειες του Θεού.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι η διαφορά ανάμεσα στους αγγέλους και το Άγιο Πνεύμα είναι αυτή: «Στο Πνεύμα υπάρχει φυσικά η αγιότητα, ενώ στους αγγέλους το αγιάζεσθαι προέρχεται από τη μετουσία»].

20. Έτσι θα λάμψουν οι δίκαιοι, όπως έλαμψεν ο Κύριος εις τό όρος, καί θα λάβουν βασιλείαν όχι κτιστήν ούτε γενικώς άλλην, παρά τήν αυτήν με εκείνον. Έτσι και εδώ εις τον Παύλον ζή και ομιλεί ό Χριστός, αν και αυτός ο οποίος ζούσε καί ομιλούσε ήτο ο Παύλος. Έτσι θανατώνει καί ζωογονεί ο Πέτρος, μολονότι ο Θεός είναι ο μόνος θανατώνων καί ζωογονών. Έτσι μαζί με αυτόν ο Ιάκωβος καί ο Ιωάννης βλέπουν το άνέσπερον καί σδιάπτωτον φώς με σωματικούς οφθαλμούς εις το όρος. Τούτο περιέλαμψεν αργότερα καί τον Παύλον καί αμαύρωσε τήν οπτικήν αίσθησιν αυτού, η οποία δεν άντεξε στήν υπερβολικήν λαμπρότητα, διότι η φύσις τής σαρκός δέν χωρεί τήν δύναμιν τού φωτός εκείνου. Έτσι ο Στέφανος από τήν γην βλέπει εις τόν ούρανόν, ζών ακόμη σωματικώς. Χορηγία του άγιου Πνεύματος γίνεται και δι’ αφής σωματικών χειρών, μεταδίδουσα εις τόν γνησίως και αληθώς προσεγγίζοντα θείαν ενέργειαν καί χάριν, η οποία γίνεται μεταδόσιμος πάλιν εις άλλον διά τούτου, καί δι’ αυτού πάλιν είς άλλον, καί προχωρεί διαδοχικώς επεκτεινομένη είς όλον τόν κόσμον. 

Ω, Μονογενή Λόγε του Θεού, ποίος θα υμνήσει αξίως την δύναμιν της επί γής παρουσίας σου; Πράγματι το θείον θυσιαστήριον δεν ανάπτεται ποτέ με ξένον καί γήϊνον πυρ, αλλά με κατ’ άλλον τρόπον ξένον καί ουράνιον, κατά τον οποίον με την διάδοσιν διατηρείται άσβεστον το πυρ, το οποίον ήλθες να βάλεις επί τής γής από το αφάνταστον πέλαγος φιλανθρωπίας, του οποίου μετέχουν καί τα λειτουργικά σου πνεύματα καί δια του οποίου φυγαδεύονται δαίμονες, το οποίον ο Μωυσής είδεν επι τής βάτου, καί δια του οποίου ο Ηλίας ανηρπάγη από τήν γήν, τό οποίον είδε προχεόμενον από τό σώμα σου καί ο χορός των αποστόλων και δια του όποιου ο Παύλος περιελάμφθη καί ο διώκτης μετεβλήθη σε μαθητήν, το οποίον είναι δύναμις αναστάσεως καί ενέργεια αθανασίας, φωτισμός ψυχών άγιων καί εναρμόνισις όλων των λογικών δυνάμεων.

[20. Έτσι θα λάμψουν οι δίκαιοι, όπως έλαμψε ο Κύριος στο όρος — και θα λάβουν όχι μια κτιστή βασιλεία ή κάποια άλλη, αλλά την ίδια με αυτόν.

Έτσι ο Χριστός ζει και μιλά στον Παύλο, παρόλο που είναι ο Παύλος αυτός που ζει και μιλά. Έτσι ο Πέτρος δίνει ζωή και θανατώνει, παρότι μόνο ο Θεός έχει αυτή τη δύναμη. Έτσι ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης είδαν στο όρος με σωματικά μάτια το άδυτο και άφθαρτο φως. Το ίδιο φως φώτισε και τον Παύλο και τύφλωσε την όρασή του, γιατί η σάρκα δεν μπορεί να αντέξει την δύναμη εκείνου του φωτός. Ο Στέφανος, ζωντανός ακόμη, βλέπει τον ουρανό από τη γη. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος μεταδίδεται ακόμη και με άγγιγμα των χεριών, δίνοντας θεία ενέργεια και χάρη σε όποιον την προσεγγίζει ειλικρινά και την οποία αυτός με τη σειρά του μεταδίδει σε άλλον, και εκείνος σε άλλον, έτσι ώστε να διαδοθεί σε όλο τον κόσμο.

Ω Μονογενή Λόγε του Θεού, ποιος μπορεί να υμνήσει επάξια τη δύναμη της παρουσίας σου στη γη;
Το θείο θυσιαστήριο δεν ανάβει με γήινο και ξένο πυρ, αλλά με ουράνιο και υπερφυσικό, με τρόπο μοναδικό. Αυτό το πυρ, που διατηρείται ακοίμητο με τη μετάδοσή του, είναι αυτό που εσύ έφερες στη γη από την άπειρη φιλανθρωπία σου. Είναι το ίδιο που μετέχουν οι άγγελοί σου, που διώχνει τους δαίμονες, που είδε ο Μωυσής στη βάτο, με το οποίο αρπάχθηκε ο Ηλίας στον ουρανό, που ανέβλυσε από το σώμα σου και το είδαν οι Απόστολοι, που φώτισε τον Παύλο και μετέστρεψε τον διώκτη σε μαθητή. Είναι η δύναμη της Ανάστασης και η ενέργεια της Αθανασίας, ο φωτισμός των αγίων ψυχών και η αρμονία όλων των λογικών υπάρξεων].

Συνεχίζεται

π. Ν. Λουδοβίκος: Αμαρτία: από την Ενοχή στην Μετάνοια

"Ακούστε κάτι, ο Απόστολος Παύλος το είπε αυτό. Προσέξτε λέει, είστε ελεύθεροι, αλλά την ελευθερία προσέξτε πως θα την χρησιμοποιήσετε. [ΕΙΠΕ ΕΠΙΣΗΣ ΟΤΙ ΑΛΛΑ ΘΕΛΩ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΝΩ, ΔΙΟΤΙ ΚΑΤΕΧΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ. ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ; ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ.] Αλλά δεν αίρεται η ελευθερία αυτή. Εάν αρθεί η ελευθερία ο άνθρωπος γίνεται αναγκαστικά σωσμένο ανακυκλωμένο μπουκάλι (και παίρνει το μπουκάλι και το δείχνει). Δεν έχει πλέον καμία δυνατότητα συνεργίας. Τελείωσε η ελευθερία, τελείωσε η συνεργία"

«Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ» Charles Chevalier

Δημοσιεύοντας το κοινωνικό συμβόλαιο, «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος», «και είναι παντού αλυσοδεμένος», ο Ρουσό απέρριψε την ιδέα ότι ο άνθρωπος παραδίδει την ελευθερία του σε έναν κυρίαρχο με αντάλλαγμα την ασφάλεια και την προστασία που πρότεινε ο Χομπς και το δυστοπικό του μοντέλο.

Ο Rousseau πρότεινε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να εγκαταλείψει την ελευθερία του χωρίς να χάσει την ανθρωπιά του, διαβρώνοντας έτσι την ηθική. Πίστευε ότι η εξουσία και η αρχή δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στην ψυχή ενός ηγεμόνα, καθώς αυτό θα μετέτρεπε την ισότητα των ανθρωπιστικών επιστημών σε πολιτική ανισότητα. Θεώρησε αυτή την ιδέα μια μορφή φάρσας που διαπράττεται στους φτωχούς. Ο μεταγενέστερος φιλόσοφος Καρλ Μαρξ απηχούσε παρόμοια συναισθήματα στα γραπτά του σχετικά με την ψεύτικη συνείδηση ​​που ενστάλαξαν στους φτωχούς οι πλούσιοι και τους δομικούς θεσμούς που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: